Το ΣΚΡΑ-punk παραβρέθηκε δι’ αντιπροσώπου στην προβολή των βραβευμένων ταινιών μικρού μήκους στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας. Κυρίως με αγάπη και ενδιαφέρον, παρατίθενται εδώ κάποιες σκέψεις για το παρόν και το μέλλον του νέου ελληνικού κινηματογράφου. …

Για τις Βραβευμένες Ταινίες Μικρού Μήκους (Νύχτες Πρεμιέρας)

Το ΣΚΡΑ-punk παραβρέθηκε δι’ αντιπροσώπου στην προβολή των βραβευμένων ταινιών μικρού μήκους στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας. Κυρίως με αγάπη και ενδιαφέρον, παρατίθενται εδώ κάποιες σκέψεις για το παρόν και το μέλλον του νέου ελληνικού κινηματογράφου. 

1) Στενά κινηματογραφικά μιλώντας (όσο αυτό γίνεται), το επίπεδο των φετινών μικρομηκάδων ήταν πολύ καλό. Στις ταινίες φάνηκε ότι δούλεψαν πολλοί, καλοί, και κυρίως ενημερωμένοι τεχνήτες και τεχνήτισσες που έπιασαν το ταβάνι του μπάτζετ τους. Μοναδικό χτυπητό πρόβλημα είναι (παραμένουν) τα συνδετικά πλάνα ανάμεσα στις σκηνές: τα αφαιρετικά artworks με μυστήριες νοϊζιές από πάνω, που μάλλον θέλουν να δείξουν ότι η ταινία είναι κάτι παραπάνω από αυτό που βλέπουμε στις υπόλοιπες σκηνές, τελικά δείχνουν έλλειψη αυτοπεποίθησης για το περιεχόμενο. Καμιά φορά αρκεί απλώς να αλλάξεις σκηνή. 

2) Ακριβώς επειδή το λεγόμενο σινεματόγκραφι ήταν καλό, χτύπησαν περισσότερο και οι θεματικές και νοηματικές ελλείψεις. Είναι σαν ο νέος ελληνικός κινηματογράφος να έχει κληρονομήσει πολλά από τα προβλήματα των δύο προηγούμενων γενεών. Είτε θα καταπιάνεται με νοσταλγικές περιδιαβάσεις σε κάποιου τύπου παλιά Ελλάδα, είτε με την επιστροφή στην άγρια κατάσταση σαν απάντηση στις σύγχρονες νευρώσεις, είτε με μαξιμαλιστικά υπαρξιακά δράματα – γιατί αυτό αισθάνεται ότι καλείται να κάνει, και γιατί τέτοιο είναι το κινηματογραφικό υπερεγώ των δημιουργών του, η παράδοση στην οποία κοιτούν για την μανιέρα του αριστουργήματος (βλ. ανατολικοευρωπαϊκός ρεαλισμός). Όπως όλα έχουν δείξει όμως, όταν ο κινηματογράφος δεν έχει κάτι από τη ζωή μας μέσα, είναι βαρετόςΠρος τιμήν τους, κάποιες πρόσφατες προσπάθειες έχουν στραφεί στην εξέταση της οικείας τους υποκουλτούρας, αλλά απ’ όσο έχω δει δεν έχουν ακόμα το βάθος να πάνε πέρα από το περιγραφικό σκέλος και να αποκτήσουν μία θέση (δεν βοηθάει και η εποχή). Όταν ο κινηματογράφος (αυταπατάται πως) δεν έχει κάποια θέση όμως, τότε πάλι γίνεται βαρετός. Δύσκολα τα πράγματα. 

3) Για αυτούς τους λόγους, εξαιρετικός, εξαιρετικός ο Χειροπαλαιστής από τους Γιώργο Γούση και Γιώργο Κουτσαλιάρη. Ο χαρακτήρας που υποδύεται* ο απίστευτος Πάνος Γούσης είναι ένα παράδειγμα περιθωριακής φιγούρας σε χωριό με πρωτόφαντη πολυπλοκότητα για τα ελληνικά δεδομένα. Από τη μία τα παράπονα του χαρακτήρα για την κουτοφραγκιά και την παλιανθρωπιά της ελληνικής επαρχίας είναι εντελώς πειστικά. Από την άλλη, και χωρίς σκηνοθετικά να μας τρίβεται στη μούρη αυτό, η δυσφορία του με την τοπική ζωή οφείλεται εξίσου στην ψυχοδομή του ίδιου του χαρακτήρα, αυτή του ανασφαλούςυπερ-ανταγωνιστικού αρρενωπού νέου άντρα, ψυχοδομή στην οποία η ταινία είναι συνολικά μια βαθιά τομή. Γενικότερα, η ταινία καταφέρνει μέσα σε 22’ να ισορροπήσει τέλεια ανάμεσα στην ιστορική/κοινωνική και ψυχαναλυτική διάσταση των θεμάτων με τα οποία καταπιάνεται, και ως εκ τούτου να πει κάτι πλήρες για το θέμα που εξετάζει, επίτευγμα εξαιρετικά δύσκολο για μικρού μήκους ταινία. Χαίρομαι που η εξερεύνηση της μυθολογίας, της λαογραφίας, και της κριτικής στην ελληνική επαρχία που εγκαινίασαν κάποτε άνθρωποι όπως ο Τσιώλης συνεχίζεται μέχρι σήμερα με αναβαθμισμένα μέσα και χωρίς ακόμα να έχει κουράσει. Ανεπιτήδευτο, εξαιρετικά ευθύ σινεμά με πανέξυπνο χιούμορ, που δείχνει πως το αυτό χιούμορ μπορεί να είναι δίοδος ζωής σε κλειστοφοβικές καταστάσεις, λειαίνοντας τα δύσκολα του περιβάλλοντος, εξυπηρετώντας ως γέφυρα με το περιβάλλον, αλλά ενίοτε και υπονομεύοντας ευεργετικά τον ίδιο τον εαυτό. 

*Η ταινία αναφέρεται ως ντοκιμαντέρ στο πρόγραμμα της διοργάνωσης, και δική μας έρευνα έδειξε ότι ο Πάνος Γούσης είναι τω όντι χειροπαλαιστής (αυτό με τα χέρια, το μπρα ντε φερ, πώς το λένε). Το ενδεχόμενο να είναι και η υπόλοιπη ζωή του Πάνου όπως φάνηκε στην κάμερα χωρίς ιδιαίτερη εμπλοκή ηθοποιών κάνει την ταινία λιγότερο ή πολύ περισσότερο εντυπωσιακή, δεν είμαστε ακόμα σίγουροι. 

 

4Αναφορικά με την ταινία Indexδεν είναι ότι a priori κανείς Έλληνας δεν δικαιούται να κάνει ταινία για μετανάστες που περνάνε το Αιγαίο. Η κινηματογραφική ιστορία δεν δείχνει κάτι τέτοιο: ο David Simon δεν ήταν μαύρος στα projects της Βαλτιμόρης και έκανε την καλύτερη τηλεόραση που έχει γίνει ποτέ, ο Εμίρ Κουστουρίτσα δεν ήταν γύφτος – συγγνώμη, Ρομά – και παρ’ όλα αυτά έφτιαξε την φοβερότερη πανκ όπερα στην ιστορία του σινεμά. Απλά το θέμα εδώ είναι τόσο ευαίσθητο, τόσο απολύτως τραγικό και πρόσφατο, που αυτή η τέχνη πρέπει να γίνεται με μεγάλο σεβασμό, τον σεβασμό που έχουν δείξει όλοι κατά σειρά οι μεγάλοι λευκοί/με άλλον τρόπο προνομιούχοι ωτέρς όταν καταπιάστηκαν με τα ζητήματα του Άλλου – ζητήματα ζωής και θανάτου at thatΕίναι άκομψο να παραγκωνίζεται εντελώς η πρωτοπρόσωπη εμπειρία των ανθρώπων σε αυτές τις καταστάσεις και να χρησιμοποιούνται αμιγώς ως αισθητικές και αισθητικοποιημένες αφορμές και καμβάδες για την ανάπτυξη ιδεών που δεν έχουν μεγάλη σχέση με το προκείμενο. Αντίθετα με άλλους, δεν θεωρώ ότι το να υποβιβάζεις έτσι το μεταναστευτικό στο σινεμά έχει κάποιο τραγικό αποτέλεσμα, θεωρώ όμως ότι το αποτέλεσμα αυτών των διαδικασιών είναι απαρέγκλιτα κακές ταινίες.