Θυμάμαι πάντα τον εαυτό μου (ψέματα, όχι πάντα – από τότε που ήμουν έφηβη, κι απέκτησα εμμονές με διάφορα πράγματα) να ενθουσιάζεται στο τέλος της χρονιάς, επειδή είναι Χριστούγεννα κι αυτό σημαίνει διακοπές, δώρα, περισσότερα βιβλία, περισσότερος χρόνος για διάβασμα. Κι ακόμα περισσότερο ενθουσιαζόμουν (κι ακόμα δηλαδή) με την δικιά μου εκδοχή για την ανασκόπηση της χρονιάς. Άλλοι άνθρωποι θυμούνται τη χρονιά που πέρασε μετρώντας ταξίδια, ανθρώπους που γνώρισαν, δουλειές που άλλαξαν, στόχους που πέτυχαν, χαρούμενες και στενάχωρες στιγμές· εγώ τη θυμάμαι μέσω των βιβλίων που διάβασα. Θυμάμαι πού διάβασα τι, σε τι ψυχολογική κατάσταση ήμουν, με ποιον μοιράστηκα τα αποσπάσματα των βιβλίων που με ενθουσίαζαν. Κάθε βιβλίο εκτός από την ιστορία που λέει, για μένα κλείνει μέσα του ένα κομμάτι της προσωπικής μου ιστορίας. Γι’ αυτό δεν μπορώ σχεδόν ποτέ να διαβάσω ένα βιβλίο δεύτερη φορά, λόγω της σύνδεσης με μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή του παρελθόντος μου, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να διατηρήσω κάπως ανέπαφες τις μνήμες μου, καλές ή κακές.
Μέσα στη χρονιά που πέρασε διάβασα καταπληκτικά πράγματα, αριστουργήματα όπως τα Ανεμοδαρμένα Ύψη της Έμιλυ Μπροντέ, ο Ζοφερός Οίκος του Ντίκενς ή οι Διορθώσεις του Φράνζεν. Επειδή, όμως, αυτό το άρθρο -σε αντίθεση με αυτόν τον πρόλογο- πρέπει να βγάζει κάποιο νόημα και να έχει μια κάποια συνοχή, αποφάσισα να επικεντρωθώ αποκλειστικά σε βιβλία ξένης πεζογραφίας που μεταφράστηκαν στα ελληνικά και κυκλοφόρησαν μέσα στο 2019 και πιστεύω ότι -για πολύ διαφορετικούς λόγους το καθένα- αξίζουν την προσοχή μας. Δύο παρατηρήσεις: πρώτον, βγήκαν τρομερά αξιόλογα πράγματα ελλήνων συγγραφέων φέτος, αλλά ίσως μιλήσουμε γι’ αυτά σε επόμενο κείμενο. Δεύτερον, τα βιβλία που κυκλοφορούν Δεκέμβρη, τα οποία είναι πάρα πολλά λόγω Χριστουγέννων, μπορεί ημερολογιακά να εκδίδονται το προηγούμενο έτος αλλά σχεδόν πάντα διαβάζονται το επόμενο. Για τον ίδιο λόγο λείπουν βιβλία που μόλις εκδόθηκαν όπως η Ευτυχισμένη Μόσχα του Πλατόνοφ, η Σκιά του Ευνούχου του Καμπρέ, ή οι Σύντομες συνεντεύξεις με απαίσιους άντρες του Ντ.Φ. Γουάλας που είναι πρακτικά αδύνατον να διαβαστούν μέχρι την δημοσίευση αυτού του άρθρου. Τέλος, να πω ότι απόλαυσα τρομερά τη διαδικασία γραφής του παρακάτω κειμένου γιατί με έκανε να ξαναδώ κομμάτια από όλα αυτά τα υπέροχα βιβλία· κι έχω την ανυπομονησία και την ελπίδα ότι θα σας πείσω να διαβάσετε κι εσείς κάποιο από αυτά και να συνδέσετε μαζί του ένα κομμάτι της ζωής σας.
Μισέλ Ουελμπέκ, Σεροτονίνη
εκδόσεις Εστία, σελ. 316, μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας
Κάθε βιβλίο του Ουελμπέκ, ακόμα και το χειρότερο βιβλίο του, είναι καλύτερο από σχεδόν οτιδήποτε άλλο έχει γραφτεί από ανθρώπους της γενιάς του. Και η Σεροτονίνη είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία του. Μετά από αυτή την ψύχραιμη τοποθέτηση, θέλω να πω ότι όποιος/α δεν έχει διαβάσει τα Στοιχειώδη σωματίδια, ας το κάνει. Είναι από κείνα τα βιβλία μετά την ανάγνωση των οποίων είσαι κάπως διαφορετικός άνθρωπος. Είναι σπουδαία λογοτεχνία με έναν εντελώς μοναδικό τρόπο, όπως κι η Σεροτονίνη. Η ιστορία του βιβλίου κινείται στο ίδιο μοτίβο με σχεδόν όλα τα βιβλία του συγγραφέα, ένας λευκός μεσήλικας Γάλλος αναπολεί τη ζωή του, βγάζει συμπεράσματα, μετανιώνει, συγκινείται. Αυτή η συγκίνηση όμως μοιάζει κάπως διαφορετική, ο κυνισμός του Ουελμπέκ υποκύπτει με έναν -πιο ξεκάθαρο από τα προηγούμενα βιβλία του- τρόπο μπροστά στην αγάπη. Δεν ισχυρίζεται πια ότι «δεν υπάρχει σωτηρία για μας».
Γι’ ακόμη μία φορά με έναν εντυπωσιακό τρόπο «προβλέπει» τις κοινωνικές εξελίξεις στην Γαλλία, περιγράφει μία εξέγερση αγροτών η οποία οδηγεί σε κοινωνική αναταραχή, πολύ πριν το κίνημα των κίτρινων γιλέκων. Φυσικά ο Ουελμπέκ δεν είναι «προφήτης», είναι ο πιο οξυδερκής παρατηρητής της γαλλικής κοινωνίας και έχει το αστείρευτο ταλέντο να μεταμορφώνει τις παρατηρήσεις του σε λογοτεχνία. Είναι ο άνθρωπος που μπορεί να γράψει στο ίδιο βιβλίο τις προτάσεις «η Ριάνα θα ΄χε κάνει τον Μαρσέλ Προυστ να κυλιέται σαν σκυλάκι» και «Ο Θεός μάς φροντίζει στην πραγματικότητα, μας σκέφτεται κάθε στιγμή, και μας δίνει οδηγίες κάποιες φορές πολύ σαφείς. Αυτές οι ενορμήσεις αγάπης που στριμώχνονται στο στήθος μας μέχρι που μας κόβουν την ανάσα, αυτές οι εκλάμψεις, αυτές οι εκστάσεις, ανεξήγητες αν σκεφτούμε τη βιολογική μας φύση, το καθεστώς μας ως απλά πρωτεύοντα θηλαστικά, αποτελούν σημάδια εξαιρετικά καθαρά».
Ντένις Τζόνσον, Η γενναιοδωρία της γοργόνας
εκδόσεις αντίποδες, 210 σελ., μετάφραση: Κώστας Σπαθαράκης
«Καταλαβαίνετε προφανώς ότι, την ώρα που τα γράφω αυτά, δεν έχω πεθάνει. Μπορεί όμως να έχω μέχρι να τα διαβάσετε». Ο Τζόνσον έγραφε αυτή τη συλλογή διηγημάτων γνωρίζοντας ότι είναι άρρωστος, ήξερε ότι οι αναγνώστες του θα τον διαβάσουν αφού έχει πεθάνει. Και ο θάνατος – ή, καλύτερα, η διαπραγμάτευση της θνητότητας – είναι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το θέμα και των πέντε διηγημάτων της συλλογής. Πέντε διηγήματα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, στα οποία η ιστορία είναι απλώς μια πρόφαση για να μιλήσει ο Τζόνσον για πράγματα που τον απασχολούν προς το τέλος της ζωής του, να ανακαλέσει μνήμες κι εντέλει να περιδιαβεί όλα τα στάδια της ενηλικότητάς του: από τον χρήστη ναρκωτικών (που ήταν κάποτε) που βρίσκεται στην αποτοξίνωση στο «Αστροφεγγιά στο Αϊντάχο», μέχρι τον «συγκροτημένο» μεσήλικα της «Γενναιοδωρίας της γοργόνας». Όσο περίεργοι ή «κανονικοί», εμμονικοί ή μίζεροι κι αν είναι οι ήρωές του, ο Τζόνσον μοιάζει σαν να τους παρατηρεί από απόσταση και ταυτόχρονα να είναι ο ίδιος όλοι αυτοί οι ήρωες. Το βιβλίο αυτό είναι ένα υπέροχο επιμύθιο στη ζωή ενός πολύ ιδιαίτερου ανθρώπου, ενός εξαιρετικού συγγραφέα που ίσως σε λίγα χρόνια θα διαβάζεται ως κλασικός.
Djuna Barnes, Νυχτοδάσος
εκδόσεις Gutenberg, σελ. 276, μετάφραση: Αργυρώ Μαντόγλου
«Όλα όσα δεν αντέχουμε σε αυτόν τον κόσμο κάποια μέρα βρίσκονται συγκεντρωμένα σε ένα πρόσωπο και το ερωτευόμαστε κεραυνοβόλα. Μια δυνατή αίσθηση ταύτισης κάνει τον άνθρωπο να πιστεύει πως δεν μπορεί να κάνει λάθος· παρόμοιο αποτέλεσμα, όμως, έχει και η ελάχιστη ταύτιση».
Η Djuna Barnes δημοσίευσε αυτό το μικρό μυθιστόρημα το 1936. Φίλη του T.S. Eliot, λατρεύτηκε από τους μεγαλύτερους συγχρόνους της συγγραφείς και χαρακτηρίστηκε μία από τις πρωτοπόρους της φεμινιστικής και λεσβιακής λογοτεχνίας, εξαιτίας και του αντικειμένου του βιβλίου που είναι φαινομενικά ένα ερωτικό τρίγωνο μεταξύ τριών γυναικών. Εξαιτίας της δομής του και του ύφους του το Νυχτοδάσος δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ούτε ακριβώς πεζογραφία αλλά ούτε και ποίηση, κι ενώ είναι χωρίς αμφιβολία ένα ταμπλό – βιβάν της εποχής του, μιλάει ταυτόχρονα για κάτι που παραμένει ίδιο σε όλες τις εποχές, τις πιο σκοτεινές περιοχές της ανθρώπινης ύπαρξης που είναι -φυσικά- συνδεδεμένες με τον έρωτα. Κι αυτό είναι που κάνει το βιβλίο αριστούργημα. Όπως γράφει η Τζανέτ Ουίντερσον στον πρόλογο «Το Νυχτοδάσος ανοίγει μέσα σου έναν χώρο που δεν κλείνει εύκολα. Πονέσαμε για να γίνουμε αυτό που είμαστε, και ο πόνος της αγάπης -επειδή η ίδια η αγάπη είναι ένα άνοιγμα κι ένα τραύμα- είναι πόνος από τον οποίο δεν ξεφεύγει κανείς, εκτός και αν δραπετεύσει από την ίδια τη ζωή».
Anna Burns, Ο γαλατάς
Εκδόσεις Gutenberg, σελ. 553, μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου
Το βιβλίο που κέρδισε το Booker 2018 είναι ένα πολύ περίεργο βιβλίο. Μέχρι τη σελίδα 100 ο αναγνώστης πιστεύει ότι βρίσκεται σε κάποιο δυστοπικό σύμπαν, σαν κι αυτό της Άτγουντ στο Handmaid’s Tale. Συνειδητοποιεί όμως ότι η συγγραφέας περιγράφει την δεκαετία του ’70 στο Μπέλφαστ (όπου και γεννήθηκε), μία κοινωνία διχασμένη, όπου επικρατεί ο φόβος, ο έλεγχος και το κουτσομπολιό. Όλα αυτά τα παρακολουθούμε μέσα από τα μάτια της δεκαοχτάχρονης αφηγήτριας. Η αφήγηση ξεκινάει από το τέλος, η συγγραφέας μας συστήνει το κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου, τον «γαλατά» (ένα παρατσούκλι που έχει δοθεί στον αρχηγό μια παραστρατιωτικής οργάνωσης) μόνο για να μας πει ότι πέθανε, η περίεργη σύνδεσή του με την πρωταγωνίστρια ξετυλίγεται όσο εξελίσσεται η ιστορία. Η Burns χτίζει τρομερά τους γυναικείους χαρακτήρες, και την μητέρα της αφηγήτριας, αλλά και την ίδια την αφηγήτρια, η οποία γίνεται αντικείμενο κριτικής από την κοινωνία τόσο για την υποτιθέμενη σχέση της με τον γαλατά, όσο και για την «περίεργη» συνήθειά της να διαβάζει ενώ περπατάει. Η κοινωνία την θεωρεί «μη κανονική» και γι’ αυτό ενδεχομένως επικίνδυνη. Το βιβλίο αυτό δεν είναι απλώς ένα υπέροχο κοινωνικό σχόλιο, είναι κι ένα άρτιο τεχνικά λογοτεχνικό πόνημα (που μετέφρασε εξαιρετικά παρά τις -πολλές υποθέτω- δυσκολίες η Μαρία Αγγελίδου), με μία ιστορία που ρουφάει τον αναγνώστη σε μία -όχι και τόσο- άλλη πραγματικότητα.
Ντέλια Όουενς, Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες
εκδόσεις Δώμα, 470 σελ., μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Αδιαμφισβήτητα το πιο κινηματογραφικό βιβλίο που μεταφράστηκε φέτος. Η ιστορία μοιάζει βγαλμένη από ταινία, η δομή είναι εντελώς κινηματογραφική, η αφήγηση προχωράει με φλασμπακ και φαστ φοργουορντ, ενώ μέσα στο βιβλίο συνυπάρχουν όλα τα είδη μια πετυχημένης οσκαρικής συνταγής: έρωτας, παιδικά τραύματα, ενηλικίωση, θρίλερ, αστυνομική έρευνα, δικαστική διαμάχη. Απόδειξη αυτού είναι το ότι ήδη, μέσα σε ένα χρόνο κυκλοφορίας του βιβλίου στην Αμερική, αγοράστηκαν τα δικαιώματα προκειμένου να μεταφερθεί στην μεγάλη οθόνη. Πρόκειται για μία ιστορία ενηλικίωσης. Παρακολουθούμε τη ζωή της Κάια, ξεκινώντας από την ηλικία των 6 ετών, εκεί που σταδιακά αρχίζει να την εγκαταλείπει όλη της η οικογένεια. Η Κάια είναι ένα κορίτσι που μεγαλώνει σε μία καλύβα μέσα στους βάλτους, δεν πηγαίνει σχολείο, δεν ξέρει να διαβάζει και αναπτύσσει κώδικες επικοινωνίας με τη φύση, παρατηρεί και δημιουργεί σχέσεις με τα φυτά και τα ζώα που την περιβάλλουν.
Ταυτόχρονα (κι αυτό ενισχύει ακόμα περισσότερο την κινηματογραφική αίσθηση που αφήνει το βιβλίο) παρακολουθούμε το πως αυτή η κοπέλα φτάνει να κατηγορείται για το φόνο ενός αγοριού από το κοντινό στους βάλτους χωριό. Το βιβλίο αυτό δεν ξέρω αν είναι σπουδαίο, είναι όμως σίγουρα φοβερά διεισδυτικό, περιγράφει μια ολόκληρη εποχή της αμερικάνικης κοινωνίας καθόλου εξωραϊσμένα, μιλάει για κοινωνικές αδικίες, για ταξικές, φυλετικές και έμφυλες διακρίσεις. Οι μεγαλύτερες αρετές του είναι οι περιγραφές της φύσης, ο τρόπος με τον οποίο δίνονται πληροφορίες για τα ζώα ή τα φυτά, και οι αναλύσεις της αλληλεπίδρασης του ανθρώπου με το περιβάλλον του. Είναι ένα βιβλίο κάπως σπαρακτικό, και σίγουρα τρομερά διασκεδαστικό. Σαν χολιγουντιανή ταινία.
Joseph Roth, Τα χρόνια των ξενοδοχείων
Εκδόσεις Άγρα, σελ. 368, μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου
Ο Γιόζεφ Ροτ, ένας απίστευτος συγγραφέας, δημοσιογράφος και ποιητής, περιπλανιέται στα χρόνια του μεσοπολέμου στην Ευρώπη, και, πόλη την πόλη, ξενοδοχείο το ξενοδοχείο περιγράφει, σε 64 αδιανόητης ομορφιάς και φρίκης κείμενα-άρθρα, μία ήπειρο στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Ο Ροτ καταφέρνει να φτιάξει εικόνες τοπίων που συγκινούν και κόβουν την ανάσα, αλλά και προσωπογραφίες ανθρώπων τόσο αληθινές που γραπώνουν την ψυχή του αναγνώστη. Παρατηρεί -και ντρέπεται για- τον εκφασισμό της γερμανικής κοινωνίας, περιπλανιέται στην κεντρική Ευρώπη και τα βαλκάνια, κινείται με άνεση σε λόμπι ακριβών ξενοδοχείων αλλά και σε λιμάνια αποχαιρετώντας πρόσφυγες. Συγκλονιστικό, διαχρονικό βιβλίο, που όπως έγραψαν οι New York Times κάνουν τον αναγνώστη να νομίζει ότι τριγυρνάει στους διαδρόμους του Grand Budapest Hotel, μόνο και μόνο για να ανακαλύψει αμέσως έπειτα ότι βρίσκεται στο ξενοδοχείο της Λάμψης. Η ομορφιά και ο τρόμος είναι αδιαχώριστα σε αυτό το σπουδαίο χρονογράφημα της μεσοπολεμικής «σκοτεινής» ηπείρου.
Μπρούνο Σουλτς, Άπαντα τα πεζά
εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 469, μετάφραση: Αλεξάνδρα Δ. Ιωαννίδου
«Μέχρι που φτάναμε στη γωνία της οδού Στριίσκα και μπαίναμε στον ίσκιο του φαρμακείου. Ένα μεγάλο βάζο με σιρόπι από κόκκινα βατόμουρα στη φαρδιά βιτρίνα του φαρμακείου συμβόλιζε τη δροσιά των βαλσάμων που μπορούσαν να καταπραΰνουν κάθε πάθηση. Ωστόσο, μερικά σπίτια παρακάτω ο δρόμος δεν κατάφερνε να διατηρήσει το λούστρο της πόλης, σαν χωριάτης που επιστρέφοντας στο χωριό του βγάζει καθ’ οδόν τα καλά ρούχα του αστού για να μεταμορφωθεί σιγά σιγά, όσο περισσότερο πλησιάζει, σε κουρελή αγρότη.»
Οι δύο τόμοι με διηγήματα που εξέδωσε ο Πολωνοεβραίος Σουλτς στη σύντομη ζωή του (δολοφονήθηκε από αξιωματικό της Γκεστάπο το 1942), αναγνωρίστηκαν μετά από τον θάνατό τους ως αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Μεταφράζονται επιτέλους στα ελληνικά, σε μία πολύ προσεγμένη έκδοση. Ο αναγνώστης πρέπει να ξεχάσει ό,τι ξέρει καθώς εισέρχεται στον κόσμο που πλάθει ο συγγραφέας. Τοποθετεί τα διηγήματά του σε μία πόλη παρόμοια με τη δικιά του, και σε κάθε διήγημα ξεκινάει και αφηγείται μία μικρή πτυχή της καθημερινότητάς του χωρίς αρχή, μέση και τέλος, χωρίς συγκεκριμένο προορισμό. Τελείως μοναδικός, δεν μοιάζει με κανέναν συγγραφέα, σύγχρονο ή μεταγενέστερό του, «φτάνει σε βάθη που ούτε ο Προυστ ούτε ο Κάφκα κατάφεραν να εισχωρήσουν», κατά τον Σίνγκερ. Ο Σουλτς ήταν και ζωγράφος, οι εικόνες που φτιάχνει είναι πραγματικά σαν πίνακες, και όπως και τους καλούς πίνακες έτσι και τα διηγήματά του δεν μπορείς να τα δεις και να τα καταλάβεις με μία μόνο ανάγνωση.
Social Links: