του Βασίλη Μελετιάδη
Κρώμνη, κάποτε
Ο παπα-Μάρκος σκουπίζει σιγά-σιγά τη σκόνη και τους σοβάδες που έχουν μαζευτεί στο πάτωμα της εκκλησίας. Οι τοίχοι έχουν ξεφτίσει για τα καλά πια, οι στρώσεις της μπογιάς έχουν φύγει και σε πολλά σημεία φαίνεται η σάρκα του ναού, ένα κακοφτιαγμένο συνονθύλευμα από κονιάματα, τούβλα και ντόπιες πέτρες. Όσο γυμνώσαν τα ντουβάρια, τόσο ντύθηκαν οι άγιοι την πασπάλη του χρόνου και πια δε φαίνεται ποιον αναπαριστά το κάθε εικόνισμα.
«Αν δεν τους βλέπω εγώ, δε με βλέπουν κι αυτοί» σκέφτεται ο παπάς κοιτάζοντας κλεφτά μια από τις γκρίζες θολές μορφές στο τέμπλο. Έχει ξεχάσει ποιος κρύβεται πίσω από τη σκόνη. Να ‘ναι η Παναγία; Ο Χριστός; Ποιος ξέρει; Θυμάται μόνο ότι ο ναός είναι του Αη-Νικόλα.
«Τι δουλειά έχει ο προστάτης των ναυτικών εδώ πάνω;» μουρμουρά για μυριοστή φορά κουνώντας το κεφάλι του και μαζεύοντας τα τελευταία χαλικάκια σε μια γωνιά. «Εκεί κάτω, πέρα από τον κάμπο και πέρα από την ακτή, η θάλασσα είναι πάντα επικίνδυνη. Κακοί δαίμονες κυνηγούν τους ναύτες και θαλάσσια τέρατα τρώνε τα παιδιά. Τι σκοτάδια μπορεί να κρύβει ο βυθός; Τι δόντια μπορεί να βυθιστούν στη σάρκα σου; Μακριά από μας… Εδώ πάνω, εδώ ψηλά, δεν έχει δαίμονες και τέρατα. Μόνο εμένα έχει.»
Στο βουνό, στην άκρη του κόσμου, το σκοτάδι καταφθάνει απότομα. Τα γερασμένα μάτια του παπα-Μάρκου μετράνε τις τελευταίες ακτίνες ακτίνες του ήλιου καθώς μια-μια γλιστρούν και φεύγουν από το παράθυρο, δίνοντας τη θέση τους σε σκιές που τριγυρνάνε αναποφάσιστες στο χώρο, μέχρι να βρουν κάπου να καθίσουν, πίσω από τις καρέκλες, κάτω από τα εικονίσματα, γύρω από τα ράσα του παπά. Εκεί κουρνιάζουν.
Τα πόδια του τον σέρνουν αργά προς την εξώπορτα. Ούτε ένα αναμμένο κερί δεν αφήνει πίσω του – θα ήταν περίεργο άλλωστε μετά από τόσα χρόνια.
Κάνει ένα βήμα έξω και σταματά. Του αρέσει εδώ, μπροστά στην πόρτα του Άη-Νικόλα, να νιώθει θεματοφύλακας των ιερών και οσίων του χωριού. Κοιτάζει ένα γύρω μες στο μισοσκόταδο, σαν καλός ποιμήν, να δει τα παιδιά του, τα πνευματικά του τέκνα, τον οικισμό να απλώνεται προς τα κάτω στην πλαγιά. Πιο δίπλα ένα σπίτι με γκρεμισμένη στέγη. Εκεί πιο κάτω δέντρα και θάμνοι προβάλλουν ανάμεσα στους τοίχους ενός αρχοντικού. Δεξιά μια ετοιμόρροπη αποθήκη. Και πέρα στο σοκάκι που έρχεται από την πλατεία, μια σιωπηλή μορφή στέκεται και τον κοιτάζει, ακίνητη. Κρατάει ένα αναμμένο κερί στο δεξί της χέρι, η φλογίτσα του οποίου ίσα που τονίζει το περίγραμμα της φιγούρας και μια μύτη που ξεπροβάλει από το κεφάλι.
«Ποιος είναι τέτοια ώρα;» μονολογεί ο παπάς, χωρίς να σκεφτεί πως το πρόβλημα δεν είναι η ώρα αλλά ο τόπος.
Το σκοτάδι έχει πέσει ολότελα πια απάνω στο βουνό και ανάμεσα στα έρημα σπίτια. Μονάχα το κερί τολμά να αναστατώνει ακόμα τις σκιές, καθώς αυτές στροβιλίζονται γύρω από τη σκιερή μορφή.
«Μήπως θέλεις να ανάψεις κερί στην εκκλησιά;» φωνάζει ο παπάς μην αντέχοντας την αναμονή και θυμούμενος ότι ο κόσμος κάποτε άναβε κεράκια εδώ. Μικρά παιδιά έρχονταν σωρηδόν μετά το σχολείο και ζωντάνευαν την εκκλησία με γέλια και μικρές φωτίτσες, τόσες, που έλεγες πως θα ξεκινήσουν πυρκαγιά.
Η μορφή έχει δει πολλά παιδιά, όσα και ο παπάς. Αλλά παιδί δεν είναι. Δεν απαντά. Συνεχίζει μόνο να κοιτάζει διαπεραστικά το γερο-Μάρκο. Κι αυτός, μην αντέχοντας άλλο, κλείνει τα μάτια του ώστε να σκοτεινιάσουν όλα γύρω του και να μην μπορεί η φιγούρα να τον βλέπει, όπως συμβαίνει και με τις σκονισμένες εικόνες. Φεύγει το χωριό από μπροστά του, φεύγει ο Άη Νικόλας από πίσω, φεύγουνε τα αστέρια από πάνω, πάει και η γη που τον κρατάει. Στο δικό του κόσμο τώρα, πλέει σε περασμένες εποχές, όταν το χωριό ήταν γεμάτο χαρούμενες, παιχνιδιάρικες φωνούλες, η καθεμιά τους κι ένας άλλος κόσμος, ένας άλλος ήχος, μια νέα γεύση. Ήταν αθώος ο κόσμος τότε και όμορφος. Πώς χάθηκαν αυτά τα γέλια; Γιατί σίγασαν; Τι τα έφαγε; Όσο κι αν ρωτά τον εαυτό του δε μπορεί να θυμηθεί.
Ένα ψυχρό αεράκι περνάει πάνω από τα κλειστά του μάτια. Μάταια τα έχει κλείσει. Μέσα στο όνειρο, ανάμεσα στα παιδιά που τρέχουνε και παίζουν, εκεί στέκεται και η μορφή, πιο σκοτεινή από ποτέ. Δίπλα της ο παπα-Μάρκος βλέπει τον εαυτό του. Κι απ’ τα χείλη του τρέχει αίμα.
Ανοίγει τα μάτια τρομαγμένος και βλέπει ότι το κεράκι βρίσκεται τώρα ακριβώς μπροστά του. Πίσω από τη φλόγα, το ρυτιδιασμένο πρόσωπο μια ηλικιωμένης γυναίκας ψευτοφωτίζεται με μικρές αναλαμπές, οι οποίες αντανακλώνται ζωηρά στα μαύρα μάτια της. Ένας θάμνος από ανάκατες αχυρένιες τρίχες πλαισιώνει το κεφάλι της. «Ώστε αυτή ήταν τόση ώρα» σκέφτεται ο γερο-Μάρκος και αμέσως συνειδητοποιεί την ελαφρομυαλιά του «μα ποια άλλη θα μπορούσε να είναι;».
«Τι θες, βάβω;» ρωτάει ο παπάς, με τρέμουλο.
Η γριά παραμένει σιωπηλή, κοιτώντας αυτόν που τόσο καλά γνωρίζει εδώ και χρόνια και που τη γνωρίζει και αυτός. Η ζωή τούς είχε φέρει από νωρίς μαζί σε αυτό το χωριό, για να το καθοδηγήσουν και να το μορφώσουν, όπως ένας δάσκαλος, με όρεξη, μορφώνει ένα παιδί. Κι εδώ σιγά-σιγά γεράσανε. Μαζί τα χρόνια φάγανε. Τα φάγανε όλα.
«Θες κάτι;» επαναλαμβάνει, πιο ήρεμα αυτή τη φορά.
Ένα άγριο χαμόγελο διαγράφεται τώρα ανάμεσα σε χιλιάδες ρυτίδες και μια σειρά από τέλεια ολόλευκα δόντια σπάει την εικόνα του προσώπου της. Μια σαρανταποδαρούσα βγαίνει γρήγορα από το ένα ρουθούνι και μπαίνει στο άλλο.
«Ναι» απαντά μέσα από το απόκοσμο χαμόγελο και τα εφηβικά της δόντια.
Αναστενάζοντας, ο παπα-Μάρκος γυρνάει προς την πόρτα της εκκλησίας. Οι μνήμες έχουν αρχίσει να επιστρέφουν και ένα ρίγος ανάκατο από αηδία, πάθος, ενθουσιασμό και φόβο τον διαπερνά ξεκινώντας από το στομάχι και φτάνοντας στο γερασμένο του μέτωπο.
«Έλα» λέει, ανοίγοντας τη σαπισμένη πόρτα της εκκλησίας. Η γριά ακολουθεί. Σβήνει το κερί με το αριστερό της χέρι και το πετάει κάτω στο χώμα. Μπαίνουν μαζί σιωπηλά και κλείνουν την πόρτα πίσω τους. (Ραψ ε 226-227)
Κάτω, πέρα από τον κάμπο και τις ακτές, η θάλασσα δεν έπαψε ποτέ να έχει δαίμονες και τέρατα. Πάνω, πέρα από τα δάση, τα βουνά δεν έπαψαν ποτέ να έχουν ακριβώς το ίδιο.
Η Κρώμνη είναι ένα εγκαταλειμμένο χωριό στις πλαγιές του όρους Πάικου στο νομό Πέλλας. Λόγω της απομονωμένης του τοποθεσίας, οι κάτοικοί του άρχισαν να αποχωρούν στις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Social Links: