του Σπυρέα Συδ
Τη γραμμή του ορίζοντα οριοθετούσε το σχοινί, που είχε τεντώσει στο μπαλκόνι από άκρη σ’ άκρη, για να απλώνει τα ρούχα. Μέσα από το διπλό κρύσταλλο της μπαλκονόπορτας, η λεπτή γραμμή του σπάγγου διαχώριζε τα τσιμεντένια βράχια της πόλης, από το γαλαζογκρί του ουρανού. Ήταν σαν ο κόσμος να είχε σχεδιαστεί πάνω και κάτω από τα απλωμένα ρούχα, επίτηδες. Ίσως τυχαίο, ίσως απλά να φρόντιζε να κοιτάει πάντα από αυτή τη γωνία, ώστε να συμβαίνει αυτό το εφέ. Ασήμαντη λεπτομέρεια και καλύτερα ας την αφήσουμε – θα συμβούν άλλα σημαντικότερα πράγματα στη συνέχεια.
Αφησε το κρεβάτι και το χάζεμα της θέας, όταν ο σφυγμός του είχε φτάσει πια στο φάρυγγα. Οι τρικυμιώδεις σκέψεις τού είχαν προκαλέσει πονοκέφαλο και το στομάχι του ήταν δεμένο σε ναυτικό κόμπο (από τους απλούς, αλλά και πάλι…). Όταν έφτασε στην κουζίνα ένιωσε τον ουρανίσκο του –από συνήθεια περισσότερο– να ζητά να συναντήσει τη γεύση του καφέ. Τρίτος σε μια μέρα. Γιατί όχι, λες και αν δεν έπινε θα κοιμόταν πιο εύκολα. Η καφετιέρα ανέλαβε δουλειά και εκείνος περίμενε από πάνω της, μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία διύλισης του, αυτοκρατορικής προελεύσεως, υγρού αποστάγματος. Σταγόνα σταγόνα. Τόσο πολύ δεν είχε τι να κάνει.
Με το φλυτζάνι γεμάτο στο χέρι στάθηκε στο παράθυρο κοιτώντας αδιάφορα τους δεκαπεντάχρονους σκεητάδες του δρόμου. Ούτε ένας με κάποιο ιδιαίτερο ταλέντο, αλλά όλοι μαζί συνέθεταν μια σχετικά ευχάριστη κουστωδία και η φασαρία τους είχε μια ενέργεια, αν μη τι άλλο. Τους χάζεψε για κανά τρίλεπτο και γύρισε το βλέμμα του στον ουρανό. Τελευταία παίζει να περνούσε και πάνω από μια ώρα την ημέρα κοιτάζοντας το αχανές μπλέ. Υπήρχε μια αραίωση της ύλης στο χώρο γύρω του, μέσα του και παραπέρα, και γι’ αυτό μάλλον το κενό της ατμόσφαιρας τού φαινόταν πιο προσιτό. Κάτι πετούμενα διέσχισαν με αυθάδεια το οπτικό του πεδίο και χάθηκαν πίσω από το τσιμεντένιο φόντο της σκηνής, ανακόπτοντας απότομα την ακολουθία των ειρμών του.
Ξαναγύρισε το βλέμμα του στους μέτριους σκεητάδες και με έκπληξη παρατήρησε ότι κάτι διαφορετικό είχαν πάνω τους οι μικροί. Είχαν γεμίσει με ένα χνούδι πάνω στο δέρμα, που ξεπρόβαλε παντού όπου η «στολή» τους, φαρδιά παντελόνια και υπερμεγέθη τίσερτ, δεν κάλυπτε τη σάρκα τους. Στο φως του ήλιου, έμοιαζε με γυαλιστερό τρίχωμα ζώου και όσο περνούσε η ώρα πύκνωνε. Έτριψε τα μάτια του, τα γούρλωσε, κούνησε λοξά το κεφάλι του και άλλαξε τρεις μορφασμούς σε μερικά δεύτερα, προσπαθώντας να καταλάβει τι συμβαίνει και αν είναι όντως ξύπνιος. Μπροστά στα μάτια του οι σανιδάτοι πιτσιρικάδες φουντώνανε με πηχτή γούνα, γκρίζα και λαμπερή, και παρ’ ότι δεν έμοιαζαν να ενοχλούνται ή να καταλαβαίνουν τι τους συμβαίνει, η μεταμόρφωσή τους εξελισσόταν ραγδαίως. Σε πολύ λίγο είχαν γεμίσει ολόκληροι με τρίχες και τα άκρα τους είχαν βγάλει νύχια, μεγάλα και γαμψά. Τα ρούχα τους σκίζονταν σιγά σιγά, αλλά αυτοί, ήταν πέντε στον αριθμό, συνέχιζαν το παιχνίδι τους ατάραχοι και συγκεντρωμένοι στις σανίδες τους. Δεν ήξερε πώς να νιώσει μπρός στο θέαμα, δε μπορούσε να βρει κάτι λογικό να πιαστεί να σκεφτεί, κάπως να ζυγίσει αυτό που έβλεπε. Δε μπορούσε καν να κουνηθεί, περίμενε μάλλον, πότε κάποιος Χριστιανός θα τον ταρακουνούσε να ξυπνήσει. Επιτέλους κάποιος!
Ο μετασχηματισμός του ανθρώπου σε αρουραίο, είναι μια διαδικασία σύνθετη και συνήθως επίπονη. Καμμιά φορά όμως, όταν οι συνθήκες είναι τέτοιες, κάποιες συγκεκριμένες μέρες και ώρες, συμβαίνει απλά και όμορφα χωρίς την παραμικρή παρενέργεια. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο ξενιστής καταλαβαίνει τι του συμβαίνει, μόνο αφού η μεταμόρφωσή του έχει ολοκληρωθεί. Οι πέντε σανιδοκέφαλοι, συγκεκριμένα, ένιωσαν τα δόντια τους να εξέχουν απ’ το στόμα, τα μάτια τους χωρίς βλεφαρίδες και τα αυτιά τους να χάσκουν στο απογευματινό αεράκι, όταν πια ήταν και οι πέντε κάτι άλλο. Μια χούφτα υπέροχα τρωκτικά, σε μέγεθος ανθρώπινο όμως, με σανίδες κάτω από τα ροζοκόκκινα γυμνά τους πόδια. Είχανε φάση, ήτανε αλλόκοτα αλλά χαριτωμένα.
Κι έτσι το απόγευμα που ξεκίνησε με μεταφυσικές αναζητήσεις εμπνευσμένες από τη θέα της τσιμεντένιας γήινης πόλης, τελείωσε με ασυνάρτητες σκέψεις ενός ανθρώπου, που ήθελε απεγνωσμένα να επιστρέψει στη λογική ενώ μπροστά του εκτυλισσόταν ό,τι πιο παράλογο και μη -γήινο. Αχάριστος ο μπαγάσας, τη μέρα που οι θεοί αποφάσισαν να του χαρίσουν ένα θέαμα ανήκουστο, ένα σίγουρο διέξοδο από τη βαρεμάρα του, εκείνος έβαλε πάνω του τον πιο δειλό και φοβισμένο εαυτό. Έτσι άδοξα παρακολούθησε όλο το θαύμα από την αρχή ως το τέλος, τρίζοντας τα δόντια σε ημιαγρία κατάσταση πανικού.
Τα πέντε παιδιά με σκισμένα ρούχα και χωρίς παπούτσια, με τις σανίδες παραμάσχαλα και τα χείλη τους γεμάτα εκδορές, πήραν το δρόμο του γυρισμού μόλις επανήλθαν στην οικογένεια του χόμο σάπιενς. Λίγα θυμόντουσαν, τίποτα δε μπορούσαν να εξηγήσουν, όλα αποφάσισαν να τα ξεχάσουν. Και καθώς απομακρύνθηκαν από τον πεζόδρομο κάτω από το παράθυρό του, εκείνος έγειρε στο μαξιλάρι, ήρεμος και ξαλαφρωμένος. Προσπάθησε να ξαναβρεί τη οπτική γωνία της θέας έξω από το διπλό κρύσταλλο, που το σύρμα με τα μανταλάκια έκοβε τον κόσμο ακριβώς στη μέση. Εκεί ακριβώς που ήταν ο ορίζοντας, εκεί ακριβώς που ο ήλιος βουτούσε κάθε βράδυ, μια γραμμή ξεκάθαρη, ουρανός πάνω, γη κάτω.
4 Απριλίου 2012
Social Links: