«Ξέρεις, καθάρισα σήμερα!». Ο Λαέρτης μου το πάσαρε ως κατόρθωμα. Εγώ καθόμουν μαζί του στον καναπέ κι έπινα μπύρα, με εκείνον να φοβάται μην τη ρίξω κάτω. Δεν μπορούσα να…

No, Honey 2.09: Ένα Σύννεφο

«Ξέρεις, καθάρισα σήμερα!».

Ο Λαέρτης μου το πάσαρε ως κατόρθωμα. Εγώ καθόμουν μαζί του στον καναπέ κι έπινα μπύρα, με εκείνον να φοβάται μην τη ρίξω κάτω. Δεν μπορούσα να συμμεριστώ τη χαρά του γιατί καθάριζα εγώ κάθε φορά στο δικό μου σπίτι, έχοντας εγκαταλείψει κάθε ελπίδα η Πηνελόπη να κάνει οποιαδήποτε δουλειά μες στο σπίτι.  

«Υπάρχει κάτι στο τραπέζι», του είπα. «Ένα χαρτάκι».

Μάλλον του είχα ραγίσει την καρδιά. 

«Α, δεν είναι τίποτα», μου είπε εκείνος. «Το άφησε εδώ ο Περικλής. Έγραψε ένα οργισμένο ποίημα για κέρατο και πρέπει να του το δώσω πίσω».

Για ’μένα θα λέει, σκέφτηκα. Έχει ακόμα οργή για εμένα. Μάλλον ήμουν πολύ κακή γκόμενα. Ίσως κι η χειρότερή του. 

«Τι θα κάνεις σήμερα;», άλλαξα θέμα στον Λαέρτη. 

«Έχει γενέθλια η Ειρήνη», είπε. «Εσύ;».

«Με κάλεσε ένας συνάδελφος στα γενέθλιά του και λέω να πάω για να δείξω καλό πρόσωπο».

Έγνεψε γεμάτος κατανόηση.

«Καλή επιβίωση», μου είπε.

Δεν μπορούσα να αποφασίσω αν έπρεπε να ανταποδώσω την ευχή. 

Ο συνάδελφός μου είχε καλέσει στα γενέθλιά του και την Πηνελόπη και τον Λουκά. Υπέθεσα ότι ήθελε να φανεί κοινωνικός και πως είχε λεφτά για πέταμα –άλλωστε στη δουλειά ήταν αυτό το είδος δημοσιοσχετίστα που πίστευε ότι η ευτυχία μετριέται στις επιφανειακές επαγγελματικές σχέσεις που έχεις. Πιθανότατα είχε καλέσει τη μισή μου αρχική στο Facebook. Και σίγουρα τον Φώτη. Γιατί ο Φώτης γνώριζε όλη την καλή κοινωνία. Μα αν ήταν εκεί ο Φώτης, ίσως να έβλεπα και τη Βίκυ. 

Η Πηνελόπη με σκούντηξε. Η Βίκυ ήταν όντως μαζί με τον Φώτη στο πάρτι. Με χαιρέτησαν κι οι δυο. Τους χαιρέτησα τυπικά. Ήθελα να κρύψω το άγχος μου –την έβλεπα μετά από τόσο καιρό και δεν ήξερα τι σκεφτόταν για ’μένα. Θα μπορούσε να με είχε σκοτώσει εφτά φορές μέσα της. Θα μπορούσε να ψάχνει την ιδανική στιγμή να με αγκαλιάσει γεμάτη δάκρυα. Θα μπορούσαν ακόμα να ισχύουν και τα δύο. Ή και τίποτα. Αυτό το παιχνίδι των πιθανοτήτων, το παιχνίδι του μυαλού μου, έπαιρνε τρομαχτικές διαστάσεις. 

«Γιατί οι φίλοι μας κάνουν κακές επιλογές;», μου ψιθύρισε ο Λουκάς όταν σιγουρεύτηκε ότι αυτοί δεν βρίσκονταν στο οπτικό μας πεδίο. 

«Εγώ είχα τους λόγους μου!», φώναξα. «Κι ίσως κι εκείνη έχει τους λόγους της! Κι αυτοί οι λόγοι δεν είναι ποτέ καλοί!».

Η Βίκυ με είχε ακούσει. Έτρεμα την αντίδρασή της. Ευτυχώς, όμως, δεν είπε τίποτα. Πήγα να γεμίσω το ποτήρι μου. Αποφάσισα να μιλήσω και με άλλο κόσμο για να ξεχάσω τι είχε μόλις συμβεί. Πίστευα πως θα αποσπούσα τον εαυτό μου, αλλά υπολόγιζα λάθος. Δεν είχα καπνίσει εδώ και μερικές ώρες και δεν άντεχα χωρίς τσιγάρο. Έστριψα ένα και το άναψα.  

«Ο οικοδεσπότης θέλει να καπνίζουμε μόνο στο μπαλκόνι του», μου θύμισε ένας καλεσμένος. 

Στο μπαλκόνι βρίσκονταν ο Φώτης με την Πηνελόπη. Οκ, θα το λουστώ κι αυτό, είπα στον εαυτό μου. 

«Γιατί κάνεις σαν μαλακισμένο όταν είσαι μαζί μου;», της έλεγε. «Δεν θυμάσαι ότι εγώ μπορώ να σου σκοτώσω την καριέρα αν θέλω;».

«Ο τύπος είναι απαίσιος», αναλογίστηκα. Είναι ένας μπελάς για τα άτομα που αγαπώ. Είχε μπει με χρυσά γράμματα στη μαύρη λίστα μου. Είναι ένας μαλάκας που με κάνει να φρικάρω, να στέκομαι στη γωνία και να μην μπορώ να κάνω τίποτα ενώ θα μπορούσα. 

Προσπάθησα να προσποιηθώ ότι δεν είχε γίνει τίποτα. Έπρεπε να υπομείνω τον Φώτη που μιλούσε με εμένα, την Πηνελόπη, τη Βίκυ και τον Λουκά. Ο Λουκάς μού έριχνε περίεργα βλέμματα κάθε φορά που ο Φώτης έλεγε κάτι περίεργο. Μιλούσε για ηθική κι οι φιλοσοφίες του θύμιζαν περισσότερο fuckboy που προσπαθούσε να εντυπωσιάσει φοιτήτρια Φιλολογίας –μα όλοι θέλαμε να είμαστε ευγενικοί. Η δικιά μου υπομονή εξαντλούταν σταδιακά. Δεν θα άντεχα για πολύ να τον ακούω να λέει αβάσιμα πράγματα, να πασάρει ως αλήθειες πράγματα που δεν ίσχυαν. Οπότε πετάχτηκα στη συζήτηση.

«Κανείς δεν είναι φουλ ηθικός», είπα.

«Ούτε εσύ είσαι», έκανε αυτός απότομα. «Νομίζεις ότι είσαι ανώτερη; Έχεις βλάψει ανθρώπους, όπως όλοι μας».

Δεν κρατήθηκα.

«Τουλάχιστον έχω τη συνείδησή μου καθαρή!», του φώναξα. «Δεν είμαι σαν κι εσένα που μας κράζεις όλους! Εκβιάζεις την κολλητή μου, βγαίνεις με τη Βίκυ και ποιος ξέρει τι της κάνεις και μετά έρχεσαι εδώ να μου την πεις. Είσαι το χειρότερο παράδοξο που έχω δει στη ζωή μου».

Όλοι με κοιτούσαν περίεργα. Το ξέσπασμά μου ήταν πιθανότατα ό,τι πιο κωμικό είχαν δει τελευταία. Αν δεν είχα ήδη κοκκινίσει από θυμό, θα κοκκίνιζα από ντροπή. Θα μπορούσα να μιλάω με την περίεργη προφορά του Ντόναλντ Ντακ για να δώσω μεγαλύτερη έμφαση στο ξέσπασμα. Εκείνη τη στιγμή δεν αισθανόμουν τόσο Ντόναλντ ωστόσο. Ένιωθα σαν Μουργόλυκος που είχε αποτύχει για νιοστή φορά να ληστέψει τον Σκρουτζ, είχε γίνει ο περίγελος της Λιμνούπολης κι έπρεπε να βρει τρόπο να φύγει από αυτό. 

Είπα καληνύχτα στον οικοδεσπότη κι ετοιμάστηκα να φύγω όσο πιο γρήγορα γινόταν. Είδα ότι η Βίκυ είχε έρθει να με βρει. Δεν μπόρεσα να της πω κάτι. Μόνο την κοίταξα απογοητευμένη. Εκείνη μου έριξε ένα βλέμμα εξίσου απογοητευμένο.  

«Γιατί;», τη ρώτησα ψιθυριστά. 

Εξακολουθούσε να μην έχει κάτι να μου πει. Το βλέμμα της μιλούσε για εκείνη. Είχε τα μάτια χαμηλά, μια έκφραση σκυλιού που ήξερε ότι είχε φάει την παντόφλα του αφεντικού του. Όλα όσα έκανε ήταν συνειδητά: οι εκφράσεις της, το ότι έβγαινε με τον Φώτη, η σιωπή της ενώ του φώναζα. Φώναζε: «έχω πιάσει πάτο και το αποδέχομαι!».

«Πού πας;», με ρώτησε ο Φώτης. 

Με είχε ακολουθήσει. Είχα φύγει από το πάρτι για να ξεφύγω από αυτόν, αλλά μάλλον είχα γίνει εγώ ο Σκρουτζ κι αυτός οι Μουργόλυκοι. Κι ο Σκρουτζ είχε πάντα την πονηριά και τα μέσα για να προστατευτεί –μα εγώ δεν ήξερα τι να κάνω. Είχα σκεφτεί πράγματα: να του πετάξω το κινητό μου στη μούρη, να βρω ένα σπρέι πιπεριού και να τον βγάλω νοκ άουτ. Μα αρκέστηκα στο να του πω αυτό: 

«Η παρουσία σου είναι το χειρότερο πράγμα που θα μπορούσε να συμβεί αυτή τη στιγμή».

Έκανα μεταβολή και συνέχισα τον δρόμο μου προς το αμάξι. Εκείνος δεν έλεγε να σταματήσει να με ακολουθεί. 

«Μην τολμήσεις και πεις κάτι!», μου φώναξε. 

Φθάσαμε στο αμάξι. Δεν πρόλαβε να μπει μέσα. Ουφ!  

* 

«Να κοιμηθώ εδώ για βράδυ;».

Ευτυχώς ο Λαέρτης ήταν σπίτι. Είχε μόλις γυρίσει από τα γενέθλια της πρώην του. Με κοιτούσε με ένα βλέμμα που θύμιζε ενοχλημένο Καλαμάρη Πλοκάμια. Μα δέχθηκε. Έπεσα να κοιμηθώ στον καναπέ του. 

«Μπορείς να μου πεις τι συνέβη;», με ρώτησε μόλις ξύπνησα. 

Του είπα όλη την αλήθεια, αδιαφορώντας για το ότι ο Θοδωρής ήταν στο ίδιο δωμάτιο με εμάς. 

«Αυτός δεν είναι λόγος να κοιμηθείς εδώ», έκανε ο Λαέρτης μόλις άκουσε την ιστορία μου. 

Ο Θοδωρής τον κοίταξε επικριτικά κι έπειτα στράφηκε σε ’μένα. 

«Η πόρτα μας είναι ανοιχτή για όποιον το χρειάζεται», μου είπε. 

«Σ’ ευχαριστώ», χαμογέλασα. 

«Αυτό είναι ό,τι πιο χριστιανικό θα ακούσεις από ’μένα».

Αργότερα πήρα τηλέφωνο την Πηνελόπη. Έτρεμα για το πώς θα μου μιλούσε. Την είχα παρατήσει το προηγούμενο βράδυ. Την είχα αφήσει σε ένα πάρτι μαζί με έναν τύπο που την εκβίαζε –κι αυτό δεν ήταν καθόλου υπεύθυνο εκ μέρους μου. 

«Έλα ρε», έκανε εκείνη. «Τώρα ξεκινάω να πάω σπίτι. Κοιμήθηκα με κάποιον χθες το βράδυ».

Κρίμα που δεν υπάρχει πολιούχος της ξεπέτας για να του ανάψω ένα κεράκι. 

Προσπάθησα να ξεπεράσω όλα όσα συνέβησαν με έναν απλό, καπιταλιστικό τρόπο –τη δουλειά. Που σημαίνει: βρίσκω όλες τις μικροδουλειές που μπορούν να γίνουν, ασχολούμαι μέχρι και με τις κούπες του καφέ, συζητάω με τον Κλεάνθη για άσχετα και τροφοδοτώ το σύστημα. Κάποια μέρα θα βραβευόμουν με ταγέρ και δωδεκάωρα και προαγωγές. Κι αν δεν γίνονταν όλα αυτά, τουλάχιστον θα ξεχνούσα για λίγο τον Φώτη.

«Έχεις χαρτομάντηλο;».

Ο Κλεάνθης ήταν κρυωμένος κι έπρεπε να τον βοηθήσω. Άνοιξα την τσάντα μου –ήταν τόσο ακατάστατη όσο το μυαλό μου εκείνη τη στιγμή. Έβγαλα από μέσα το πορτοφόλι μου, στυλό, χαρτιά, αποδείξεις από μπαρ, ακόμα και το κουκλάκι από ένα βενζινάδικο. Ανακάλυψα ότι είχα καβαντζώσει το ποίημα του Περικλή. Το πιο ακατάλληλο χαρτί για τη στιγμή εκείνη. Αποφάσισα να το αγνοήσω. Έδωσα στον Κλεάνθη το χαρτομάντηλο. Εκείνος με ευχαρίστησε, αλλά κάτι τον ανησυχούσε. 

«Μοιάζεις σαν να έχεις φρικάρει», έκανε. «Όλα καλά;» 

«Τώρα κατάλαβα πώς νιώθουν οι πρώην της Taylor Swift», απάντησα. 

Δεν μπορούσα να το κρατήσω άλλο. Μετά τη δουλειά κάλεσα τον Περικλή. 

«Έχω ένα χειρόγραφο», του είπα.  

«Α, ναι», έκανε. «Πέτα το. Το είχα γράψει πολύ καιρό πριν, φαντάσου είχα μόλις βγει από τον στρατό. Δε με αντιπροσωπεύει πια. Πέτα το». 

Reality check – ο κόσμος δεν περιστρέφεται γύρω από ’σένα. Περίμενα να νιώσω ανακούφιση και να διαλυθούν οι παράνοιές μου, να πάω σπίτι ήρεμη. Μα δεν ένιωθα ηρεμία. Ο Φώτης με είχε ακολουθήσει μέχρι το αμάξι μου το περασμένο βράδυ και δεν ένιωθα καλά με αυτό. Δεν ένιωθα καλά που αυτός ο τύπος εκβίαζε την κολλητή μου κι έβγαινε με τη Βίκυ. Όχι. Καθόλου καλά.  

«There’s a giant cloud that sits above my head»