Προσοχή: Το κείμενο περιέχει περιορισμένα spoilers (μην πείτε πως δεν σας προειδοποιήσαμε) Αρχικά, πληροφορηθήκαμε ότι πρόκειται να κυκλοφορήσει μία ακόμα ταινία με τον Τζόκερ, ένα ακόμα origin story. Υποδεχθήκαμε τα…

Joker: Τι παίρνεις αν διασταυρώσεις έναν μοναχικό ψυχικά ασθενή και την κοινωνία που τον εγκαταλείπει; Την ταινία της χρονιάς.

Προσοχή: Το κείμενο περιέχει περιορισμένα spoilers (μην πείτε πως δεν σας προειδοποιήσαμε)

Αρχικά, πληροφορηθήκαμε ότι πρόκειται να κυκλοφορήσει μία ακόμα ταινία με τον Τζόκερ, ένα ακόμα origin story. Υποδεχθήκαμε τα νέα με μια κάποια επιφύλαξη – “πάλι Joker;”, σκεφτήκαμε. Θεωρούσαμε, και εύλογα, πως οι επιτυχημένες κινηματογραφικές ενσαρκώσεις του εν λόγω villain τελείωσαν μαζί με τον Χιθ Λέτζερ. Στη συνέχεια, ανακοινώθηκε πως τα σκηνοθετικά ηνία θα αναλάβει ο Τοντ Φίλιπς, σκηνοθέτης, έως τότε, αποκλειστικά κάφρικων, χοντροκομμένων χολιγουντιανών κωμωδιών, που εξυμνούν το male bonding και την bromance κουλτούρα, όπως τα αγαπημένα των 00s, Road Trip και Old School, αλλά γνωστός κυρίως για την υπερεπιτυχημένη τριλογία του Hangover. Μουδιάσαμε… Μόλις όμως έγινε γνωστό ότι τον Τζόκερ θα υποδυθεί ο Γιοακίν Φίνιξ, ένας από τους πιο ταλαντούχους ηθοποιούς της γενιάς του, τρεις φορές υποψήφιος για Όσκαρ, και στην ξεχωριστή εκείνη κατηγορία ηθοποιών που μεταμορφώνονται για κάθε ρόλο τους και χάνονται σε αυτόν, ένας ηθοποιός μεγατόνων δηλαδή, ε, ενθουσιαστήκαμε. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι σε ολόκληρη την ιστορία των comicbased movies, ποτέ δεν υπήρξε πιο πολυαναμενόμενη ταινία: και, αυτήν τη φορά, δεν αναφερόμαστε μόνο στους κύκλους των comic geeks, αλλά στο κινηματογραφόφιλο κοινό εν γένει.  

Η ανυπομονησία μετά το πρώτο trailer αυξήθηκε κατακόρυφα δε μετά την ένθερμη υποδοχή του φιλμ στο Φεστιβάλ Βενετίας, το standing ovation μετά την προβολή, αλλά και τη βράβευσή του με τον Χρυσό Λέοντα του Φεστιβάλ, ένα βραβείο – παραδοσιακό οιωνό των Όσκαρ, που ποτέ ξανά δεν είχε δοθεί σε comic ταινία. Όταν διαβάσαμε τους διθυράμβους των πρώτων κριτικών, οι οποίοι μιλούσαν για μια από τις σημαντικότερες ταινίες των τελευταίων ετών, καταλάβαμε ότι δεν επρόκειτο απλώς για μια καλή ταινία: το Joker θα ήταν πολιτιστικό, αλλά και πολιτισμικό γεγονός. 

Εξ αρχής είχε γίνει γνωστό ότι το φιλμ του Τοντ Φίλιπς δεν θα είναι ένα τυπικό origin story. Για την ακρίβεια, δεν θα θύμιζε σε τίποτα τα superhero κινηματογραφικά σύμπαντα της Marvel και της DC. Αντιθέτως, θα ήταν η ευκαιρία του σκηνοθέτη, υπό τον μανδύα του origin story ενός από τους πιο αμφιλεγόμενους, gray area villains, με μια ταινία δηλαδή για την οποία ήξερε ότι το κοινό θα συρρεύσει στις αίθουσες, να πραγματοποιήσει μια σινεφιλική παλιννόστηση στο αμερικανικό σινεμά των 70sτη λεγόμενη “χρυσή εποχή” του αμερικανικού χολιγουντιανού κινηματογράφου, στην εις βάθος ανάλυση χαρακτήρων και στον πολιτικό σχολιασμό μιας κοινωνίας σε αποσύνθεση.  

Η Αμερική της δεκαετίας του ’70, μιας εποχής κοινωνικό-πολιτικών αναταραχών, γενικευμένης λαϊκής δυσφορίας και αντίδρασης, καχυποψίας και απώλειας εμπιστοσύνης στους πολιτικούς εκπροσώπους, η Αμερική του Βιετνάμ, του Γουότεργκεϊτ, των χίπις και των ψυχοτρόπων ουσιών, της σεξουαλικής επανάστασης και της ανόδου των πολιτικών και φεμινιστικών κινημάτων, αποτελούσε πρόσφορο έδαφος για αυτού του είδους το σινεμά: ανέδειξε μερικούς από τους σημαντικότερους Αμερικανούς δημιουργούς – Μάρτιν Σκορσέζε, Φράνσις Φορντ Κόπολα, Σίντνεϊ Λιουμέτ είναι μερικά μόνο από τα ονόματα που φιγουράρουν στη λίστα – και επέτρεψε να ανθίσει μια εποχή σινεμά του δημιουργού, μακριά από την τυραννία των studio παραγωγής και των καταναλωτικών επιταγών, με πλήρη ανεξαρτησία των σκηνοθετών στη λήψη των καλλιτεχνικών αποφάσεων. 

Αποτέλεσμα εικόνας για joker 2019 happy face

Fast forward στο (όχι και τόσο) μακρινό 2019: η χολιγουντιανή βιομηχανία κατακλύζεται και, πλέον κατ΄ουσίαν, προσδιορίζεται από το superhero σινεμά. Η αυτοκρατορία της Marvel και της Disney, δύο κολοσσών του χώρου του θεάματος, γεμίζει κάθε μήνα τις αίθουσες με μαζική blockbuster κινηματογραφική παραγωγή, διασκεδαστική και fun to watch, και ενίοτε με έμπειρους, δεξιοτέχνες σκηνοθέτες στο τιμόνι, όπως ο Taika Waititi των Thor, οι οποίοι, όμως, διαθέτουν από ελάχιστη έως καθόλου καλλιτεχνική ελευθερία. Τα φιλμ αυτά φτιάχνονται σύμφωνα με προκαθορισμένες, χιλιοδοκιμασμένες φόρμουλες, ένα κράμα από gags και comic relief, φαντασμαγορικά ειδικά εφέ και δράση, και φυσικά Alist cast μια κινηματογραφική συνταγή, η επιτυχία της οποίας εξαργυρώνεται πάντα με δισεκατομμύρια δολάρια στα ταμεία. Και, όσο και αν δεν έχουμε τίποτα με αυτού του είδους το σινεμά, πολλάκις το έχουμε απολαύσει κιόλας, δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε ότι στον mainstream χολιγουντιανό κινηματογράφο έχει επέλθει κορεσμός. Όπως είπε πρόσφατα και ο Μάρτιν Σκορσέζε, «οι ταινίες της Marvel δεν είναι σινεμά, αλλά θεματικά πάρκα». 

Και κάπου εδώ έρχεται το φιλμ του Φίλιπς με την αντιπρότασή του: την επιστροφή του χολιγουντιανού σινεμά σε αγνότερες (sic) εποχές, όπου ο σκηνοθέτης το “κούραζε” λίγο παραπάνω, δεν έκανε μια ταινία απλά για να γεμίσει ευχάριστα ο φιλμικός χρόνος των 2 ωρών, αλλά ενδελεχή character studies και εμβριθείς πολιτικό-κοινωνικούς σχολιασμούς για την εποχή του.  

Ο Τζόκερ του Φίλιπς είναι ο Άρθουρ Φλεκ, ένας loner, ένας από τους μοναχικούς, από τους κοινωνικούς παρίες εκεί έξω. Παλεύει καθημερινά με την ψυχική ασθένεια – και μάλιστα με μια ιδιαίτερα ανορθόδοξη και αντικοινωνική εκδήλωσή της, τις ακούσιες εκρήξεις γέλιου σε συνθήκες φόβου, θυμού, άγχους ή αμηχανίας – με ένα κράτος πρόνοιας απόν, αδρανές και αδιάφορο για τους αναξιοπαθούντες της κοινωνίας. Μένει μαζί και φροντίζει την, επίσης εμφανώς ψυχικά ασθενή, μητέρα του, πρώην εργαζόμενη του υποψήφιου τότε δημάρχου Τόμας Γουέιν (πατέρας του Μπρους, αν δεν το καταλάβατε), και προσκολλημένη στο ιδεολόγημα του φιλεύσπλαχνου και φιλάνθρωπου αφεντικού, που θα φροντίσει την υποτιθέμενη “άτυπη οικογένεια” των εργαζομένων του. Παράλληλα, εργάζεται ως κλόουν σε μια τοπική μικροεπιχείρηση και ονειρεύεται να κυνηγήσει μια καριέρα στην κωμωδία, σαν άλλος Ρούπερτ Πάπκιν, με μεγαλύτερό του στόχο να εμφανιστεί στην εκπομπή του Μάρεϊ Φράνκλιν, ενός διάσημου talk show host τον οποίο υποδύεται ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο, σε μια επιλογή castingκλείσιμο του ματιού στο King of Comedy του Σκορσέζε. Ο Άρθουρ καθημερινά περιθωριοποιείται από τη σκληρή και απρόσωπη, αποξενωμένη καπιταλιστική κοινωνία, τον ποδοπατούν, τον χλευάζουν και τον ξυλοκοπούν, η γυναίκα που θέλει – η γειτόνισσά του Zazie Beetz – τον αγνοεί, και είναι τόσο αόρατος για τους ανθρώπους γύρω του που και ο ίδιος νιώθει σαν να μην υπάρχει. Μέχρι που μία απρόσμενη και αυθόρμητη πράξη βίας θα τον χειραφετήσει και θα τον κάνει να νιώσει για πρώτη φορά ζωντανός, με τις κοινωνικές συνέπειες που θα επέλθουν, όμως, να ξεφεύγουν από τον έλεγχό του. 

Ο φακός στρέφεται σε μια ζοφερά φωτογραφημένη Γκόθαμ Σίτι της δεκαετίας του ’80 – καθρέφτη της Νέας Υόρκης της εποχής, αλλά και των καπιταλιστικών μητροπόλεων εν γένει βρώμικη και καταθλιπτική, εν μέσω κλιμακούμενων απεργιών των οδοκαθαριστών, που μαστίζεται από τη βία, τη φτώχεια και την κοινωνική ανισότητα, όπου οι φτωχοί πεινάνε και οι πλούσιοι τους αντιμετωπίζουν σαν “κλόουν, που δεν κατάφεραν κάτι καλύτερο με τη ζωή τους” (σε μια χαρακτηριστική σκηνή ιδεολογικής αποκαθήλωσης του, έως τότε, αγιοποιημένου από τις ταινίες, Τόμας Γουέιν), σε απόλυτη συμφωνία πάντα με το νεοφιλελεύθερο ιδεολόγημα. Μέσα σε όλη αυτή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, κυριολεκτικής και μεταφορικής αποφοράς, ο Τζόκερ δεν αποτελεί πολιτικό αντιπρόταγμα, αλλά μάλλον φυσικό απότοκο της κοινωνικής σήψης, ένα γέννημα απευθείας από τα σπλάχνα του ίδιου του καπιταλισμού. Η ταξική οργή απέναντι στη συστημική καταπίεση και η αντανακλαστική βία που αυτή γεννά βρίσκουν την έκφρασή τους, ο μέσος λευκός καταπιεσμένος άνδρας της εργατικής τάξης την εκτόνωσή του, και η ποπ κουλτούρα το νέο Fight Club και V For Vendetta της.  

Αποτέλεσμα εικόνας για joker 2019 happy face

Ταυτόχρονα, στην Αμερική του Τραμπ, της αστυνομοκρατίας, της ανόδου της altright και των mass shootings, επικρατεί ο φόβος της ταύτισης των incels (involuntary celibates για όσους δεν γνωρίζουν, δηλαδή η ανησυχητικά αυξανόμενη μερίδα μισογύνηδων που κατηγορούν τις γυναίκες για τη “…μη ηθελημένη αγαμία τους”) και των altright με τον χαρακτήρα του Τζόκερ και ο κίνδυνος η ταινία να εμπνεύσει μια νέα σειρά από mass shootings. Σε όλο αυτό το κλίμα τρομοκρατίας και διαδικτυακών απειλών έφηβων, αυτοαποκαλούμενων ως clowncels, για υποτιθέμενες επιθέσεις σε προβολές, και με τις αναμνήσεις από τo shooting στην Aurora κατά την προβολή του The Dark Knight ακόμα νωπές, η Αμερική για μία ακόμα φορά κλείνει τα μάτια μπροστά στο αληθινό πρόβλημα (spoiler alert: είναι η οπλοκατοχή, ηλίθιε!) και επιβάλλει αυξημένη αστυνομική παρουσία έξω από τις αίθουσες που προβάλλουν την ταινία, απαγορεύει τις μάσκες και τα βαψίματα αλά Τζόκερ και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για, τάχα, altright ρητορική μίσους και υποκίνησης σε πράξεις βίας της ταινίας. 

Για να λέμε και την αλήθεια όμως, ο σκηνοθέτης του φιλμ δεν είναι και απόλυτα αθώος απέναντι σε αυτήν την αρκετά δυσοίωνη προοπτική: ο ίδιος έχει τονίσει πως η στροφή του απο την κωμωδία στο δράμα ήταν αποτέλεσμα της woke culture”, κάνει λόγο για δικτατορία της πολιτικής ορθότητας που σκοτώνει το χιούμορ ( ή, ορθότερα, το μισογύνικο, ανδροκεντρικό χιούμορ, που αυτός με το σινεμά του έως τώρα υπηρετούσε), κατηγόρησε την ακροαριστερά και το “πόσο ακούγεται ακριβώς σαν την ακροδεξιά” για τη διχογνωμία που επικρατεί για την ταινία του, και άλλα τέτοια γραφικά. 

Όπως γίνεται φανερό, ο ίδιος ο Φίλιπς δεν είναι και ό,τι πιο προοδευτικό υπάρχει, κάτι που, ευτυχώς, δεν αντικατοπτρίζεται στην ταινία του, αν και ανά διαστήματα διαφαίνεται σε αυτήν: αναχρονιστικά αστεία για νάνους, με τα οποία ο πρωταγωνιστής γελά τρανταχτά, σε ένα ευθύ σχόλιο του δημιουργού για την PC culture, η εν γένει στάση του προς τις γυναίκες – ο έρωτας του Άρθουρ για τον χαρακτήρα της Zazie Beetz βρίσκει την έκφρασή του μέσα απο stalking και home intrusion, συμπεριφορές δηλαδή απόλυτα παραβιαστικές και κακοποιητικές – η μη αναγνώριση της διαθεματικότητας των καταπιέσεων και της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ τους, αλλά αντ’ αυτού η προσήλωση αποκλειστικά στον λευκό straight ευνουχισμένο από την καπιταλιστική κοινωνία άνδρα, η αντιμετώπιση της βίας ως μέσο ατομικής αντίδρασης, και άρα αυτοπραγμάτωσης, και όχι ως εργαλείο συλλογικής πάλης. 

Μπορεί όλα αυτά να ακούγονται αρκούντως συντηρητικά και πολιτικά αδαή για να απορρίψει κανείς την ταινία εκ προοιμίου, όμως this is not the case. Φυσικά και όποιος πάει να δει το Joker έχοντας προσδοκίες για ένα πολιτικό μανιφέστο ή περιμένοντας να βρει σε αυτό την ταξική συνείδηση του σινεμά ενός Κεν Λόουτς, ας πούμε, κατά πάσα πιθανότητα θα απογοητευθεί. Όμως, το Joker δεν είναι, προεχόντως, μια πολιτική ταινία, με την έννοια του πολιτικά στρατευμένου σινεμά, δεν προσφέρει συγκεκριμένο πολιτικό πρόταγμα ούτε αποτελεί κάποιου είδους “κάλεσμα στα όπλα“, όσο και αν η altright θα ήθελε να το χρησιμοποιήσει εργαλειακά ως τέτοιο. 

 Όχι, το Joker, όπως και ο Ταξιτζής στην εποχή του (η έτερη, πρόδηλη επιρροή του Φίλιπς) είναι μια ταινία κοινωνικού ρεαλισμού, μια εξονυχιστική μελέτη και ανάπτυξη χαρακτήρα υπό ταξικό, πάντα, πρίσμα, μια αποστασιοποιημένη ματιά στο πώς διαμορφώνονται συνειδήσεις, πώς ξεσπούν εξεγέρσεις και πώς ριζοσπαστικοποιούνται τα υποκείμενα, σε διαρκή διαλεκτική σχέση με την ίδια την καπιταλιστική, ταξικά διαρθρωμένη κοινωνία. Είναι μια σπουδή πάνω στις καταβολές της, εγγενούς με τον ύστερο καπιταλισμό, ψυχικής ασθένειας, όχι ως εξ ολοκλήρου νευρολογικής φύσης, αλλά ως αποτόκου της αποξένωσης, της αλλοτρίωσης και του κοινωνικού κανιβαλισμού. Ο Τζόκερ δεν προέκυψε απλά∙ τον ξέρασε ο ίδιος ο καπιταλισμός 

Μέσα απο αυτήν την, ντοστογιεφσκικής υφής, αφήγηση κατάδυσης του ανθρώπινου μυαλού στην παραφροσύνη, ο συγκλονιστικός Γιοακίν Φίνιξ χτίζει τη σπουδαιότερη ερμηνεία της καριέρας του και βαζει το δικαιότατο Όσκαρ Α’ Ανδρικού στο τσεπάκι του κόκκινου γιλέκου του. Ο Άρθουρ Φλεκ του, ανεβαίνει τον καθημερινό, αλληγορικό Γολγοθά των σκαλιών για το σπίτι του, σιωπά και υπομένει τις ταπεινώσεις και τους εξευτελισμούς που του επιφυλάσσει η κοινωνία, ένας θλιμμένος, βουβός παλιάτσος, με το νευρώδες γέλιο του μόνη ένδειξη (αυτοματοποιημένης) ζωής (περισσότερο θυμίζει εικαστικό αποτύπωμα νεκρής φύσης…), μέχρι τη στιγμή που η μετενσάρκωσή του σε Τζόκερ θα αρχίσει να συντελείται, με τον ίδιο να χορεύει, αργά, ενδοσκοπικά, υπό τους πένθιμους, δυσοίωνους ήχους των επιβλητικών συνθέσεων της Hildur Guðnadóttir 

Εν τέλει, και παρά τις όποιες, ελάσσονες ή μη, πολιτικές αστοχίες και ασυνέπειές του, το Joker δεν είναι μια απολιτίκ ταινία, και φυσικά δεν είναι μια altright ταινία. Και, χωρίς να προκρίνεται προφανώς ως στάση η παράβλεψη των προαναφερθεισών αδυναμιών ή ο “διαχωρισμός του καλλιτέχνη από το έργο” (εννοείται πως οφείλουμε να συζητήσουμε και, τελικά, να απορρίψουμε τις μπούρδες που λέει ο Φίλιπς), ευκταίο είναι να σχολιάζουμε και να κρίνουμε μια ταινία αποκλειστικά για αυτό που είναι, και όχι υπό το δυσβάσταχτο βάρος των προσωπικών μας προσδοκιών για αυτήν. Το Joker είναι, πάνω απ’ όλα, ένα κινηματογραφικό επίτευγμα, είναι σινεμά ευρείας απεύθυνσης, που έχει, όμως, και κάτι ουσιώδες να πει, είναι ένα γράμμα αγάπης στον Μάρτιν Σκορσέζε και στους υπόλοιπους Μεγάλους Σκηνοθέτες των αμερικανικών ‘70s, που ταυτόχρονα βρίσκεται σε αδιάλειπτο συγχρονισμό με τον παλμό της εποχής του. Είναι ο Αμερικανικός Κινηματογράφος στα καλύτερά του.