Η δίκη για τον βιασμό και τη γυναικοκτονία της Ελένης Τοπαλούδη, μια δίκη για ένα όχι μόνο ειδεχθές έγκλημα, αλλά και μια ακραία έκφανση του δομικού προβλήματος του σεξισμού, της…

Ο δικανικο-πολιτικός λόγος του συν-αισθήματος και η συρρίκνωση του δημόσιου διανοούμενου

Η δίκη για τον βιασμό και τη γυναικοκτονία της Ελένης Τοπαλούδη, μια δίκη για ένα όχι μόνο ειδεχθές έγκλημα, αλλά και μια ακραία έκφανση του δομικού προβλήματος του σεξισμού, της πατριαρχίας, της ανδρικής κυριαρχίας, των έμφυλων καταπιέσεων, της κουλτούρας του βιασμού, καθώς και η συγκινητική (συν-κινητική) αγόρευση της εισαγγελέως, Αριστοτέλειας Δόγκα, ανέδειξαν κι ένα άλλο σημαντικό διττό πρόβλημα: την αρρενωπή άρνηση του συν-αισθήματος και τη συρρίκνωση του δημόσιου διανοούμενου.

Η πολύωρη αγόρευση της εισαγγελέως, εξερεύνησε εξονυχιστικά όλα τα στοιχεία, έμεινε σε αυτά, τα ανέλυσε όλα μέχρι τον μη αναγώγιμο πυρήνα τους και ανέδειξε πλήρως την ακριβή λειτουργία, συστηματικότητα και συστημικότητα του εγκλήματος, τον κοινωνικό, έμφυλο, αλλά και ταξικό ρόλο των δρώντων σε όλο αυτό, και των θυτών και του θύματος, με έναν υποδειγματικό τρόπο. Παράλληλα όμως επιτέλεσε και μια νέα αρχή για τον δικανικο-πολιτικό λόγο· μίλησε -και- από τη θέση μιας γυναίκας στον θεσμό της δικαιοσύνης για τη δολοφονία μιας άλλης γυναίκας· με ψυχική εμπλοκή, με συν-αίσθημα, σε συναντίληψη με τα φεμινιστικά κινήματα και τις γυναίκες, για την καθημερινή αναγωγή της γυναίκας σε αντικείμενο και υποκείμενο αντικειμενοποιήσεων.

Ταυτοχρόνως, δεν δίστασε να αρθρώσει έναν λόγο για μια ιδεώδη αντίληψη της Δικαιοσύνης, του Δικαίου και της αλήθειας. Σε εκείνο -ειδικά- το σημείο, ξεκίνησε μια άνευ ορίων επίθεση στο πρόσωπό της, στα όρια της επαγγελματικής και ηθικής της εξόντωσης. Στο σημείο που ουσιαστικά η εισαγγελεύς ξεκίνησε μια συμβολική επανάσταση στο πεδίο, με έναν λόγο που πολλές αξιόλογες νομικοί κατέγραψαν ως πρωτοφανή στα χρονικά της χώρας. Εκ παραλλήλου ξεκίνησε κι ένα γυναικείο κύμα αλληλεγγύης, βαθιάς κατανόησης και την παραγωγή ενός γυναικείου λόγου συμπληρωματικού, ενίοτε και κριτικού, αλλά πάντα υποστηρικτικού σε όλο το προοδευτικό πολιτικό φάσμα, και όλες τις βαθμίδες του κοινωνικού.

 

 

Η συμβολική της επανάσταση είναι ακριβώς η ίδια η θεσιληψία, κόντρα στην αποστασιοποίηση· το συν-αίσθημα ως δικανικός λόγος, κόντρα στο ανδρικό αίσθημα που είναι κυρίαρχο, κανονικοποιημένο, και ουδετεροποιημένο, προφασίζεται δηλαδή την αντικειμενικότητα και την ουδετερότητα από τη θέση όμως του κυρίαρχου· για παράδειγμα ο λόγος που ακούγεται συνέχεια σε τέτοιες δίκες όπως: “ένα λάθος έκανε, δεν θα καταστρέψουμε τη ζωή ενός νέου ανθρώπου για ένα λάθος”. Οι αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης σε δίκες για κακοποιήσεις, βιασμούς, βρίθουν από τέτοιες αναφορές, αλλά ως αντανάκλαση του κυρίαρχου λόγου και εκτός δικαστικών αιθουσών. Είναι ένας παραδεκτός κώδικας. Η κ. Δόγκα, αποδόμησε αυτόν τον λόγο, αντιπαρέβαλε έναν άλλο και δε δίστασε να ασκήσει κριτική στους συνηγόρους της -συγκεκριμένης- δίκης όταν προέβησαν σε μια εκ νέου κακοποίηση της μνήμης της Ελένης (χωρίς πουθενά στη σύνολη αγόρευσή της να αμφισβητεί -για τον θεό- τον ρόλο της υπεράσπισης εν γένει στη διαδικασία απόδοσης δικαιοσύνης), που ξαφνικά φάνηκε να δικάζεται η ίδια, όπως καταμαρτυρεί και ο τηλεοπτικός λόγος: “Η δίκη Τοπαλούδη”.

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της Μαρίας Λούκα που παρακολούθησε τη δίκη, η υπεράσπιση άρθρωσε τον εξής λόγο: «Εγώ βιασμό σε αυτή τη δικογραφία δεν είδα… Βιασμό με στηθόδεσμο δε μπορώ να φανταστώ… Εγώ πιστεύω το Μανόλη. Όλες οι φίλες της αναφέρουν τα ναρκωτικά. Όταν είσαι γυμνός και υπό επήρεια όλα τα συμπλέγματα που είχες βγαίνουν στην επιφάνεια. Και παίρνω τη θέση του ψυχολόγου… Το γιατί δεν έχει η Ελένη σύντροφο, λέει ο Μανόλης. Όχι δε μου άρεσε η Ελένη, συγγνώμη κιολας κύριε Γιάννη. Ήταν σαν παρανοϊκή, λέει για την Ελένη… Ψυχική υγεία υπάρχει όταν υπάρχει μακροχρόνια σχέση… Για ένα τρίο πήγαμε και κλείσαμε τρία σπίτια, είπε ο Μανόλης… Μπράβο Μανόλη αν όντως τη χάιδευες. Μπράβο, πάντα να χαϊδεύεις τις γυναίκες. Η θέση μου είναι ότι ο Μανόλης λυπάται που δεν μπορεί να τη σώσει.».

Σε εκείνο το σημείο, λοιπόν, ξεκίνησε η επίθεση, όχι τυχαία, πρώτα από το ίδιο το πεδίο — αφού αυτές είναι οι συντεταγμένες της αγόρευσης. Να αποδοθεί η δικαιοσύνη, κι ας χαλάσει ο κόσμος (ή το πεδίο…) Με τρεις κινήσεις: α) Εισβολή μελών του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών σε εν εξελίξει δίκη για να καταγγείλουν την εισαγγελέα, να απαξιώσουν και να διαστρεβλώσουν τον λόγο της β) θεσμική παρέμβαση του προέδρου του ΔΣΑ που ζήτησε πειθαρχική διαδικασία σε βάρος της γ) αξιοποίηση του προϋπάρχοντος ανταγωνισμού.

 

 

Με το τελευταίο, οδηγούμαστε στους δημόσιους διανοούμενους. Ο δημόσιος διανοούμενος δεν ταυτίζεται απαραίτητα (αν και συναντιέται) με τον σύγχρονο φιλόσοφο, τον ερευνητή, τον ακαδημαϊκό (τον οργανικό διανοούμενο), τον στοχαστή. Δεν έχει να κάνει τόσο με τον σχολαστικό χρόνο, όσο με το δημόσιο “χρονίζεσθαι”. Ο δημόσιος διανοούμενος είναι αυτός που παρεμβαίνει στα δημόσια πράγματα με τον λόγο του (ενίοτε και συλλογικά παραχθέντα)· εδώ και χρόνια κομμάτι του αποτελούν οι ακτιβιστές/τριες, άνθρωποι των κινημάτων, επαγγελματίες που στηρίζουν και στελεχώνουν κοινωνικούς σκοπούς (συχνά σε συνεργασία με κινήματα), άνθρωποι των γραμμάτων, των τεχνών. Ασφαλώς δεν αποκλείονται και οι προηγούμενοι, ίσα ίσα, στο εξωτερικό ήταν οι πιο παραδοσιακοί διανοητές που θέλησαν συνειδητά να αποκτήσουν και μια τέτοια πολιτική χρησιμότητα — να είναι χρήσιμοι για τους δίκαιους σκοπούς και τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς που αξιώνουν κάποιες κοινωνικές αξίες: ελευθερία, ισότητα, άρσεις/ανατροπές πολλαπλών καταπιέσεων. Άνθρωποι που σκύβουν πάνω από τους ανθρώπους που δέχονται τα βέλη των εξουσιών και μιλούν -μαζί- με αυτούς για το δίκιο τους.

Δεν είναι εξαίρεση ουκ ολίγοι νομικοί αλλά και άνθρωποι των δικαιωμάτων που ασχολούνται με το τεχνικό κομμάτι, με χαρτιά, με διαδικασίες, με budgets, για τους πρόσφυγες, για τοξικοεξαρτημένους, για τα δικαιώματα τόσων συμπολιτών μας ή/και συνανθρώπων μας που δε διαθέτουν καν πολιτειότητα και ενίοτε ως εκ τούτου, κανένα δικαίωμα. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι αρθρώνουν λόγο, και στις διαδηλώσεις, και στα πανεπιστήμια, και στα παραδοσιακά ΜΜΕ και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ακριβώς, όμως, επειδή συμπλέκονται ανθρωπιστικοί ρόλοι και αποστολές με επαγγελματικούς ρόλους, θέσεις και ειδικούς σκοπούς, όλα αυτά είναι πολύ πιο σύνθετα. Και αυτή την όψη είδαμε με τον πιο επίπονο τρόπο είτε με τη σιωπή των δημόσιων διανοούμενων, είτε με τη συμπόρευσή τους κατά το μάλλον ή ήττον σε όλο αυτό το κύμα αντίστασης στην ουσία της πολιτικής λειτουργίας του λόγου της εισαγγελέως, με ειδικές, ενίοτε, αιτιάσεις, πάραυτα όμως εν πολλοίς ψευδεπίγραφες.

Ο δικανικο-πολιτικός λόγος που άγγιξε το γυναικείο βίωμα, δε βρήκε υποστήριξη από εκεί που θα την περίμενε κανείς, πρώτιστα. Δικαιωματικοί νομικοί δεν περίμεναν καν να τελειώσει η δίκη, και μιλώντας στα ΜΜΕ με άρθρα και νόμους που από άλλους συναδέλφους ερμηνεύονται και αλλιώς, θεώρησαν επιβλαβή την αγόρευση για την εξέλιξη της δίκης ή πιθανόν επιβλαβή, υπέρβαση του ρόλου της το συν-αίσθημα (αμφισβητούμενο από ποινικολόγους και τον πρώην Υπ. Δικαιοσύνης) και οπωσδήποτε λάθος τη στάση της για τους (συγκεκριμένους) συνηγόρους της υπεράσπισης. Διάλεξαν δηλαδή να συνταχθούν με το πεδίο τους. Κι άλλοι πολλοί δημόσιοι διανοούμενοι διάλεξαν να συνταχθούν με τον τεχνοκρατικό λόγο. Αλληλοσυγχαίρονταν, και γύρισαν την πλάτη στις γυναίκες δημόσιες διανοούμενες, σε γυναίκες ιστορικούς, νομικούς, ακαδημαϊκούς, συγγραφείς, δημοσιογράφους, γυναίκες του πολιτικού (από όλο το προοδευτικό φάσμα), των κινημάτων, σε γυναίκες εργαζόμενες, εργάτριες και άνεργες, φοιτήτριες.

Ο Έντουαρντ Σαΐντ στο έργο του Αναπαραστάσεις του δημόσιου διανοούμενου αναφέρει ότι ο τελευταίος απειλείται σήμερα και στη Δύση και την Ανατολή, από τον “επαγγελματισμό”, από τις ειδικές λογικές και προπαραδοχές του πεδίου του, από αυτούς που δεν ξεφεύγουν από προκαθορισμένα “παραδείγματα” προσπαθώντας να συνθέσουν μια εικόνα του εαυτού τους ως “αντικειμενικού”. Αντιπαραβάλλοντας σε εκείνους, αυτούς που καθοδηγούνται από την αγάπη και το αμείωτο ενδιαφέρον για τη μεγάλη εικόνα, για τις συνδέσεις των ζητούμενων πέρα από όρια και φραγμούς πεδίων, για αυτούς που μεριμνούν για τις ιδέες και τις αξίες, πιο πολύ από την ειδικότητα και την ειδίκευση.

 

 

Ειδικά το ζήτημα του ορθο-λογικού λόγου και της ειδίκευσης, της αντικειμενικότητας, φαίνεται θα απασχολήσει πολύ τον δημόσιο διάλογο από εδώ κι εμπρός με τη νέα ώθηση του ιικού τώρα, όμως δεν μπορεί να γενικευτεί σε όλο μας τον βίο χωρίς να συμπαρασύρει μαζί του τον κριτικό λόγο και χωρίς να οδηγήσει σε μια οριζόντια πειθάρχηση. Ο δημόσιος διανοούμενος συρρικνώθηκε σε αυτή τη δίκη και δεν επικοινώνησε ούτε με το κοινό περί δικαίου αίσθημα, ούτε με το συν-αίσθημα στο πολιτικό, ούτε με το γυναικείο βίωμα. Έγινε αρνητικός διανοούμενος (κατά Μπουρντιέ) οχυρωμένος στην ειδικότητα και συρρικνωμένος σε τεχνοκράτη. Εν τούτοις, η δημόσια διανοούμενη διογκώθηκε και έδειξε ότι οι γυναικείες φωνές ήταν “σε συμφωνία”, νικώντας την αρρενωπή κακοφωνία στην οποία βρήκε θέση μέχρι και η αντι-θεσμική παρέμβαση – επίκριση Υφυπουργού παρά τω Πρωθυπουργώ. Τι θα απογίνει ο διανοούμενος αν απο-γίνει ο αναστοχασμός και τι θα απομείνει από εμάς όταν σπάσουμε όλο το κοινωνικό σώμα σε αντικείμενα…