Σκεφτόμουν αυτές τις μέρες το ζήτημα της «αυστηρής σύστασης» για τον περιορισμό της κυκλοφορίας από τις 12 το βράδυ. Εκτός της προφανούς «φωτογραφικής» απειλής η οποία θα αιωρείται πάνω από…

Η «αυστηρή σύσταση» κι ο εορτασμός της Πρωτομαγιάς ως όψεις μετάβασης στην κανονικότητα

Σκεφτόμουν αυτές τις μέρες το ζήτημα της «αυστηρής σύστασης» για τον περιορισμό της κυκλοφορίας από τις 12 το βράδυ. Εκτός της προφανούς «φωτογραφικής» απειλής η οποία θα αιωρείται πάνω από πλατείες, πάρκα, παρέες και κουτάκια μπύρας, σκέφτομαι την ίδια την έννοια της πολιτικής πίσω από αυτή τη σύσταση. Τον χαρακτήρα της, ως γλώσσα, ως ύφος, ως συμβολισμό και ως επιτέλεση μιας ιδεολογίας. Μέσα από αυτή τη χαραμάδα που ανοίγει η ερχόμενη Δευτέρα μεταξύ απαγόρευσης και ελευθερίας, βρίσκουν χώρο και ξεπροβάλλουν δειλά, η πολιτική και η ιδεολογία ως εκφράσεις κυβερνησιμότητας πλέον και όχι διαχείρισης μιας απειλής. Ως πράξεις που επιφέρουν άμεσα αποτελέσματα στις ζωές των ανθρώπων πέρα και έξω από το μέχρι πρότινος «προστατευτικό» πλαίσιο. Αχνοφαίνεται πλέον η ανάγκη της κυβέρνησης να πιάσει το νήμα από εκεί που το άφησε. Να υπενθυμίσει πλέον στο επίπεδο του πολιτικού και της πραγματικής ζωής ότι όσο ο αόρατος εχθρός εξαφανίζεται, θα πρέπει να υπενθυμίζεται ότι ο πραγματικός εχθρός, ο κατεξοχήν «Άλλος» δεν εξαφανίστηκε αλλά παραμένει σε καταστολή και θα ανασυγκροτείται σταδιακά 12 με 6 για να απειλήσει ξανά την ησυχία, την τάξη και την ασφάλεια.

Το διακύβευμα πλέον θα είναι με ποιους όρους θα προσπαθήσει ο καθένας (τόσο ατομικά όσο και συλλογικά) να ορίσει ξανά το πεδίο του πολιτικού και να επανακαθορίσει την θέση του μέσα σε αυτό. Ο ηγεμονικός λόγος φαίνεται τρομακτικά κυριαρχικός και δυνάμει επικίνδυνος μέσω ενός ολοκληρωτικού ελέγχου του πεδίου της βιοπολιτικής. Το γεγονός ότι η επόμενη μέρα δεν θα είναι η ίδια φαντάζει απειλητικό, όχι μόνο εξαιτίας της πανδημίας και της επερχόμενης οικονομικής κρίσης (προφανώς και δεν είναι αμελητέα), όσο και από το γεγονός ότι μία κυβέρνηση, αντλώντας νομιμοποίηση από την διαχείριση της πανδημίας σε επίπεδο λόγου, είναι αυτή που δείχνει έτοιμη να ορίσει εκ νέου με τους δικούς της όρους, το πεδίο άσκησης πολιτικής.

Καθ’ όλη την διάρκεια του κατ’ οίκον περιορισμού οι συμβολισμοί βρίσκονταν στο επίκεντρο άσκησης της πολιτικής εξουσίας. Ο λόγος, τα μέσα, το ύφος, οι εκφράσεις και τα πρόσωπα διόλου τυχαία ήταν. Αντιθέτως, αποτελούσαν εργαλεία επιβολής πολιτικής προστασίας. Όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται.

 

 

Οι νέες συνθήκες επιβάλλουν νέες πολιτικές και ενδεχομένως νέες μορφές διεκδικήσεων. Το κατά πόσο θα πρέπει να επιστρέψουμε σε όσα χάσαμε ή αν θα πρέπει να εφεύρουμε νέους τρόπους  να τα βιώνουμε και να τα προσεγγίζουμε, είναι ένα ζητούμενο που μένει να δούμε. Η ανάγκη πλέον να βρεθούμε, να μιλήσουμε, να συζητήσουμε και να βγούμε, όχι έξω απ’ το σπίτι αλλά έξω από το καθεστώς ενός ιστορικού χρόνου που μοιάζει αδρανής, αποκτώντας ξανά την αίσθηση των υποκειμένων της Ιστορίας, μοιάζει επιτακτική. Η συγκέντρωση-πορεία του ΠΑΜΕ στο πλαίσιο των εορτασμών της εργατικής Πρωτομαγιάς είναι ένα παράδειγμα που δείχνει προς αυτή την κατεύθυνση. Ένα παράδειγμα που θέτει σε κίνηση ξανά τον χρόνο επανενεργοποιώντας την αίσθηση ότι αποτελούμε μέρος του. Ότι είμαστε έτοιμοι/ες να ξεπροβάλουμε με τη σειρά μας από τη χαραμάδα που ανοίγεται και να ορίσουμε συλλογικά και ατομικά το πεδίο της πολιτικής πραγματικότητας καθιστώντας εαυτούς δρώντα υποκείμενα. Αν το πολιτικό πεδίο πρέπει να οριστεί εκ νέου, ας διασφαλίσουμε ότι δεν θα επικαθορίζεται μόνο αλλά ότι θα έχει κάτι από εμάς όσο επανατοποθετούμε τους εαυτούς μας σε αυτό.

Είναι, νομίζω, δεδομένο ότι η κρίση της πανδημίας θα αποτελέσει μελλοντικά ένα παράθυρο μέσα από το οποίο θα βλέπουμε τόσο το παρελθόν όσο και το μέλλον. Ταυτόχρονα, καλούμαστε  μέσα σε νέες συνθήκες αβεβαιότητας, φόβου και αμηχανίας να ακροβατήσουμε ανάμεσα στον φόβο του χθες και στην αμηχανία του αύριο. Είναι χρέος μας όμως να διεκδικήσουμε τον ζωτικό μας χώρο. Να διαμορφώσουμε τις ισορροπίες. Να μην αφήσουμε σε έναν ηγεμονικό λόγο την αποκλειστική πολιτική διαχείριση αυτού του παρελθόντος και κυρίως να διεκδικήσουμε σε όλη αυτή την διαδικασία, την υπόστασή μας ως ιστορικών υποκειμένων. Να συνδιαμορφώσουμε μέσα από την εμπειρία μας τα κοινωνικά πλαίσια μέσα από τα οποία θα ανακαλούμε στη μνήμη μας το παρελθόν και θα ορίζουμε το παρόν και το μέλλον. Να φτιάξουμε, με λίγα λόγια, την Ιστορία μας.