«Έλα για να μη βαριέμαι»  Από όλα τα επιχειρήματα η Πηνελόπη είχε επιλέξει το πιο ειλικρινές. Οι δικοί της θα έκαναν τραπέζι για τα γενέθλια της και δεν άντεχε ποτέ…

No, Honey: 2.12. Ένα ήσυχο βράδυ

«Έλα για να μη βαριέμαι» 

Από όλα τα επιχειρήματα η Πηνελόπη είχε επιλέξει το πιο ειλικρινές. Οι δικοί της θα έκαναν τραπέζι για τα γενέθλια της και δεν άντεχε ποτέ αυτά τα σκηνικά άρα ήθελε κάποιον να τη συντροφεύσει. Θα της συμπαραστεκόμουν. Το είχα κάνει για το Ραφαήλ, το είχα κάνει και για το Στέργιο. Γιατί να μην το έκανα για εκείνη; 

Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι δεν είχα ιδέα για τους δικούς της. Παραδόξως δε μιλούσε γι’ αυτούς. Εγώ μιλούσα για την οικογένειά μου για ώρες, αλλά εκείνη δεν έλεγε τίποτα. Το μόνο που έλεγε ήταν ότι είχε μεγαλώσει ήσυχα και το μόνο παράπονο που είχε από αυτούς ήταν ότι την έκραζαν για μικροπράγματα πχ για τις δουλειές του σπιτιού. Ήθελα να τους γνωρίσω. Έμοιαζαν πιο φυσιολογικοί από τους δικούς μου. 

Τη μάνα της τη θυμόμουν. Όμορφη γυναίκα, από αυτές που δε θα γεράσουν ποτέ. Είχε πάντα έναν αέρα περηφάνειας. Φαινόταν άτομο με μεγάλο potential – θα έλεγες ότι είναι καλλιτέχνις. Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση όταν η Πηνελόπη μου είχε πει ότι δεν έκανε παρά άχαρες δουλειές στη ζωή της. 

«Δουλεύεις κι εσύ με τους καλλιτέχνες;» με ρώτησε αυτή η εντυπωσιακή γυναίκα. 

«Ναι» αποκρίθηκε. 

Η Πηνελόπη έβαλε σαλάτα στο πιάτο της. Είχε βάλει πολλή σαλάτα στο πιάτο της. Υπερβολικά πολλή σαλάτα. Κι αυτό συνέβαινε εδώ και μισή ώρα κι ήξερα ότι δε θα την έτρωγε.Τσιμπολογούσε συνεχώς και νευρικά χωρίς να μιλάει. Μέχρι που μίλησε. 

«Πού είναι ο μπαμπάς;» ρώτησε. 

«Δε θα έρθει σήμερα» της είπε η μητέρα της. 

Θα έβαζε τα κλάμματα.  

«Ε, μην κλαις!» φώναξε η μητέρα της. «Αξιοπρέπεια!» 

Ρητορική της αξιοπρέπειας. Αυτή η μάστιγα. 

«Πάντα με εγκαταλείπει σε σημαντικές στιγμές!» φώναξε η Πηνελόπη. «Δε μου μιλάει ποτέ, δε μου έχει συμπαρασταθεί ποτέ! Κι αν μου μιλάει, μου λέει συνεχώς ότι είμαι ένα λάθος!» 

Δε μου είχε πει ποτέ τίποτα. Δεν είχε κλάψει ποτέ μπροστά μου – με εξαίρεση εκείνη τη φορά που μου είπε για τη δουλειά μου. Δε μου είχε μιλήσει ποτέ για την οικογένειά της. Δε μου είχε στείλει ποτέ ένα μήνυμα να μου πει ότι δε νιώθει καλά. Ήταν πάντα η φωνή της λογικής – ποτέ δε λύγιζε. Μάζευε πάντα εμένα, σχεδόν ποτέ δε μάζευα εκείνην. Δε μπορούσα ποτέ να της πω τα πράγματα όπως τα σκεφτόμουν. Ένιωθα πως δε θα με καταλάβαινε. Πάντα υπήρχε αυτό το φράγμα ανάμεσα μας – πέντε χρόνια φιλίας και δεν είχα δει τα τρωτά της. 

Άρπαξε το κινητό της κι έκανε μια κλήση. Αμέσως κατάλαβα ποιον έπαιρνε. 

«Μην τολμήσεις και εκβιάσεις ποτέ κανέναν!» φώναξε. «Μείνε μακριά κι από εμένα κι από τους ανθρώπους μου!» 

Κάποιος είχε καταλάβει το σώμα της Πηνελόπης. Την έκανε να ξεσπάει και μετά να κλαίει ήσυχη στο τραπέζι. Εγώ κι η μάνα της βρισκόμασταν σε αμήχανη σιωπή. Περιμέναμε από εκείνη να πει κάτι, οτιδήποτε.  

«Δε μπορώ να είμαι άλλο εδώ» είπε τελικά, ακόμα γεμάτη δάκρυα. 

Σηκώθηκα από το τραπέζι και της έκανα νεύμα να φύγουμε. Χαιρέτησα διακριτικά τη μητέρα της κι ετοιμαστήκαμε να πάμε προς το αμάξι. Η Πηνελόπη δεν είχε σταματήσει να κλαίει. Της χάιδευα το χέρι μέχρι να μπούμε στο αυτοκίνητο. Ήταν ανέκφραστη. Ξεκίνησα να οδηγώ. Διανύσαμε μεγάλο μέρος της διαδρομής χωρίς να μιλάμε. Μόνο καθόταν στη θέση του συνοδηγού και ψιθύριζε «μισώ τον εαυτό μου». Μου ράγιζε την καρδιά κάθε φορά που το άκουγα. Ίσως να μην είχα καρδιά μετά από όλα αυτά. 

Μου είπε να την αφήσω σε ένα μπαρ να βρει κάτι φίλους της. 

«Όχι, Πηνελόπη» έκανα. 

«Σε παρακαλώ» έκανε εκείνη. 

Τι να έκανα. Την άφησα. Γύρισα σπίτι μόνη μου κι άρχισα να κλαίω κι εγώ. Ξεκίνησα να γράφω σε ό,τι χαρτί βρισκόταν μπροστά μου. Κι έγραφα συνέχεια «νιώθω μοναξιά». «Νιώθω μοναξιά». «Νιώθω μοναξιά». Εδώ και μήνες το ένιωθα. Ή ίσως από πάντα. Ναι, από πάντα. Έγραψα «πάντα ένιωθα μοναξιά». 

“I know I’m not okay”