Δεν έχουν περάσει πολλές μέρες από τότε που παρακολουθήσαμε την ιστορία του Ζαχίρ, του μετανάστη από το Αφγανιστάν που πέρασε στον επόμενο γύρο του Master Chef, αφού αφηγήθηκε τη συγκινητική προσωπική του ιστορία. Σε επόμενο επεισόδιο είδαμε τον Αριστοτέλη Καλλινίκου, άτομο με αναπηρία, να διαγωνίζεται για μια ποδιά του Master Chef. O Φρανσίσκο Περέιρα από τη Μοζαμβίκη, ένας ηλικιωμένος κύριος που ξεκίνησε να μαγειρεύει όταν έχασε τη γυναίκα του και πολλά ακόμη. Όλα ενταγμένα προφανώς σε μια στροφή του show προς τα identity politics.
Στην πραγματικότητα, το Master Chef δεν κάνει κάτι ριζοσπαστικό. Συνεχίζει ουσιαστικά να παίζει πάνω σε ένα μοτίβο στο οποίο παίζουν όλα τα talent show και ιδίως όσα από αυτά είναι και ριάλιτι. Γιατί, ας μην το ξεχνάμε, πίσω από τους 3 πραγματικά αξιόλογους κριτές, πίσω από τους τεχνικούς όρους και τη μαγειρική κρύβεται ένα ριάλιτι. Και αυτό ισχύει, ακόμα και αν ξεκινάμε με τη βασική παραδοχή ότι πράγματι είναι το καλύτερο και πιο ποιοτικό από όσα έχουμε δει μέχρι σήμερα στην ελληνική τηλεόραση.
Τα reality talent shows έχουν στο κέντρο της ίδιας της δομής τους τις ανθρώπινες ιστορίες. Ένα Master Chef που θα κοίταγε μόνο την επαγγελματική σταδιοδρομία, τον δημόσιο βίο ενός διαγωνιζόμενου θα ήταν ένα τελείως διαφορετικό show. Ακόμα και αν τηλεοπτικά δεν μας γεμίζει το μάτι, το κομμάτι της παρουσίασης της ζωής του εκάστοτε διαγωνιζόμενου είναι, λοιπόν, τελείως δομικό για το ίδιο το show, ακριβώς επειδή τελικά δεν αναζητά ταλέντα, όσο το να στήσει μια ιστορία επιτυχίας.
Πολύ συχνά, λοιπόν, βλέπαμε ανθρώπους που δεν ταιριάζουν στα ασφυκτικά πρότυπα ομορφιάς, ανθρώπους που η ηλικία τους δεν ταιριάζει με το να επιζητούν την καταξίωση σε ένα show, ανθρώπους που πέρασαν πολύ δύσκολη παιδική ηλικία, πρώην άστεγους, ανθρώπους που έχασαν αγαπημένα πρόσωπα. Όλοι αυτοί πριν κριθούν για τις μαγειρικές τους ικανότητες ή για τη φωνή τους ή για το ταλέντο τους, κρίνονται εν μέρει και για την ιστορία της ζωής τους. Μέρη ενός όλου που ένας τηλεθεατής μπορεί εύκολα να αποκωδικοποιήσει, καθώς γίνονται μέσα σε μια πολύ συγκεκριμένη τηλεοπτική φόρμα: μια απλή σύνθεση πιάνου, κοντινά πλάνα στον διαγωνιζόμενο και μετά άλλα κοντινά πλάνα στην κριτική επιτροπή, συγκρατημένη συγκίνηση και τελικά ενθουσιασμός για τις ικανότητες του διαγωνιζόμενου.
Κέντρο του καπιταλισμού, ιδίως σε αυτή τη φάση του και στην Αμερική, είναι η ιδεολογία του «land of opportunity», ένα προτεσταντικού τύπου φιλτράρισμα του κόσμου που λέει ότι, αν προσπαθήσεις και είσαι καλός σε αυτό που κάνεις, όποιος και αν είσαι, όποια και αν είναι η εκκίνησή και η αφετηρία σου, μπορείς να φτάσεις στην κορυφή και να καταξιωθείς. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κινούνται και όλα τα talent shows που ούτως ή άλλως γεννήθηκαν σε περίοδο που αυτές οι ιδεολογίες κυριαρχούσαν στις ΗΠΑ και δευτερευόντως στη Μεγάλη Βρετανία. Η επιτυχία, λοιπόν, ενός ανθρώπου που έζησε δύσκολα υπηρετεί, εκτός από το να αυξήσει το ενδιαφέρον του κοινού, και αυτόν τον σκοπό: η αποτυχία ή η επιτυχία κάποιου είναι θέμα προσωπικής προσπάθειας και ταλέντου και καθόλου θέμα συσχετισμών και ταξικών περιορισμών. Ουσιαστικά, όταν συγκινηθήκαμε πέρσι με την ιστορία του παιδιού που είχε φτάσει να ζει στο δάσος, συγκινηθήκαμε με την προοπτική κοινωνικής ανέλιξης που δόθηκε σε έναν άνθρωπο που είχε φτάσει στο περιθώριο.
Ομολογουμένως, πάντως, πολύ συχνά, αυτή η ανελέητη προσπάθεια πρόκλησης συναισθήματος γίνεται μπανάλ, αντιαισθητική και τελικά κάπως τεμπέλικη. Ιδίως όταν αυτή γίνεται εργαλειακά, για εταιρικό όφελος, για τηλεθέαση και για να επιταθεί το συναισθηματικό engagement. Και το engagement όντως θα επιταθεί. Ζούμε και κινούμαστε σε μια κουλτούρα εξομολόγησης που προμοτάρει την έκφραση των προσωπικών συναισθημάτων. Και το να ακούς την έκφραση των συναισθημάτων των άλλων προσφέρει μια απόλαυση. Εδώ που τα λέμε, η θέση του παίκτη του ριάλιτι που μιλάει μπροστά στην κάμερα είναι η θέση του ανθρώπου που εξομολογείται στον ψυχαναλυτή του. Εμείς, σε αυτή την ποιητική του χώρου, παίρνουμε τον ρόλο του ψυχαναλυτή.
Το Master Chef έδειξε από τα πρώτα του επεισόδια ότι φέτος θα εντάξει ακόμα περισσότερο από πέρσι τις προσωπικές ιστορίες των διαγωνιζόμενων, φαντάζομαι στήνοντας ένα background πριν την αφήγηση της ζωής τους μέσα στο show. Πρόκειται για μια επιλογή που θα εντείνει τον χαρακτήρα ριάλιτι που είχε ούτως ή άλλως το show. Ίντριγκες, τσακωμοί, εξομολογήσεις, κλίκες και έρωτες. Από την άλλη, δείχνει και κάτι που είναι πραγματικά πρωτότυπο για ελληνικό show. Θα ασχοληθεί με τα κινήματα και τις πολιτικές ταυτότητας. Αντιρατσιστικά, αντισεξιστικά, από την ενσωμάτωση στην ποικιλία, από τον ομογενοποιητικό λόγο στην πολυπολιτισμικότητα. Και εδώ ξεκινάει το ενδιαφέρον.
Το βίντεο του Ζαχίρ είναι το βίντεο εκείνο που κατεξοχήν έδειξε αυτή την επιλογή της παραγωγής και των συντελεστών της εκπομπής. Και η αλήθεια είναι ότι η ιστορία αυτή είναι μια ιστορία που αναμφισβήτητα όχι μόνο σε συγκινεί, αλλά και σε ξεβολεύει. Ταυτόχρονα, όμως, εντάσσεται σε αυτή τη φόρμα της συγκινητικής μουσικούλας, στα κοντινά στα πρόσωπα των κριτών και τα πράγματα κάπου χαλάνε. Κριντζάρεις. Σχεδόν αντανακλαστικά το μυαλό σου πηγαίνει σε τηλεοπτικά σκουπίδια που συνεχίζουν ακόμα και σήμερα να υπάρχουν απλά για να συγκινούν. Και είναι λογικό όλο αυτό να μας κάνει διστακτικούς, να μας εμποδίζει να ενθουσιαστούμε και να συγχαρούμε.
Ας σκεφτούμε όμως και κάτι άλλο. Πότε ήταν η τελευταία φορά που ακούσαμε στην τηλεόραση έναν μετανάστη ή ένα άτομο με αναπηρία να μιλάει επί 15 λεπτά, χωρίς διακοπή, να μιλάει μάλιστα για τον εαυτό του χωρίς το θέμα της εκπομπής να αφορά την ίδια την ιδιότητα του αυτή; Πότε μίλησε ένας μετανάστης αδιαμεσολάβητα χωρίς την παρέμβαση ενός ευαισθητοποιημένου καλλιτέχνη, ακαδημαϊκού ή πολιτικού; Πότε τον είδαμε να συγκινείται μόνος, ως άνθρωπος, όχι ως μέλος ενός ποταμού ανθρώπων που επίσης ταλαιπωρούνται; Πότε είδαμε ένα άτομο με αναπηρία να κινείται και να ζει ως ένα λειτουργικό μέλος της κοινωνίας που ονειρεύεται να γίνει μάγειρας;
Μια βασική εικόνα πάνω στην οποία η ακροδεξιά αλλά και το κράτος έστησε τη αντιμεταναστευτική της ρητορική είναι η συμπερίληψη όλων των μεταναστών μέσα σε κοινότητες, ομάδες, ορδές, ποτάμια που έρχονται απειλητικά. Από την άλλη, το ανθρώπινο βίωμα της μετανάστευσης χάνεται, αποκρύπτεται. Δεν βολεύει τον αντιμεταναστευτικό λόγο. Γίνεται μια οπτική τελείως περιφερειακή. Το μεταναστευτικό πρόβλημα θεωρείται πρόβλημα μόνο για τις χώρες υποδοχής. Παρόλα αυτά το μεταναστευτικό πρόβλημα είναι πολύ περισσότερο πρόβλημα για τον ίδιο τον μετανάστη. «Η ανάγκη είναι πάνω από τον Θεό», όπως λέει κατά τη διάρκεια του διαγωνισμού ο Ζαχίρ, που είχε πολύ σοβαρούς λόγους που τον έφεραν στην Αθήνα.
Τα happy endings μας έχουν κουράσει αφάνταστα πλέον στη μυθοπλασία. Τον ρόλο τους, αυτή τη συναισθηματική λύτρωση που νιώθεις όταν βλέπεις ότι κάποιος δικαιώνεται μετά από βάσανα, έχουν πάρει τα reality show. Πραγματικές ιστορίες επιτυχίας ενός ανθρώπου και όχι ενός ηθοποιού. Και αυτές οι ιστορίες επιτέλους δείχνουν και το background ανθρώπων με τους οποίους συνυπάρχουμε στο μετρό, στο λεωφορείο, στον δρόμο, στη γειτονιά. Η παραδοσιακή και καμιά φορά αντιαισθητική φόρμα του ριάλιτι είναι μια φόρμα που είναι φτιαγμένη να απευθύνεται σε μεγάλα κοινά. Τα μαζικά αυτά κοινά, για πρώτη φορά, βλέπουν τους μετανάστες ως ξεχωριστούς ανθρώπους. Για την τραγική ιστορία που αφηγήθηκε ο Ζαχίρ, υπάρχει η πολύ λιγότερο τραγική ιστορία του Φρανσίσκο από τη Μοζαμβίκη. Τέλος πάντων, υπάρχει πάντα μια ιστορία. Μια πορεία μέσα στον χρόνο που έφερε αυτούς τους ανθρώπους από τις μακρινές τους χώρες στην Ελλάδα και από το περιθώριο στο οποίο αναγκάζεται να ζει ο μετανάστης στη διεκδίκηση μιας θέσης στο σπίτι του Mastef Chef.
Kαι αυτό που έχει πραγματικά σημασία και στο Master Chef και γενικά είναι να καταλάβουμε ότι οι μετανάστες είναι άνθρωποι σαν όλους εμάς. Δεν είναι υποχρεωμένοι να ζουν με binary emotions: είτε χαμογελαστοί είτε συγκινημένοι. Μπορούν να πετύχουν ή να αποτύχουν, να νευριάσουν, να απογοητευτούν, να ενθουσιαστούν ή να βαρεθούν, να είναι καλοί ή κακοί στη δουλειά τους. Αυτό, λοιπόν, που, παρά τις όποιες επιμέρους αλλά σοβαρές διαφωνίες μπορεί να έχει κανείς με το στήσιμο και τη φόρμα του ριάλιτι, δεν μπορούμε να μην του πιστώσουμε είναι ότι πρόκειται για το είδος της ποπ κουλτούρας που έστησε πρώτο την ιστορία του μετανάστη από το Αφγανιστάν ώς την ιστορία του Ζαχίρ. Αυτό που του έδωσε τον χρόνο και τον χώρο να κάνει αυτό που ονειρεύεται.
Ο ίδιος ο Ζαχίρ με μια φράση του χάλασε λίγο τη μπετοναρισμένη ιδέα των talent show που λέει ότι όποιος αξίζει, πετυχαίνει. «Aγαπώ αυτό που κάνω αλλά δεν έχω φτερά για να πετάξω». Και η δουλειά του Master Chef είναι να δώσει τα φτερά στον Ζαχίρ. Δουλειά ημών των υπολοίπων είναι να δώσουμε χώρο στους Ζαχίρ αυτού του κόσμου να μιλήσουν για τα βιώματά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να συνοδεύεται η αφήγησή τους από συγκινητική μουσική, χωρίς να χρειάζονται τα κοντινά πλάνα στις μούρες τις δικές μας ή σε εκείνων που μας μοιάζουν. Και, ποιος ξέρει, ίσως αυτή είναι η αρχή, η αρχή που λέει ότι το βουλώνουμε και ακούμε χωρίς να παρεμβαίνουμε. Η αρχή για να καταλάβει εκείνος ο «μαλάκας είμαι να πάρω Αφγανό στην κουζίνα μου;» ότι είναι όντως μαλάκας, αλλά όχι με τον τρόπο που φαντάζεται. Η αρχή για να δούμε πώς μπορούν σε ένα σπίτι να συζήσουν άνθρωποι απίστευτα διαφορετικών καταβολών, χωρίς να έρθει καμία καταστροφή. Και είναι σίγουρο ότι καμία καταστροφή δεν θα έρθει.
Το άρθρο του Νίκου Σταματίνη αναδημοσιεύεται από την ιστοσελίδα του Oneman.
Social Links: