Στο τρίτο επεισόδιο της πρόσφατης τηλεοπτικής μεταφοράς του Witcher από το Netflix, ο πρωταγωνιστής Geralt περνάει ένα βράδυ στην εγκαταλελειμμένη πτέρυγα ενός κάστρου για να αναμετρηθεί με μια καταραμένη νεκροζώντανη πριγκίπισσα ως το πρωί, ως άλλος ήρωας ρωσικού παραμυθιού. Πρόκειται για μια εμβληματική σκηνή, καθώς ήταν αυτή που εισήγαγε πολλούς από εμάς τόσο στον αναλογικό όσο και στον ψηφιακό κόσμο του Witcher – πρόκειται για την cinematic εισαγωγή του πρώτου videogame της σειράς (2007), αλλά επίσης και για το πρώτο κυρίως ειπείν διήγημα του The Last Wish (1993), πρώτου βιβλίου του Andrzej Sapkowski, δημιουργού του franchise. Η ιστορία αυτή συμπυκνώνει σε λίγες σκηνές κάποια από τα βασικά χαρακτηριστικά του Witcher:
-τη μορφή του Geralt, ενός μεταλλαγμένου κυνηγού τεράτων με αρκετά πιο ανθρώπινο ηθικό κώδικα από ότι θα ήθελε να λέει πως έχει,
-τέρατα/αντιπάλους που δεν τοποθετούνται εύκολα στον άξονα του καλού και του κακού, και κατ’ επέκταση μια σχετική έλλειψη μανιχαϊσμού,
-πολλά καντάρια σλαβικής μυθολογίας,
-sword & sorcery ατμόσφαιρα.
Σε αυτά μπορούν να προστεθούν τα ακόλουθα, έτσι ώστε να έχουμε μια αρκετά πλήρη εικόνα του τι εστί Witcher:
-ένα τερέν που διατρέχει το φάσμα από τη μυθική ύπαιθρο μέχρι το (φαντασιακό) μεσαιωνικό αστικό τοπίο της Ευρώπης,
-συγκρατημένοι βυζαντινισμοί και δολοπλοκίες που ευτυχώς δε γιγαντώνονται στα επίπεδα του Game of Thrones,
-ένα σύμπλεγμα δευτερευόντων χαρακτήρων που με τη βαρύτητά τους ορίζουν σε μεγάλο βαθμό την πορεία του Geralt,
-αντήχηση μυθικών θεμάτων, όπως για παράδειγμα ο Law of Surprise (που συναντάται πολλάκις σε παραμύθια, σλαβικά και μη) και η Μοίρα ως ένα πανίσχυρο φάσμα που ίπταται πάνω από όλους, από το άγγιγμα της οποίας δεν ξεφεύγει κανείς,
-ενσωμάτωση φιλοσοφικών και κοινωνικών θεμάτων στον πυρήνα των ιστοριών, και ανάπτυξη με διφορούμενες, ηθικά γκρίζες καταστάσεις και γλυκόπικρες καταλήξεις.
Όσον αφορά τη σειρά του Netflix ήμουν κατά βάθος απαισιόδοξος από τη στιγμή της ανακοίνωσής της. Αυτό είχε να κάνει τόσο με το ότι οι μεταφορές καθαρά fantasy έργων στην τηλεοπτική οθόνη είναι μια πονεμένη ιστορία (επιφυλάσσομαι για την πολωνική τηλεοπτική απόπειρα του 2002), αλλά και γιατί υπήρχε μια διάχυτη αίσθηση προσπάθειας να πλασαριστεί το Witcher ως διάδοχος του Game of Thrones, κάτι που κατηγορηματικά δεν ισχύει για τα βιβλία και τα παιχνίδια του franchise. Αγκάθι για μένα ήταν αρχικά και η επιλογή του Henry Cavill για το ρόλο του Geralt, παρόλο που οι πρώτες φωτογραφίες και trailers άρχισαν να γέρνουν θετικά την πλάστιγγα υπέρ του μορφονιού.
Έβαλα λοιπόν να δω τη σειρά κρατώντας ένα πολύ μικρό καλάθι, μα αρκετά αναπάντεχα, από το πρώτο κιόλας επεισόδιο, η σειρά συντονίστηκε με την σκεπτομορφή του Witcher όπως αυτή έχει διαμορφωθεί μέσα μου από τις σελίδες των δυο πρώτων βιβλίων και τις τριψήφιες ώρες που έχω περάσει με τα παιχνίδια. Κοινώς, εντελώς ανέλπιστα και όχι τελείως λογικά, η σειρά κατάφερε να χτυπήσει φλέβα και να με ικανοποιήσει σε μεγάλο βαθμό – τουλάχιστον ως ένα αφοσιωμένο ακόλουθο του σύμπαντος που έχει δημιουργήσει ο Sapkowski.
Ακολουθώντας το παράδειγμα των δύο πρώτων βιβλίων, η σειρά αρθρώνεται ως μια συλλογή αυτόνομων ιστοριών από τη ζωή του Geralt και των δυο σημαντικότερων περιφερειακών προσωπικοτήτων (Ciri και Yennefer), με τους χαρακτήρες να αποτελούν το βασικό κονίαμα του έργου. Διαμέσου αυτών είναι που αναπτύσσονται και κάποια ψήγματα μιας πιο εκτεταμένης πλοκής, η οποία όμως αφήνεται ως υπόσχεση για τη δεύτερη σεζόν – στην παρούσα φάση πέφτουν τα μπετά στα θεμέλια του οικοδομήματος. Όσον αφορά την αποτελεσματικότητα της θεμελίωσης αυτής, του πόσο δηλαδή γίνεται κατανοητό το background και ο κόσμος από άτομα που δεν έχουν επαφή με το σύμπαν του Witcher, οι απόψεις διίστανται, παρόλο που από συζητήσεις τείνω να καταλήξω πως ο περισσότερος κόσμος δε δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα.
Η διήγηση ακολουθεί μη συμβατική χρονικά ροή, πλέκοντας αρκετά χρονολογικά επίπεδα μέσα σε ένα κουβάρι παρελθόντος και παρόντος. Με αυτήν τη σχετικά ανορθόδοξη απόφαση τονίζεται (ηθελημένα ή μη) η στιγμιοτυπική φύση της μνημονικής αντίληψης των γεγονότων. Η σεζόν άλλωστε είναι πάνω από όλα μια περιπλάνηση στις αναμνήσεις τριών χαρακτήρων (Geralt, Ciri, Yennefer), ειδικά για όσους τους έχουμε γνωρίσει και σε ύστερες στιγμές των ζωών τους μέσω των παιχνιδιών. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται και το θέμα της περιπλάνησης στις δικές μας αναμνήσεις από το σύμπαν του Witcher, κάτι που λίγο πολύ υφίσταται πάντα σε μια μεταφορά έργου από ένα μέσο σε άλλο. Εκεί η σειρά τα καταφέρνει περίφημα, καθώς όλες σχεδόν οι σκηνές που έχουν αναφερθεί δευτερογενώς στα άλλα μέσα, υλοποιούνται όπως περίπου τις είχα φανταστεί.
Ας βγάλουμε από τη μέση τα κυριότερα αρνητικά στοιχεία της σειράς:
–τα CGI είναι αναπάντεχα κακά για σειρά τέτοιου επιπέδου,
-ο βάρδος Jaskier και οι ερμηνείες του τεστάρουν τις αντοχές του καθενός (προσωπικά μου άρεσε, μετά το αρχικό κομπλάρισμα),
-η έλλειψη περισσότερου σλαβικού φολκλόρ,
-και το βασικότερο, ο μη ενιαίος χαρακτήρας όσον αφορά τον τόνο της σειράς καθώς περνάνε τα επεισόδια. Υπάρχει η αίσθηση πως το έργο παλινωδεί ανάμεσα σε ιλαρές sword & sorcery τιμιότητες (οι οποίες πέραν άλλων φέρνουν κατά νου Ηρακλή και Ζήνα, και αυτό είναι κάτι θετικό), και μπαρόκ, σαλονάτη πολιτική (κάτι που συμβαίνει και στα παιχνίδια, αλλά εκεί οι μεταβάσεις είναι πολύ πιο μελετημένες και ομαλές). Ειδικά στα δυο τελευταία επεισόδια το ξεδίπλωμα της πλοκής είναι αρκετά διαφορετικών ρυθμών από ότι μας είχε συνηθίσει έως τότε η σειρά, ενώ το ίδιο ισχύει και για τον χαρακτήρα της ατμόσφαιρας. Γενικά υπάρχει η αίσθηση πως έχει γίνει μια πολύ πρόχειρη και βιαστική θεματική συρραφή.
Από εκεί και πέρα, το Witcher είναι μια τηλεοπτική δημιουργία που δεν παίρνει τον εαυτό της πολύ στα σοβαρά. Απαγκιστρώνεται σε μεγάλο βαθμό από τη βλοσυρή σοβαρότητα (έστω κι αν δεν το πετυχαίνει πλήρως) που απλώνεται πάνω από μεγάλο μέρος του fantasy corpus, καταλήγοντας να είναι τελείως απενοχοποιημένη σε επίπεδο παραγωγής και ερμηνειών. Παράλληλα, αρπάζει από τα μαλλιά το πνεύμα του franchise, διατηρώντας το αρκετά αυθεντικό, έστω κι αν το σέρνει ελαφρώς στη σκόνη φτωχικών καπηλειών και δευτεροκλασάτων στούντιο.
Σε αυτό συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό ο Cavill, που αποδεικνύεται ως μια εξαιρετική επιλογή για Geralt, αποδίδοντας την brooding, neutral προς neutral good φύση του Geralt αριστοτεχνικά (ναι, ακόμη και το συνεχές γρύλλισμα της φωνής ταίριαξε) – τον μελαγχολικό ήρωα που προσπαθεί μέσω μιας οπτικής ωμού ρεαλισμού να προσαρμοστεί σε καιρούς που αλλάζουν δραματικά, διατηρώντας παράλληλα, σε πείσμα της πραγματικότητας, κάποια αποθέματα ελπίδας και ανθρωπιάς. Έπειτα, η ροή των σκηνών (αν και δυστυχώς όχι πάντα η συρραφή τους) είναι σε υψηλότατο επίπεδο, κάτι που χρωστάμε κυρίως στη στυγνή προσκόλληση στη δομή των διηγημάτων – η γραφή του Sapowski είναι ιδιαιτέρως κελαριστή και ρέουσα, μοντέρνα και σαγηνευτική, ιδανική για οπτική μεταφορά. Πέραν τούτου, η σειρά του Netflix είχε την τύχη να μπορεί να βασιστεί και σε μια σειρά παιχνιδιών που έχουν απεικονίσει με λεπτομερέστατο τρόπο τον κόσμο στον οποίο διαδραματίζονται – κοινώς, υπήρχαν τόνοι έτοιμου concept art.
Επιστρέφοντας στον Cavill, ο Geralt ανέκαθεν (σε βιβλία και παιχνίδια) ήταν όχημα για την εξερεύνηση του κόσμου από τον παίκτη/αναγνώστη, χωρίς παράλληλα να πέφτει ποτέ στο επίπεδο ενός άδειου κελύφους. Είναι ένας καλομελετημένος χαρακτήρας, που λάμπει χωρίς να επικεντρώνεται πάνω του η πλοκή – αυτό είναι ίσως το σημαντικότερο που έχει καταφέρει ο Sapkowski και τα παιχνίδια, και διατηρεί η σειρά μέσω του γραψίματος αλλά και της ερμηνείας του πρωταγωνιστή. Στη σειρά μαθαίνουμε πολλά περισσότερα για το παρελθόν της Yennefer και της Ciri, παρά για αυτό του Geralt, ο οποίος παρουσιάζεται ως μια οριακά μυθολογική φιγούρα με θολό παρελθόν και μελανές κηλίδες (να σημειώσω την φανταστικά χορογραφημένη σφαγή στο Blaviken στο πρώτο επεισόδιο), και παρόλα αυτά, ο Geralt δε φαντάζει ποτέ ως ξένος.
Τέλος, λαμβάνοντας υπόψιν τη σύγχυση ταυτοτήτων που επέρχεται μεταξύ παίκτη και χαρακτήρα μέσω της διαδραστικότητας ενός παιχνιδιού, έχει ενδιαφέρον ως περιφερειακή σημείωση το ότι ο ίδιος ο Cavill δηλώνει φανατικός των παιχνιδιών. Έχουμε δηλαδή μια κατάσταση που μπλέκει από τη μια την εμπειρία των παικτών-θεατών της σειράς (που ξάφνου βλέπουν το χαρακτήρα τους να έχει φύγει από το δικό τους έλεγχό), και από την άλλη αυτήν του παίκτη-ηθοποιού (που αποκτά μια ακόμη πιο βαθιά σωματική ταύτιση με το χαρακτήρα του, εις βάρος όμως της ελευθερίας κίνησης, μιας και υποτάσσεται σε αυστηρές σεναριακές οδηγίες).
Όταν είχα διαβάσει το Last Wish είχα γράψει ως κατακλείδα πως το βιβλίο ξεκινά τη Witcher saga με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ρίχνοντας περίτεχνες, μετρημένες ματιές σε έναν κόσμο που πάντα υπήρχε. Η πρώτη σεζόν της τηλεοπτικής μεταφοράς του Witcher προσπαθεί να κάνει το ίδιο, και τα καταφέρνει ως ένα βαθμό, παρόλο που οι ματιές της δεν είναι πάντα κομψές ή μετρημένες. Σκοντάφτει σε πολλά σημεία, σε κάποια με τόσο γραφικό τρόπο που φαντάζει εσκεμμένη κίνηση. Παράλληλα όμως αφήνει μια θετικότατη επίγευση, με έναν Cavill να εφάπτεται σε ανέλπιστο βαθμό με τον Geralt και την sword & sorcery ατμόσφαιρα να δονείται πολύ αποτελεσματικά εκεί που υπάρχει.
Social Links: