Ο δικαιολογημένα πολυαναμενόμενος Ιρλανδός του Martin Scorsese, μία βιογραφική ταινία εμπνευσμένη από το μυθιστόρημα του Charles Brandt I Heard You Paint Houses, βρίσκεται  ήδη σε κάποιες κινηματογραφικές αίθουσες, αλλά και…

The Irishman: Το κλείσιμο ενός κινηματογραφικού κύκλου

Ο δικαιολογημένα πολυαναμενόμενος Ιρλανδός του Martin Scorsese, μία βιογραφική ταινία εμπνευσμένη από το μυθιστόρημα του Charles Brandt I Heard You Paint Houses, βρίσκεται  ήδη σε κάποιες κινηματογραφικές αίθουσες, αλλά και στην πλατφόρμα του Netflix. Θυμίζοντας λίγο την άδικη αντιμετώπιση που γνώρισε ο Sergio Leone για το Once Upon A Time In America λόγω της μεγάλης διάρκειάς του, ο Scorsese δεν μπορούσε να βρει χρηματοδότηση για την υλοποίηση της ταινίας, ώσπου αυτή ήρθε αισίως από το Netflix.

Μέσα από τρία διαφορετικά timelines, και εκτεινόμενη σε πέντε δεκαετίες, μας παρουσιάζεται η προσωπική ιστορία του Ιρλανδού Frank Sheeran (Robert De Niro), την οποία αφηγείται ο ίδιος στο γηροκομείο πια. Βετεράνος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και οδηγός φορτηγών, ο Sheeran γνωρίζει τον μαφιόζο Russell Bufalino (Joe Pesci), και γίνεται επαγγελματίας εκτελεστής και προστατευόμενός του. Σύντομα, ο Bufalino προτείνει τον Sheeran, ως έμπιστο στο πλευρό του Jimmy Hoffa (Al Pacino), του δημοφιλούς προέδρου του εργατικού σωματείου “International Brotherhood of Teamsters”.

Από εκεί κι έπειτα, η πλοκή καταπιάνεται με τα γεγονότα της ανέλιξης του Hoffa, την προσωπική σχέση εμπιστοσύνης που αναπτύσσει με τον Sheeran, αλλά και την προσπάθεια εκδίωξής του μετά την εκλογή του John F. Kennedy, με φόντο την αμερικανική ιστορία.

Στη μεγάλη διάρκεια των 209 λεπτών, ο θεατής γίνεται μάρτυρας γεγονότων που όχι μόνο εξιστορούν τη ζωή των Sheeran και Hoffa και πολλών ακόμη εμπλεκομένων, αλλά σκιαγραφούν εις βάθος τους χαρακτήρες, οι οποίοι αποδίδονται προφανώς εξαιρετικά από τους έμπειρους ηθοποιούς. Οι De Niro, Pacino και Pesci βρίσκονται ξανά μετά από πολλά χρόνια στα “παπούτσια” των ρόλων που ξέρουν καλύτερα από καθετί, και το κάνουν με αγάπη και νοσταλγία, και αυτό δίνει ένα καταπληκτικό αποτέλεσμα. Ταυτόχρονα, όμως, είναι αξιοσημείωτο και το υπόλοιπο cast που συμβάλλει στο να γίνει η ταινία κλασική, ανάλογη των παλιότερων γκανγκστερικών.

Ωστόσο, σε καμία περίπτωση, δεν μπορεί να πει κανείς, ότι ο Scorsese έκανε άλλη μία ταινία “for the sake of nostalgia”. Παρά το γεγονός πως η ταινία διαθέτει πολλά από τα σκορσεζικά κλισέ, τόσο κινηματογραφικά, όσο και σεναριακά, στην συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει πάντα λόγος όταν χρησιμοποιούνται. Αντί αυτά να φτιάχνουν άλλη μια τετριμμένη γκανγκστερική ταινία, συνθέτουν εν τέλει ένα κλασικό έργο που φαίνεται πως ο Scorsese ήθελε (-και εγώ λέω “έπρεπε”-) να παραδώσει. Αυτό φυσικά επιτυγχάνεται μέσω της σκηνοθεσίας του, η οποία, ειλικρινά αποτελεί μάθημα κινηματογράφου. Όχι πως δεν το συνηθίζει αυτό ο Scorsese, αλλά ο “Ιρλανδός” δίνει σε όλη τη διάρκειά του την εντύπωση πως κάθε πλάνο, είναι βαθιά δουλεμένο ώστε να δημιουργηθεί ένα αριστούργημα, ανάλογο του Godfather και του Once Upon A Time In America. Σε αντίθεση με τις πιο σύγχρονες ταινίες του, ο Scorsese φαίνεται πιο ώριμος και διατεθειμένος να αφήσει μία ταινία πίσω του, ανάλογη της τεράστιας φήμης του. Τα γνώριμα λοιπόν κλισέ, οι αναφορές σε δικές του ταινίες και όχι μόνο, οι ηθοποιοί του, το μοντάζ, δεν γίνονται για να θυμίσει “πώς το κάνουν οι παλιοί”, ειδικά έπειτα των σχολίων, που έκανε πρόσφατα και όλοι ξέρουμε, για το MCU, αλλά δείχνουν πιο πολύ την ανάγκη ενός μεγάλου, σε ηλικία και σε όνομα, καλλιτέχνη να αφήσει κάτι στο σήμερα με το προσωπικό του ύφος. Κι αυτό φαίνεται αρκετά στο τελικό μήνυμα που επιλέγει να δώσει στην ταινία του, κάτι στο οποίο δε μας έχει συνηθίσει στις παλιότερες γκανγκστερικές, που περιτριγυρίζονται απλά και μόνο γύρω από το “swag”.

Τεχνικά, λοιπόν, ο Ιρλανδός αποτελεί μία άρτια ταινία, με ένα σύνθετο σενάριο που καταφέρνει να μην κουράσει και να γίνει κατανοητό, μέσω μιας μαεστρικής σκηνοθεσίας, που έχει μεν αρκετές λεπτομέρειες, οι οποίες δίνουν, ωστόσο, στο τελικό αποτέλεσμα το βάρος μίας καλογυρισμένης βιογραφίας που αποτυπώνει εκπληκτικά τις δεκαετίες που περιγράφει, με όπλο την εμπειρία των ηθοποιών.

Πολλοί ίσως ενοχληθούν από την διάρκεια της ταινίας, αλλά η γνώμη μου είναι πως ο Ιρλανδός αξίζει την προσοχή του κοινού πολύ περισσότερο από ταινίες όπως το ματαιόδοξο τρίωρο του The Wolf of Wall Street ή άλλων σύγχρονων μεγάλων σε διάρκεια ταινιών, όχι απαραίτητα του Scorsese, ενώ θα πρέπει να ιδωθεί περισσότερο σαν μια κλασική ταινία ενός μεγάλου σκηνοθέτη. Οι fan αυτών των ταινιών, πάντως, θα την απολαύσουν χωρίς κούραση.

Εν κατακλείδι, προσωπικά, δε θα έβαζα τον Ιρλανδό στο βάθρο του Νονού, αλλά σίγουρα θα έλεγα πως πρόκειται για μία από τις καλύτερες ταινίες του Martin Scorsese, αν όχι η καλύτερη, διότι είναι άψογη τεχνικά, αποπνέει αγάπη για το είδος και αποτελεί ένα κύκλο για το cinema της εποχής του Scorsese, του De Niro, του Pacino, ανθρώπων που εξέλιξαν τον κινηματογράφο παρότι πλέον είναι αρκετά διαφορετικός. Και επειδή το γνωρίζουν, κάνουν αυτό που ξέρουν να κάνουν τέλεια, για τελευταία φορά (;) στον Ιρλανδό. Και θεωρώ πως αξίζει σεβασμό.