Το παρόν κείμενο δημοσιεύεται με αφορμή το άρθρο του Πάσχου Μανδραβέλη «Η μετάλλαξη των μύθων» (εφ. Καθημερινή, 6.7.2019).
Στο πλαίσιο της εξέτασης των ΜΜΕ και του ρόλου που επιτελούν εντός της κοινωνίας, υπάρχει ένα διακριτό υποπεδίο της μελέτης της μαζικής επικοινωνίας που εστιάζει στον τρόπο με τον οποίο τα ΜΜΕ «μεταφέρουν» στο κοινό επιστημονικής λογικής πληροφορίες. Ως εκ τούτου, υπάρχει μια εκτενής βιβλιογραφία εστιασμένη στους τρόπους με τους οποίους τα ΜΜΕ –είτε γενικής, είτε ειδικής θεματολογίας– «αντλούν» κατ’ αρχάς την επιστημονική πληροφορία από τις σχετικές πηγές (μονογραφίες, εργασίες σε επιστημονικά περιοδικά, ερευνητικές εκθέσεις, συνεντεύξεις με επιστήμονες κ.ά.) και εν συνεχεία τη «μεταφέρουν» στο κοινό.
Οι έρευνες αυτές, εστιάζοντας κυρίως στο «νευραλγικό» πεδίο της υγείας, λόγω της μείζονος σημασίας των πληροφοριών αυτού του είδους για ευνόητους λόγους, διαπιστώνουν ότι τα ΜΜΕ στην πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν αποτελούν απλούς «διαύλους» της επιστημονικής πληροφορίας, αλλά τη διαμορφώνουν κατάλληλα, έτσι ώστε αυτή να ταιριάζει στα αισθητικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά του κάθε μέσου. Στο παρόν κείμενο δεν σκοπεύω να προσεγγίσω θεωρητικά το όλο θέμα, καθώς υπάρχει πληθώρα σχετικών εξαιρετικά ενδιαφερόντων αναγνωσμάτων, ορισμένα εκ των οποίων στα ελληνικά. Παραθέτω εδώ ενδεικτικά: Έφη Σίμου, «Ενημέρωση υψηλού κινδύνου: Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, κίνδυνος και Δημόσια Υγεία» (εκδ. Επτάλοφος, 2013)· Γιαννούλη Η., Πουλακιδάκος Σ. «Οι αναπαραστάσεις της οδοντιατρικής στα ελληνικά ΜΜΕ», Οδοντιατρικό Βήμα, τχ. 123 (Ιούλιος-Αύγουστος 2018)· Πλειός Γ, Πουλακιδάκος Σ., «Η1Ν1 και τηλεοπτικές ειδήσεις: Κωδικός ενημέρωσης ή πανικού;», Ζητήματα Επικοινωνίας, τχ. 16-17 (Απρίλιος 2013), σ. 88-109. Μολονότι τα αναγνώσματα που παραθέτω εστιάζουν στη μετάδοση της επιστημονικής πληροφορίας για την υγεία και στην κάλυψη ζητημάτων υγείας από ΜΜΕ γενικής και ειδικής θεματολογίας, εντούτοις σκιαγραφούν τη λογική που ακολουθούν συνήθως τα Μέσα ως προς τη μεταφορά της πάσης φύσεως επιστημονικής πληροφορίας στο κοινό.
Στο κείμενο που ακολουθεί δεν θα ασχοληθώ με τον τομέα της υγείας, αλλά θα εστιάσω σε μια «μελέτη περίπτωσης», η οποία εντάσσεται στον τομέα της ιδεολογίας και της προπαγάνδας, και ειδικότερα στον τρόπο με τον οποίο τα ΜΜΕ μπορούν να «χρησιμοποιήσουν» επιστημονικής λογικής πληροφορία, προκειμένου να εκπληρώσουν τους προπαγανδιστικούς τους σκοπούς. Προφανώς, η προπαγανδιστική λογική είναι εγγενής στο λόγο των Μέσων, αλλά ο επιστημονικός λόγος και η επιστημονική πληροφορία απέχουν από τη λογική και τους στόχους του λόγου των ΜΜΕ και γι’ αυτό θα πρέπει να παρατίθενται από τα τελευταία με προσοχή.
Υπό αυτή τη λογική «απαντώ» στο άρθρο της Καθημερινής με τίτλο «Η μετάλλαξη των μύθων», το οποίο δημοσιεύτηκε στο φύλλο τη εφημερίδας το Σάββατο, 6 Ιουλίου. Στο εν λόγω κείμενο –μεταξύ άλλων– ο Πάσχος Μανδραβέλης προσπαθεί να αποδομήσει την (προπαγανδιστική) επιχειρηματολογία του Α. Τσίπρα αναφορικά με την ύπαρξη «μνημονιακών» ΜΜΕ, κάνοντας χρήση στοιχείων από τη διδακτορική μου διατριβή, η οποία έχει εκδοθεί ως βιβλίο (Σταμάτης Πουλακιδάκος, Προπαγάνδα και δημόσιος λόγος: Η παρουσίαση του μνημονίου από τα ελληνικά ΜΜΕ, εκδ. DaVinci).
Ένα πρώτο γενικό σχόλιο είναι ότι, μολονότι ο συγγραφέας του άρθρου μεταφέρει με ακρίβεια ορισμένα αποτελέσματα της έρευνάς μου, τα «αποπλαισιώνει», βγάζοντάς τα από το κοινωνικό, πολιτικό και μηντιακό περιβάλλον το οποίο εξετάζουν ποσοτικά και τα «επαναπλαισιώνει», συνδέοντάς τα με δηλώσεις, για τις οποίες δεν προσδιορίζεται επακριβώς χρονικά το πότε έλαβαν χώρα. Το ακριβές απόσπασμα είναι το εξής:
Σε αντίθεση με όσα λέγονται (και όσα οι αριστερής κοπής καλοθελητές προσάπτουν στα ΜΜΕ) η έρευνα έδειξε ότι οι δημοσιογράφοι εμφανίστηκαν πιο αντιμνημονιακοί από τους πολιτικούς: «Οι αναφορές των πολιτικών “μοιράζονται” σχεδόν ανάμεσα στις θετικές και τις αρνητικές συνέπειες του μνημονίου (47% και 53% αντίστοιχα), ενώ οι δημοσιογράφοι επιμένουν σημαντικά περισσότερο στις αρνητικές συνέπειες του μηχανισμού στήριξης (73,8%)». Οι δημοσιογράφοι επίσης αποδεικνύονται εκείνη την περίοδο πιο λαϊκιστές, με την έννοια ότι χρησιμοποίησαν περισσότερο τις «αρνητικές θυμικές μεθόδους προπαγάνδας κατά του μνημονίου». Ενώ μόνο το 44,9% από τις δηλώσεις των πολιτικών δημιουργεί κλίμα αδιεξόδου-φόβου, «οι δημοσιογράφοι εντάσσουν πιο συχνά τη λογική του φόβου-αδιεξόδου στον λόγο τους (70,6%)».
Εάν κρίνουμε από τον χρόνο των ρημάτων που χρησιμοποιούνται (λέγονται, προσάπτουν), ο συγγραφέας του άρθρου αναφέρεται σε δηλώσεις «παροντικές» (;), επικαλούμενος ποσοτικά στοιχεία που έχουν περίοδο αναφοράς το διάστημα μεταξύ Φεβρουαρίου και Ιουνίου 2010, άνω των εννέα (9) χρόνων δηλαδή από την ημέρα δημοσίευσης του εν λόγω άρθρου. Μέσα σε αυτά τα εννέα χρόνια και μέσα στο περιβάλλον της «κρίσης» έχουν λάβει χώρα «κοσμογονικές» αλλαγές στην ελληνική κοινωνία, στο ελληνικό πολιτικό σύστημα και στο περιβάλλον των ΜΜΕ. Αρκεί μόνο να σκεφτεί κανείς ότι τρία από τα οκτώ ΜΜΕ που ερευνήθηκαν δεν υπάρχουν πλέον (ALTER, MEGA, Ελευθεροτυπία), ενώ Τα Νέα έχουν αλλάξει ιδιοκτησιακό καθεστώς.
Υπό αυτό το πρίσμα, είναι τουλάχιστον παρακινδυνευμένο –εάν όχι άτοπο– να επικαλούμαστε στοιχεία σχεδόν δεκαετίας για να επιχειρηματολογήσουμε για μια κατάσταση που τα τελευταία χρόνια έχει παρομοιαστεί με «κινούμενη άμμο». Πέραν τούτων, στο κείμενό μου δεν αναφέρεται πουθενά ο όρος «λαϊκιστές» (τον οποίο ο συγγραφέας του άρθρου αποδίδει στους δημοσιογράφους), καθώς παραπέμπει σε ένα διαφορετικό θεωρητικό υπόβαθρο, το οποίο δεν έχει εξετασθεί στο πλαίσιο της δημοσιευθείσας έρευνας.
Επιπρόσθετα, στο ίδιο κείμενο παρατίθεται απόσπασμα των συμπερασμάτων της έρευνάς μου:
Το συμπέρασμα του ερευνητή είναι πως «η όποια εστίαση στο μνημόνιο […] γίνεται ως επί το πλείστον στις “αρνητικές” προϋποθέσεις που θέτει το μνημόνιο για τη δανειοδότηση της Ελλάδας, όπως περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, αύξηση ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, φορολογία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, συμπεραίνεται ότι η δημόσια συζήτηση, στον βαθμό που έλαβε χώρα μέσω των ΜΜΕ, μονοπωλήθηκε εν πολλοίς από τα “δύσκολα” μέτρα του μνημονίου. Άρα η γενικότερη λογική της δημόσιας περί του μνημονίου συζήτησης υπήρξε εγγενώς αντιμνημονιακή, γεγονός που οφείλεται πρωτίστως στην ατζέντα που διαμόρφωσαν τα ίδια τα Μέσα…» (Σταμάτης Πουλακιδάκος, Προπαγάνδα και δημόσιος λόγος: Η παρουσίαση του μνημονίου από τα ελληνικά ΜΜΕ, εκδ. DaVinci). Όλα αυτά θα είχαν ιστορικό μόνο ενδιαφέρον, αν δεν αποτελούσαν γόνιμο έδαφος για νέα ψεύδη τα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ σερβίρει στην ελληνική κοινωνία. Δεν αναφερόμαστε μόνο στην προπαγάνδα περί «αντισυριζαϊκών ΜΜΕ», που είναι συνέχεια του μύθου περί «μνημονιακών ΜΜΕ».
Όντως η συζήτηση γύρω από το πρώτο μνημόνιο εστιάστηκε πρωτίστως γύρω από τα αρνητικά μέτρα του μνημονίου (φαίνεται ξεκάθαρα και από το Γράφημα Η1.12, σ. 142), όμως παραλείπεται να αναφερθεί ένας σημαντικός παράγοντας που αναφέρεται στα συμπεράσματα της έρευνάς μου και προσπαθεί να «ερμηνεύσει» την «αρνητική» εστίαση στο μνημόνιο κατά την περίοδο αναφοράς (Φεβρουάριος-Ιούνιος 2010). Αυτός είναι η «πολιτική ευθυγράμμιση» των ελληνικών μέσων ενημέρωσης με τα πολιτικά κόμματα. Στο βιβλίο μου αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι (σ. 215):
Συνοπτικά, στην περίπτωση των ενημερωτικών ιστοσελίδων που ανήκουν σε παραδοσιακά εκδοτικά συγκροτήματα υπάρχει ένας δεδομένος ιδεολογικός διαχωρισμός, σύμφωνα με τον οποίο αντιμετωπίζεται το «μνημόνιο» από το δημοσιογραφικό λόγο. Ο λόγος που αρθρώνεται ακολουθεί –περισσότερο συγκριτικά με οποιοδήποτε άλλο μέσο– την πολιτική ρητορική επί του ιδίου θέματος.
Ενώ, τέλος, δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε και ορισμένες ενδιαφέρουσες ποιοτικές-ιδεολογικές πτυχές της διερεύνησης του περιεχομένου των μέσων, καθώς τα αρνητικά μέτρα του τότε μνημονίου, που συζητήθηκαν σαφώς εκτενέστερα από τα ΜΜΕ συγκριτικά με πιο «ουδέτερα» ή και ορισμένα «θετικά» μέτρα, δεν συνεπάγονται αυτόματα και αντίθεση/αμφισβήτηση από την πλευρά των δημοσιογράφων για το μνημόνιο. Παραθέτω εδώ χαρακτηριστικό απόσπασμα από τα συμπεράσματα της έρευνάς μου (σ. 214):
Η ιστοσελίδα kathimerini.gr από την πλευρά της, στα υπέρ του «μνημονίου» άρθρα της –γιατί υπάρχουν και μειοψηφικές απόψεις δημοσιογράφων κατά του μηχανισμού στήριξης– εστιάζει αρκετά έως πολύ στα οικονομικά οφέλη που θα προέκυπταν από το μηχανισμό στήριξης, προβάλλοντας πρωτίστως –αν όχι σχεδόν αποκλειστικά– το ποσό που συζητείτο να δοθεί ως δάνειο στην Ελλάδα, υπό το πρίσμα της σημαντικής «οικονομικής ένεσης» που αυτό θα αποτελούσε για τη χώρα. Ταυτόχρονα, δείχνει να υποβαθμίζει τα «ανταλλάγματα» που υπό μορφή μέτρων θα επέβαλαν οι δανειστές. Χαρακτηριστική για τη λογική αυτή είναι η φράση του Μ. Παπαδημητρίου ότι ο μηχανισμός στήριξης αποτελεί «πρόγραμμα σωτηρίας» για τη χώρα. Η ίδια ιστοσελίδα, σε ό,τι έχει να κάνει με τις αιτίες των δεινών των δημόσιων οικονομικών, υπογραμμίζει τα λάθη της «ελληνικής νοοτροπίας», επειδή «είχαμε μάθει να ζούμε με δανεικά», μια υπογράμμιση που γίνεται σε αρκετές περιπτώσεις μέσω της αρθρογραφίας οικονομικών παραγόντων, όπως μέλη τραπεζών, οίκων αξιολόγησης κλπ., που συναντώνται συχνά-πυκνά στην εν λόγω ιστοσελίδα.
Αυτά είναι ορισμένα μόνο από τα σημεία από το βιβλίο μου που θα μπορούσα να παραθέσω για να απαντήσω στο δημοσίευμα της Καθημερινής. Η συζήτηση για την προπαγάνδα και τον δημόσιο λόγο θα μπορούσε (και σίγουρα θα ήταν ενδιαφέρον) να συνεχιστεί επ’ αόριστον. Η «παρέμβασή» μου αυτή δεν αποσκοπεί στο να μειώσει το δημοσιογραφικό λόγο, που είναι εγγενώς λιγότερο ή περισσότερο προπαγανδιστικός –όπως άλλωστε και ο πολιτικός–, αλλά να συμβάλει σε μια πιο «προσεκτική» ανάγνωση των ακαδημαϊκών ερευνών από τα Μέσα, προκειμένου να μην προκύπτουν παρανοήσεις, εσφαλμένες εντυπώσεις και «λογικά άλματα».
Τέλος, σημειώνω ότι έστειλα (ως όφειλα) το παραπάνω κείμενο σε μια πιο σύντομη μορφή του στην Καθημερινή μέσω e-mail στις 7 Ιουλίου 2019, με την παράκληση να δημοσιευτεί σε διάστημα μίας εβδομάδας. Στο e-mail μου αυτό δεν έλαβα καμία απολύτως απάντηση. Συνεπώς, δημοσιεύω την απάντησή μου μέσα από την ιστοσελίδα skra-punk, την οποία και ευχαριστώ για ακόμη μια φορά για τη φιλοξενία.
Social Links: