Αν κοιτάξεις για πολλή ώρα την άβυσσο, στο τέλος και η άβυσσος θα κοιτάξει εσένα. Mε αυτό το απόφθεγμα του Νίτσε ξεκινά η δεύτερη σεζόν του Dark και κάπως έτσι…

Είναι τελικά το Dark μια φιλοσοφική μπούρδα;

Αν κοιτάξεις για πολλή ώρα την άβυσσο,

στο τέλος και η άβυσσος θα κοιτάξει εσένα.

Mε αυτό το απόφθεγμα του Νίτσε ξεκινά η δεύτερη σεζόν του Dark και κάπως έτσι εξαρχής δίνει το στίγμα της φιλοσοφικής γραμμής που θα συνεχίσει να χαράσσει. Ταυτόχρονα διακρίνεται ωστόσο κι άλλη μια γραμμή που παρομοίως είχε ξεκινήσει να χαράσσεται από την πρώτη σεζόν της σειράς και αυτή είναι που οριοθετεί τους θεατές της σε φανατικούς και σε επικριτές. Προφανώς και η διαφοροποίηση αυτή δεν είναι απόλυτη, όμως μοιάζει να είναι έντονη, πάντα με σχηματικούς όρους και αυτό ακριβώς το φαινόμενο με ενδιαφέρει εδώ να σχολιάσω.

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν με μερικούς από τους έγκυρους λόγους κριτικής. Το σενάριο πειραματίζεται με μια όχι απλά γνώριμη, αλλά πολυφορεμένη θεματική, όπως είναι η κυκλικότητα του χρόνου (βλ. και πρώτη σεζόν True Detective), το ταξίδι στον χρόνο, γενικότερα το χωροχρονικό παράδοξο και όσα αυτό συνεπιφέρει, εσχάτως (spoiler alert!) στο τέλος της σεζόν, και το concept των παράλληλων διαστάσεων. Πράγματι, μόνο και μόνο η ιδέα της επανάληψης αυτών των ιδεών κουράζει. Από την άλλη, πότε τελειώσαμε με το να τις επεξεργαζόμαστε καλλιτεχνικά ή –για να το θέσω πιο συγκεκριμένα– το ότι έχουν παιχτεί χίλιες φορές αυτές οι σκέψεις, αναιρεί το γεγονός ότι μπορούν να παιχτούν τη χιλιοστή πρώτη καλύτερα; Αφού εκκινήσουμε λοιπόν από αυτό το ερώτημα την κριτική μας, τότε θα πρέπει να δούμε αν όντως οι πειραματισμοί του σεναρίου με τη θεματική του χρόνου έχουν τουλάχιστον κάποιο ενδιαφέρον. Βέβαια, πιθανότατα το ενδιαφέρον αυτό δεν αφορά το σύνολο των θεατών ή ακόμα και την πλειονότητά τους, αλλά μια συγκεκριμένη μερίδα. Προκειμένου να μείνω πιστός και στο πνεύμα της σειράς, θα επιλέξω να κάνω ένα skip και να επιστρέψω αργότερα σε αυτή την παραδοχή μου, προσπαθώντας και να εξηγήσω γιατί δεν είναι ελιτίστικη, όπως μάλλον μοιάζει με μια πρώτη ανάγνωση.

Προς το παρόν πάμε στον δεύτερο βασικό λόγο κριτικής, ο οποίος αιτιολογεί τη ροπή αποστασιοποίησης του θεατή. Η σειρά μοιάζει να γίνεται επίτηδες όλο και πιο δυσνόητη με τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται το σενάριο και κυρίως τους χαρακτήρες της και τους πολλαπλούς τρόπους με τους οποίους αυτοί συνδέονται μεταξύ τους. Κάτι τέτοιο κρίνεται περιττό και πομπώδες, δίχως ουσία ίσως. Άλλοι δε μπορεί να εντοπίζουν μια απεγνωσμένη προσπάθεια εντυπωσιασμού του κοινού με υπερβολικά plot twists, cliffhangers και mindfuck εξελίξεις στην πλοκή, χωρίς νόημα. Όλες αυτές οι σεναριακές ακροβασίες μαρτυρούν την αγωνία των σεναριογράφων να μας επιδείξουν τα ανεξάντλητα όρια της φαντασίας τους, παραμελώντας να δώσουν βάση στο βάθος των χαρακτήρων και των συναισθημάτων τους ή στις μικρές λεπτομέρειες που «δένουν» την αφήγηση. Υπάρχει δηλαδή ενός τύπου αυτοϊκανοποίηση του δημιουργού που περιορίζει τις δυνατότητες του έργου να αποκτήσει ουσία, αποθεώνοντας αντίθετα τις μορφικές του δυνατότητες, τις εναλλαγές της φόρμας, σαν μια ανώριμη επιμονή στο κυνήγι της πόζας, της δημιουργικής ασάφειας ή της αόριστης παπάτζας με επίφαση φιλοσοφικο-μεταφυσικών αναφορών.

Για όλα τα παραπάνω υπάρχει όντως μια βάσιμη δικαιολόγηση της κριτικής επιχειρηματολογίας. Υπάρχουν όμως και ορισμένα σημεία που καθιστούν την τελευταία ελλειμματική. Πρώτα από όλα δεν υπάρχει κανένας λόγος να επικεντρωνόμαστε, ειδικότερα στην τέχνη, στη διάκριση της φόρμας από το περιεχόμενο ή της μορφής από την ουσία. Ναι, προφανώς και εκφράζω μια κοινότοπη  άποψη που δεν χρειάζεται να έχει διαβάσει κανείς Hegel για να διατυπώσει, παρ’ όλα αυτά δεν είναι πάντα αυτονόητη. Τα σκοτεινά, ατμοσφαιρικά πλάνα, μαζί με την απόκοσμη, αργόσυρτη μουσική, δεν είναι μια κενή φόρμουλα που περιβάλλει ένα ακατανόητο storyline δίχως διέξοδο. Αντιθέτως, αυτά τα στοιχεία συγκροτούν την ουσία του Dark. Συντάσσομαι με τη σχολή εκείνη που υπογραμμίζει πως η ουσία στην τέχνη –αν υπάρχει καν ως τέτοια– δεν θα πρέπει να λέγεται, ούτε να δείχνεται, ούτε καν να εξάγεται σαν λογικό συμπέρασμα. Ένα αισθητικό πρόταγμα, εν προκειμένω προφανώς σκοτεινό, πλην όμως με αριστοτεχνικά δουλεμένο τρόπο δομημένο, από μόνο του έχει ουσία και μάλιστα αφηγηματική, εξυπηρετώντας το σενάριο. Aν βέβαια με την ουσία εννοούμε τον σκοπό, τη στόχευση προς ένα μοντέλο ζωής και κοινωνικής συμβίωσης, προς μια ατομική και συλλογική πλήρωση, τότε ναι, το Dark δεν κάνει αυτό, ούτε μοιάζει έως τώρα να θέλει να το πετύχει προγραμματικά. Και δεν έχει μια τέτοια στοχοθεσία, όχι απλά ρητά, αλλά μάλλον ούτε και υπόρρητα, τουλάχιστον συγκεκριμένα. Κάθε σκηνή δηλαδή αποτελεί μια υπόνοια, κυρίως προς κάτι αφηρημένο, κάτι που διεκδικεί αξιώσεις καθολικού. Οι  διάχυτοι συμβολισμοί δεν είναι τυχαίοι άλλωστε, βρίσκονται εκεί για να μπερδέψουν κι άλλο, την ίδια στιγμή που απαντούν σε κάτι πρότερο που είχες ξεχάσει ότι υπάρχει. Σε αυτή τη βάση, είναι απόλυτα λογικό να ισχυρίζεται κανείς ότι η σειρά χάνεται συχνά σε δαιδαλώδη μονοπάτια, γίνεται βασανιστικά χαώδης, ακόμα και ξεμακραίνει από την ίδια την ανθρώπινη κατάσταση. Όλα αυτά ισχύουν αν δεχτούμε πως παρακολουθούμε αυτό το έργο σαν ένα ρεαλιστικό παράδειγμα αναπαράστασης συμπεριφορών, σχέσεων, εξαρτήσεων. Επιμένω όμως ότι είμαι από εκείνους που χρειάζονται και μια τέχνη ως αντιπαράδειγμα, ως αφήγηση των πραγμάτων που πάνε μόνο στραβά ή που δεν πάνε πουθενά, που είναι απίθανα με υλικούς όρους. Αν εδώ το αντεπιχείρημα είναι ότι πια τέτοιοι άνθρωποι καταντούν περισσότερο πράγματα παρά άνθρωποι, θα αντέτεινα ότι δεν πρόκειται για άψυχα αντικείμενα που δεσμεύονται στην μοίρα ή στον θεό χρόνο –την ιστορία– αλλά για σύμβολα. Είναι δηλαδή και αρνητικά σύμβολα προς αποφυγή, επειδή έχει προηγηθεί η ταύτιση μαζί τους ή η οικειότητα, όπως έχουμε πει ήδη. Σύμβολα που δεν σημαίνουν τίποτα καθορισμένο, αλλά που ξεδιαλύνουν και απαλύνουν απωθημένους προσωπικούς φόβους, ανησυχίες, άγχη, όπως έκαναν πάντα, απλά με διαφορετικούς τρόπους, μέσω πιο επίκαιρων (ή και όχι) αναφορών, όπως οι μηχανές του χρόνου, τα σωματίδια του Θεού και η σκοτεινή ύλη.

Σημασία επομένως δεν έχει να παρακολουθήσουμε μόνο την ιστορία που λέει ότι το καθολικό καταπνίγει και συντρίβει το δέσμιο ατομικό και μετά τέλος, μόνο χάος, θα πεθάνουμε όλοι και όλες στο τέλος. Αν το πάρουμε αντίστροφα και δούμε ότι έξω από εμάς πραγματικά δεν υπάρχει τέλος, αλλά ούτε αρχή (δεν χρειάζεται να μπούμε στη συζήτηση του αν αυτά τα δύο συμπίπτουν), τότε ακριβώς το ατομικό θα μπορέσει να αναπνεύσει, να αναθαρρήσει. Μάλλον πιο πολύ νόημα λοιπόν θα βρεθεί στο να παρακολουθήσουμε την ιστορία που λέει πώς ο εαυτός αυτοκατανοείται βγαίνοντας από τον εαυτό όπως τον γνώριζε ή όπως νόμιζε πως τον γνωρίζει. Έτσι, το χάος, το αφηρημένο καθολικό, συμπίπτει ακόμα και με μια προβολή του εαυτού μας την οποία αντικρίζουμε στο μέλλον ή στο παρελθόν. Εκείνο που ενδιαφέρει όμως δεν θα πρέπει να είναι το αν πρόκειται για καλές ή κακές εκδοχές του εαυτού, το οποίο έτσι κι αλλιώς δεν μπορεί να διαγνωστεί με ασφάλεια, αλλά το ότι είναι άλλες, διαφορετικές. Και μόνο το γεγονός αυτό, ότι μπορούμε να ξεβολευόμαστε με άλλα λόγια, μπορεί να μας κάνει πιο υποψιασμένους, όχι βέβαια με την έννοια της απομόνωσης από τον περίγυρο, αλλά ίσα ίσα της επιστροφής σε αυτόν με καινούργια ευθύνη προς αυτόν, με νοιάξιμο, με μειωμένο τον εγωισμό και με συνειδητότητα. Αυτό το αέναο παιχνίδι του έξω-μέσα στο Dark και του ότι δεν είναι σαφές τι είναι το καθένα κάθε φορά, μπορεί να μην είναι τίποτα άλλο εκτός από την διαλεκτική του εαυτού με τον εξωτερικό κόσμο, που δεν δέχεται τα όρια προκατασκευασμένα, αλλά τα επανατοποθετεί. Άλλωστε, αν δούμε προσεκτικά πώς εξελίσσεται το δράμα των ανθρώπινων σχέσεων στο Winden, θα παρατηρήσουμε τους πρωταγωνιστές να περνούν κυρίως από τον βουβό πόνο και την απόγνωση στη σιωπηλή τρυφερότητα και τη φροντίδα, καθώς για να βιώσουν το ένα θα πρέπει να έχουν αισθανθεί το άλλο, δίχως να προηγείται κανένα ποτέ χρονικά ή αξιολογικά. Αντίθετα, δεν θα παρακολουθήσουμε ούτε τόσες κραυγές, ούτε τόσα γέλια, δεν θα διακρίνουμε την οργή, τη διασκέδαση και οποιοδήποτε αυθόρμητο, ενστικτώδες ή ενθουσιώδες συναίσθημα, καθώς και για τους χαρακτήρες ισχύει αντίστοιχα εκείνο που λέγαμε και στην πρώτη σεζόν, ότι δηλαδή: «όσα αποκαλύπτονται έχουν ήδη αποκαλυφθεί και σου δημιουργείται συνεχώς η αίσθηση ότι γνώριζες ήδη ασυνείδητα αυτό που παρακολουθείς να συμβαίνει».

Και πάμε τώρα στο ζητούμενο από το οποίο ξεκινήσαμε, το ξεχώρισμα των θεατών σε δύο χοντρικά στρατόπεδα. Δεν θα ασχοληθώ με όσες και όσους βαριούνται το Dark επειδή πυροβολεί με πληροφορίες που αλληλοδιαπλέκονται με χίλιους διαφορετικούς τρόπους για να ανασκευάσουν ένα παλίμψηστο που δείχνει να μην οδηγεί ποτέ σε λύση. Οι ίδιες και οι ίδιοι μάλιστα λογικά θα το παράτησαν εξαρχής και κατανοώ αυτή τη δυσφορία. Από εκεί και πέρα όμως, όπως γίνεται αντιληπτό, η σειρά τραβά φανερά μια φιλοσοφική ή φιλοσοφίζουσα κατεύθυνση, την οποία για να (παρ)ακολουθήσει και ο/η θεατής, θα πρέπει να έχει τη διάθεση να ενστερνιστεί αυτόν τον (φιλοσοφικό – αναστοχαστικό) τρόπο σκέψης, που δεν καταπιάνεται με περίτεχνους γρίφους για να προβάλει μια κάποια εξυπνάδα του, αλλά γιατί τον απασχολούν πραγματικά. Και τα ερωτήματα που απασχολούν πραγματικά, προφανώς θα είναι και αυτά που μένουν ανοιχτά ή τουλάχιστον δεν απαντιούνται με έναν μόνο τρόπο. Άρα, για να επιστρέψω και στο ζήτημα περί ελιτισμού που κράτησα στην αρχή, η εμμονή ή η επιμονή ή και η απόλαυση τέτοιων ερωτημάτων, ακόμα και όταν τίθενται μέσα από μια σειρά που δεν απαιτεί προχωρημένες γνώσεις φιλοσοφίας και θεωρίας, δεν καταδεικνύει απαραίτητα μια τάση περιχαράκωσης μιας ομάδας ατόμων από τα υπόλοιπα, που ακόμα χειρότερα κιόλας επιβεβαιώνει την ανωτερότητά της, αλλά καταδεικνύει απλά μια προτίμησή της και τίποτα παραπάνω. Πραγματικά ποτέ δεν κατάλαβα τα επιχειρήματα που διατυπώνονται συχνά και συνδέουν αναγκαία τη χρήση ή κατανάλωση ομπσκιουρίλας, αφαίρεσης και περιπλοκότητας με κάποια ανάγκη ανασφαλούς αυτοεπιβεβαίωσης ή με μια προσκόλληση στην εφηβική ηλικία ή με μια ελιτίστικου χαρακτήρα αποξένωση από το κοινωνικό περιβάλλον ή με την αγνόηση και παραμέληση των προβλημάτων της υλικής πραγματικότητας (λες και η οντολογία δεν μπορεί να συγκεραστεί με τον υλισμό). Εκείνο που καταλαβαίνω είναι μια ανάγκη για εσκαπισμό (escapism), μια ανάγκη διαφυγής στη φαντασία, που κρίνεται απαραίτητη για να αντιμετωπιστεί η πραγματικότητα. Ακόμα και αν οι μέθοδοι που χρησιμοποιεί το Dark για να αναπτύξει το σενάριό του θυμίζουν εφηβικές μας σκέψεις και αγωνίες, τότε αυτές παραμένουν ανοιχτές και απωθήθηκαν με την ενηλικίωση. Σε κάθε περίπτωση, οι εφηβικού χαρακτήρα παλινδρομήσεις μας, ε, δεν είναι και το μεγαλύτερο πρόβλημα των υπόλοιπων σοβαρών ενηλίκων, όσο τουλάχιστον δεν τους επηρεάζουν και μένουν στο στάδιο της προσωπικής υπόθεσης της παρακολούθησης μιας σειράς, η οποία να δούμε και κατά πόσο μπορεί να συνιστά επούλωση.

Με λίγα λόγια, αν το Dark έχει φανατικούς υποστηρικτές και φανατικούς haters, αυτό μπορεί και να σημαίνει ότι είναι μια σειρά της εποχής της που προκαλεί ενδιαφέρον. Και αυτό μάλλον θα οφείλεται στο ότι, όσο και αν δεν φαίνεται εκ πρώτης όψεως, το Dark δεν έχει να κάνει μόνο με το μεταφυσικό, αλλά και με το μετααφήγημα για το μεταφυσικό. Όχι όμως όπως έχουμε συνηθίσει τα σύγχρονα μετααφηγήματα σε κωμικές σειρές των τελευταίων ετών που σπάνε τον τέταρτο τοίχο μέσω της αυτοαναφορικότητας. Το Dark σού κλείνει το μάτι μέσα από την τραγική αμφισβήτηση του ίδιου του υποκειμένου που αιωρείται συνεχώς μεταξύ Εαυτού και Άλλου, αδυνατώντας να συγκροτήσει μια ενιαία ταυτότητα στο περιθώριο του μυστήριου έξω κόσμου. To στοίχημα συνεπώς είναι να μην αναγνωρίζουμε κολλημένα αυτό τον έξω κόσμο του Dark σαν ένα αλαμπουρνέζικης κοπής συνονθύλευμα του sci-fi με τη μεταφυσική, αλλά όντας ανοιχτοί στο να διαισθανθούμε τις μεταφορές και τους συμβολισμούς που μας επιφυλάσσει, να τον αναγνωρίζουμε και πολιτικά, σαν ένα πεδίο συνεχούς αναδιάταξης του εαυτού με τον εαυτό και με τους γύρω του.