(αναφορά σε στίχο ΛΕΞ στον τίτλο του κειμένου, 1-0 από τα αποδυτήρια) Τι είναι η Sunderland AFC για τον έξω κόσμο; Τίποτα ιδιαίτερο. Την τελευταία δεκαετία και μέχρι πρόσφατα, ήταν…

Sunderland ’til I die (και όχι ως τα γεράματα)

(αναφορά σε στίχο ΛΕΞ στον τίτλο του κειμένου, 1-0 από τα αποδυτήρια)

Τι είναι η Sunderland AFC για τον έξω κόσμο; Τίποτα ιδιαίτερο. Την τελευταία δεκαετία και μέχρι πρόσφατα, ήταν μια μικρομεσαία ομάδα της Premier League, που αρχής γενομένης το 2017, ο πανδαμάτωρ χρόνος την γράπωσε και την έριξε, με δυο διαδοχικούς υποβιβασμούς, στη τρίτη εθνική κατηγορία του αγγλικού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου. Ένας ιστορικός σύλλογος (έτος ίδρυσης το 1879 και κάτοχος έξι πρωταθλημάτων από το 1897 μέχρι το 1936), πολύ μακριά από τις δόξες που κάποτε γνώρισε. Σίγουρα δεν έχει το cult status άλλων συλλόγων όπως η Sankt Pauli ή η Nottingham Forest, παρότι οι οπαδοί της έχουν κατά διαστήματα πάρει πολιτική θέση, όπως η επιτυχής εναντίωση στη πρόσληψη του γνωστό ρατσιστή των γηπέδων, Πάολο Ντι Κάνιο, ως προπονητή της ομάδας το 2013.

Τι είναι για τους κατοίκους της ομώνυμης πόλης; Πολύ απλά, τα πάντα. Ένας φτωχοποιημένος πληθυσμός μιας ξεχασμένης από το Θεό, πρώην βιομηχανικής περιοχής της Βορειοανατολικής Αγγλίας, όπου λίγα πράγματα έχουν τόσο μεγάλη σημασία, και το ντοκιμαντέρ φροντίζει να στο δείξει από την αρχή. Τα πρώτα πλάνα εστιάζουν στη κυριακάτικη λειτουργία μιας εκκλησίας, όπου ο ιερέας κηρύττει περιπαθώς, παραλληλίζοντας τη δύναμη και την ανάγκη της πίστης στο Θεό, με την ανάγκη πίστης στην ανάκαμψη του συλλόγου της πόλης, με την επιστροφή στην πρώτη εθνική κατηγορία. Ο αφηγηματικός χρόνος του ντοκιμαντέρ ξεκινά μαζί με τη περίοδο της θερινής προετοιμασίας. Ο στόχος των παραγωγών ήταν σαφής: Μια ομάδα πρώτης κλάσης βρίσκεται σε δύσκολη θέση, αλλά αγωνιστικό πνεύμα θα επανέλθουν στη πρώτη κατηγορία. Είναι ξεκάθαρο, πως αυτή ήταν η έμπνευση. Η πραγματικότητα είχε αντίθετη γνώμη. Και αυτό αποτέλεσε τη μαγιά για ένα άνευ ετέρου πολιτιστικό προϊόν.

Για όλη τη πρώτη σεζόν του Sunderland ‘Til I Die, παρακολουθούμε την προδιαγεγραμμένη κατάρρευση του οικονομικού και επιχειρηματικού πλάνου που υποστηρίζει το modus operandi του ποδοσφαιρικού τμήματος: Οι καλοπληρωμένοι παίκτες αποκαθηλώνονται είτε κυριολεκτικά, είτε στη συνείδηση οπαδών και θεατών, ο Διευθύνων Σύμβουλος – golden boy παίρνει πόδι στο τέλος της (αγωνιστικής και τηλεοπτικής) σεζόν, όταν και η ομάδα υποβιβάζεται ξανά και πλέον καλείται να αγωνιστεί στα -τηρουμένων των αναλογιών- αλώνια της τρίτης κατηγορία και την κατακραυγή του των οπαδών και της κοινωνίας για τον αδιάφορο ιδιοκτήτη, ο οποίος αναγκάζεται να πουλήσει τον σύλλογο στον Donald Stewart, έναν τύπο με αρκετά σκοτεινή πηγή προέλευσης των χρημάτων που επενδύθηκαν, ο οποίος εμφανισιακά και μόνο θα ταίριαζε περισσότερο στις κερκίδες της Αλεπότρυπας, κατακόκκινος, να μανουριάζει μόνος του για το κακό αμυντικό τρανζίσιον και το πόσο μαλθακοί έχουν γίνει οι σύγχρονοι ποδοσφαιριστές, παρακολουθώντας το ντέρμπι Νεοπεντελικός – Αστέρας Εξαρχείων, παρά στα επίσημα της Premier League.

Κλειδί για τη κατανόηση της βάσης του Sunderland είναι η αποδοχή της κάτωθι πρότασης ως αξίωμα: η κοινωνία της πόλης είναι οι οπαδοί της Sunderland και αντίστροφα. Από τις τρεις κατηγορίες πρωταγωνιστών περνάνε μπροστα από την οθόνη, η πρώτη είναι οι παίκτες, προπονητές και το επιτελείο της ομάδας, στη δεύτερη κατηγορία πρωτοστατούν οι εργαζόμενοι για το σύλλογο, όπως το προσωπικό του εστιατορίου στο προπονητικό κέντρο, οι υπάλληλοι στα γκισέ των εισιτηρίων και οι εργαζόμενοι σε άλλα, διόλου αστραφτερά πόστα, που είναι όμως η ραχοκοκαλιά της λειτουργίας του συλλόγου.

Η τρίτη κατηγορία είναι η πιο ανατριχιαστική: οι οπαδοί. Ο θεατής μπαίνει στα λιτά σπίτια και τις παμπ τους, τα βλέπει διακοσμημένα με memorabilia του συλλόγου (από πλεκτά καλύμματα τσαγιέρας και στολές για σκύλους, μέχρι καδραρισμένες φανέλες κρεμασμένες στον τοίχο ενός φτωχού δυαριού στις εργατικές κατοικίες), μεγάλοι άνθρωποι να κλαίνε σαν παιδιά, σκληροί χουλιγκάνοι να μιλάνε στη κάμερα με ατάκες που ταιριάζουν περισσότερο σε γλυκανάλατη μπαλάντα για κάποιον προδομένο έρωτα, παρά σε πρώην ανθρακωρύχους, ταξιτζήδες, λιμενεργάτες. Τέλος, οι δημοσιογράφοι της ομάδας υπάρχουν σε μεγάλη έκταση, κυρίως σαν όχημα μετάδοσης των ειδήσεων ή τη παροχή “φωνής” στους πρωταγωνιστές μας.

Παρότι για τα εγχώρια ποδοσφαιρικά δεδομένα δεν είναι καθόλου αυτονόητο, ως εκ περισσού θα πρέπει να αναφερθεί, ότι ποδοσφαιρικές έμφυλες διακρίσεις δεν υπάρχουν στο Sunderland. Από γυναίκες επιτελείς του προέδρου μέχρι απλές φιλάθλους, κάθε ηλικίας, από παιδιά μέχρι ηλικιωμένες γυναίκες, το πάθος ξεχειλίζει, κόντρα στα ποδοσφαιρικά στερεότυπα. Η κάμερα τρυπώνει τόσο στις κερκίδες των εντός και εκτός έδρας αγώνων, όσο και στις κλειστές πόρτες των διαπραγματεύσεων για την αλλαγή του προπονητή, τα πειθαρχικά παραπτώματα των παικτών, τις διαπραγματεύσεις της μεταγραφικής περιόδου και εν τέλει, την μεταβίβαση του συλλόγου σε νέο ιδιοκτήτη.

Εν τέλει αυτό είναι που καθιστά το Sunderland ‘Til I Die ένα απολαυστικό τηλεοπτικό προϊόν: Οι παραγωγοί είναι αμείλικτοι, παρακολουθούν ταυτόχρονα το σύλλογο όχι ως αποκλειστικά ένα επιχειρηματικό κατασκεύασμα – “αθλητικό οργανισμό” (κατά τον μοντέρνο, αλλά κενό νοήματος χαρακτηρισμό των μεγάλων ποδοσφαιρικών συλλόγων σήμερα) αλλά και ως ένα κοινωνικό φαινόμενο με τεράστιο αντίκτυπο για ένα μεγάλο αριθμό ατόμων, στην πιο ευάλωτη και τραυματική περίοδο της σύγχρονης ιστορίας του. Δεν είναι μόνο ζήτημα χαράς στις τάξεις των κατοίκων του Sunderland: Για παράδειγμα, μετα τον υποβιβασμό της ομάδας το 2018 στη τρίτη κατηγορία, στο προσκήνιο έρχεται το ζήτημα των απολύσεων προσωπικού. Άνθρωποι που πονάνε την ομάδα, πλέον βρίσκονται στο όριο της οικονομικής καταστροφής, αφού η ομάδα δεν μπορεί να απασχολεί το προσωπικό που απασχολούσε. Το διεισδυτικό αλλά απαθές μάτι των παραγωγών Leo Pearlman και Ben Turner μας δίνουν μια αντανάκλαση της διαλεκτικής μεταξύ των επιπτώσεων του καπιταλισμού τόσο στον επαγγελματικό αθλητισμό, όσο και στην κοινωνικοοικονομική συνθήκη μιας επαρχιακής πόλης του αγγλικού Βορρά, που αδυνατεί να ανακάμψει από τις συνέπειες Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης και την εξαφάνιση της βαριάς βιομηχανίας από τη περιοχή.

Τέλος, τι είναι ένα ποδοσφαιρικό ντοκιμαντέρ, χωρίς ποδόσφαιρο; Η κινηματογράφηση των αγώνων, με συνδυασμό αντιδράσεων από τη κερκίδα ανά φάση και κάλυψη των στιγμιοτύπων από τον σπίκερ της ομάδας, αποδίδει εξαιρετικά το άγχος της παρακολούθησης ενός αγώνα, βάζοντας τον θεατή που αγνοούσε μέχρι πρότινος την ύπαρξη και την ιστορία της ομάδας, δίπλα στους βιοπαλαιστές οπαδούς, να παθιάζεται με κάθε νίκη και να μιζεριάζει με κάθε ήττα. Η κινηματογράφηση εγκαταλείπει την fly on the wall μανιέρα και μπαίνει μέσα στο γήπεδο, δίπλα στη προσπάθεια των παικτών και τις αντιδράσεις της κερκίδας. Βλέπουμε τον πρόεδρο της ομάδας δίπλα στους εργάτες στα εκτός έδρας, ενώ σε άλλο στιγμιότυπο καταγράφεται η επίθεση κατά του οπερατέρ από τους οργισμένους οπαδούς, μετά από εντός έδρα ήττα.

Συνοψίζοντας, το Sunderland ’til I die δεν είναι ένα απλό τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ, όπως τα αντίστοιχα που προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα πολιτιστικό κεφάλαιο για ομάδες – οπαδικές φούσκες όπως η Manchester City ή για ομάδες που έχουν αλλάξει εντελώς προφίλ τα τελευταία χρόνια, όπως η Juventus. Η Sunderland αποτελεί έναν σύλλογο που σημαίνει πάρα πολλά για λίγο (στο πλαίσιο του παγκοσμιοποιημένου ποδοσφαίρου) κόσμο, γεγονός που η σειρά αποτυπώνει, την ηθογραφία των ταπεινών και πεινασμένων, μέσα από το πάθος και την ένταση των κατοίκων μιας επαρχιακής πόλης, για το πιο σημαντικό ασήμαντο πράγμα του κόσμου, σύμφωνα με τον Πάπα Ιωάννη Παύλο τον Δεύτερο.