* Την 1η Δεκεμβρίου του 2018 παρουσιάστηκε στις εκδόσεις Νήσος ο τόμος Το συν-αίσθημα στο πολιτικό. Υποκειμενικότητες, εξουσίες και ανισότητες στο σύγχρονο κόσμο, σε επιμέλεια και εισαγωγή της Ειρήνης Αβραμοπούλου. Το κείμενο αυτό είναι η δική μου συμβολή σε εκείνη την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συζήτηση.
Μολονότι, όπως σημειώνει στην εισαγωγή της η επιμελήτρια του τόμου Το συν-αίσθημα στο πολιτικό «η αυτονομία του συναισθήματος […] καθιστά το συναίσθημα προ- και μετα- γλωσσικό», θα ήθελα να ξεκινήσω το σημείωμά μου με μια γλωσσική παρατήρηση.
Από μια συνήθεια, μια τυποποιημένη μεταφορά, χαρακτηρίζουμε συχνά συμβάντα, όπως τον θάνατο του/της Ζακ/Ζάκι, τραγικά και τραγικό το ίδιο το θύμα. Έχει κι αλλού επισημανθεί πως το επίθετο τραγικός είναι παραπλανητικό, τονίζει τη συγκίνηση και συσκοτίζει το πολιτικό περιεχόμενο της βίας. Ωστόσο κάνει και κάτι ακόμη. Ας προσέξουμε καλύτερα τι πραγματικά λέει η μεταφορά. Κάθε φορά που κάποιος θάνατος αποκαλείται τραγικός, χρεώνεται ο νεκρός με μια βαριά, ανομολόγητη και υπερβατική ευθύνη. Η μεταφορική επίκληση της τραγωδίας σημαίνει παραπομπή σε μια αυστηρή δομή, σε ένα μυθολογικό και ανθρωπολογικό σύστημα όπου οι ενέργειες των ατόμων είναι δεμένες σε μια ακολουθία, κάθε πράξη οδηγεί στην επόμενή της και ο τραγικός ήρωας καταλαβαίνει αναδρομικά μια μοίρα που είχε υφάνει ο ίδιος με κάθε απόφασή του. Πυρήνας της τραγωδίας, τουλάχιστον στην αρχετυπική, ίσως όχι πάντα φιλολογικά ακριβή, εκδοχή της, είναι η ύβρις και η νέμεσίς της. Λέγοντας λοιπόν πως ο θάνατος του Ζακ Κωστόπουλου είναι τραγικός αποφαινόμαστε, ενδεχομένως δίχως να το καταλαβαίνουμε, πως επρόκειτο για ένα τέλος προδιαγεγραμμένο, το οποίο είχε προετοιμάσει ο ίδιος με τις πράξεις και τις επιλογές του. Και ακόμη αποφαινόμαστε πως στη δολοφονία του λανθάνει μια αρχέγονη παράβαση και μια σκληρή και δίκαιη τιμωρία. Ποια παράβαση υπονοείται άραγε; Η σεξουαλικότητα; Η εκδραμάτισή της στο drag show; Η οροθετικότητα; Η μαχητική διεκδίκηση της ορατότητας; Ονομάζοντας τον θάνατό του τραγικό, δεν συσκοτίζουμε λοιπόν απλώς την πολιτική και συστηματική βία που τον σκότωσε, την αναπαράγουμε, επαναφέρουμε ασυνείδητα την σεξουαλικότητα, την επιτελέσή της, την οροθετικότητα, τον ακτιβισμό ως μια ύβρι που επέφερε κάποια νέμεση.
Ο θάνατος του Ζακ Κωστόπουλου δεν είναι τραγικός αλλά είναι ιδιαίτερα πυκνός, πολιτικά και συμβολικά πυκνός, είναι μια ιδιαίτερα πυκνή πολιτική στιγμή, από τις πυκνότερες των τελευταίων ετών που ήταν γεμάτα με πυκνές πολιτικές στιγμές. Είναι μια σημαντική πολιτική δολοφονία αλλά δεν είναι πολιτική δολοφονία με έναν συνηθισμένο τρόπο. Δεν είναι η ανάδυση με βίαιο τρόπο μιας προϋπάρχουσας πολιτικής σύγκρουσης, το ξέσπασμα της βίας από πολιτικά υποκείμενα που επιτελούν ακραία την στράτευσή τους. Αντίθετα, η δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου διανοίγει έναν καινούργιο πολιτικό χώρο, ρευστό και δύσκολα περιγράψιμο, έναν χώρο που δεν προϋπάρχει ως πολιτικός αλλά γίνεται πολιτικός μετά τη δολοφονία και εξαιτίας αυτής.
Δεν είμαι ανθρωπολόγος ούτε πολιτικός φιλόσοφος και δεν θα διακινδυνέψω να σφετεριστώ αναλυτικά εργαλεία που μόνον εν μέρει και ερασιτεχνικά κατανοώ. Αλλά συνέπεσε τις ημέρες που ήμουν κι εγώ καθηλωμένος και παρακολουθούσα με συγκλονισμό τη ροή των γεγονότων να φτάσει στα χέρια μου ο τόμος που παρουσιάζουμε εδώ. Έτσι, διάβασα τα δοκίμια της συλλογής υπό το πρίσμα και το βάρος της δολοφονίας αλλά και αντίθετα, η ανάγνωση του τόμου, ερασιτεχνική το ξαναλέω, με βοήθησε κατά κάποιον τρόπο να κατανοήσω ορισμένες όψεις της πολυπλοκότητας του φοβερού αυτού γεγονότος. Θα μου επιτρέψετε λοιπόν σήμερα να θίξω τρεις από αυτές τις όψεις, παραπέμποντας για την καθεμία και σε ένα δοκίμιο του βιβλίου.
Η ανάδυση μιας ασυμμετρίας.
Η πρώτη όψη αφορά αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε, ακολουθώντας την Ναϊσάρκι Ντάβε στο δοκίμιό της «Ινδή και λεσβία και τι συνέβη μετά: συν-αίσθημα, συμμετρία και κουίρ αναδύσεις», ανάδυση μιας ασυμμετρίας. Για να την καταλάβουμε, ας ανατρέξουμε στη μετατόπιση που σίγουρα θυμούνται όσοι παρακολούθησαν την ιστορία από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Θα προσπαθήσω να την περιγράψω. Την Παρασκευή 21 δολοφονείται ο/η Ζακ/Ζάκι στο κοσμηματοπωλείο της οδού Γλάδστωνος. Την ίδια μέρα, ίσως την επόμενη, κυκλοφορεί στο διαδίκτυο ένα βίντεο που δείχνει τη στιγμή που ένας άνθρωπος προσπαθεί να διαφύγει πρηνής από τη σπασμένη τζαμαρία ενός καταστήματος. (Παρενθετικά, να επισημάνω εδώ πως εκτός από ένα σχόλιο της Πηνελόπης Παπαηλία στο facebook δεν τέθηκε καθόλου προς συζήτηση η προέλευση του βίντεο, η μηχανική της εικόνας. Ήταν τόσο καταλυτική η συμβολή του στην ανάδειξη του θέματος που ουδέποτε αναρωτηθήκαμε ποιος κοιτάει πίσω από την κάμερα και τι σημαίνει το βλέμμα του).
Για πολλές ώρες έχουμε μπροστά στα μάτια μας το φριχτό γεγονός ενός φόνου. Μια στιγμή παραβατικότητας στην άγρια περιοχή της Ομόνοιας που είχε αποτρόπαιη κατάληξη. Εκείνες τις ώρες συνταρασσόμαστε από την αρχέγονη και αχαλίνωτη βία της αυτοδικίας, από την απόγνωση μπροστά στην απουσία του νόμου που επιτρέπει την ανάδυση της αυτοδικίας, από τον τρόμο μπροστά στην ημιεπιβεβαιωμένη στη συνέχεια υποψία πως αυτή η αυτοδικία αντλεί με απόλυτα συγκεκριμένο και πρακτικό τρόπο νομιμοποίηση και ισχύ από το ίδιο πλέγμα μίσους, σκληρής παραβατικότητας και ανδρισμών που έχει αποτελέσει προϋπόθεση και για τη Χρυσή Αυγή. Πως μπροστά μας εκτυλίσσεται ένα φόνος στον σκοτεινό τόπο της Ομόνοιας που ταΐζει και θεριεύει το ίδιο το τέρας που τον γεννά. Συγχρόνως συνταρασσόμαστε από την αλληλεγγύη που νιώθουμε προς κάθε τρωτό και απροστάτευτο κατατρεγμένο. Εκείνες τις ώρες ο νεκρός δεν έχει όνομα και ταυτότητα είναι το θύμα μιας βίας που είναι γνωστή από το αστυνομικό δελτίο και μπορούμε να την αναλύσουμε πολιτικά ή ανθρωπολογικά με έναν αρκετά οικείο αν όχι στερεοτυπικό τρόπο.
Aίφνης ο νεκρός αποκτά ονοματεπώνυμο. Είναι ο Ζακ Κωστόπουλος, οροθετικός ακτιβιστής, περφόρμερ, αγωνιστής της ορατότητας. Μόλις γίνεται γνωστή η ταυτότητά του, αποκαλύπτεται πως ο νεκρός είναι σημείο στο οποίο συναντιούνται πολλά δίκτυα, δίκτυα φίλων, καλλιτεχνών, θεωρητικών, ακτιβιστών, ψηφιακά δίκτυα. Ο ανώνυμος μέχρι εκείνη τη στιγμή νεκρός γίνεται φορέας σημασιών και ταυτοτήτων που υπερβαίνουν το επεισόδιο, μαθαίνουμε πως ένας άνθρωπος που σε όλη του τη ζωή φαινόταν και διεκδικούσε το φαίνεσθαι δολοφονείται επειδή φαίνεται κι ακόμη χειρότερα φαίνεται που δολοφονείται.
Τη στιγμή που μαθαίνουμε ότι ο δολοφονημένος είναι ο/η Ζακ/Ζάκι βρισκόμαστε σε μια απόλυτη νοηματική και εννοιολογική ρευστότητα. Εκείνη τη στιγμή, οι σημασίες και οι ταυτότητες του κουήρ περφόρμερ, του οροθετικού ακτιβιστή, του ευάλωτου σώματος που διεκδικεί την τρωτότητά του δίνουν άλλη διάσταση στον φόνο και ταυτόχρονα αποκτούν άλλη διάσταση εξαιτίας του φόνου, νοηματοδοτούν τον φόνο επειδή ακριβώς νοηματοδοτούνται από αυτόν.
Σύμφωνα με μια ανάγνωση, ο φόνος ήταν τόσο πολιτικά πυκνός επειδή ο νεκρός ήταν οικείος. Πράγματι, οι περισσότεροι λόγοι που έχουν αναπτυχθεί γύρω από τον φόνο του Ζακ Κωστόπουλου βασίζονται σε αυτήν την παραδοχή: ότι όταν έγινε αυτή η μετατόπιση και ο άγνωστος νεκρός απέκτησε γνωστά κατηγορήματα, αναδύθηκε ένα οικείο και αναγνωρίσιμο σύμπαν ταυτοτήτων, ρόλων, συμπεριφορών, σημασιών και ότι το σύμπαν αυτό αντιπαρατέθηκε σε ένα εξίσου γνωστό και οικείο σύμπαν καθημερινού φασισμού και αποκλεισμού. Θέλω να υποστηρίξω ακολουθώντας την Ντάβε ακριβώς το αντίθετο: πως ένα σύμπαν ταυτοτήτων, ρόλων, συμπεριφορών και σημασιών ορίστηκε ακριβώς εκείνη τη στιγμή, μια πολιτική πολλαπλότητα απέκτησε ομοιογένεια και τέθηκε το επιτακτικό αίτημα να πάρει η καθεμιά και ο καθένας θέση απέναντι σε αυτόν τον επαναπροσδιορισμό.
Η ινδή ανθρωπολόγος Ναϊσάρκι Ντάβε ξεκινά από τα επεισόδια που συνόδεψαν τις προβολές της ταινίας Fire στην Ινδία το 1998 και το πλακάτ «Ινδή και λεσβία» που εμφανίστηκε στις αντιδιαδηλώσεις εναντίον των ινδουιστών εθνικιστών· αναλύει την ανάδυση της ασυμμετρίας ανάμεσα στους δύο όρους, Ινδή και λεσβία, ιδιαίτερα μάλιστα στις ινδικές συνθήκες όπου ο καθορισμός γίνεται ως προς δύο κανονικότητες, από την μία ως προς την ετεροκανονικότητα της ινδικής κοινωνίας, από την άλλη «ως προς τη δυτική προσταγή (σε ένα μη δυτικό περιβάλλον) για τη δημιουργία πολιτικής ταυτότητας από το κουίρ». «Αυτό που οι ανθρωπολόγοι αποκαλούν ασυμμετρία», λέει η Ντάβε, «συνιστά μια κατάσταση συν-αισθηματικής δυναμικής όπου το παράδοξο που παραμένει άγνωστο εισέρχεται στον κόσμο της νόρμας». Η εμφάνιση του πλακάτ δεν αντιπαρέβαλε δύο ιδιότητες που διατηρούσαν την εννοιολογική και ανθρωπολογική τους αυτονομία, αντίθετα υπεισέρχονταν αμφότερες σε ένα γίγνεσθαι εξαιτίας της ανάδυσης της ασυμμετρίας τους. «[…] αυτό ακριβώς το κοινωνικό παράδοξο της ανάδυσης, όπου τα πάντα είναι δυνατά, αλλά πρέπει να επιλέξουμε κάτι λόγω της εισαγωγής μιας δυνατότητας, μετατρέπει τη ‘λεσβιακή ανάδυση’ σε θρίαμβο και μελαγχολία για οποιαδήποτε εμπλέκεται σε αυτή […] Η ανάδυση μιας νέας κοινωνικής μορφής λοιπόν διακρίνεται από μια καταστατική αμφιθυμία: ανάμεσα στον πολλαπλασιασμό της ύπαρξης, της δράσης ή της έκφρασης […] και σε ένα κλείσιμο της δυναμικής μέσω της συμμετρίας της με τις υπάρχουσες νόρμες και τους τρόπους ζωής». Η ανάδυση μιας ασυμμετρίας θέτει καταστατικά το ερώτημα: τι θα συμβεί μετά; Μετά, λέει η Ντάβε, οι ασύμμετροι όροι επανακαθορίζονται, η ασυμμετρία λύνεται στην κανονικοποίησή της.
Για να επανέλθω λοιπόν στον Ζακ Κωστόπουλο, η πολιτική πυκνότητα της δολοφονίας του δεν έγκειται στην ένταση από την αναγνώριση μιας οικείας ταυτότητας αλλά κατεξοχήν στην ανάδυση μιας ασυμμετρίας. Όταν προχώρησαν οι μέρες και ο άγνωστος νεκρός αποδείχτηκε γνωστός, ένα ολόκληρο πεδίο επανανοηματοδοτήθηκε σε συνθήκες ρευστότητας για τον καθένα και ανέδειξε μια συναισθηματική δυναμική και την ανάγκη της πορείας προς την κανονικοποίησή της. Δεν επιβεβαίωσε μια ταυτότητα, διάνοιξε ένα πεδίο δυνατοτήτων. Με άλλα λόγια διένοιξε έναν καινούργιο πολιτικό χώρο: όταν δύο μήνες αργότερα δολοφονήθηκε η Ελένη Τοπαλούδη και τον Ιούνιο του 2019 η Σούζαν Ίτον ήταν ξεκάθαρη σε όλους η πολιτική συνάφεια των τριών φόνων, που σε άλλες συνθήκες, αν δεν είχε προηγηθεί ο φόνος του/της Ζακ/Ζάκι θα ήταν αδιανόητη. Τον Σεπτέμβριο του 2019, ο καλλιτέχνης Νίκος Γιαβρόπουλος σε μια βίντεο εγκατάσταση στην Αrt Athina καταγράφει «αυτό που συνέβη μετά»: το έργο 5 φόνοι εν καιρώ ειρήνης αναφέρεται στις δολοφονίες του Γρηγορόπουλου, του Γιακουμάκη, του Φύσσα, του Κωστόπουλου, της Τοπαλούδη.
Αξίζει ωστόσο πριν να προχωρήσω στο δεύτερο σημείο να δούμε κάτι ακόμη ως προς αυτή την ασυμμετρία που αφορά αυτή τη φορά το γνωστό και οικείο σύμπαν του καθημερινού φασισμού: Η συμπεριφορά των αστυνομικών και του ΕΚΑΒ δείχνει πως αυτές οι περιπτώσεις είναι μια άγνωστη σε εμάς, φριχτά άγνωστη, ρουτίνα. Τέτοια περιστατικά βίας και νεκρούς πρέπει να αντιμετωπίζουν τόσο συχνά ώστε η θέα και η διαχείρισή τους να έχει γίνει γραφειοκρατική διεκπεραίωση με μια βία η οποία μπορεί να ξεφεύγει από τον πειθαρχικό έλεγχο επειδή είναι καθημερινή. Ο θόρυβος γύρω από τον φόνο του Κωστόπουλου πρέπει να ήταν για τους αστυνομικούς και το ΕΚΑΒ εξίσου μια έκπληξη, μια αναπάντεχη διαταραχή. Αίφνης, ο Ζακ Κωστόπουλος που όλη του τη ζωή αγωνίστηκε για την ορατότητα, την ορατότητα των οροθετικών, την ορατότητα της σεξουαλικότητας, την ορατότητα της απόκρυψης και του drag, έκανε με τον θάνατό του ορατό και έναν άλλον σκοτεινό και αποτρόπαιο κόσμο: τον κόσμο όσων πεθαίνουν στην Ομόνοια, τη βία που αφορά μετανάστες, πρεζόνια, σεξεργάτες, απόκληρους, ένας κόσμος θανάτου σκοτεινός και καθημερινός που αίφνης απέκτησε αφήγηση.
Οι συναισθηματικές οικονομίες της ευταξίας.
Έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς εξελίχθηκε το συναισθηματικό πεδίο που ορίζει την εγκληματικότητα και ορίζεται από τον φόβο απέναντι σε αυτήν, δηλαδή οι συναισθηματικές οικονομίες της ευταξίας.
Για τα τηλεοπτικά δελτία και τον κάθε είδους φοβικό λόγο, ο Ζακ Κωστόπουλος ήταν διαδοχικά ανώνυμο πρεζάκι που μπήκε να ληστέψει· επώνυμο πρεζάκι που μπήκε να ληστέψει· επώνυμο πρεζάκι· επώνυμος που δεν θα έπρεπε να ήταν εκεί. Καθώς οι μέρες περνούσαν, κυκλοφορούσαν καινούργια βίντεο, έρχονταν στο φως καινούργιες μαρτυρίες και γίνονταν γνωστά τα ιατροδικαστικά πορίσματα, η αρχική περιγραφή άλλαζε και από μια ιστορία άγνωστου πρωταγωνιστή που ήταν απόλυτα κατανοητή στην παραβατικότητά της απέμεινε μια ιστορία όπου ο πρωταγωνιστής είναι γνωστός, τα κατηγορήματά του είναι γνωστά, καλλιτέχνης, ακτιβιστής, οροθετικός, αλλά οι πράξεις του για τις συναισθηματικές οικονομίες της ευταξίας είναι ασαφείς, ακατανόητες, απροσδιόριστες κι ωστόσο παραμένουν παραβατικές. Ορθότερα ακόμη: η παραβατικότητά του δεν είναι άλλη από την ένταση μεταξύ ενός προσώπου που είναι γνωστό και των πράξεών του που είναι ακατανόητες.
Στην πραγματικότητα αυτό που μοιάζει με πραγματολογική απορία, με την περιέργεια του μεγάλου κοινού απέναντι σε ένα γεγονός του αστυνομικού δελτίου, συγκροτεί για τις συναισθηματικές οικονομίες της ευταξίας τον πυρήνα της παραβατικότητας: Τι γύρευε εκεί; Η απεδαφικοποίηση του προσώπου, το «δεν θα έπρεπε να είναι εκεί» επιτρέπει στις οικονομίες της ευταξίας να κατανοήσουν και να αρθρώσουν για ποιο λόγο η οροθετικότητα, ο κοινωνικός ακτιβισμός, η μη ετεροκανονική σεξουαλικότητα, το ντραγκ εξακολουθούν να είναι επικίνδυνες συμπεριφορές. Δεν χρειάζεται άλλη απόδειξη από το γεγονός πως το πρόσωπο που φέρει αυτά τα κατηγορήματα μπορεί να διολισθήσει στο χώρο, να βρεθεί εκεί όπου δεν θα έπρεπε να είναι. Αίφνης, η Ομόνοια που ξέρουμε, ή μάλλον η Ομόνοια που ξέρουμε ότι δεν ξέρουμε, η Ομόνοια που αποτελεί πεδίο κάθε ετερότητας η Ομόνοια που είναι ανέκαθεν τόπος προσέλευσης του ξένου, αυτή λοιπόν η Ομόνοια γίνεται επαρκής απόδειξη ενός εγκλήματος. Τι γύρευε εκεί αν ήταν αθώος;
Αξίζει τον κόπο να επισημάνουμε πως από την πρώτη στιγμή που μαθεύτηκε η εκτέλεση του Κωνσταντίνου Κατσίφα από την αλβανική αστυνομία οι ίδιες οικονομίες της ευταξίας επιχείρησαν να συνδέσουν τα δύο γεγονότα. Από την πρώτη στιγμή διατυπώθηκε από την πλευρά τους μια επιτακτική έγκληση: εσείς που κατηγορείτε την αστυνομία για το ρόλο της στο θάνατο του Κωστόπουλου, οφείλετε να μιλήσετε για το ρόλο της αστυνομίας στο θάνατο του Κατσίφα. Φυσικά, η έγκληση αυτή επεδίωκε μια εξομοίωση: όχι τόσο της βίας των δύο δυνάμεων καταστολής, όσο των δύο παρανομιών, στην πραγματικότητα ήθελε να κατασκευάσει μια παρανομία, αυτή του Κωστόπουλου, και να νομιμοποιήσει μια άλλη, αυτή του Κατσίφα. Επεδίωκε κυρίως να κατασκευάσει τον Κατσίφα ως ευάλωτο σώμα, να καταστήσει τον αλυτρωτισμό του υπερασπίσιμο και ταυτόχρονα να αποδώσει τα χαρακτηριστικά του φόνου του Κωστόπουλου στην τύχη, να γίνει ο θάνατός του «τυχαίος» και έτσι να γίνει κατανοητό το ξέσπασμα της βίας, τόσο του Αδαμόπουλου όσο και της ελληνικής αστυνομίας. Αυτό που είναι ενδιαφέρον για τη συζήτησή μας είναι πως η σύγκριση των δύο θανάτων γίνεται στη βάση της χωρικότητας: εάν ο Κωστόπουλος ήταν παραβατικός επειδή δεν θα έπρεπε να είναι εκεί, ο Κατσίφας δεν ήταν παραβατικός επειδή θα έπρεπε να είναι εκεί και ακόμη περισσότερο, εάν η χωρική διολίσθηση του Κωστόπουλου αποδεικνύει για ποιο λόγο τα κατηγορήματα της οροθετικότητας, του ντραγκ, της ομοερωτικότητας είναι καταστατικά παραβατικές συμπεριφορές, η χωρική εντοπιότητα του Κατσίφα αποδεικνύει πως το να πυροβολείς στο πλήθος δεν αποτελεί κανενός είδους παράβαση διότι αποδεικνύει ένα και μόνο κατηγόρημα: την ελληνικότητα.
Στο δοκίμιό της «Συναισθηματικές Οικονομίες», η Σάρα Άχμεντ, μιλά για τον τρόπο που «τα συναισθήματα παίζουν έναν κρίσιμο ρόλο στην «ανάδυση» ατομικών και συλλογικών σωμάτων». «Το μίσος και η αγάπη», λέει η Άχμεντ, «παίζουν έναν κρίσιμο ρόλο στον προσδιορισμό των σωμάτων των ατομικοτήτων και του σώματος του έθνους. Ένα υποκείμενο, ο λευκός εθνικιστής, ο μέσος λευκός άντρας, η λευκή νοικοκυρά κτλ, παρουσιάζονται σαν να απειλούνται από φανταστικές άλλες και άλλους, η εγγύτητα των οποίων απειλεί όχι μόνον να πάρει κάτι από το υποκείμενο αλλά και να πάρει την θέση του υποκειμένου». Με άλλα λόγια, ο Κωστόπουλος δεν ήρθε μονάχα να μας κλέψει τα κοσμήματα. Ήρθε να μας κάνει πούστηδες.
Το συναίσθημα δείχνει η Άχμεντ δεν λειτουργεί μόνον για να διαρρήξει τον ορθό κανονικοποιητικό λόγο της κάθε εξουσίας. Λειτουργεί και αντίθετα: για να κατασκευάσει μια ομογενοποιητική ταυτότητα που συνέχει όλους όσους αναγνωρίζονται στην εξουσία, που αγαπιούνται μεταξύ τους και μισούν τους άλλους, τους εισβολείς. Αυτή η συναισθηματική οικονομία της ευταξίας πηγαίνει νομίζω πέρα από το νοικοκυραίοι που ακούστηκε πολύ: δεν είναι απλώς οι νοικοκυραίοι, οι καθημερινοί φασίστες του διπλανού κοσμηματοπωλείου. Είναι όσοι αναγνωρίζονται σε αυτήν την ταυτότητα με συναισθηματικούς δεσμούς και προσπαθούν να απωθήσουν κάθε ετερότητα που διολισθαίνει στο χώρο.
Από την άποψη αυτή θα μπορούσαμε να αντιπαραβάλλουμε τον φόνο του Ζακ Κωστόπουλου όχι μόνον με τον φόνο του Κωνσταντίνου Κατσίφα αλλά και του Arnaud Beltrame. Όπως θα θυμάστε, ο γάλλος ταγματάρχης Αρνώ Μπελτράμ σκοτώθηκε στις 24 Μαρτίου 2018 όταν δέχτηκε να πάρει αυτός τη θέση μιας γυναίκας που ένας ισλαμιστής εξτρεμιστής κρατούσε ως όμηρο σε ένα σουπερμάρκετ στην Τρεμπ. Η πράξη του αυτή είχε περιγραφεί με έναν απόλυτα στερεοτυπικό τρόπο τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ελλάδα: ο Μπελτράμ ήταν ο γάλλος αξιωματικός με τα γαλανά μάτια που δέχτηκε ιπποτικά να θυσιαστεί για μια γυναίκα. Ακόμη περισσότερο, πολλοί διεκδίκησαν την επιβεβαίωση αυτών των στερεοτύπων ως ακριβώς την πηγή της πραγματικής δημοκρατίας: ο Μπελτράμ είναι ο αξιωματικός που πεθαίνοντας κάνει την Republique να λειτουργεί. Και εδώ ο θάνατος αρθρώνεται πάνω σε μια διπλή χωρική διολίσθηση: ο τζιχαντιστής που δεν θα έπρεπε να είναι εκεί, αλλά και ο αξιωματικός που μετακινείται στη θέση του ομήρου επειδή εκεί είναι ο ηρωικός του ρόλος. Εξυμνώντας τα γαλάζια του μάτια, την αυτοθυσία του, το ρόλο του στην Republique, η συναισθηματική οικονομία της ευταξίας αρθρώνεται πλέον και σε μια χρονική διολίσθηση: δεν θα έπρεπε να βρισκόμαστε εδώ, θα έπρεπε να βρισκόμαστε στην εποχή του Στρατηγού Ντε Γκωλ, στις απαρχές της διαταραχής του μετακαπιταλισμού, τότε που έθνος, φυλή, σεξουαλικότητα και γαλάζια μάτια είχαν ακόμη ισχύ και οι θάνατοι που προκαλούσαν δεν αμφισβητούσαν καμία τάξη.
Οι αδύναμες αντιδράσεις
Στο δοκίμιό της «Αδύναμη θεωρία σε έναν ημιτελή κόσμο» η Κάθλιν Στιούαρτ σημειώνει: «Ενώ λοιπόν κάποια πράγματα ξεπροβάλλουν, αυτό δεν οφείλεται στην ομοιότητα των στοιχείων ή στην παρουσία μιας πειστικής ολότητας. Οφείλεται στο γεγονός ότι στη σύνθεση δεν περιλαμβάνεται μόνον ό,τι έχει πραγματοποιηθεί αλλά και οι δυνατότητες για πληρότητα και η απειλή της εξάντλησης. Σε έναν ατελή κόσμο, η ίδια η ύλη είναι ακαθόριστη, ένα όχι ακόμα που περιβάλλει κάθε καθορισμένο πλαίσιο ή κανονικότητα, με το περιθώριο για κάτι που έχει αναβληθεί ή κάτι που δεν κατάφερε να φτάσει ή έχει χαθεί ή περιμένει στο πλάι ή είναι εκκολαπτόμενο ίσως και πιεστικό […] τα πράγματα δεν συσσωρεύονται απλώς».
Οι αντιδράσεις για τον θάνατο του/της Ζακ/Ζάκι έφεραν μια συναισθηματικής τάξης ρήξη. Η διαμαρτυρία η οποία έγινε στις 2 Δεκεμβρίου 2018 επιγράφτηκε «Οργή και θλίψη, η Ζάκι θα μας λείψει» φέρνοντας στην επιφάνεια μαζί με την οργή ένα συναίσθημα, την θλίψη, που ζητά βραδείς ρυθμούς, περισυλλογή, μια αγκαλιά. Το σύνθημα επιπλέον μιλά ίσως για πρώτη φορά για τον πολιτικό νεκρό ως απόντα. Εκεί που το σύνθημα ο «Γρηγορόπουλος ζει» εισάγει στον πολιτικό χώρο τον νεκρό ως μια διαρκή παρουσία, ως την απώθηση της απώλειας, το σύνθημα «Η Ζάκι θα μας λείψει» αναλαμβάνει την ευθύνη του συναισθήματος της απώλειας: δεν είναι η Ζάκι ζει, αλλά ο Ζάκι δεν είναι πια εδώ. Στις διαδηλώσεις που ακολούθησαν τη δολοφονία του, το πλήθος τραγούδησε Μαντόνα, όχι απλώς ως φόρο τιμής στην αγαπημένη τραγουδίστρια του Κωστόπουλου, αλλά και διεκδικώντας μια αισθητική ρωγμή σε ένα σημειωτικό σύστημα διαμαρτυρίας που με τη βία και τους αποκλεισμούς του αναπαράγει τις ίδιες πατριαρχικές δομές που προκάλεσαν τον φόνο και αποτελούν τη ραχοκοκκαλιά της εξουσίας του κοσμηματοπώλη Αδαμόπουλου. Αυτή η εισβολή του συναισθήματος έφερε σε αμηχανία πρωτίστως τους διαδηλωτές που είχαν στο μυαλό τους ένα συγκεκριμένο κινηματικό πρωτόκολλο συνθημάτων και συμπεριφορών. Στην πρώτη διαδήλωση υπήρξε ένταση μεταξύ των κινηματικών διαδηλωτών που αποζητούσαν την έκρηξη της συνηθισμένης σε αυτές τις περιπτώσεις βίας και των συντρόφων και φίλων του Ζακ Κωστόπουλου που στην πραγματικότητα ήθελαν η ένταση να επιτελεστεί ακριβώς στο επίπεδο του συναισθήματος, όχι αποκλείοντας τη βία αλλά υποτάσσοντάς την σε μια πρακτική και προοπτική που αμφισβητούσε την ετεροκανονικότητα σε όλες τις της εκφάνσεις, ακόμη και τις κινηματικές. Στις πορείες τα αμιγώς αντιμνημονιακά συνθήματα ακούγονταν άκαιρα και παλιωμένα, χωρίς καμία συνάφεια. Το ευάλωτο σώμα του Ζακ Κωστόπουλου, και εδώ νομίζω ότι θα πρέπει να σκεφτούμε πώς λειτουργεί στο επίπεδο του συναισθήματος η οικειότητα που δηλώνεται από το μικρό όνομα Ζακ/Ζάκι, έγινε σημείο ρήξης ακριβώς ως ευάλωτο, ως ετερότητα που αφορά όλους και μας συνέχει όλους σε κοινότητα.
Στις 28 Οκτωβρίου, σε ένα χώρο στο Μεταξουργείο, έγινε η εκδήλωση Cabaret for Zackie, ένα αυτοσχέδιο καμπαρέ, μια εναλλαγή περφόρμανς και μουσικών δράσεων που είχαν ως στόχο τους την συλλογή χρημάτων για την νομική υποστήριξη του Ζακ Κωστόπουλου. Το ίδιο βράδυ, ξετυλίγονταν οι εκδηλώσεις για την τρίτη ημέρα εγκαινίων της Μπιενάλε, που με τον τίτλο «Αντί» διατεινόταν πως «εσωτερικεύοντας, κανιβαλίζοντας, παραμορφώνοντας, τόσο την εξουσία όσο και την εξέγερση, δεν βιαζόμαστε να τις εντάξουμε σε κάποια μεγαλύτερη διαλεκτική ενότητα ή να τις υπερβούμε. Η Μπιενάλε επιδιώκει να προκαλέσει την εμπειρία της αμφισημίας, της πόλωσης, των αντιδιαμετρικών οριοθετήσεων που ενσωματώνει το ΑΝΤΙ, λιπαίνοντας τις παράδοξες προσωποποιήσεις του».
Υπήρχαν πολλά νήματα που συνέδεαν τις δύο εκδηλώσεις, κοινοί καλλιτέχνες, κοινή αισθητική και από την πολιτική τους άποψη, κοινό ας πούμε αντίπαλο: τους καθημερινούς φασισμούς, τις λογοθετικές κατασκευές της νέας δεξιάς, τη συμπλοκή των πειθαρχήσεων και κανονικοποιήσεων του σώματος με τις πολιτικές κανονικοποιήσεις του δημόσιου χώρου. Ωστόσο είχαν μια τεράστια διαφορά και θα μου επιτρέψετε να την επισημάνω κλείνοντας. Το επιμελητικό κείμενο της Μπιενάλε ξεκινά με την πρόταση: «Η 6η Μπιενάλε της Αθήνας φλερτάρει με τον όρο, τη στάση, την (α)δυνατότητα του ANTI. Ρωτάει: Πώς λειτουργεί η εναντίωση σήμερα; Τι ταυτότητες κατασκευάζει;» Η εκδήλωση του Cabaret for Zackie δεν εξέταζε καμία κανονικοποίηση του ΑΝΤΙ. Ανταποκρινόταν σε έναν συγκεκριμένο φόνο και μιλούσε για τις δομές που τον κατέστησαν δυνατό. Το Καμπαρέ βασιζόταν στο ενεργοποιημένο συναίσθημα των συμμετεχόντων. Όχι, σε μια μεγάλης κλίμακας χρηματοδοτούμενου από το Ίδρυμα Ωνάση αναστοχασμό. Και αίφνης ο χρόνος παρουσίας τους δεν ήταν ο χρόνος της καλλιτεχνικής κοινότητας, ο χρόνος ενός ινσταγκραμίσιμου ηβέντ. Ήταν ο χρόνος εντός του οποίου συγκροτείται η κοινότητα.
Απέναντι στην ακαθόριστη ύλη ενός ατελούς κόσμου, εκκολαπτόμενη και πιεστική, η κοινότητα αυτή συγκροτείται διαρκώς στη βάση ενός συναισθήματος που διαρρυγνύει το πολιτικό.
Social Links: