Tο να μιλάμε περί κλοπής στην Ελληνική μουσική είναι τόσο γελοία εύκολο όσο το να πάρουμε γλυκό από τα χέρια ενός νηπίου. Λες και είναι κρυφό μυστικό ότι ο Θεοδωράκης…

Ας μιλήσουμε, επιτέλους, πολιτικά για τον Διονύση Σαββόπουλο

Tο να μιλάμε περί κλοπής στην Ελληνική μουσική είναι τόσο γελοία εύκολο όσο το να πάρουμε γλυκό από τα χέρια ενός νηπίου. Λες και είναι κρυφό μυστικό ότι ο Θεοδωράκης έκλεβε μέτρα από Σοβιετικά εμβατήρια και ο Χατζιδάκις, αντίστοιχα, είχε κατακλέψει μέτρα από τον Liszt, τον Satie και τον Prokofiev μέχρι τον Django Reinhardt και τους παλιούς ρεμπέτες. Γιατί, λοιπόν, ο Νιόνιος να κάνει κάτι διαφορετικό από αυτό που έκαναν όλοι οι υπόλοιποι; Από την πολιτική σκοπιά, αλεξιπτωτιστές στο λαϊκό και πολιτικό τραγούδι, υπήρξαν σχεδόν όλοι τα τελευταία πενήντα χρόνια. Άλλοι ξεκίνησαν ως γνήσια τέκνα της εργατικής τάξης στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, για να καταλήξουν, στα τέλη του ’80, πρώτο τραπέζι πίστα στη Ρίτα μαζί με τη Μερκούρη και τον Γιαννόπουλο. Άλλοι ‘’άσωτοι υιοί’’ της αστικής τάξης, έκαναν συνέχεια παρά πέντε αναλόγως με το τι ζητούσε η εποχή. Μια ολόκληρη γενιά μέσα σε λίγες δεκαετίες άλλαξε πολλαπλές προσωπικές, συλλογικές και ταξικές ταυτότητες τόσο ραγδαία και βίαια, που πλέον όσοι έχουν απομείνει τριγυρνάνε ως φαντάσματα των πολλών προηγούμενων εαυτών τους, είτε ζητώντας ταξικά συγχωροχάρτια είτε διαβαίνοντας μια για πάντα τον Ρουβίκωνα της αντιπέρα πολιτικής όχθης. Κάποιοι, όμως, έκαναν πραγματική πολιτική ζημιά.

Στους δεύτερους υπάγεται και ο Διονύσης Σαββόπουλος. Το ερώτημα, όμως, που αναδύεται πλέον, είναι εάν και κατά πόσο ο Σαββόπουλος υπήρξε ποτέ αριστερός; Ο Σαββόπουλος γεννήθηκε το Δεκέμβρη του ’44 στην Θεσσαλονίκη, λίγο πριν το ξέσπασμα των Δεκεμβριανών. Μια πόλη ρημαγμένη από τον πόλεμο και τους δοσίλογους, τη σφαγή των 45000 Εβραίων της πόλης που άφησε ολόκληρες συνοικίες κενές, από τα μπλόκα, το ολοκαύτωμα του Χορτιάτη, τις μαζικές εκτελέσεις στην περιοχή του Θερμαϊκού. Η Θεσσαλονίκη του ’44 ‘’μοιάζει τάφος οικογενειακός’’, όπως εύστοχα θα πει ο Λαχάς αργότερα. Και οι μικρές αποστάσεις της πόλης δεν αφήνουν τον Νιόνιο ιστορικά και πολιτικά αδιάφορο, από την εποχή που ήταν ακόμα μαθητής στο Πρακτικό σχολείο αρρένων στην Θεσσαλονίκη. Αντιλαμβάνεται βαθιά αυτή τη μοναδική ώσμωση της πόλης, που μέσα σε μια ευθεία πολεοδομική γραμμή σε μεταφέρει, ακόμα και σήμερα, από τα ακριβά ζαχαροπλαστεία της Αγίας Σοφίας στα μπουρδέλα του Βαρδάρη.

Όχι ότι και η ‘’Βόρεια Ελλάδα’’ ήταν ποτέ ομοιόμορφη περιοχή σε οποιοδήποτε επίπεδο, και αυτό είναι εμφανές και στις μουσικές της παραδόσεις. Πράγματι, τα Μακεδονίτικα, τα Θρακιώτικα, τα Σμυρνέϊκα, τα ποντιακά, τα ρεμπέτικα και τα Σεφαρδίτικα, με πολλές τοπικές παραλλαγές στους ρυθμούς, στα μουσικά όργανα και στο στίχο, δεν αποτέλεσαν μόνο τη μουσική παιδεία του Σαββόπουλου, αλλά πάνω κάτω όλων των Βόρειο- Ελλαδιτών μέχρι σήμερα. Αυτή είναι η ‘’βαριά Μακεδονίτικη κληρονομιά’’ που ανέφερε ο Μάνος Χατζιδάκις ότι κατείχε ο Σαββόπουλος.

 

 

Μάλλον, καλύτερα, με αυτή παρουσιάστηκε στους προοδευτικούς μουσικούς κύκλους της Αθήνας, που έψαχναν εναγωνίως τρόπους να αποφύγουν τη κρατική και έπειτα χουντική λογοκρισία, οπότε κατέφευγαν σε αυτό το κράμα ροκ εν ρολ και ζουρνάδων επενδυμένων με αφηρημένους στίχους, που μας καθορίζει μέχρι σήμερα. Και κάπως έτσι διαμορφώνεται και η περσόνα του Σαββόπουλου, που κατά βάση δεν διέφερε και πολύ από αντίστοιχους μουσικούς στο εξωτερικό.

Για την ακρίβεια, μετά τον πόλεμο, φύεται σε όλο το δυτικό κόσμο αυτός ο Μπρεχτικός τύπος μουσικού που παντρεύει την παράδοση με τον σύγχρονο ήχο, γράφοντας κομμάτια με ποιητικό, πολιτικό και σατιρικό στίχο. Οι πιο γνωστοί είναι ο Georges Brassens στη Γαλλία, ο Fabrizio De Andre στην Ιταλία, ο Hannes Wader στη Γερμανία και o πιο πολιτικοποιημένος από όλους τους, Victor Jara, στη Χιλή. Και φυσικά, ο κακομαθήμενος Αμερικάνος Bob Dylan, που ξεκίνησε στα νιάτα του ως περιπλανώμενος τροβαδούρος, αναφερόμενος μουσικά στην Αμερικάνικη country, τη jazz και τα blues (κλέβοντας και κάτι ψιλά από αυτά τα είδη). Ε, ο Σαββόπουλος εντόπισε το κενό που υπήρχε στο Ελληνικό μουσικό στερέωμα σε αυτό το είδος και το κάλυψε. Βγάζει, λοιπόν, ο Σαββόπουλος το 1966 τον εμβληματικό δίσκο Φορτηγό. Ο δίσκος γίνεται απευθείας επιτυχία σε όλους τους προοδευτικούς κύκλους, αγοράζεται μετά μανίας, γράφεται και κυκλοφορεί σε κασέτες χέρι με χέρι, απασχολεί τις συνεστιάσεις νεολαίων που μαζεύονται στο σπίτι που υπήρχε πικάπ για να παίξουν το δίσκο σε ατελείωτη λούπα, αναλύοντας τους στίχους. Νωρίτερα, βέβαια, είχαν κυκλοφορήσει σε ‘’τεσσαράκια’’ (45άρια δισκάκια που συνήθως περιλάμβαναν 4 τραγούδια) διάφορα κομμάτια του δίσκου. Στο πίσω μέρος ενός τέτοιου δίσκου γράφει ο Σαββόπουλος το 1965:

«(…)Σ’ αυτό το δίσκο πολλά πράγματα θυμίζουν Ζακ Πρεβέρ, Χριστιανόπουλο, Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Μπρασσένς ή Ρωμανό Μελωδό. Σ’ όλα αυτά προστίθεται η προσωπική μου ομιλία, το μεράκι μου να πούμε. Έτσι κάπως, με χίλιους επηρεασμούς, φτιάχνεται το καινούργιο τραγούδι. Είναι ζεστό, οικείο, ολοζώντανο. Έχει ένα κόμπο χαρά κι ένα κόμπο θλίψη. Πολλή πίστη και πολλή ελπίδα. Είναι τόσο μικρό όσο να χωράει ένα φιλί, και τόσο μεγάλο όσο να χωράει μια επανάσταση. Σ’ αυτό το τραγούδι, κτήμα του λαού, πιστεύω κι εγώ».

Αλλά ας σταθούμε λίγο στην πολιτική υπόσταση του Σαββόπουλου. Στην Θεσσαλονίκη ως φοιτητής και μετά στην Αθήνα, ήταν και αυτός μέλος στη νεολαία της ΕΔΑ, στους ‘’Λαμπράκηδες’’ που λέμε. Στο μεταξύ, και ποιος δεν ήταν τότε στην νεολαία της ΕΔΑ, αυτό από μόνο του δεν λέει κάτι. Εξάλλου, η ίδια η ΕΔΑ (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά) ήταν ένας πολυσυλλεκτικός πολιτικά χώρος. Υπήρχαν κομμουνιστές μέσα στις γραμμές της, αλλά δεν ήταν κομμουνιστικό κόμμα. Ο πρόεδρος της ΕΔΑ, Ηλίας Ηλιού, δεν ήταν ποτέ κομμουνιστής, όπως και ο Γρηγόρης Λαμπράκης, θα μπορούσε να ειπωθεί, ότι δεν ήταν με την κλειστή έννοια του όρου ‘’αριστερός’’.

 

 

Η ΕΔΑ ήταν ένας συνασπισμός όλων των προοδευτικών ανθρώπων της εποχής, εντός του όποιου νόμιμου ‘’δημοκρατικού’’ τόξου, αφενός ως πολιτική και εκλογική λύση λόγω της παρανομίας του ΚΚ, αφετέρου ως πολιτική απάντηση στις ακροδεξιές κυβερνήσεις της ΕΡΕ αλλά και στον εξίσου ακραίο αντικομμουνισμό της Ένωσης Κέντρου. Ήδη από τις εκλογές του 1963, κάποια κομμάτια της ΕΔΑ είχαν στηρίξει ανοιχτά την Ένωση Κέντρου και τον Γεώργιο Παπανδρέου. Ακροθιγώς, οι τροπές που έλαβε η κατασκευή της πολιτικής κατάστασης μετά τη Μεταπολίτευση, βασίζεται κατά πολύ στο ήδη υπάρχον πολιτικό σκηνικό, που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται τη δεκαετία του 1960 και διακόπηκε από το πραξικόπημα.

Μέσα σε αυτές τις ‘’γκαστρωμένες πολιτικά’’, κατά παράφραση του Φλωράκη, εποχές, πολλοί ήταν εκείνοι που επέλεξαν να συμπορευτούν με την ευρεία αριστερά, και ενίοτε να παρασιτήσουν πάνω της. Και όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά αντίστοιχη πολιτικοποίηση σε αριστερούς χώρους υπήρχε στην Ιταλία, στη Γαλλία, στη Γερμανία, ακόμα και στη μετά-Μακαρθική Αμερική. Ο Σαββόπουλος είναι ακόμα ένα τέκνο της εποχής, των μαζικών πορειών του 1-1-4 και των αντί-ιμπεριαλιστικών πορειών στη μνήμη του Λαμπράκη. Ακόμα ένας που προσπαθεί να ενσωματώσει όλα τα ξένα κινηματικά και μη πρότυπα, αναζητώντας τα υγιή ντόπια κομμάτια του συμβολικού και πολιτισμικού κεφαλαίου εντός μιας βαθύτατα ακροδεξιάς και συντηρητικής Ελλάδας. Αυτό, προφανώς, δεν λειτουργεί, βέβαια, ως δικαιολογία και εφαλτήριο συνείδησης, ούτε για τον Νιόνιο, ούτε και για κανέναν. Γιατί σε αντίθεση με τους υπόλοιπους, ο Νιόνιος καταπιάστηκε με θέματα πολύ μεγαλύτερα από την ύπαρξή του, χωρίς να έχει απολύτως καμία συσχέτιση με αυτά.

 

 

Το Φορτηγό, ο Μπάλλος, το Περιβόλι του Τρελού και το Βρώμικο Ψωμί, οι δίσκοι που εκδίδονται μέσα στη Χούντα, παντρεύουν παραδοσιακούς ρυθμούς με σύγχρονους ήχους, και οι στίχοι των τραγουδιών (κλεμμένοι και μη), εκτός από βαθύτατα ποιητικοί, είναι εξίσου πολιτικοί και ταξικοί. Το ‘’Ηλιε- Ήλιε Αρχηγέ’’, ‘’Οι παλιοί μας φίλοι’’, το ‘’Κιλελέρ’’, ‘’Η Ωδή στο Γεώργιο Καραϊσκάκη’’,  το ‘’Βρώμικο Ψωμί’’ , η ‘’Δημοσθένους Λέξις’’, είναι από τα λίγα εμβληματικά τραγούδια που θα άκουγες σε κάθε συνεστίαση φοιτητών εκείνης της εποχής, όλα με στίχους πολιτικούς, αντίσυστημικούς και ταξικούς. Μέχρι στιγμής, γενικά, οι δίσκοι που αναφέρθηκαν είναι δισκάρες, για τα δεδομένα της εποχής. Τόσο μουσικά και στιχουργικά, όσο στο θέμα της ενορχήστρωσης.

 

 

Αλλά εκεί που τινάζει πολιτικά τη μπάνκα στον αέρα ο Νιόνιος είναι με το δίσκο Δέκα Χρόνια Κομμάτια το 1975 περιλαμβάνει τραγούδια που γράφτηκαν επί Χούντας και κυκλοφορούσαν παράνομα. Και εδώ είναι που ο Σαββόπουλος παρασιτεί κανονικά πάνω στην Αριστερά. Για την ακρίβεια κολλάει πάνω της σαν βδέλλα και καρπώνεται αγώνες που όχι μόνο δεν ήταν ποτέ δικοί του, αλλά τους παρακολουθούσε από το Παρίσι με τη σύζυγό του ή από το διαμέρισμά του στην Αθήνα ή από αφηγήσεις άλλων.

 

 

Γράφει το μεγαλειώδες τραγούδι ‘’Οι δεκαπέντε’’ για την αμνηστία που δόθηκε στους πολιτικούς εξόριστους το 1964. Ο Νίκος Καβουκίδης θα επενδύσει με αυτό το κομμάτι τα πλάνα από την επιστροφή των εξόριστων της Γυάρου το 1974, στο ντοκιμαντέρ του ‘’Μαρτυρίες’’. Οι στίχοι του κομματιού είναι σπαρακτικοί:

Κοράκου χρώμα τα μαλλιά κι ασπρίσανε

απ’ τη μεριά της εξορίας γυρίσανε

Το σπίτι αδειανό, σβησμέν’ η φωτιά, ο κάμπος πληγή,

 ο τάφος μικρός, η μάνα δεν ζει κι ένα πουλάκι λαλεί:

Είμαστ’ οι πρώτοι κι ακολουθάνε αναστημένοι χίλιοι νεκροί

νέοι καιροί ξημερώνουνε πάλι να η φωτιά, να η ζωή

 Πατέρας γιός πρώτη φορά φιλήθηκαν

γνώρισ’ ο κόσμος, τ’ άσπρα μαλλιά θυμήθηκαν

Σπαθίζει τις πίκρες ήλιος λαμπρός στους δρόμους γιορτή

τραγούδι ανεμίζει, πλήθος λαός κι ένα πουλάκι λαλεί:

Είμαστ’ οι πρώτοι κι ακολουθάνε αναστημένοι χίλιοι νεκροί

νέοι καιροί ξημερώνουνε πάλι να η φωτιά, να η ζωή

 

 

Το αποκορύφωμα της πολιτικής καριέρας του, όμως, έρχεται όταν γράφει τη μουσική για την ταινία του Παντελή Βούλγαρη Happy Day, με θέμα το κολαστήριο της Μακρονήσου. Γράφει, λοιπόν, τους μνημειώδεις στίχους στο ‘’Σχόλιο’’:

Ξέρω ανθρώπους σαν και σας, που μου λεν μην τα ρωτάς

  Γύρω στο ’48 πέρασα από ‘κεί και ’γώ

  Ήταν μέρες φοβερές η Μακρόνησος που λες

  Κι όμως τώρα που κι εγώ είμαι κει, μες το φιλμ του Παντελή

 Νιώθω πρώτη μου φορά τι σημαίνουν όλα αυτά

 

 

Αφού έχει εδραιωθεί πλέον για τα καλά στη μουσική, συνεργάζεται με τον Χατζιδάκι, γράφει μουσική για Αριστοφανικές παραστάσεις, και εκεί κάπου στη Ρεζέρβα, αρχίζει και η πρώιμη κατρακύλα. Στη Ρεζέρβα, βέβαια, υπάρχει και το αριστούργημα ‘’Μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο’’, γραμμένο για την υπόθεση του Νίκου Κοεμτζή και της ‘’παραγγελιάς’’. Με παρανοϊκό τρόπο ξεκίνησε ήδη από τα τέλη του 1970 μια συγκαλυμμένη επίθεση αρχικά προς τη συνδικαλιστική αριστερά, έπειτα στην αριστερή ιδεολογία εν γένει, για να γυρίσει ευθαρσώς και ανερυθρίαστα να την αφοδεύσει και πατώκορφα μετά το ‘’Βρώμικο ‘89’’, την πολιτική και ιστορική συγκυρία που ο ίδιος και το συνάφι του δούλευαν συστηματικά από τη Μεταπολίτευση. Είχε μυριστεί ο Νιόνιος ότι η κατάσταση με τα κομμουνιστικά καθεστώτα, αλλά και τον Ευρωκομμουνισμό του Μπερλινγκουέρ, πάει για μεγαλοπρεπή φούντο, οπότε προετοίμαζε το έδαφος μην τυχόν και βρεθεί εξ’ απρόοπτου και χάσει τη καβάντζα.

Ο Σαββόπουλος κατηγορούσε την αριστερά για έλλειψη ‘’οργανωμένης αντίστασης’’ εναντίον της Χούντας, την ίδια στιγμή που εκείνος έκανε αντίσταση από το Παρίσι. Τα χρόνια του οδοστρωτήρα του ΠΑΣΟΚ, πάλι ο Νιόνιος κατηγορούσε τη μαζική μετακύλιση των αριστερών προς το κέντρο, ενώ την ίδια στιγμή ροκάνιζε παχυλές κρατικές επιχορηγήσεις επί υπουργίας Μερκούρη, είχε συνέχεια δικές του εκπομπές στο ραδιόφωνο, και αποκορύφωμα ήταν η τηλεοπτική εκπομπή του στην ΕΡΤ Ζήτω το Ελληνικό Τραγούδι! Δεν χρειάζεται καν να σταθούμε πολύ στο δίσκο Τραπεζάκια Έξω (1983), όπου είναι ένα συνονθύλευμα ατάκτως ερριμμένων ιδεολογημάτων της ‘’πατριωτικής αριστεράς’’  (ο θεός να την κάνει).

Εκεί στη δεκαετία του 1990, το δράμα κορυφώνεται και επιστροφή δεν έχει. Αφού το 1989 λαμβάνει χώρα η πιο μελανή και βρώμικη σελίδα στην ιστορία της ελληνικής αριστεράς, ο Σαββόπουλος βγάζει Το Κούρεμα και συνθλίβει ό,τι βρεθεί μπροστά του, υποβοηθούμενος και από τη συγκυριακή πτώση της ΕΣΣΔ. Προφητικοί για εκείνον οι στίχοι από ‘’το Μητσοτάκ’’, το τραγούδι που ξεπλένει τον Μητσοτάκη:

(…) και να οι επαναστάτες, γύφτοι ανεβασμένοι, σκαρφαλωμένοι, μες στο γιουβέτσι σου πεσμένοι

    κι αυτοί που τους ανέχονται βαριά κουμουνισμένοι, κομπλεξικοί, δήθεν γελασμένοι, ξανά αποτυχημένοι.

Με μια δόση νοσταλγίας, εγώ γνώρισα τον Σαββόπουλο τις αρχές της δεκαετίας του ’90, μέσα από μια κασέτα όπου έλεγε παραμύθια. Και για πολλά χρόνια είχε εντυπωθεί στο παιδικό μου μυαλό η εικόνα ενός μεσήλικα παραμυθά με τιράντες και γυαλιά. Και ήταν και αυτή μία από τις πολλαπλές ταυτότητες που θέλησε να έχει ο Σαββόπουλος, και ίσως η πιο αληθινή που είχε ποτέ. Γιατί όλες οι υπόλοιπες ήταν διαισθητικές επιλογές ενός ανθρώπου που καταλάβαινε πολύ καλά την εποχή του και πάντα ήθελε εμμονικά να ανήκει στην πλειοψηφία. Και ο Σαββόπουλος υπήρξε σαρωτικός καλλιτέχνης, συνεργάστηκε με όλα τα μεγάλα ονόματα της μουσικής σκηνής, προώθησε νέους καλλιτέχνες που ακούμε μέχρι σήμερα, και επικράτησε στον πυρήνα της επονομαζόμενης ‘’γενιάς του Πολυτεχνείου’’ τόσο πολύ όσο κανένας άλλος δημιουργός. Για αυτό και ακόμα προοδευτικοί μουσικοί, όπως ο Αλκίνοος Ιωαννίδης και ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου δεν μπορούν να ξεφύγουν από το φάντασμά του. Στην άλλη μπάντα, αληθεύει ως ένα βαθμό το κλασικό κλισέ ότι η Ελληνική κουλτούρα ακροβατεί μεταξύ ανατολής και δύσης, παράδοσης και μοντερνισμού, οπότε η καλύτερη λύση είναι ο συνδυασμός αυτών των δύο. Για του λόγου το αληθές, στους καιρούς που σχηματίζονταν βούρκοι με γαρύφαλλα στις μεγάλες πίστες και γίνονταν ουρές με πόρτες στα κλαμπάκια, ο Σαββόπουλος τραγουδούσε με τη Δόμνα Σαμίου πατώντας πάλι ‘’στις βασικές μας τις αρχές’’ :

 

 

Εν κατακλείδι, ο Νιόνιος, όπως και όλοι μας, γοητεύτηκε από το ΕΑΜίτικο ιστορικό φορτίο, αλλά αυτό δεν είναι πουκάμισο που φοριέται κατά βούληση και ανά περίσταση. Δεν μπορείς να γράφεις στιχάρες για τη Μακρόνησο και μετά να δίνεις τραγούδια για τηλεοπτικές διαφημίσεις ή να βγάζεις Καλομοίρες από τούρτες. Θα σε ξεράσει τόσο ο λαός όσο και το σύστημα που υπηρετείς, ή ακόμα χειρότερα θα σε παρουσιάζει σαν τον τρελό του χωριού. Και όπως αρχικά κόλλησε σαν τη βδέλλα στην αριστερά, τώρα κολλάει στο νεοφιλελευθερισμό, ιδεολογία που ex principe δεν ζητάει καμιά ιδιαίτερη καλλιτεχνική έμπνευση, οπότε πλέον απλά κλωσάει τα προηγούμενα κεκτημένα του και περιμένει το τέλος. Όχι σαν τον Καραγκιόζη, παρά σαν μια ακόμα θλιβερή παρουσία μιας γενιάς που καταδίκασε τον εαυτό της χωρίς όραμα.