του Μιχάλη Καραμάνου Μέσα στο ημιυπόγειο δώμα, εκτός από την ανάσα του Στέφανου στην μια πλευρά του ανοιχτού καναπέ-κρεβατιού που βρίσκεται, σαν ομφαλός της σχέσης, στη μέση του σαλονιού – κουζίνας – κρεβατοκάμαρας, το μόνο…

Late Night Zone 12: Φάντασμα

του Μιχάλη Καραμάνου

Μέσα στο ημιυπόγειο δώμα, εκτός από την ανάσα του Στέφανου στην μια πλευρά του ανοιχτού καναπέ-κρεβατιού που βρίσκεται, σαν ομφαλός της σχέσης, στη μέση του σαλονιού – κουζίνας – κρεβατοκάμαρας, το μόνο που υποδηλώνει την ύπαρξη ανθρώπινης παρουσίας, ήταν τα ορθάνοιχτα, γυαλιστερά, στο απόλυτο σκοτάδι, μάτια της Μαρίας. Έκτο συνεχόμενο βράδυ που λιποθυμά για μερικά λεπτά, αμέσως μετά πετάγεται αλαφιασμένη από τον ύπνο της, βλέπει τη Σκιά στο βάθος του σπιτιού (στο μέτρο που υφίσταται βάθος στα 25 τ.μ.), σκεπάζεται με το σεντόνι μέχρι τη μύτη και γέρνει το κεφάλι προς τη πλάτη του Στέφανου, το τυλίγει μάλιστα και κάτω από τα πόδια της, όπως όταν ήταν παιδί, για να μη μπορεί η Σκιά να την πλησιάσει και να ακουμπήσει το δέρμα της- και μένει ακίνητη μέχρι να τη καταβάλει πάλι η κούραση. Και ο κύκλος συνεχίζεται, μέχρι οι πρώτες αχτίδες του ήλιου σπεύσουν να διαλύσουν την αχνή Παρουσία στη γωνία. 

Υπάρχουν όμως και στιγμές που η Μαρία περιδιαβαίνει στα ανάστερα ενύπνια, πατώντας με το σεντόνι τυλιγμένο σαν σάβανο γύρω από τα πόδια της, πατώντας πάνω σε σπαρμένη στάχτη. Ωστόσο, η παρουσία της Σκιάς στο ημιυπόγειο τις νύχτες δεν της επιτρέπει να διαρκούν πολύ αυτές οι στιγμές. Ο θάνατος αυτός διακόπτεται αιφνιδίως, ένα γράπωμα σαν αγκίστρι που μαγκώνει στη κλείδα της, την τραβάει βίαια προς το βάθος του σκοτεινού θόλου και την αναγκάζει να πεταχτεί αλαφιασμένη, μόνο για να κοιταχτούν ξανά και πάλι πίσω. 

Οι μέρες της Μαρίας μετατρέπονται σε χρόνο άχρονο τον οποίο δεν εκμεταλλεύεται, δεν βιώνει πραγματικά. Η Μαρία αναλώνεται στο να μένει για ώρες ξαπλωμένη στον καναπέ – κρεβάτι, με τον υπολογιστή στα πόδια να παίζει κάτι, αδιάφορο το τι, με την καλίμπα στο δεξί χέρι να ηχεί που και που χωρίς τόνο ή μελωδία και την μαύρη γάτα της να τεντώνεται τεμπέλικα στη κοιλιά της. Η επαφή της με τον έξω κόσμο, με το Στέφανο, με τους φίλους και τις φίλες από καθημερινές γινονται πλέον μακρινό παρελθόν, σαν όχημα που βλέπει κανείς να χάνεται στον καθρέφτη του παρμπρίζ, κινούμενο στο αντίθετο ρεύμα. Αντ’ αυτού, μια Σκια καταλαμβάνει το χρόνο της ανάπαυσής της, καλύπτοντας τις ώρες που ζει. Ο Στέφανος στην αρχή τη χάιδευε για να τη ξαναπάρει ο ύπνος, την προέτρεπε να μιλήσει με την αναλύτριά της. Τη τέταρτη συνεχόμενη νύχτα αγρυπνίας, υποκρίθηκε πως κοιμάται. 

Το απόγευμα έπειτα από το έκτο βράδυ παρουσίας της Σκιας, κι ενώ το δέρμα της άρχισε να γίνεται διάφανο, τα βλέφαρά αχνά μωβ, κίτρινα, μαλλιά ένα αδιάφορο προς εκείνη σύμπλεγμα και τελευταία φορά που άλλαξε μακό και φόρμα δεν θυμόταν πότε ήταν, άρχισε να αναζητά στο διαδίκτυο για σκιές, Μόρες, υπνικές παραλύσεις, Μπαμπαγιέγκες και λοιπά τέτοια.  

Την έβδομη ημέρα από την εμφάνιση της Σκιάς, ο Στέφανος έλειπε από το μεσημέρι και γύρισε αργά το βράδυ. Πήρε αγκαζέ το αρμόνιο απροειδοποίητα, το σφήνωσε στο φιατάκι της Μαρίας, και πήγε κάπου προς λόφο Στρέφη, σε ένα στούντιο για ηχογράφηση. Όπως θα της έλεγε αργότερα, γνώρισε μια μουσικό, την Όλι, που ήταν κάποτε σε ένα ημιδημοφιλές σχήμα και έπαιζε στα εναλλακτικά μαγαζιά του κέντρου των Αθηνών και τα καλοκαίρια σε υπαίθρια φεστιβάλ κατασκηνώσεων. Λίγες εβδομάδες προ της γνωριμίας του Στέφανου με την Όλι, το σχήμα διαλύθηκε, η Όλι (πραγματικό όνομα Βαρβάρα – το Όλι ήταν κάποιο λογοπαίγνιο με το όνομα του σχήματος, το οποίο ποτέ δεν ενδιέφερε να μάθει ή να καταλάβει η Μαρία) γνώρισε το Στέφανο και στο άκουσμα της πληροφορίας ότι παίζει αρμόνιο, του πρότεινε αμέσως να συνεργαστούν. 

Ήταν η πρώτη ημέρα που δεν σηκώθηκε το παντζούρι του ημιυπογείου, ούτε για λίγες ώρες, προς απροσδόκητη ανακούφιση της Μαρίας. Δεν το περίμενε ότι θα της άρεσε καλύτερα έτσι – ο ενθουσιασμός της βασίζονταν καταρχήν στο ότι αυτή η δημιουργημένη ατμόσφαιρα πηγάζει από τη παντελή έλλειψη προσπάθειας, η διαρκής νύχτα του να βρίσκεσαι στα χαμηλά επίπεδα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Άλλωστε, τη προηγούμενη φορά που ο Στέφανος άφησε ανοιχτό το πατζούρι, η μαύρη γάτα που φιλοξενούν ξεγλίστρησε στο γλιτσιασμένο πεζοδρόμιο. Έως και σήμερα, τα νυχάκια της δεν έχουν ακουστεί στο κάτω δεξί άκρο του παντζουριού. Τη δεύτερη νύχτα που η γάτα δεν επέστρεψε, η Μαρία έμεινε συλλογισμένη, υπό την επιτήρηση της Σκιας και με ηχητική υπόκρουση το ελαφρύ ροχαλητό του Στέφανου, να σκέφτεται εάν ποτέ είχε γάτα ή ήταν ένα απλό μαξιλάρι που χάιδευε τις προηγούμενες ημέρες του λήθαργου. Θα μπορούσε να επιβεβαιώσει αν το πιατάκι του ζώου βρισκόταν ακόμα στη γωνία, αλλά δεν μπορούσε να ξεμυτίσει από το σεντόνι της, δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα της από τη πλάτη του Στέφανου, γιατί η Σκια λύμαινε τη γωνία που βρισκόταν το πιατάκι. 

Την όγδοη νύχτα, ο Στέφανος μπήκε στο σπίτι αφηρημένος, μετά από μια μακρά συνεδρία με την Όλι. Κλείδωσε τη πόρτα πίσω του και έβγαλε αμέσως τα παπούτσια του. Κοίταζε στο πάτωμα, έκανε τα πάντα με τη πλάτη γυρισμένη προς το κρεβάτι – ομφαλό. Δεν σήκωσε το βλέμμα του, παρά μόνο αφού πήρε μια βαθιά ανάσα, παρά μόνο για να του κοπεί και αυτή την επόμενη στιγμή, στο θέαμα της Μαρίας. Την είχε δει τις προηγούμενες μέρες κουρασμένη, έχει προσέξει ότι το τηλέφωνό της δεν χτυπούσε πλέον, ή αν χτυπούσε, δεν την απασχολούσε ιδιαίτερα, σε αυτόν δεν έδινε καθόλου σημασία, στις παραινέσεις και τις παρεμβολές του σε αυτή της τη ληθαργική κατάσταση, απαντούσε τυπικά ή με γρυλίσματα. Στο καιρό που ήταν μαζί – και ήταν πολύς ο καιρός – αμφότεροι κατέβαλαν προσπάθεια για να στηρίξουν συναισθηματικά και υλικά τον άλλον. Πλέον το κεφάλαιο που είχε να συνεισφέρει ο Στέφανος στην Μαρία, ήταν ελάχιστο, ή τουλάχιστον η Μαρία δεν μπορούσε να το λάβει πλέον σαν βοήθεια – έτσι το έβλεπε αυτός τουλάχιστον. Και πλέον έπρεπε να το αντιμετωπίσουν, δεν ήξερε πως, αλλά ήξερε ότι κάτι πρέπει κατ’ ελάχιστον να ειπωθεί, κατά το μείζον να γίνει. Γι’ αυτό πήρε τη βαθιά ανάσα και σήκωσε το βλέμμα του προς την Μαρία, η οποία καθόταν ακριβώς όπως την είχε αφήσει το σούρουπο, με τα γκρίζα της πόδια σταυρωμένα στη λεκάνη, τα κάτισχνα δάχτυλά της πλεγμένα μέσα στη φωλιά των ποδιών της, το ίδιο μακό ξεχειλωμένο και τα μαλλιά της πλέον μια άμορφη γυαλιστερή μάζα που στεφανώνει το ρουφηγμένο δέρμα της – θαρρείς και έβλεπες τα οστά του κρανίου της. Τα μάτια της πυρακτωμένα κάρβουνα με μαβιές ανταύγειες στις ημιάδειες κόγχες ήταν καρφωμένα στη πόρτα του διαμερίσματος, καθισμένη μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Έξω φυσούσε, το παντζούρι ήταν ανοιχτό και οι τριμμένες κουρτίνες κυμάτιζαν σαν σημαίες μέσα στο σπίτι. Προσπάθησε να διαβάζει τα μάτια της, που ήταν δυο στάλες λευκού -μπορεί να ήταν και της φαντασίας τους όμως- στο έρεβος της παρουσίας της.  

Ξεκίνησε αυτή, πιο στεγνή και από τα μάτια της. 

«Θες να πούμε κάτι;». 

(Ε ρε πούστη μου) «Μαρία μου, είσαι καλά; » 

«Ναι, εντάξει, απλώς δεν κοιμήθηκα–» 

«– εδώ και έναν αιώνα περίπου Μαρία μου;» (πώς τα βρίσκω και τα λέω) 

κάγχασε, « Όχι, εντάξει. Απλώς βλέπω εφιάλτες» 

«Και γιατί δεν με ξύπνησες;» (τι μαλάκας, αφού κάθε βράδυ με σκούνταγε πριν καμιά βδομάδα, μετά συνέχισε και την αγνοούσα, μέχρι που την ένιωθα κάποιες στιγμές να με καρφώνει με το βλέμμα της, μα τι μαλακίες λέω) 

«Ε σιγά, κάποια στιγμή θα κοιμηθώ, πού θα πάει, θα φύγει αυτό το πράγμα πάνω από το κεφάλι μου» 

«Ποιο πράγμα;» 

«Αυτό που βλέπω στον ύπνο μου» (ξέρω ότι δεν το βλέπω στον ύπνο μου, είναι πάρα πολύ συνεπές στα ραντεβού του, για να είναι μια απλή αναπαράσταση του υποσυνειδήτου μου και παράλληλα δεν έχει σχήμα, παρότι καταλαμβάνει χώρο, δεν μπορώ να το εξηγήσω, το ίντερνετ είναι γεμάτο μαλακίες και ψέματα σαν διηγήσεις πραγμάτων που δεν συνέβησαν ποτέ, στομφωδώς γραμμένα για να σε τρομάξουν, αλλά όταν έχεις δει αυτό που έχω δει εγώ, τι συζητάμε, τι κατάσταση είναι αυτή, γιατί με το ζόρι να φοβάστε, ο κόσμος είναι τρομακτικός από μόνος του, γιατί προσπαθείτε να τρομάξετε τους άλλ) 

« Μαρία; Σε ρωτάω τι βλέπεις στον ύπνο σου; Και γιατί δεν το συζητάς με την αναλύτρια σου;» 

«Τη πήρα αλλά δεν το σήκωνε για ραντεβού », είπε ψέματα.  

«Καλά, τώρα λες ψέματα, αλλά το θέμα είναι άλλο, εδώ τι κάνουμε;» 

«Εμείς εννοείς;» 

«Ναι, στη σχέση μας» 

«Τίποτα, ξέρω γω; Δεν έχω ιδέα.» 

«Τι πα να πει ότι δεν έχεις ιδέα;» 

“Πότε τα φτιάξαμε; Πότε κάναμε τελευταία φορά σεξ; Πότε μπήκαμε στο σπίτι αυτό; Ποιος πληρώνει τα ενοίκια, πού θα πάμε διακοπές, πότε έρχεται το καλοκαίρι, πού δουλεύεις, ποιος είναι ο αγαπημένος μου καφές; Πού είναι η γάτα;» 

«…Ποια γάτα ρε». 

«Η γάτα, η γάτα πώς τη λένε τη γάτα». 

Σε εκείνο το σημείο ο Στέφανος άναψε το φως, μόνο και μόνο για να κάνει κάτι, και τη πλησίασε. Της χάιδεψε το μάγουλο, αυτή παρέμεινε ακίνητη. Συνέχιζε να κοιτάει στο πουθενά. 

«Με ανησυχείς. Αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι, δεν με βοηθάς να σε βοηθήσω» 

«Δε θέλω βοήθεια, θέλω να φύγει αυτή η Σκιά από πάνω μου» 

«Η ποι τέλος πάντων. Θα πάω να κοιμηθώ στην αδερφή μου απόψε. Θες να μιλήσουμε αύριο;» 

«Ναι». 

Δεν μίλησαν. 

Το ίδιο βράδυ η Μαρία έπεσε μπρούμυτα στα μαξιλάρια του Στέφανου, τα οποία δεν είχαν αλλαχτεί όλη την εβδομάδα, εισπνέοντας τη μυρωδιά του. Το ίδιο έκανε τα επόμενα τρία βράδια. Δεν έκλαιγε, δεν ήταν ότι της έλειπε. Ήθελε να θυμάται ότι υπήρξε ο Στέφανος στη ζωή της και παράλληλα δεν κοίταζε τη γωνία. Κρεμασμένη από το μαξιλάρι του, στην άλλη άκρη του κρεβατιού, η κατάστασή της βελτιωνόταν διαρκώς. Κοιμόταν σταδιακά όλο και πιο σταθερά, τα τινάγματα από τον ύπνο και τα σύγκρομα υπήρχαν ακόμα, αλλά τα συνήθιζε, η Σκια ήταν εκεί, αμετακίνητη, βλοσυρή, ωστόσο λίγο πιο ανάλαφρη. Ανέπνεε πιο καλά, κι ας τα σεντόνια ήταν νοτισμένα από σωματική και ατμοσφαιρική υγρασία. Η μέγγενη πίσω από τα μάτια της ξέσφιξε για λίγο, η πετονιά, που ήταν δεμένη με το αγκίστρι που τη μάτωνε λίγο πάνω από τη καρδιά της, δεν λύθηκε, αλλά τουλάχιστον χαλάρωσε το τέντωμά της 

                                                          (όμως δεν σταμάτησε να τη πονάει) 

Τελικά πρέπει να είχε κάποτε γάτα, γιατί μετά πέντε μέρες αφού έφυγε ο Στέφανος, πήγε ενάμιση βήμα ως τη κουζίνα – τραπεζαρία – πλυντήριο – στεγνωτήριο πάγκος κοπής λαχανικών, και βρήκε ένα σακούλι με λιχουδιές ζώου σφραγισμένο, της γέμισαν το στομάχι, κερδισμένη τροφή για το κόπο που κατέβαλε. Τις έβαλε σε πολυμπάγκ, 3-4 μπισκότα στο καθένα, τα έδενε ένα φιογκάκι και τα πέταγε στο καναπέ – κρεβάτι. Πλέον μένει, τρέφεται εκεί, στη γωνία της, ένιωθε ότι η ιστορία με τη Σκιά, όπου να’ ναι κάπως θα λήξει, ίσως απόψε– 

Πετάχτηκε από τον ύπνο της, πιο ταραγμένη από κάθε φορά, Σηκώθηκε στα πόδια της, τα οποία έτρεμαν από την ατροφία, τα χείλη της σκασμένα, τα μάτια έτοιμα να ξεχειλίσουν από τις κόγχες και να τρέξουν στα μάγουλα, λεπτές, στιλπνές τρίχες σε όλο της στο σώμα, ομορφες σαν φρέσκοι κισσοί και αγριόχορτα που καλύπτουν μπρουταλιστικά κτίσματα σε εγκαταλελειμμένες, για δεκαετίες, πόλεις του παρελθόντος (ή μόνο στο σινεμά μαζικών καταστροφών; ήρθε το τέλος του κόσμου ή θα το δούμε για δέκατη χρονιά σερί στο Θερινό;), τα οστά του προσώπου της σαν στιλβωμενες λεπτομέρειες αποτροπαϊκής μάσκας, έκανε το ένα βήμα χωρίς σκέψη μέχρι τη Σκιά, όχι με πρόθεση να αναμετρηθεί με αυτό, ούτε να ανακαλύψει εάν υπάρχει ή οτιδήποτε συμβαίνει στη ζωή της συνέβη αλήθεια ή κάτι άλλο, αλλά με την αποφασιστικότητα του ανθρώπου που δεν νοιάζεται για το τι συμβαίνει, γιατί πολύ απλά το παρελθόν είναι οι εσωτερικές αναπαραστάσεις παρά τα καταγεγραμμένα γεγονότα, αυτά δεν υπάρχουν, είναι η πρόσληψη αυτών με τις αισθήσεις μας, και η σημερινή μας ερμηνεία επί των αναμνήσεων των γεγονότων,  

                                                                                                                 Για παράδειγμα, 

ο Στέφανος ήταν ένας άντρας που κάθισε απέναντί της στο 500 ένα χάραμα, και ήταν πολύ άβολος, γιατί ήθελε συστηματικά να αποφύγει να συναντηθούν τα βλέμματά τους, για να μην την ανησυχήσει, καθώς το λεωφορείο ήταν έρημο σε εκείνες τις στάσεις που διασταυρώθηκαν, οι μαύρη γάτα δεν ήταν παρά βγαλμένη από μια συλλογή ιστοριών του Edgar Allan Poe, έκδοση τσέπης με κάτι μικρές βινιέτες μέσα, μια βινιέτα εξ αυτών ήταν και η γάτα που αγκάλιαζε πριν φύγει από το παντζούρι, οκ τώρα βγάζει νόημα, αν δεν υπήρξε ο Στέφανος, τότε ποιος άνοιξε το παντζούρι να βγει η γάτα; 

Δεν το πήρε χαμπάρι, αλλά η Σκιά τρυφερά τής χάιδεψε τους ώμους και αυτή λύθηκε στα κλάματα, στη γωνία λύθηκε γενικώς, χέρια, κορμός, ψυχή, αναμνήσεις, σκόνη, τουλούπες, χωρίς αναμνήσεις, χωρίς έγνοιες, κανένα παρελθόν, κανένα μέλλον, κατά λογική αναγκαιότητα επομένως, καμιά και για κανέναν, δυστυχία. 

  • Social Links: