Μια βιωματική αφήγηση για τα επιτραπέζια παιχνίδια ρόλων ή όταν η φαντασία γίνεται πραγματικότητα Γράφοντας το πρώτο άρθρο της στήλης «Cast Illiteracy» και συζητώντας το με φίλους και γνωστούς, συνειδητοποίησα πόσο…

Cast Illiteracy 2: The Gamers: Dorkness Rising

Μια βιωματική αφήγηση για τα επιτραπέζια παιχνίδια ρόλων ή όταν η φαντασία γίνεται πραγματικότητα

Γράφοντας το πρώτο άρθρο της στήλης «Cast Illiteracy» και συζητώντας το με φίλους και γνωστούς, συνειδητοποίησα πόσο δύσκολο είναι για κάποιον που δεν έχει επαφή με παιχνίδια όπως το D&D να καταλάβει τι είναι και γιατί σημαίνουν τόσα για μας. Αποφάσισα, λοιπόν, το επόμενο άρθρο της στήλης να είναι ένα σύντομο αφιέρωμα σε μια από τις αγαπημένες μου ταινίες, σε μια ταινία που απαντάει με τον καλύτερο τρόπο στα παραπάνω ερωτήματα: The Gamers: Dorkness Rising. Έχοντας δει πολλές ταινίες εμπνευσμένες από το D&D και με αναφορά στο D&D, έβαλα να δω και το Dorkness Rising χωρίς ιδιαίτερες προσδοκίες. Πόσο καλή μπορεί, άλλωστε, να είναι μια ταινία με τέτοιο λογοπαίγνιο στον τίτλο της; Έκανα λάθος.

To Dorkness Rising είναι μια ερασιτεχνική παραγωγή της Zombie Orpheus Entertainment και αποτελεί το δεύτερο μέρος της τριλογίας που ξεκίνησε με το The Gamers και ολοκληρώθηκε με το Hands of Fate. Ακολουθεί μια παρέα τεσσάρων φίλων που παίζουν D&D: τον Lodge, τον Cass, τον Leo και τον Gary. Ο Lodge είναι ένας επίδοξος συγγραφέας, ο οποίος στο παιχνίδι έχει τον ρόλο του Dungeon Master, αφηγητή και τηρητή των κανόνων. Έχει γράψει μια δική του περιπέτεια, στην οποία συμμετέχουν ως παίκτες οι φίλοι του και την οποία δουλεύει παράλληλα ως μυθιστόρημα. Οι τρεις παίκτες, ωστόσο, έχουν αποτύχει δύο φορές να ολοκληρώσουν την ιστορία στο παιχνίδι, καθώς και τις δύο φορές ηττήθηκαν σε μάχη. Η παρέα αποφασίζει να δοκιμάσει άλλη μία φορά, προσθέτοντας στην ομάδα δύο άτομα, την Joanna, την πρώην κοπέλα του Cass, και έναν χαρακτήρα που ελέγχει ο Lodge, έναν NPC (Non Player Character) στην ορολογία του παιχνιδιού, τον Sir Osric. Η Joanna ανατρέπει τις ισορροπίες της παρέας, εντός και εκτός παιχνιδιού, και κάνει τον καθένα να δει με νέο τρόπο τόσο το παιχνίδι όσο και τον εαυτό του.

Σε τεχνικό επίπεδο, πρόκειται για μια αξιοπρεπέστατη ερασιτεχνική παραγωγή. Οι ηθοποιοί παίζουν εξαιρετικά, ενώ τα κοστούμια και τα σκηνικά, αν και φθηνά, εξυπηρετούν άψογα τον σκοπό τους. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η Zombie Orpheus Entertainment έχει εξελιχθεί σε μια επαγγελματική ομάδα παραγωγής με επιτυχημένα διαδικτυακά εγχειρήματα όπως το RuneQuest και το Masters of the Metaverse.

Τα δυνατά σημεία όμως της ταινίας είναι η αφήγηση και οι διάλογοι. Σε αφηγηματικό επίπεδο, η ταινία κινείται σε τρία παράλληλα επίπεδα. Το πρώτο είναι η πραγματική ζωή των πρωταγωνιστών, μιας παρέας ανθρώπων με μεγάλη αγάπη για τη φαντασία και τα κόμιξ και ακόμα μεγαλύτερο αδύνατο σημείο την κοινωνικοποίηση. Εν ολίγοις: μιας παρέας nerds. Μιας παρέας όμως η οποία παρουσιάζεται πιο ρεαλιστικά απ’ ό,τι σε πολλές επαγγελματικές ταινίες. Οι χαρακτήρες είναι πολυδιάστατοι και οι σχέσεις τους δυναμικές. Σε δεύτερο επίπεδο, η ταινία ακολουθεί τους πρωταγωνιστές ως παίκτες. Τους βλέπουμε να κάθονται γύρω από ένα τραπέζι και να παίζουν D&D. Να κάνουν όλους τους συνηθισμένους διαλόγους, να διαφωνούν για τους κανόνες και να τσακώνονται για το ποια είναι η σωστή επιλογή ώστε να νικήσουν τα τέρατα. Βλέπουμε τον Lodge να περιγράφει όσα συμβαίνουν στο παιχνίδι και τους υπόλοιπους να δηλώνουν τις αντιδράσεις των χαρακτήρων τους. Να ρίχνουν τα ζάρια και να ενθουσιάζονται ή να απογοητεύονται με το αποτέλεσμα. Το τρίτο και τελευταίο επίπεδο είναι το ίδιο το παιχνίδι. Εδώ βλέπουμε τους χαρακτήρες των παικτών, τους οποίους υποδύονται οι ίδιοι ηθοποιοί, να αντιμετωπίζουν όλες τις προκλήσεις που τους βάζει ο Lodge. Σαν να βλέπαμε μια περιπέτεια φαντασίας.

Αυτή η τριπλή παράλληλη αφήγηση εξυπηρετεί δύο πράγματα. Αφενός, αποτελεί τη βάση για άπλετο και ιδιαίτερο χιούμορ. Οι πρωταγωνιστές εμφανίζονται δυσαρεστημένοι από τη βαρετή καθημερινή τους ζωή και αναζητούν μια διέξοδο στο παιχνίδι, όπου μπορούν να είναι ήρωες. Ακόμα κι εκεί όμως, οι προσδοκίες τους διαρκώς ανατρέπονται, καθώς αποτυγχάνουν με κάθε τρόπο. Επιπλέον, αντιμετωπίζουν προβλήματα καθώς ο καθένας τους έχει διαφορετικές απαιτήσεις από το παιχνίδι τις οποίες αδυνατούν να γεφυρώσουν. Ο Lodge, ως επίδοξος συγγραφέας, θέλει ένα παιχνίδι μέσα από το οποίο θα αφηγηθεί μια ιστορία. Αντίθετα, ο Leo και ο Gary θέλουν απλά να διασκεδάσουν κάνοντας πράγματα που δεν μπορούν να κάνουν στην πραγματική ζωή, όπως να χτυπήσουν όσους τους ενοχλούν και να ερωτοτροπήσουν ανεξέλεγκτα με κάθε γυναίκα που γνωρίζουν. Μια δεύτερη αντίθεση προκύπτει από το γεγονός ότι ο Lodge αλλάζει αυθαίρετα τους κανόνες τους παιχνιδιού ώστε να εξυπηρετούν την αφήγηση, γεγονός που εξοργίζει τον Cass, ο οποίος θέλει να παίξει ακριβώς βάσει των κανόνων.

Σε δεύτερο επίπεδο, η τριπλή αυτή αφήγηση αναδεικνύει μια δυναμική και διαλεκτική ενότητα μεταξύ καθημερινότητας και παιχνιδιού, πραγματικότητας και φαντασίας. Οι σχέσεις της παρέας είναι η αφετηρία του παιχνιδιού, το οποίο όμως στη συνέχεια αποκτά αυτοτέλεια, καθορίζοντας και αυτό με τη σειρά του την παρέα. Η συμπεριφορά κάθε παίκτη, ο τρόπος με τον οποίο ορίζει τον φανταστικό εαυτό του, καθορίζεται εν πολλοίς από την πραγματικότητά του. Ο Leo, για παράδειγμα, είναι ένας ιδιοκτήτης καταστήματος επιτραπέζιων παιχνιδιών. Γι’ αυτόν το παιχνίδι δεν είναι παρά ένας τόπος συνάντησης με τους φίλους του, μια μορφή διασκέδασης, μια έξοδος από τη ρουτίνα και τις υποχρεώσεις του. Ο Gary, o δεύτερος «μη σοβαρός» παίκτης, είναι το μέλος της παρέας με τις μεγαλύτερες δυσκολίες στην κοινωνικοποίηση. Ίσως η μοναδική αδυναμία της ταινίας είναι ότι σε κάποια σημεία παρουσιάζεται με τρόπο που μοιάζει να κοροϊδεύει τους ανθρώπους με νοητική υστέρηση, αν και, για όσους γνωρίζουν την κοινότητα των rpg gamers και τα στερεότυπα γύρω από αυτήν, είναι σαφές ότι δεν υπάρχει τέτοια πρόθεση. Ο χαρακτήρας του Gary εντός παιχνιδιού παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ο Gary παίζει μια γυναίκα μάγισσα, η οποία μάλιστα φλερτάρει με τον χαρακτήρα του Leo, με τρόπο που ίσως υπονοεί μια υποβόσκουσα ομοφυλοφιλική έλξη μεταξύ των δυο κολλητών. Δε θέλω να μπω σε αυτό όμως. Ο Gary χρησιμοποιεί τον χαρακτήρα του ώστε να μπορέσει να συμπεριφερθεί ελεύθερα, δίχως συνέπειες, και δίχως την κρίση των τριγύρω του. Όπως η παρέα των υπολοίπων είναι η μόνη που αποδέχεται την ιδιαιτερότητά του, έτσι και ο κόσμος του παιχνιδιού είναι το «safe space» του. Τελικά, ο Gary ως προσωπικότητα αποδομεί κάθε στερεότυπο που οικοδομεί ως ρόλος. Κάθε φορά που οι εντάσεις και οι τριβές μεταξύ των φίλων φτάνουν σε οριακό σημείο, ειδικά όταν πια εκρήγνυνται, όλοι εκτός από τον Gary συμπεριφέρονται σαν ανώριμοι έφηβοι, ανίκανοι να διαχειριστούν την κατάσταση. Ο Gary, αυτός ο περίεργος απόκληρος της «κανονικής» κοινωνικότητας έχει τη μόνη υγιή αντίδραση: στεναχωριέται που τσακώνονται οι φίλοι του.

Η Joanna και η in-game περσόνα της, η Daphne, είναι αναμφίβολα οι σημαντικότεροι χαρακτήρες. Εκ πρώτης όψεως, η συμπερίληψή της στην ομάδα είναι μεγάλο λάθος. Πρώτον είναι μια καινούρια παίκτρια σε μια παρέα έμπειρων με υψηλές απαιτήσεις. Δεύτερον, είναι πρώην του Cass, γεγονός που φαίνεται ικανό να διαρρήξει τις ήδη εύθραυστες ισορροπίες της παρέας – ειδικά καθώς ο Cass διαρκώς την υποτιμά και της κάνει υποδείξεις. Τρίτον, είναι γυναίκα. Σύμφωνα με τα στερεότυπα, γυναίκα και D&D είναι συνδυασμός αντίστοιχος του γυναίκα και τιμόνι. Επιπλέον, καθώς η Joanna αναπτύσσει ένα φλερτ με τον Lodge προστίθεται άλλη μια πιθανή πηγή έντασης. Είναι γνωστοί οι κίνδυνοι στα τραπέζια D&D. Οι καβγάδες πρώην και νυν ζευγαριών, αλλά και η ζήλεια μπορούν να καταστρέψουν την εμπειρία πολύ εύκολα. Ειδικά όταν μια παίκτρια διατηρεί δεσμό με τον Dungeon Master, ελλοχεύει ο κίνδυνος αυτός να της δείξει κάποια εύνοια στο παιχνίδι ή να νομίζουν οι άλλοι παίκτες ότι το κάνει, με αποτέλεσμα να νιώθουν αδικημένοι.

Ο χαρακτήρας της Joanna καταρρίπτει όλα τα παραπάνω στερεότυπα και οφείλω να τονίσω πόσο σπουδαία το πετυχαίνει αυτό η ταινία, με πραγματικά επαγγελματικό γράψιμο των διαλόγων και του σεναρίου. Η Joanna όχι απλά δεν δημιουργεί προβλήματα, αλλά βελτιώνει το παιχνίδι και τις σχέσεις των παικτών. Αυτό το καταφέρνει με το να είναι μακράν η καλύτερη παίκτρια. Σίγουρα δεν ξέρει τους κανόνες τόσο καλά όσο οι άλλοι, ούτε είναι τόσο έμπειρη, ώστε να παίρνει τις σωστές αποφάσεις. Κάνει όμως αυτό που οι περισσότεροι παίκτες, όσο έμπειροι κι αν είμαστε, συχνά δυσκολευόμαστε να καταφέρουμε: roleplaying.

Η Joanna δεν ενδιαφέρεται να «νικήσει». Δεν ενδιαφέρεται να φτιάξει έναν πανίσχυρο χαρακτήρα ή να ξεπεράσει κάθε πρόκληση του παιχνιδιού. Πρωτίστως ενδιαφέρεται να υποδυθεί έναν ρόλο και με όχημα αυτόν να εξερευνήσει έναν κόσμο και να ζήσει μια περιπέτεια. Καθώς το κάνει αυτό, παρασύρει και τους υπόλοιπους σε απρόβλεπτες ατραπούς, εντός και εκτός παιχνιδιού. Έτσι, οι χαρακτήρες των παικτών παίρνουν ζωή, παύουν να είναι απλές σημειώσεις σε χαρτί και γίνονται άνθρωποι με πραγματικές σχέσεις μεταξύ τους, μέλη μιας ομάδας με κοινό σκοπό, φίλοι και σύντροφοι που νοιάζονται ο ένας για τον άλλον. Και αυτό, από τη φανταστική ομάδα, μεταφέρεται και στην πραγματική παρέα, φέρνοντάς τους όλους πιο κοντά και αναγκάζοντάς τους να δουν ο ένας τα πράγματα από την οπτική του άλλου.

Θα μπορούσα να σχολιάσω κι άλλα, νομίζω όμως ότι αδυνατώ να το κάνω χωρίς να προδώσω κομβικά στοιχεία της πλοκής ή να στερήσω στιγμές γέλιου από όσους δουν την ταινία. Θα κλείσω λοιπόν με μερικά σχόλια σχετικά με το γιατί αυτή η ταινία είναι μάλλον η καλύτερη απεικόνιση του D&D που έχω δει ποτέ.

 

Λόγος 1ος: Αποτυπώνει την πραγματικότητα του παιχνιδιού

Φαντάζει ίσως εύκολο κι όμως δεν είναι. Το Dungeons & Dragons είναι ένα σύνθετο παιχνίδι. Είναι αδύνατο να το παρουσιάσει κανείς στην πολυπλοκότητά του, μέσα σε μια ταινία δύο ωρών, εξηγώντας και ακολουθώντας τους κανόνες. Έτσι, σε όλες τις απεικονίσεις του D&D, δίνεται η ελάχιστη απαραίτητη βάση στους κανόνες ώστε να παρουσιαστεί η γενική ιδέα.

Οι κανόνες όμως είναι εξαιρετικά σημαντικοί, το ίδιο και η πολυπλοκότητά τους. Όσο μεγάλο κομμάτι της εμπειρίας είναι τα ζάρια, το roleplaying, η μάχη και η αγωνία, άλλο τόσο είναι και οι άβολες στιγμές όπου το παιχνίδι διακόπτεται από μια διαφωνία σχετικά με τη λειτουργία ενός ξορκιού. Όταν η ένταση της αφήγησης και η απορρόφησή μας στον ρόλο που υποδυόμαστε διακόπτεται από τη φράση «εεε τι ζάρι ρίχνω για αυτό;», πρόκειται για μια στιγμή που προσθέτει στη διασκέδασή μας, δεν αφαιρεί. Όταν δηλώνουμε: «ορμάω στον δράκο με το σπαθί μου», παίρνουμε μεγάλη ευχαρίστηση αν πάρουμε την απάντηση: «Το χτύπημά σου τον σκοτώνει». Η ευχαρίστηση αυτή δεν θα ήταν τόσο μεγάλη αν δε συνυπήρχε με την απογοήτευση της απάντησης: «Είναι πολύ μακριά, δεν τον φτάνεις».

Σε αυτό το επίπεδο, το Dorkness Rising ισορροπεί εξαιρετικά. Χρησιμοποιεί τους κανόνες του παιχνιδιού, όχι μόνο γιατί είναι απαραίτητοι, αλλά και για να ενισχύσει την πλοκή. Όταν δημιουργούν εμπόδια στην πλοκή, τους προσπερνάει.

Λόγος 2ος: Δέχεται και αποδομεί τα στερεότυπα ταυτόχρονα

Θυμάμαι μια φορά που είχα διαφωνήσει με κάποιον, λέγοντάς του ότι αναπαράγει ένα στερεότυπο. Πήρα την αποστομωτική απάντηση: «Αυτό δε σημαίνει αυτόματα ότι δεν ισχύει αυτό που λέω. Τα στερεότυπα υπάρχουν επειδή βασίζονται και σε μια πραγματικότητα».

Για τους gamers και ειδικά για τους roleplayers υπάρχουν πάμπολλα στερεότυπα. Για μια τέτοια ταινία υπάρχουν, λοιπόν, δύο κίνδυνοι. Ο πρώτος είναι να τα αγνοήσει, παριστάνοντας ότι οι άνθρωποι που παίζουν D&D δεν έχουν καμία ιδιαιτερότητα, κανένα σύνολο χαρακτηριστικών που τους διαφοροποιεί από άλλους και τους ενοποιεί. Θα χανόταν έτσι ένα από τα βασικά στοιχεία του παιχνιδιού: αυτό της ταυτότητας και της κοινότητας.

Από την άλλη, αναγνωρίζοντας αυτά τα στερεότυπα, μια ταινία κινδυνεύει να γίνει προσβλητική, έως απαξιωτική. Ειδικά μια κωμωδία, η οποία δεν μπορεί παρά να κάνει χιούμορ πάνω σε αυτά. Και όχι μόνο για τους gamers, αλλά και για άλλες κοινωνικές ομάδες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το στερεότυπο πως όσοι παίζουν D&D είναι ανέραστοι, στερεότυπο το οποίο αναπαράγει όχι μόνο μια προκατάληψη σχετικά με τα roleplaying games, αλλά και μια σειρά από πατριαρχικές νόρμες.

Το Dorkness Rising δεν αποστρέφει το βλέμμα του από τα στερεότυπα. Τα κάνει ρόλους και τα χρησιμοποιεί στο χιούμορ του. Ταυτόχρονα όμως, όπως έθιξα και παραπάνω, τους ασκεί κριτική και τα αποδομεί. Γιατί οι χαρακτήρες του είναι πραγματικοί άνθρωποι, με πραγματικά προβλήματα και πραγματικές σχέσεις. Είναι δηλαδή σύνθετοι και όχι καρικατούρες. Τα προβλήματά τους είναι προβλήματα που αντιμετωπίζουμε όλοι μας, προβλήματα καθημερινών ανθρώπων και όχι κάποιων ιδιαίτερων «άλλων». Ένας καλλιτέχνης που χάνει τη δημιουργικότητά του. Ένας βιοπαλαιστής που μισεί τη δουλειά του. Μια φοιτήτρια που ερωτεύεται τον κολλητό του πρώην της. Ένας αιώνιος έφηβος που μισεί και αγαπά την πρώην του ταυτόχρονα.

Λόγος 3ος: Είναι μια ταινία από gamers για gamers, την οποία μπορούν να δουν και μη gamers

Εδώ η ταινία αποδεικνύεται πραγματικά ιδιοφυής. Οι δημιουργοί είναι μια παρέα παικτών. Κάνουν μια ταινία με θέμα το παιχνίδι. Χρησιμοποιούν απολύτως τον κώδικα του παιχνιδιού και αστειεύονται με πράγματα που γνωρίζει μια περιορισμένη κοινότητα ανθρώπων. Και στην ανάρτηση της ταινίας στο YouTube συναντάμε σχόλια όπως τα εξής:

«Δεν έχω παίξει ποτέ D&D, αλλά φαίνεται πολύ διασκεδαστικό».

«Δεν ήμουν ποτέ gamer, αλλά λατρεύω αυτήν την ταινία».

Χάρη στον τρόπο με τον οποίο δομείται η αφήγηση, η ταινία γίνεται προσιτή σε όλους. Διότι δεν αφηγείται μια ιστορία D&D, αλλά την ιστορία μιας παρέας, για την οποία το D&D αποτελεί το πλαίσιο και το συνεκτικό της στοιχείο. Θα μπορούσε να είναι μια ταινία για πέντε φίλους που βλέπουν μπάλα κάθε Κυριακή, ή που κάνουν κόντρες με μηχανάκια. Δεν είναι όμως. Είναι μια ιστορία για πέντε φίλους που παίζουν D&D. Και γι αυτό είναι καλύτερη από κάθε άλλη απεικόνιση του D&D σε οπτικοακουστικό μέσο. Γιατί δεν είναι μια ιστορία για το παιχνίδι. Είναι μια ιστορία για τους ανθρώπους.