*disclaimer: Το Σκρα-punk δεν φέρει καμία ευθύνη για τα spoilers που θα πάθει όποιος προχωρήσει σε ανάγνωση του άρθρου χωρίς να έχει δει την ταινία. Ωστόσο, ακόμα; #SHAME
Έχουμε πια μπει στο σωτήριο(;) όσο και δυστοπικό έτος 2019. Κάποτε, πριν πολλά πολλά χρόνια, ο Ridley Scott –όχι χωρίς δυνατό σκονάκι– πέρασε τις εξετάσεις της καλύτερης cyber-punk δυστοπίας, προσφέροντάς μας το Blade Runner, τοποθετημένο ακριβώς στο 2019. To σκονάκι του ήταν ένα βιβλίο γραμμένο πλέον μισό αιώνα πριν, το Do Androids Dream of Electric Sheep? του Philip Dick, του οποίου η βασανισμένη φαντασία μας έχει χαρίσει κι άλλες δυστοπικές κοινωνίες της μικρής και μεγάλης οθόνης (The Man in the High Castle, Minority Report). Από τότε, η ιστορία και η εξέλιξη της ανθρωπότητας έχει ακολουθήσει έναν ρυθμό πάντα βραδύτερο από την καλπάζουσα φαντασία της τέχνης. Βέβαια, κι αν ακόμα δεν έχουμε δημιουργήσει ρομπότ δομικά και λειτουργικά εφάμιλλα με τους ανθρώπους, μπορούμε να πούμε πως η τεχνητή νοημοσύνη εξελίσσεται με τέτοιο τρόπο ώστε να υποθέτουμε με βεβαιότητα ότι η ζωή μας θα αλλάξει ραγδαία τα επόμενα χρόνια ενώ κάνουμε και τις σοβαρές μας προσπάθειες να φτάσουμε έστω, για αρχή, στον Άρη.
Εδώ βέβαια δεν πρόκειται να συγκρίνουμε το ένα 2019 με το άλλο, αλλά να μιλήσουμε για λίγα από τα πολλά στοιχεία που κάνουν το Blade Runner αριστουργηματική ταινία επιστημονικής φαντασίας. Η ιστορία είναι γνωστή: μια ομάδα εξελιγμένων ρομπότ (από δω κι ύστερα γνωστά ως ανδροειδή Nexus-6, που χρησιμοποιούνται ως σκλάβοι στον εποικισμό άλλων αστεριών) επαναστατεί και επιστρέφει στη γη σκορπώντας το χάος στο Los Angeles. Ο επίλεκτος «κυνηγός» ρομποτικών κεφαλών (Blade Runner) Rick Deckard αναλαμβάνει να τους αποσύρει, δηλαδή εξολοθρεύσει. Αρχηγός των επαναστατημένων Nexus είναι ο αντιήρωας Roy Batty, o οποίος στην ουσία αναζητά να παρατείνει τον χρόνο ζωής που είναι προδιαγεγραμμένος για τα Nexus μόλις στα 4 χρόνια, χρονικό όριο που ο ίδιος τείνει να εξαντλήσει. Παράλληλα, ο Deckard έχει τις αμφιβολίες του για το αν ο ίδιος είναι ανδροειδές ή όχι. Πάνω σε αυτή την κατ’ επιφάνεια neo-noir ιστορία δράσης αναπτύσσονται ερωτήματα που αφορούν στην ανθρώπινη ταυτότητα, στα επισφαλή όρια της τεχνολογίας, αλλά και της παρέμβασής της στη ζωή, στο τι διαφοροποιεί και τι ενώνει εν τέλει τον άνθρωπο από το δημιούργημα τεχνητής νοημοσύνης –ερωτήματα μεταξύ των οποίων μεσουρανεί το ζήτημα της θνητότητας.
Τόσο το Blade Runner όσο και το βιβλίο του Philip Dick στο οποίο βασίστηκε αποτέλεσαν επί της ουσίας τα πρώτα cyberpunk έργα σε κινηματογράφο και λογοτεχνία αντίστοιχα, που εισήγαγαν την εν λόγω αισθητική –όσο και την καθόρισαν έκτοτε υποδειγματικά– δημιουργώντας το έδαφος για το πρώτο επίσημα cyberpunk έργο Neuromancer, μόλις δύο χρόνια μετά την ταινία, κατά το γνήσια δυστοπικό έτος 1984. Στο B.R., η αισθητική του cyberpunk αναπτύσσεται σε απόλυτη συμφωνία με τις λογοτεχνικές της καταβολές που τη θέλουν να περιλαμβάνει στοιχεία neonoir, οικοδομώντας ένα post-apocalyptic περιβάλλον, όπου η τεχνολογική εξέλιξη συνυπάρχει με την κοινωνική παρακμή σε ένα γενικευμένο αστικό χάος, όπου είναι προφανείς οι αναφορές στα aesthetics ασιατικών μεγαλουπόλεων. Η πλοκή ακολουθεί τις βασικές δομές του αστυνομικού μυθιστορήματος, καθώς ο Deckard ως αρχετυπικός μοιραίος ήρωας της noir παράδοσης ακολουθεί τα ίχνη του ανταγωνιστή σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, ενώ παράλληλα αμφισβητείται η ίδια η ανθρώπινη ταυτότητά του. Την ίδια στιγμή, η αισθητική των κτηρίων αλλά και των ανθρώπων της διοίκησης/αστυνομίας, όπως και της εταιρίας Tyrell, σε αντιδιαστολή προς το ’80s punk στοιχείο και ντύσιμο του δρόμου, έλκει την καταγωγή της από τον γερμανικό εξπρεσιονισμό. Αυτό είναι φανερό από το φαραωνικό κτήριο της εταιρίας Tyrell, του οποίου τα εσωτερικά πλάνα θα μπορούσαν κάλλιστα να ανήκουν στο Metropolis, μέχρι τη φιγούρα της Rachel, που ακολουθεί τους όρους της femme fatale.
Μέσα σ’ αυτή την αισθητική απεικόνιση του 2019, σταδιακά, υποδόρια αλλά καίρια, η σεναριακή και η σκηνοθετική ματιά ξεγυμνώνουν τη σκληρότητα των ανθρώπων απέναντι στα ανδροειδή, τα οποία θεωρούνται de facto απειλή και κατώτερα όντα επί τη βάση του μη-φυσικού. Την ίδια στιγμή, τα Nexus –μέσα στην τεχνητή τους κατάσταση και τη βραχύτατη θνητότητα των 4 ετών– είναι ολοφάνερα καλύτερα από τους ανθρώπους-δημιουργούς τους σε σωματική ρώμη, νοημοσύνη αλλά και συναισθηματικό βάθος. Ώστε, παρότι ο θεατής εισάγεται στην ταινία με το δεδομένο ότι τα ανδροειδή ανταγωνίζονται το ανθρώπινο είδος, στην πορεία ανακαλύπτει ότι η οργή και η αναρχία τους είναι ως επί το πλείστον δικαιολογημένη –και μάλιστα ότι υπάρχει σ’ αυτά κάτι πολύ πιο ανθρώπινο από τους δημιουργούς τους.
Παράλληλα, ενάντια στο δίπολο φυσικού-τεχνητού πάνω στο οποίο χτίζεται η διαμάχη τους, η ομοιότητα της μοίρας ανθρώπων και ανδροειδών είναι ισχυρότερη, αφού και οι δύο αντιμετωπίζουν την υπαρξιακή αγωνία απέναντι στον θάνατο που επιβάλλει ο δημιουργός στο δημιούργημα. Πάνω σ’ αυτό αναπτύσσεται και η θρησκευτική αλληγορία της ταινίας, που κλιμακώνεται όταν ο Roy συναντά επιτέλους τον Tyrell, επικεφαλής της Tyrell Corp. που κατασκευάζει τα Nexus. Ο Tyrell παρουσιάζεται σαν βασιλιάς-θεός, τα ιδιαίτερα διαμερίσματά του παραπέμπουν σε εκκλησία και ο ίδιος ο Roy εξασφαλίζει την είσοδο στον ναό μέσω μιας σκακιστικής παρτίδας, όπου αποδεικνύεται εφάμιλλος ή και καλύτερος σε πονηριά από τον Tyrell. Αν ανατρέξουμε στην εβραϊκή παράδοση, ο Roy με την ισχυρή ευφυΐα του φαίνεται ότι έχει γευτεί από το δέντρο της Γνώσης (το γνωστό μήλο που δάγκωσε ο Αδάμ) και τώρα ζητά να γευτεί και από το δέντρο της Ζωής (του οποίου οι καρποί, φήμες λένε ότι έδιναν την αθανασία). Ο Roy βασανίζεται από τη μοίρα του θανάτου και έρχεται στη γη για να ζητήσει από τον δημιουργό του αν όχι την αθανασία τότε περισσότερο χρόνο, μια παράταση ζωής. Στο ταξίδι του για την αναζήτηση της λύτρωσης, έχει ήδη σκορπίσει το χάος, τον θάνατο και την καταστροφή σαν άλλος Εωσφόρος. Όταν γίνεται φανερό ότι δεν υπάρχει λύση στη μοίρα του να πεθάνει, η τύφλωσή του φτάνει στην κορυφαία πράξη ύβρης με την πατροκτονία/θεοκτονία. Πριν σκοτώσει τον δημιουργό του, του δίνει το φιλί του θανάτου, μια κίνηση με βαριά χριστιανική συνυποδήλωση προδοσίας.
Μετά τον φόνο, όμως, η διασάλευση της κοσμικής τάξης απαιτεί την εξιλαστήρια θυσία: ο Roy πρέπει να πεθάνει, όπως ο (αντι)ήρωας κάθε τραγωδίας που σέβεται τον εαυτό της και το ηθικό της σχήμα. Άλλωστε, όταν στο τέλος βαδίζει στον θάνατό του, η χριστιανική σημειολογία είναι πάλι εκεί. Έχει απογυμνωθεί από τα ρούχα του, το ένα του χέρι είναι τρυπημένο στην παλάμη με καρφί και στο άλλο κρατά ένα περιστέρι, το οποίο με τον θάνατό του πετάει μακριά, σαν να πρόκειται για την ψυχή του Roy, αυτή που δεν του αναγνώριζε ο δημιουργός του.
Βασικό στοιχείο της παρακαταθήκης του Blade Runner, όμως, είναι η μυθολογία που το περιβάλλει σχετικά με το πώς βρήκε τον δρόμο για τις αίθουσες, πώς απέτυχε αρχικά εμπορικά, πώς κυκλοφόρησε σε διάφορες διαφορετικές εκδοχές καθώς το στούντιο διαφωνούσε με τον σκηνοθέτη και ο Harrison Ford με όλους μαζί, σχετικά με την πραγματική ταυτότητα του Deckard. Όλα αυτά είναι κινηματογραφική ιστορία, που κάπου θα ‘χετε ξανακούσει ή κάπως συνέχισε το Blade Runner 2049 –κατά τη γνώμη μου πάμπτωχη ξαδέρφη του πρώτου film, αλλά αυτό το παθαίνω με όλες τις ταινίες του Villeneuve (να, το είπα και ησύχασα, αλλά ποια είμαι ’γώ).
Ο Scott, όμως, στη μάλλον καλύτερη ταινία της καριέρας του, γράφει ιστορία ιδίως με την κυκλική αφήγηση που συνδέει την πρώτη με την τελευταία σκηνή. Ας θυμηθούμε ότι η πρώτη σκηνή της ταινίας ξεκινά με ένα μεγαλειώδες πανοραμικό πλάνο του νυχτερινού Los Angeles, γεμάτου φώτα και εκρήξεις, σαν άλλο αστρικό τοπίο. Το πλάνο κόβεται και αμέσως μετά, όλο το κάδρο καταλαμβάνει η εικόνα ενός ματιού, στην ίριδα του οποίου αντικατοπτρίζεται η εικόνα που βλέπαμε προηγουμένως. Αν τα ίδια τα μάτια αποτελούν κατεξοχήν κάτοπτρο, ο Scott στρέφει το κάτοπτρο στο θεατή και δημιουργεί επάλληλες αντανακλάσεις ανάμεσα στους δύο καθρέφτες – των ματιών και της οθόνης.
Το μοτίβο των ματιών είναι κυρίαρχο στην ταινία με διάφορους τρόπους: κλειδί στην πλοκή αποτελεί το τεστ Voight-Κampff, ένα περίπλοκο ψυχομετρικό τεστ συναισθηματικής νοημοσύνης που διακρίνει τα ανδροειδή από τους ανθρώπους, καταγράφοντας τις αντιδράσεις του ματιού του εξεταζόμενου. Αυτό βασίζεται στην κοινή παραδοχή ότι τα ανδροειδή, παρά τη βιολογική τους τελειότητα, προδίδονται στην αληθοφάνειά τους από τα μάτια, τα οποία δεν μπορούν να μιμηθούν την αλήθεια των ανθρώπινων (σε πολλές σκηνές, τα μάτια των Nexus φαίνονται αβαθή όπως τα αρνητικά ενός φιλμ). Αν σκεφτούμε ότι στα αγγλικά η λέξη μάτι (eye) και η λέξη εγώ (I) είναι ομόηχες, το παιχνίδι ανάμεσα στην όραση και την ύπαρξη γίνεται ακόμα πιο σαφές. Ο δημιουργός των Nexus, ο Tyrell, όσο παρουσιάζεται ως πανόπτης θεός, άλλο τόσο είναι και ένας άνθρωπος με ελαττωματική όραση, ο μυωπικός πατέρας που παραβλέπει τη σκληρή μοίρα των δημιουργημάτων του. Όταν αργότερα ο Roy δολοφονεί τον Tyrell, συνθλίβει το κρανίο, καταστρέφοντάς του χαρακτηριστικά τα μάτια.
Η κατοπτρική χρήση των ματιών σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, αλλά ιδίως στην πρώτη σκηνή όπου τα –απροσδιόριστου κατόχου– μάτια μας προβάλλονται ως θραύσμα, αποκομμένα από την ολότητα ενός προσώπου ή ενός ατόμου με πλήρη εικόνα σώματος, μας παραπέμπει στη λακανική θεωρία για το στάδιο του καθρέφτη. Αν στο στάδιο αυτό το παιδί βλέπει για πρώτη φορά το ιδανικό εγώ και εισέρχεται έτσι στον κόσμο του φαντασιακού –στο (ό)πως θα ήθελε να είναι– αυτό σημαίνει ότι τη στιγμή που το παιδί αναγνωρίζει τον εαυτό του ως κάποιον, την ίδια στιγμή τον αναγνωρίζει ως άλλο. Ως θεατές έχουμε λίγο πολύ την ίδια εμπειρία, κι αυτό μας προκαλεί την ταύτιση με τον πρωταγωνιστή. Όταν λοιπόν ο Scott δείχνει την εικόνα της πόλης και των εκρήξεων μέσα από τα μάτια ενός άλλου, προσφέρει ταυτόχρονα και την εικόνα των δικών μας ματιών όταν αντικατοπτρίζουν το σχετικό θέμα –κι αυτό είναι το σημείο ζενίθ του κοινού βλέμματος θεατή-πρωταγωνιστή.
Η φαντασιακή συνταύτιση ανάμεσα στον θεατή και στο ακέφαλο βλέμμα της πρώτης σκηνής, που προσωπικά προτιμώ να αποδίδεται στο τέλος της ταινίας στον ανταγωνιστή Roy Batty, δημιουργεί όμως μια ακόμα πιο διάφανη σύνδεση ανάμεσα στον θεατή και τον αντιήρωα στο τέλος της ταινίας: στην πρώτη σκηνή, πριν γίνει γνωστή η αμφιλεγόμενη ηθική του Roy, έχουμε μοιραστεί το ίδιο βλέμμα και έχουμε δει την εικόνα του βλέμματός μας στο δικό του. Αν ο κινηματογράφος προσφέρει μέχρι σήμερα τον μόνο οπτικοποιημένο τρόπο να ζήσουμε άλλες ζωές που διαφορετικά δεν θα μπορούσαμε ούτε και να φανταστούμε, αυτό που μας ενώνει με το ανδροειδές τεχνητής νοημοσύνης που έχει ταξιδέψει στους γαλαξίες μπορεί να είναι πιο μεγαλόπρεπο από αυτό που μας χωρίζει. Πράγματι, όταν έρχεται η ώρα του θανάτου του, ο Roy μάς υπενθυμίζει το κοινό μας μυστικό: μόνο εμείς έχουμε δει αυτά που οι άλλοι δεν θα γνωρίσουν ποτέ (στον διάσημο μονόλογο αναφέρει μεταξύ άλλων: «I have seen things you people wouldn’t believe»), κοινωνοί ενός αθάνατου κόσμου που όμως ρίχνει αυλαία όταν σκοτεινιάσει για πάντα το βλέμμα – όμοια στον κινηματογράφο όπως και στη ζωή.
Το Blade Runner παραμένει αγέραστο, τόσο χάρη στην οπτική του ομορφιά όσο και επειδή έθεσε απορίες εν μέρει άχρονες εν μέρει πιο σύγχρονες από ποτέ. Το γιατί το 2019 ατενίζει ευθέως το 2019 του Blade Runner δεν αποτελεί γρίφο. Μπορεί να μην είμαστε ακόμα εκεί, είμαστε όμως κοντά. Είμαστε πιο κοντά από ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας στο να αντιμετωπίσουμε ηθικά ερωτήματα που κάποτε ήταν απλώς νοερές ασκήσεις. Ζητήματα ηθικής προκύπτουν ήδη από τη δημιουργία ρομπότ τεχνητής νοημοσύνης, που προφανώς διανύει την πιο ακμαία της περίοδο μέχρι σήμερα, και μας δίνει να καταλάβουμε ότι τα επόμενα χρόνια θα δούμε να αλλάζει ραγδαία ο κόσμος που γνωρίζουμε. Έχουμε το πρώτο ανδροειδές πολίτη, έχουμε όλη αυτή τη συζήτηση που έχει μόλις ανοίξει σχετικά με τα ρομπότ για σεξουαλική χρήση (και το γεγονός ότι αμφιβάλλω για τα έθικς της χρήσης της λέξης «χρήση» ήδη σημαίνει κάτι) και οι προβλέψεις για εξαφάνιση επαγγελμάτων που θα υποκατασταθούν από ρομπότ-εργάτες, απαισιόδοξες ή όχι, είναι πάντως βάσιμες. Αυτό που κάποτε ήταν το αποτύπωμα της ζωηρής φαντασίας ενός συγγραφέα ή μια κινηματογραφική ιστορία τόσο μπροστά από την εποχή της, ώστε το Blade Runner αρχικά σημείωσε σχετική εμπορική αποτυχία και δίχασε τους κριτικούς, είναι τώρα ένα υλικό του κόσμου στον οποίο ζούμε. Μια τεχνολογική τροπή της ιστορίας που θα φέρει τα ανδροειδή στην καθημερινότητά μας δεν είναι καθόλου μακριά και τα ηθικά ερωτήματα που έχουν αρχίσει να ξεπροβάλλουν θα γίνουν μόνο πολυπλοκότερα, βαθύτερα, όσο και πιο οικεία. Άλλωστε, η ταινία επενδύει πάνω στο ζήτημα του θανάτου ως το ακροτελεύτιο ερώτημα της ύπαρξης, περισσότερο ή λιγότερο τεχνητής, για να μας θυμίσει ότι τόσο η συνείδηση όσο και το φυσικό τέλος ενός όντος δημιουργούν ηθικό δικαίωμα στην αναγνώριση της ύπαρξης καθαυτής όσο και στην ελευθερία.
* Ο τίτλος αναφέρεται σε στίχο από το «Star Treatment» των Arctic Monkeys («What do you mean you ’ve never seen Blade Runner?»)
Social Links: