Αγάπη, εκνευρισμό, τρυφερότητα, ανοικείωση, νοσταλγία: η επιστροφή σε λιγότερο ή πολύ λιγότερο τουριστικά μέρη τον Αύγουστο ανοίγει μια βεντάλια συναισθημάτων με το ειδικό βάρος της παιδικής καταγωγής. Έξι συντάκτες μας…

Επιστρέφοντας καλοκαίρι στον τόπο μας

Αγάπη, εκνευρισμό, τρυφερότητα, ανοικείωση, νοσταλγία: η επιστροφή σε λιγότερο ή πολύ λιγότερο τουριστικά μέρη τον Αύγουστο ανοίγει μια βεντάλια συναισθημάτων με το ειδικό βάρος της παιδικής καταγωγής. Έξι συντάκτες μας αλησμονούν και χαίρονται, θυμούνται και λυπούνται, ή αντίστροφα, το πώς είναι να γυρίζουν πίσω.

Ζαχάρω / Πάτρα / Κύμη / Άνδρος / Ναύπακτος / Μάνη

 

Γιώργος Κόσσυφας – Ζαχάρω

Πάντα σε αυτές τις τετριμμένες, κοινωνικά επιβαλλόμενες συζητήσεις περί καταγωγής, είμαι ήδη προετοιμασμένος για την αντίδραση του εκάστοτε συνομιλητή μου, τη στιγμή που προφέρει την ερώτηση. Στο άκουσμα ότι κατάγομαι συνδυαστικά από την Ζαχάρω της Ηλείας (γεια σου πατέρα) και την Αιτωλοακαρνανία (γεια σου μάνα), το φάσμα των αντιδράσεων που θα εκφράσει ο δέκτης αυτής της πληροφορίας είναι γνωστό: ένα μίγμα έκπληξης, οίκτου, χιουμοριστικού αποτροπιασμού, «καλά, εσύ γιατί βγήκες νορμάλ;», «καλά εκεί δεν είναι που ο ένας [random αποτρόπαιο έγκλημα / ασχημονία]» και λοιπά όμορφα, γραφικά. Αυτή η μεταφυσική του προσδιορισμού από την έμμεση καταγωγή (μιας και σε κανένα από τα 2 μέρη δεν έχω περάσει αθροιστικά πάνω από 3 εβδομάδες ανά έτος) πάντα μου ξένιζε. Αγαπούσα και τα δύο μέρη και αν και ποτέ δεν μου άρεσε αυτή η συζήτηση, καταλάβαινα μέχρι ένα σημείο όμως το «φολκλόρ» της αντίδρασης. Το χειρότερο είναι όταν εισέπραττα και ένα πράγμα που ήταν πρωτόγνωρο κατά τα άλλα: κάτι-σαν-ρατσισμός. Ατάκες, με χαρακτηριστικότερη την Α, από κει με τους γύφτους; από ενήλικο άνθρωπο στον ανήλικο εαυτό μου, με την αυθόρμητη απάντηση που έμεινε ρητορική το Όχι, λέτε την Αμαλιάδα, αλλά και άμα ήμουν; να μένει μετέωρη. Αυτός ο υπόκωφος ρατσισμός που ζέχνει μέσα από τον χαβαλεδοσωβινισμό ήταν ένα από τα μαθήματα που πήρα μικρός και κράτησα μέσα μου ως παρατηρητής τέτοιων συμπεριφορών προς αλλοεθνείς και αλλόθρησκους, στο μέλλον, αλλά πολύ νωρίτερα από την άνοδο των νεοναζιστών μέχρι το Ελληνικό Κοινοβούλιο, πολύ πριν την ομαδική πτώση της κοινωνίας από τα σύννεφα με τα ποσοστά τους.

Εξ ου και ο λόγος που συνεχίζω να έχω αυτά τα μέρη στη καρδιά μου – από καθαρό αντι-σωβινισμό. (Επίσης, άντε βρείτε άλλο μέρος στην Ελλάδα με 50 αδιάκοπα χιλιόμετρα αμμουδιάς).



 

Θέμης Πανταζάκος – Πάτρα

Η Πάτρα είναι μια πόλη που ανέκαθεν πλούτιζε και φτώχαινε απότομα, από το εμπόριο της σταφίδας στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα έως τη βιομηχανική ανάπτυξη των ’60s. Λίγα μόλις χρόνια στα μέσα της δεκαετίας του ’90 ήταν αρκετά για να αποδομηθεί ο βιομηχανικός κολοσσός της πόλης που είχε διαρκέσει δύο γενιές ανθρώπων και να νεκρώσει τόσο η περιφέρεια όσο και το εσωτερικό της. Χάθηκαν τότε όχι λιγότερες από 50.000 θέσεις εργασίας, το 1/6 του συνολικού πληθυσμού της Πάτρας.

Όλη αυτή η ανακατάταξη έχει αφήσει ένα χαρακτηριστικό αποτύπωμα στην ψυχοσύνθεση της πόλης. Το ξαφνικό πάνω έδωσε στον Πατρινό ένα πρώιμο παράθυρο στην κοινωνική κινητικότητα και στη μεγάλη ζωή. Το ξαφνικό κάτω του καλλιέργησε ζωηρά τον μεγαλύτερο τρόμο του μικροαστού: μήπως κατρακυλήσει στην προηγούμενη ζωή του, μήπως ξαναγυρίσει στην Αρκαδία και στη Φωκίδα να βόσκει πρόβατα, μήπως το παιδί του δεν περάσει στο πανεπιστήμιο. Φυσικά, το κομπόδεμά του έκανε φτερά ακόμα πιο γρήγορα μέσα από αυτή την ανασφάλεια: μια από τις πρώτες μου εφηβικές μνήμες είναι παιδιά με γονείς στην εργατική τάξη, τα οποία έδιναν απίστευτα ποσά για να αγοράσουν ιταλικά ρούχα από τα πολλά πανάκριβα μαγαζιά  μιας φτωχής πόλης. Η πολιτική διάσταση αυτής της διαδικασίας ήταν η αναμενόμενη: όταν το ΠΑΣΟΚ ξαναϋποσχέθηκε ανάπτυξη στην Αχαΐα, οι Πατρινοί άφησαν κατά μέρος τις εργατικές απεργίες και στράφηκαν με πάθος στον Αντρέα, τρέφοντας το τέρας του απολιτίκ και δίνοντάς του ένα από τα κατεξοχήν πράσινα οχυρά της χώρας.

Ο Πατρινός είναι ο μονίμως αδικημένος ή προς αδικία: το ηχόχρωμα της φωνής του έχει κάτι παραπονιάρικο ανεξάρτητα από το για τι μιλάει. Θυμάμαι σε σχολικούς καυγάδες έφηβους ανθρώπους να εγκαθιδρύουν την κυριαρχία τους ταράζοντας στα μπουκέτα άλλους έφηβους ανθρώπους και να τους λένε ταυτόχρονα «τι θες μωρέ αρχίδι τώρα, μαλακισμένο», λες και οι ρόλοι τους ήταν οι αντίστροφοι. Σε μια κοινωνική συναναστροφή, ο Πατρινός θέλει πριν απ’ όλα να δημιουργήσει μια εντύπωση σχετικά με το ποιος είναι, γιατί αξίζει την αγάπη και την αναγνώριση (ναι, παραπάνω και από το σύνηθες). Με βαριά καρδιά, ο συγγραφέας αυτού του κειμένου παραδέχεται ότι αυτή αρχή υπάρχει βαθιά κωδικοποιημένη και στη δική του ψυχοδομή. Η συλλογική κορύφωση αυτής της κατάστασης βρίσκεται φυσικά στο Πατρινό καρναβάλι, στη χαρμολύπη του Ιανού όπως αυτή αποτυπώνεται στις δύο μάσκες του, στο πιο μελαγχολικό μικρό-μεγάλο διονυσιακό γεγονός που θα συναντήσει κανείς στην ελληνική επικράτεια.

Τέλος, δύο μόνο περιστατικά από την Πάτρα, με την απόλυτη πεποίθηση ότι η πόλη που μεγάλωσα είναι βασικά αυτό, δεν είναι κάτι άλλο:

1) Σε ορκωμοσία φίλου στο Φυσικό Πάτρας, ο πρόεδρος του τμήματος ανεβαίνει σε κάποιο αυτοσχέδιο πόντιουμ για να βγάλει πύρινο λόγο. Αρχίζει: «Όπως γνωρίζετε, το Φυσικό Πάτρας βρίσκεται ανάμεσα στα δέκα καλύτερα τμήματα της Ευρώπης…». Το κονκλάβιο γονέων και κηδεμόνων διατρέχει ένα χαμηλόφωνο ααααωωωτιλέτε. Δεν ξέρω αν χρειάζεται να το γράψω, αλλά το Φυσικό Πάτρας δεν συγκαταλέγεται καν σε κάποια σχετική λίστα αξιολόγησης, φυσικά.

2) Τρία χρόνια πριν στην πλατεία Όλγας, Χριστούγεννα, μόνο ριζοσπαστικά υποκείμενα κατά θέση η συνείδηση στα πέριξ. Κάνει αδιανόητο κρύο, στην πλατεία είναι δέκα άνθρωποι όλοι κι όλοι, οι μισοί ανήλικοι μετανάστες. Οι τελευταίοι έχουν ανάψει φωτιά μέσα στο ξεχαρβαλωμένο πάνω μέρος ενός κάδου σκουπιδιών. Ταυτόχρονα, με κλαδιά σπασμένα από τα παρακείμενα δέντρα, κυνηγάνε ένα ποντίκι που γύρευε από ποιο λάθος της μοίρας του βρίσκεται εκεί, με σκοπό να το σουβλίσουν και να το κάνουν μπάρμπεκιου στον κάδο.

Λίγα χρόνια μετά, καλοκαίρι, αδιανόητη ζέστη, στο ίδιο σημείο βρίσκονται ακριβώς τόσοι άνθρωποι. Τέσσερα νεαρά κορίτσια παίζουν το εξής παιχνίδι: έχουν ένα γεμάτο μπουκάλι νερό, το πετούν ψηλά και προσπαθούν να το στερεώσουν στο κεφάλι του αγάλματος που βρίσκεται στο κέντρο της πλατείας.

Κάπως έτσι είναι να γυρνάς στην Πάτρα για καλοκαίρι. Έχει αυτό – και αχυρένιες μπάλες.


 

Nίκος Σταματίνης – Κουμιώτης

Σκεφτείτε μια περίπτωση παρέας όπου οι τρεις είναι Ρεάλ, οι τρεις είναι Μπαρτσελόνα, δύο είναι Ατλέτικο και ένας Βαλένθια. Σε αυτή την παρέα εγώ θα ήμουν η Αλμπαθέτε. Την ξέρετε μεν. Κάπου την έχει πάρει το αυτί σας. Δεν ξέρετε όμως αν παίζει στο Γ΄ Τοπικό ή έχει βγει στο Τσάμπιονς Λιγκ. Κάτι τέτοιο είναι η Κύμη.

Η Κύμη (για όσους άσχετους δεν την ξέρουν και την μπερδεύουν με το Αλιβέρι, την Ερέτρια, το Μαντούδι, την Κάρυστο, την Οττάβα και άλλες ανύπαρκτες πόλεις) είναι στην κεντρική Εύβοια και κοιτάει προς Αιγαίο και είναι διάσημη: α) για τον κ. Παπανικολάου, β) για τα σύκα της και γ) για τον μπακλαβά της. Αυτά. Απολύτως τίποτα άλλο. Άντε και η ομάδα μπάσκετ που ανέβηκε Α1 από πρόπερσι. Έχει και μια περίεργη σχέση με το αρχαιοελληνικό της παρελθόν (βλ. την περηφάνια που δεν υπήρξαν αρβανίτες στην περιοχή και την ερασμιακή προφορά του «υ»). Όσοι είναι από την Κύμη δεν είναι Κυμιώτες αλλά Κουμιώτες.

Κατά τα άλλα όμως είναι μια απέραντη no man’s land. Λιμάνι μετάβασης προς την ούτως ή άλλως ψιλοανύπαρκτη (αλλά όμορφη) Σκύρο. Έχει δύο νυχτερινά μαγαζά σε μια χοντροκομμένη διάκριση που μοιάζει σαν να βγήκε από το Sims: ένα που παίζει ελληνικά και ένα που παίζει … ροκάκια. Βέβαια, το περιστατικό όπου ένας αστυφύλαξ ανεβοκατέβαινε από την πάνω Κύμη, τους έλεγε να κατεβάσουν τη μουσική, την κατέβαζαν, έφευγε, την ξανανέβαζαν, ξανακατέβαινε (αυτό έγινε 4 φορές) είναι ένα περφόρμανς που το βρίσκεις μόνο σε μέρη όπως η Κύμη. Πηγαίντε Νέα Υόρκη εσείς. Δεν έχει πολλούς βασιλόφρονες και χουνταίους, οι άνθρωποι δεν βγαίνουν με τα όπλα στους δρόμους, δεν είναι είτε πολλοί καλοί είτε πολλοί κακοί, δεν είναι πονηροί αλλά ούτε και βλάκεις. ΤΙΠΟΤΑ. Ούτε μια προκατάληψη.

Κάπως έτσι, λοιπόν, είναι το να κατάγεσαι από την Κύμη. Σαν να είσαι ο γιος του πουθενά και σαν να βγήκες μέσα από τη σιωπή όταν σε ρωτάνε από πού είσαι.


 

Δημοσθένης Γαβαλάς – Άνδρος

Συχνά, αφιερώματα όπως αυτό στους τόπους της καταγωγής μας –πέραν της βαθιάς αυτοαναφορικότητας– διαπραγματεύονται σε μεγάλο βαθμό και μια κάπως βουκολική νοσταλγία. Tην ανάγκη ανάδειξης της επαρχίας ως κάτι το εξαγνισμένο, κατασκευασμένα αναλλοίωτο από τη δυστοπία της πόλης, ένα αποστειρωμένο καταφύγιο του πυρηνικού ολέθρου. Ε, λοιπόν η εισαγωγή αυτή, είναι ακριβώς όσο γραφική πρέπει, για να μιλήσει κανείς για την Άνδρο το δεύτερο σε έκταση και βορειότερο νησί των Κυκλάδων

Αρχικά, πρέπει να ξεκινήσω με την απαραίτητη διευκρίνιση: Δεν κατάγομαι, τουλάχιστον άμεσα, από την Άνδρο, αλλά έχω σπίτι εκεί. Η καταγωγή μου είναι αρκετά μακρινή και τα ίχνη της ανιχνεύονται προς τα τέλη του 19ου αιώνα, αλλά όπως λένε και o Tάσος Λειβαδίτης σημαντικοί λαϊκοί θυμόσοφοι «σημασία δεν έχει από πού είσαι, αλλά από πού επιλέγεις να είσαι». Και με κάθε βεβαιότητα εγώ έχω επιλέξει να είμαι από την Άνδρο.

Η Άνδρος με έχει συνοδεύσει σε όλες τις φάσεις της μέχρι τώρα ζωής μου, χτίζοντας μια σχέση με πολλούς σταθμούς. Από τις πρώτες εξερευνήσεις της υπαίθρου και των μονοπατιών της, με τον παππού, στα παιδικά μου χρόνια, τότε που όλα φαίνονταν πολύ μεγαλύτερα, στον ενδιάμεσο σταθμό της απαξίωσης των εφηβικών χρόνων, αυτών του «πάλι εδώ, με τους γονείς μου;» και στην αδιαπραγμάτευτη κορύφωση της σχέσης μας, κατά την ενηλικίωση, της δουλειάς και των υποχρεώσεων, όπου ο ελεύθερος μου χρόνος είναι πλέον συνώνυμος με αυτήν.

Επίκεντρο του πρώτου –και του δεύτερου– έρωτα, τόπος χαράς, διαβάσματος, ονείρων, δημιουργίας και προσδοκιών, συχνά και της βίαιης κατάρριψής τους. Χώρος όπου με φίλους κάθε χρόνο ανακαλύπτω κάτι καινούργιο, ανανεώνοντας διαρκώς μια ανοικτή σύμβαση. Από φέτος και κέντρο των ερευνητικών μου ενδιαφερόντων, ίσως φυσικό επακόλουθο μιας συνομιλίας που άρχισε πριν χρόνια και δεν φαίνεται να ολοκληρώνεται σύντομα.

Ας αποφύγω όμως τον κίνδυνο το παρόν κείμενο να γίνει φυλλάδιο του ΕΟΤ. Σκέφτομαι συχνά τον δυισμό ή μάλλον την αντίφαση του αστικού στοιχείου της Χώρας με την ύπαιθρο, που διαπερνά βαθιά και τους κατοίκους της. Από τη μια, αυτή η απολαυστική παρατήρηση της ψευδαίσθησης του «συνανήκειν» σε ένα υποτιθέμενα λαμπρό παρελθόν υλικού ευδαιμονισμού και κύρους, το οποίο παρότι ήταν κοινωνικά προσδιορισμένο «για τους λίγους», δίνεται διάχυτα η εντύπωση της καθολικής συμμετοχής σε αυτό το κάτι «ανώτερο», μια συμμετοχή που είτε δεν υπήρξε ποτέ, είτε δεν υπήρξε για αυτούς. Από την άλλη είναι διακριτή και η ανάγκη των πλουσίων του νησιού να αναδείξουν την υποτιθέμενη  καλλιέργειά τους κουβαλώντας κάθε χρόνο τη μισή Επίδαυρο, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και το Μάριο Φραγκούλη, ακροβατώντας πάνω σε τόνους σκουπιδιών και σε υποδομές που δεν φτιάχτηκαν ποτέ. Βέβαια, αν κάτι έχει καταφέρει αυτή η αντίφαση και η στρέβλωση εννοιών όπως οι προτεραιότητες, αυτό είναι η διατήρηση του χώρου, που παραμένει –προς το παρόν– σχεδόν αναλλοίωτος από την τουριστική επέλαση που κατέστρεψε και καταστρέφει άλλους τόπους.

Αρκετές φορές έχω αναρωτηθεί τι με τραβάει τελικά εδώ. Τι μου δημιουργεί κάθε φορά αυτήν την νοσταλγία της επιστροφής; Είναι άραγε το σπίτι μου; Μήπως το φυσικό τοπίο του χωριού μου; Ίσως η Χώρα; Να ’ναι η απέχθεια της Αθήνας; Μεγαλώνοντας, έμαθα πια ότι ο τόπος δεν είναι αποστειρωμένος και νεκρός, αλλά ενεργός. Ανασημασιοδοτείται διαρκώς από τη βιωμένη εμπειρία και το παρελθόν που δεν είναι παρελθόν. Η έννοια της καταγωγής είναι μια κατασκευή για να σου θυμίζει ότι η Αθήνα δεν είναι –και δεν θα γίνει ποτέ– ο τόπος σου, τουλάχιστον αυτός των διακοπών σου.


 

Νίκος Θεοδωρόπουλος Ναύπακτος

Η μοίρα του να κατάγεσαι για 5 και πλέον γενιές, σε κάθε άκρη του οικογενειακού σου δέντρου, μόνο και μόνο από μια περιοχή διαμέτρου 60 χλμ. (ας την πούμε Ορεινή Ναυπακτία) θα μπορούσε να λειτουργήσει ίσως ανασταλτικά ως προς τις φαντασιακές αναγωγές της ταυτότητάς σου, ίσως με απώτερη (ακραία) κατάληξη την αυτολοιδορία του μονολιθικού σου χαρακτήρα που δεν έχει παρά έναν ελάχιστο ορίζοντα γεωγραφικών-πολιτισμικών ερεθισμάτων.

Με τη Ναύπακτο, απ’ την άλλη, that is not the case. Ως μέρος, αρχιτεκτονικά, του βενετικού τόξου που διαπερνά τα Ιόνια και φτάνει μέχρι Μονεμβασιά, Χανιά, Ρέθυμνο, η Ναύπακτος χαρακτηρίζεται από εκείνη τη γραφικότητα που σε υπερβολικό βαθμό (βλ. Κέρκυρα) είναι υλικό παραμυθιού, αλλά στη μικρή κλίμακα είναι, στην καλύτερη περίπτωση, αδιάφορο πλάνο διαφήμισης ΕΟΤ ή τουριστικής εκπομπής με βίντατζ φίλτρο στο Attica TV – και μάλιστα σε νεκρή τηλεοπτικά περίοδο, π.χ. μεσημεριανά πλάνα της πρώτης εβδομάδας του Αυγούστου. Με εξαίρεση το συγκριτικά φυσιολογικό της κόστος, η ΔΑΠιτοσύνη της νυχτερινής ζωής της δικαιολογεί τον τίτλο της «Μυκόνου της Στερεάς» και για να πετύχετε οτιδήποτε πλησιάζει έστω και λίγο σε ανθρώπινη μουσική θα πρέπει να κάνετε αίτηση στον Δήμο τουλάχιστον από το τέλος της προηγούμενης σεζόν – και πάλι όχι χωρίς τον κίνδυνο να πέσετε σε εναλλαγές Πέγκυς Ζήνα και Χολίδη με Σιδηρόπουλο και Πουλικάκο. Διαφορετικότητα, έστω και εναλλακτίλα – γιοκ· και γενικά ένα σωστό survival kit για τις ημέρες διαμονής σας στον τόπο καταγωγής μου περιλαμβάνει οπωσδήποτε ρούχα που έχει φορέσει κάπου κάποτε ο Λάκης Κομνηνός ή η Έλενα Ναθαναήλ, είτε έχουμε 1999 είτε 2019.

Γιατί την αγαπάμε, τότε; Πρώτα πρώτα για τις κρέπες της, αλλά σίγουρα και για τον εντυπωσιακό της θόρυβο, αναλογικά με τον μικρό σχετικά πληθυσμό της – και μάλιστα χωρίς να προσμετρώνται σε αυτό τον θόρυβο οι κλασικές ορδές τουριστών με ποδοσφαιρικές κάλτσες και διχαλωτά πέδιλα. Αλλά και για την εντυπωσιακή της ησυχία, πάλι αναλογικά με τον πληθυσμό της, ιδιαίτερα εκείνες τις μεσημεροαπογευματινές στιγμές που ο αέρας φυσά ανάμεσα σε άδεια πλακόστρωτα και ανήσυχες τέντες, αλλά αν είσαι δίπλα στο λιμάνι δεν ακούς παρά μόνο ένα μηχανικό κλαπ από γαλήνιους κυματισμούς. Οι φανς του Τόλκιν, επίσης, θα μπορέσουν να αναγνωρίσουν στην πόλη εκείνη την πυραμιδωτή δομή που φέρνει, με λίγη φαντασία, στην Γκόντορ:

Λεπτομέρεια από επιχρωματισμένη χαλκογραφία του Justus Danckerts (1635-1701), D’ Voornaamste Fortressen von Moraea (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο)

Κάτι αυτή η δομή με τις αναβαθμίδες των φρουρίων στον λόφο, κάτι μια αίσθηση αχρονικότητας σύμφυτη με κάθε περίοδο διακοπών, αν μπορούσα να εικονογραφήσω κάπως αυτή τη γραφική πόλη, θα τη σκεφτόμουν ως ένα είδος καθαρτηρίου – ενός προορισμού πάντοτε πριν από κάποιο άλλο προορισμό κι ενός τόπου όπου τα πάθη σου κατασιγάζουν προσωρινά μέχρι την τελική κρίση. «Ναύπακτος» – το ναυπηγείο, αλλά και «İnebahtı / Aynabahtı», που η (λαϊκή) (παρ)ετυμολογία θέλει να συνδέει με τον «καθρέφτη της τύχης». Ούτε μουσείο ούτε εξωτικό θέρετρο, ούτε κοντά ούτε μακριά σου, αυτή η μυστική μινιατούρα πόλης, που μοιάζει να τηρεί το μέτρο ανάμεσα στον μεσαίωνα και στη νεοτερικότητα κι ανάμεσα στη μουντίλα των βουνών και στην απογυμνωτική αλεγρία της θάλασσας, δεν σου δίνει από μόνη της απαντήσεις για το πού θα καταλήξεις μετά από αυτή, στον παράδεισο ή στην κόλαση. Είναι όμως ένα καλό ορμητήριο για οποιοδήποτε από τα δύο είναι ο προορισμός σου.

Α, επίσης: όχι, η Ναυμαχία της Ναυπάκτου δεν έχει καμία σχέση γεωγραφικά με την ίδια την πόλη.

 

Γιώργος Βασιλάκος – Μάνη

O τόπος καταγωγής σου πολύ συχνά είναι αδύνατο να είναι μόνο ένας. Επιπλέον το να ισχυρίζεσαι ότι ο τόπος καταγωγής σου είναι η Αθήνα είναι τουλάχιστον γελοίο, καθώς δεν υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα οποιοσδήποτε από τους γονείς σου να μην έχει μια έστω και μακρινή καταγωγή εκτός του κλεινού άστεως, όπως διδάσκει η κοινή πείρα. Αυτό για παράδειγμα ισχύει για τη μητέρα μου, η οποία παρότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στα προσφυγικά της Νέας Ιωνίας, κατάγεται από Μικρά Ασία και Κέρκυρα, από όπου και προέρχονται οι οικογένειες της μητέρας και του πατέρα της, αντίστοιχα. Όταν ωστόσο με ρωτάνε από πού κατάγομαι, προτιμώ πάντα να προτάσσω τον τόπο καταγωγής του πατέρα μου, όχι για μια κάποια εμμονική αναπαραγωγή του πατριαρχικού προτύπου (όχι δεν είναι μαμά), αλλά κατά το πλέον γραφικό, πλην αληθές: μόνη πατρίδα μας τα παιδικά μας χρόνια (χωρίς βέβαια να αποκλείω μια ενδεχόμενη εσωτερικευμένη και ασύνειδη λειτουργία του παραπάνω προτύπου και στον εαυτό μου, ζήτημα όμως που προφανώς και δεν μπορούμε να συζητήσουμε εδώ).

Ο εν λόγω τόπος είναι η Μάνη, η Μεσσηνιακή ή Δυτική Μάνη αφενός, αλλά αφετέρου κυρίως η Λακωνική ή Ανατολική Μάνη. Εκεί, στο χωριό Πετρίνα, κάπου μεταξύ Σπάρτης και Γυθείου, πέρασα ένα μεγάλο μέρος των παιδικών μου καλοκαιριών. Αυτό μπορεί να σημαίνει μόνο ένα πράγμα. Ότι ο τόπος αυτός έχει ταυτιστεί για μένα με την ανεμελιά ή ακόμα και με τις πιο οικείες αναμνήσεις που μου έρχονται αυθόρμητα στο μυαλό όταν προσπαθώ να εικονοποιήσω το τι σημαίνει ελευθερία. Ναι, γνωρίζω ότι μια τέτοια διατύπωση είναι ρομαντική, είναι ίσως και ιδεαλιστική, καλώς ή κακώς όμως είναι παράλληλα και εμπειρική. Βέβαια είναι και επιλεκτικά εμπειρική. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, δεν παραβλέπω όλα τα αρνητικά, τα οποία δυστυχώς είναι και αρκετά. Είναι γνωστό ότι η όλη περιοχή είναι παραδοσιακά γεμάτη από βασιλόφρονες, φασίστες, ακροδεξιούς, εθνίκια, στρατόκαυλους, χουνταίους και γενικότερα κάθε είδους πωρωμένους δεξιούς και συντηρητικούς ανθρώπους, τελευταία βέβαια και νεοναζί. Δεν είναι τυχαίο ότι σε ένα από τα πιο κεντρικά σημεία του Γυθείου βρίσκονται τα τελευταία χρόνια γραφεία της Χ.Α., ακόμα και μέχρι σήμερα που η ναζιστική οργάνωση έμεινε εκτός βουλής. Πριν μερικά χρόνια μάλιστα θυμάμαι τύπο με μπλουζάκι Χ.Α. να κάθεται αραχτός σε γνωστό καφέ του Γυθείου παρέα με ένα τσούρμο μικρά παιδιά.

Παρ’ όλη τη σκατένια πολιτική κατάσταση που διαχρονικά μαστίζει την Μάνη όμως, μαζί με την αντίστοιχα σάπια τοπικιστική και εθνοπατριωτική παραφιλολογία και παραϊστορία για το σημείο έναρξης της επανάστασης του ΄21, για τον Λεωνίδα με τους 300 και για τον Πετρόμπεη, οι μόνιμοι κάτοικοι της Μάνης διαθέτουν ευτυχώς και μια διαφορετική πτυχή, μετατρέποντας την περιοχή σε κάτι παραπάνω από υποφερτή. Ανθρωπότυποι συχνά σκληροί, σκυθρωποί και σιωπηλοί, σαφώς ιδιαίτερα οι ηλικιωμένοι, λες και κουβαλούν –μαζί με τα δικά τους– τα πάθη, τους πόνους και τις αμαρτίες όλων των άλλων (βλ. όλα τα παραπάνω καθίκια), εκφράζονται με τον πλέον δημιουργικό τρόπο μέσα από τα μοιρολόγια, μια τελείως ξεχωριστή και βαθιά συγκινητική μορφή τέχνης. Καμιά φορά όταν πορεύεσαι με τις ακτίνες του ήλιου να σου πέφτουν κατακούτελα και όσο προχωράς στα βραχώδη χωριά με τους πύργους, νομίζεις πως οι σιλουέτες αυτών των ακίνητων γερόντων δεν ξεχωρίζουν από την πέτρα που κυριαρχεί στο γύρω τοπίο και πως είναι κι αυτές πέτρινες. Σαφώς και εδώ αναγνωρίζω την προβληματική ροπή μου στην αισθητικοποίηση μιας ατέρμονης και αβάσταχτης βιοπάλης με καθαρά υλικούς όρους, δεν νομίζω τουλάχιστον όμως ότι επιδεικνύω μια ματιά εξωτισμού, καθώς υπάρχουν τα ριζωμένα βιώματα που δεν μου επιτρέπουν να αποσυνδεθώ από τους ντόπιους για να τους ασκήσω μια αποστασιοποιημένη και ψύχραιμη κριτική.

Γιατί αν κάτι είναι βαθύ στη Μάνη είναι ακριβώς οι ρίζες, όπως οι ρίζες της ελιάς και της διάχυτης ξερής γης πλάι στην πέτρα, έτσι και οι ρίζες των βιωμάτων. Γιατί στη Μάνη, εκτός από τους ανθρώπους υπάρχει ο χώρος, που και για αυτόν επίσης δεν χωράνε να ειπωθούν πολλά εδώ. Τα σπήλαια Διρρού, τα κάστρα του Μυστρά και της Μονεμβασιάς, οι παραλίες της Στούπας, η θέα της Καρδαμύλης, ο φάρος στο Ταίναρο, η κρυμμένη παμπ στο Γύθειο, οι πηγές στο Παρόρι, ο αρχαίος πλάτανος στην Άρνα και στο χωριό μου η δυσπρόσιτη σπηλιά μιας αειθαλούς αλεπούς που συγκατοικούσε με αντάρτες, αλλά και η Σγουρνίτσα και ο Κωλοπανάς όπου εμφανίζονταν οι νεράιδες για να σου πάρουν τη μιλιά.

Την επόμενη φορά λοιπόν που θα κάνετε παπάρα το ψωμί σας σε λάδι Λακωνίας ή και Μεσσηνίας ή που θα φάτε τα λαλάγγια σας ή τις δίπλες σας, θυμηθείτε ότι στη Μάνη δεν θα ακούσετε μόνο το βασιλοπρεπές «κορώνι μου», αλλά και το ευγενές «λω» (πιθανότερα από τον υπερθετικό «λώστος» στα αρχαία). Θυμηθείτε ότι δεν είναι ανάγκη να εστιάζουμε μόνο στα άτομα που βλέπουν στον Ταΰγετο να σχηματίζονται μυστικές πυραμίδες, αλλά και σε εκείνα που βλέπουν στον Ταΰγετο να σχηματίζεται μια ωραία κοιμωμένη.

  • Social Links: