Ανακοινώθηκαν οι βάσεις σήμερα και εγκαινιάζεται επίσημα η περίοδος όπου ορδές απελπισμένων γονιών ψάχνουν να βρουν αυτό το ένα σπίτι σε κάθε γειτονιά της Αθήνας που δεν έχει γίνει ακόμα airbnb για τα παιδιά τους. Παιδιά στην ύστερη εφηβεία που κατάφεραν να περάσουν στη Νομική με 18.013 μόρια ή στην Ιατρική με 18.724 μόρια, αλλά που –προς Θεού– δεν στερήθηκαν τίποτα. Ο αιώνιος μύθος των πρώτων των πρώτων, των φωτεινών μυαλών της ελληνικής επικράτειας είναι ότι γίνεται να γράψεις ελάχιστα πιο κάτω από το απόλυτο άριστα στις Πανελλήνιες και ταυτόχρονα να έχεις τρομερή κοινωνική ζωή, να πηγαίνεις τις βόλτες σου, να πίνεις τις μη αλκοολούχες μπύρες σου, να πας και κάνα σινεμά και –γιατί όχι;– να έχεις και κοπέλα ή αγόρι, να έχεις φίλους και να είσαι κι η ψυχή της παρέας. Και να βγαίνεις μετά στα ρεπορτάζ του ΑΝΤ1 όπου σε προλογίζουν κάπως έτσι: «Ο Αντώνης από την Αλεξάνδρεια Ημαθίας πέρασε πρώτος στους Ηλεκτρολόγους Μηχανικούς του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, αλλά όπως θα μας πει ο ίδιος σε λίγο ΔΕΝ ΣΤΕΡΗΘΗΚΕ ΤΙΠΟΤΑ».
Και αναρωτιόμαστε όλοι και όλες αν είναι αυτό εφικτό. Θα σας απαντήσω εγώ λοιπόν –αν και δεν με ρώτησε κανείς– που έδωσα Πανελλήνιες το 2010 στα Γιάννενα κι έβγαλα 19.235 μόρια. Μια μικρή παρένθεση εδώ για να πω ότι εμείς που μεγαλώσαμε στην επαρχία είχαμε ένα παραπάνω κίνητρο να διαβάζουμε σαν να μην υπάρχει αύριο, γιατί μια καλή σχολή στην πρωτεύουσα ήταν το εισιτήριο εξόδου μας από τη μικρή μας πόλη, ήταν η ευκαιρία μας να ξεφύγουμε από τους γονείς μας και από τη «στενομυαλιά» των συντοπιτών μας, να μην βγαίνουμε κάθε μέρα στα ίδια μαγαζιά και να μην κάνουμε παρέα συνέχεια με αυτούς του συγκεκριμένους τρεις φίλους μας. Κανείς δεν μας είπε στα 17 μας ότι από τους γονείς μας δεν ξεφεύγουμε ποτέ όσο μακριά κι αν πάμε, ότι το πόσο ανοιχτό είναι ένα μυαλό δεν είναι ευθέως ανάλογο με την έκταση της πόλης και ότι θα καταλήξουμε να βγαίνουμε κάθε μέρα στα ίδια μαγαζιά, πιθανότατα με τους ίδιους συγκεκριμένους τρεις φίλους που είχαμε και στα 17 μας.
Αυτός, λοιπόν, ήταν ένας ακόμη λόγος για τον οποίο διαβάζαμε δίχως αύριο. Και λυπάμαι που θα το πω αλλά στερηθήκαμε τα ΠΑΝΤΑ. Ας το δούμε όμως πιο αναλυτικά: για να βγάλεις κοντά στα 19 χιλιάδες μόρια πρέπει να διαβάζεις τουλάχιστον 8 ώρες τη μέρα. Αν συνυπολογίσουμε τις 7 ώρες του σχολείου, συν μία ώρα το πηγαινέλα στο σχολείο, συν ένα δίωρο τουαλέτες, φαγητό, μπάνιο, μένουν μόλις 6 ώρες για ύπνο. Φυσικά, στην Τρίτη Λυκείου αν θες να είσαι καλός μαθητής όλοι ξέρουμε ότι κοιμάσαι το πολύ ένα 5ωρο, γιατί πρέπει να ξυπνήσεις το πρωί να κάνεις επανάληψη στα μαθήματα της ημέρας. Και όλα αυτά χωρίς να υπολογίσουμε φροντιστήρια ή ιδιαίτερα ή ψυχολόγους ή δεν ξέρω τι άλλο μπορεί να έχει ο καθένας. Αυτά τις καθημερινές. Τα Σαββατοκύριακα μπορεί να το ρίξεις λίγο έξω και να ξυπνήσεις στις 8, να αράξεις μία ώρα και να διαβάζεις για το επόμενο 12ωρο. Μετά δεν θα στερηθείς τίποτα από το βραδινό ψυχαγωγικό πρόγραμμα της ελληνικής τηλεόρασης (ή –πώς αλλάξανε οι καιροί– από το πλούσιο περιεχόμενο του Νέτφλιξ), παρακολουθώντας πάντα αγχωμένα. Έχεις ένα άγχος που κρατάει εννιά μήνες και δεν θα σε αφήσει ήσυχο ούτε εννιά χρόνια μετά που θα ξυπνάς κάθιδρος νομίζοντας ότι έχεις πάει αδιάβαστος να δώσεις πανελλήνιες.
Ακόμη κι αν ανήκεις σε αυτούς τους ελάχιστους που έχουν αγόρι ή κορίτσι, θα στερηθείς τόσα πολλά. Άντε αν είστε στο ίδιο σχολείο να σου πιάνει λίγο το χέρι στα διαλείμματα και να μην νιώθεις για δύο δευτερόλεπτα ότι είσαι μόνος σε αυτό τον κόσμο, αλλά η επαφή σας θα περιοριστεί σε κλήσεις διάρκειας πέντε λεπτών πριν τον ύπνο, που πιθανότατα θα αφορούν τα μαθήματα και το ποιος έχει διαβάσει καλύτερα για το πρόχειρο στα Αρχαία. Θα βρίσκεστε –πάντα αγχωμένοι– μία φορά την εβδομάδα για κάνα δίωρο, αλλά ο έρωτάς σας δεν θα είναι ποτέ πιο δυνατός από την βαθιά επιθυμία σας να πάρετε 20 στην ιστορία κατεύθυνσης.
Όταν τέλειωσα τις Πανελλήνιες έλεγα κι εγώ ότι δεν στερήθηκα τίποτα και το πίστευα πραγματικά. Τι κι αν η αγαπημένη μου στιγμή μες στη βδομάδα για έναν ολόκληρο χρόνο ήταν κάθε Δευτέρα βράδυ 9 με 11 που σταματούσα το διάβασμα για να δω Next Top Model; Τι κι αν τα συσσωρευμένα νεύρα από το διάβασμα με είχαν κάνει ανυπόφορη ακόμη και στον σκύλο μου; Τι κι αν αρρώστησα σοβαρά τρεις φορές μέσα σε εννιά μήνες γιατί ξέχναγα να φάω; Δεν στερήθηκα τίποτα. Μόνο τη μισή μου εφηβεία.
Μπορεί η υπόσχεση ενός καλύτερου μέλλοντος και η ελπίδα μιας ξέφρενης φοιτητικής ζωής (που λυπάμαι που το λέω αλλά αν έχεις περάσει Νομική ή Ιατρική, δεν θα είναι και τόσο ξέφρενη) να απαλύνει κάπως τις αναμνήσεις από τον εαυτό σου να κυκλοφορεί σαν ζόμπι μες στο σπίτι και να σκουντουφλάει σε έπιπλα –γιατί ο εγκέφαλος τότε έμπαινε σε λειτουργία μόνο για το διάβασμα–, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν στερήθηκες τίποτα και είχες ζωή. Δεν είχες. Και στερήθηκες. Αλλά δεν πειράζει. Μπορεί η ζωή να σε ανταμείψει αργότερα. Μάλλον όχι. Αλλά σε κάθε περίπτωση προχωράμε.
Social Links: