Οι zombie ταινίες αποτελούν μια πολύ αγαπητή υποκατηγορία horror σε ένα ευρύ ανάμεικτο κοινό. Και λέω «ανάμεικτο» καθώς, λόγω της πολύ συγκεκριμένης δομής που έχουν πλέον αυτές οι ταινίες, προσελκύουν…

The Dead Don’t Die: Η παρεξηγημένη ταινία της χρονιάς

Οι zombie ταινίες αποτελούν μια πολύ αγαπητή υποκατηγορία horror σε ένα ευρύ ανάμεικτο κοινό. Και λέω «ανάμεικτο» καθώς, λόγω της πολύ συγκεκριμένης δομής που έχουν πλέον αυτές οι ταινίες, προσελκύουν τόσο λάτρεις κωμωδιών όσο και τους κλασικούς horrorάδες, όπως επίσης και ένα μέσο κοινό που βρέθηκε στο cinema και θέλει να τρομάξει ή να γελάσει. Παρά την ίδια απαράλλακτη συνταγή, το πιστό τους κοινό δεν τη βαριέται σχεδόν ποτέ – αντιθέτως μπορεί και να ενοχληθεί, εάν αυτή είναι απούσα. Αυτό φοβάμαι πως συνέβη και με την περίπτωση του The Dead Dont Die. Διότι δεν πρόκειται τόσο για ένα zombie movie με τη χολυγουντιανή έννοια, αλλά περισσότερο για μια επίκαιρη κοινωνική σάτιρα, κάτι που δεν μαθεύτηκε και πολύ, αφού η ταινία έμεινε κρυμμένη για λίγες βδομάδες σε μικρούς θερινούς με ελάχιστες προβολές. Κάτι τέτοιο, πάντως, ίσως να συνέβαινε και με οποιαδήποτε άλλη ταινία του Jim Jarmusch, αν φαινόταν ως κάτι άλλο, διότι ο Jarmusch κάνει ένα δικό του cinema, ανεξαρτήτως του πόσο δημοφιλές είναι το cast του. Κι αυτό, φυσικά, όσοι τον παρακολουθούν και τον σέβονται το γνωρίζουν καλά.

Το The Dead Dont Die, λοιπόν, θα εκτιμηθεί καλύτερα και ορθότερα αν το δούμε σαν τζαρμουσική ταινία ή –για όσους δεν βλέπουν τις ταινίες ως έργο κάποιας προσωπικότητας που «θα ’πρεπε» να γνωρίζεις από πριν– σαν μια κοινωνική σάτιρα που χρησιμοποιεί το είδος zombie ως μέσο, όχι ως αυτοσκοπό.

Η ιστορία της ταινίας τοποθετείται στη μικρή κωμόπολη του Centerville, όπου όλα κυλούν υπερβολικά ήσυχα και τόσο ειρηνικά που η δουλειά των δύο αστυνομικών Cliff Robertson (Bill Murray) και Ronnie Petersen (Adam Driver), περιορίζεται σε μια κλήση για μια κλεμμένη κότα του αγρότη Frank Miller (Steve Buscemi) με το κραυγαλέο καπέλο «Make America White Again», ο οποίος πιστεύει για ένοχο τον Hermit Bob (Tom Waits), έναν ηλικιωμένο που ζει στο δάσος και δεν έχει ξαναδώσει δικαίωμα για κάτι τέτοιο στο παρελθόν. Ο χρόνος στην αρχή της ταινίας αφιερώνεται στο να γνωρίσουμε αρκετούς χαρακτήρες της περιοχής, αλλά και να καταλάβουμε την ανία μιας επαρχίας όπου «δεν γίνεται ποτέ τίποτα», ακόμα και όταν φτάνει η είδηση πως η Γη περιστρέφεται εκτός του άξονά της λόγω πολικής υδρορωγμάτωσης. Τότε όμως εμφανίζονται τα δύο πρώτα zombie που οδηγούνται στο μοναδικό diner της περιοχής, επαναλαμβάνοντας τη λέξη «coffee» – και έχουμε τα πρώτα θύματα του apocalypse. Από το σημείο αυτό και μετά, το zombie theme έχει εισαχθεί και μένουμε με τα γεγονότα αλλά και τις απρόβλεπτες αντιδράσεις των χαρακτήρων, οι οποίες αποτελούν και το κωμικό στοιχείο της ταινίας.

Το χιούμορ των χαρακτήρων με το χιούμορ της ταινίας είναι διαφορετικά και δεν θα έπρεπε να συγχέονται. Το χιούμορ των χαρακτήρων είναι εσκεμμένα χαζό και επαναλαμβανόμενο, και σε κάποιους ίσως φανεί βαρετό. Το χιούμορ της ταινίας όμως είναι κρυμμένο και, κατά τη γνώμη μου, ευφυές. Η ταινία είναι γεμάτη από κρυμμένες αλλά και φανερές αναφορές, που εννοείται πως είναι εκεί για όσους θέλουν να τις δουν. Τα ονόματα των χαρακτήρων αλλά και της ίδιας της πόλης δεν είναι τυχαία, με καλύτερο αυτό του Driver (Peterson-Patterson ήταν ο προηγούμενος ρόλος του στην ομώνυμη ταινία του Jarmusch), ο οποίος έχει μπρελόκ Star Wars και λέει συνέχεια πως τα πράγματα δεν θα έχουν καλό τέλος· ο ρόλος του Tom Waits μοιάζει συνέχεια του ρόλου του από την τελευταία ταινία των Coen (The Ballad of Buster Scruggs)· o Iggy Pop ζητάει καφέ όπως στο Coffee & Cigarettes και κάνει τον ρόλο ενός πραγματικού φαν των Blue Oyster Cult που έχασε τη ζωή του μετά από συναυλία τους το 1973· ο RZA είναι οδηγός της «WU-PS» (Wu-Tang Clan) και πολλά άλλα τέτοια. Αυτό φυσικά δεν γίνεται σε πλαίσιο εγκωμίου ή παρωδίας, αλλά είναι σαν ένα «ευχαριστώ» του Jarmusch προς το αγαπημένο του cast, με το οποίο έχει συνεργαστεί πολλές φορές στο παρελθόν.

Το πραγματικό εγκώμιο και η ουσία της ταινίας είναι το γεγονός πως η προσέγγιση που διαλέγει ο Jarmusch για τη zombie ταινία του είναι εμπνευσμένη από τον George Α. Romero, τον πατέρα των zombie ταινιών. Και εδώ δεν μιλάμε για τις πολλές μικροαναφορές της ταινίας στο πρόσωπό του, όπως η αφίσα του Night of The Living Dead, αλλά για την πραγματική αναφορά –που δυστυχώς έχασαν πολλοί– στο ότι ο Romero έβλεπε τις ταινίες του ως πολιτικές. Όταν, λοιπόν, τη δεκαετία του ’60 o Romero σκαρφίστηκε την ιδέα των zombie, ήθελε να πει κάτι. Μέσω όλης του της σειράς ταινιών The Living Dead, ο Romero έπλαθε σταδιακά τα zombie, όχι μόνο κινηματογραφικά, όπως πιστεύουν οι πιο πολλοί, για το πώς θα κινούνται και τι θα τρώνε, αλλά και μεταφορικά: το τι πραγματικά σημαίνουν, με κυριότερη έκφανση τον άκρατο καταναλωτισμό, όπως μας δείχνουν τα zombie στην πασίγνωστη σκηνή στο mall από το Dawn of The Dead. Εκτός όμως από την απεικόνιση τους ως όχλου που κατατρώει την αμερικανική κοινωνία, ο Romero υπονοεί πως η νοοτροπία του όχλου υπάρχει και στους ζωντανούς, τόσο με αυτούς που απολαμβάνουν να εκτελούν ό,τι κινείται όσο και με όσους κοκορομαχούν για το ποιος έχει την καλύτερη λύση επιβίωσης. Ενώ τα μοτίβα του Romero έχουν αντιγραφεί πλήρως από τις μεταγενέστερες ταινίες zombie, λείπει από τις τελευταίες η πολιτική μεταφορά, αφήνοντας έτσι την κλασική συνταγή που αναφέρθηκε να μοιάζει αυθεντική.

Στο The Dead Dont Die, τα zombie δεν είναι αυτά της γνωστής συνταγής που έχουμε συνηθίσει, να θέλουν μόνο να φάνε και να μας τρομάξουν δηλαδή, αλλά είναι έρμαια των παθών τους στον υλιστικό κόσμο του 2019. Όταν τα βλέπουμε να κρατάνε τα κινητά τους μουρμουρίζοντας «wi-fi», «fashion» και άλλα τέτοια ωραία, δεν έχουμε να κάνουμε με ένα αστειάκι του Jarmusch, αλλά βλέπουμε τον πραγματικό λόγο που διάλεξε να κάνει μια zombie ταινία. Γι’ αυτό και παίζει μεγάλο ρόλο το ποιοι πεθαίνουν και γίνονται zombie και ποιοι παραμένουν ζωντανοί στο τέλος της ταινίας σε αυτό τον «fucked up world». Το zombie theme, λοιπόν, είναι απαραίτητο σε αυτή την ταινία για να εκφραστεί το μήνυμα –κι όχι μια ανέμπνευστη ιδέα για παρωδία– και ενδεχομένως η ταινία να αποτελεί μια απολογία εκ μέρους όλου του αμερικανικού cinema στον –σχετικά προσφάτως– αποθανόντα Romero.

Όσοι αγαπούν τον Jim Jarmusch θα εκπλαγούν που μοιάζει τόσο θυμωμένος στα 66 του χρόνια, καθώς έως τώρα μας είχε συνηθίσει να υμνεί τη θετική ρομαντική και απλή πλευρά της ζωής. Στο The Dead Don’t Die παραμένει ρομαντικός, με διδακτικό τόνο, χωρίς όμως να χάνει το χιούμορ του. Είναι κρίμα που η ταινία δεν κατανοήθηκε αρκετά και παραμελήθηκε, χαρακτηριζομένη βαρετή προσπάθεια κωμωδίας. Δεν προσπάθησε όμως να είναι κωμική, αλλά μια κοινωνική σάτιρα, όσο πιο πολύ γίνεται πιστή στο original zombie genre. Στέκεται το ίδιο συμβολική και απαραίτητη, όσο ταινίες σαν το Three Billboard Outside Ebbing, Missouri, παρά την κωμική προσέγγιση. Και τέτοιες σατιρικές ταινίες χρειάζονται τόσο στην Αμερική όσο και στον υπόλοιπο κόσμο αυτόν τον καιρό, αλλά μόνο ο χρόνος θα δείξει εάν θα λάβουν την προσοχή που τους αρμόζει.