16 Αυγούστου 2020, ώρα 18:00. Από τις λίγες -δυστυχώς- φορές στη ζωή μου που προσπάθησα, κάπως παραπάνω, να επιδείξω συνέπεια με το χρόνο απέναντι σε προγραμματισμένο ραντεβού μου. Στην προκειμένη…

’’H ζωή δεν είναι πάντα κενή’’: Συνέντευξη με τον Carlos O’Connell, κιθαρίστα των Fontaines D.C.

16 Αυγούστου 2020, ώρα 18:00. Από τις λίγες -δυστυχώς- φορές στη ζωή μου που προσπάθησα, κάπως παραπάνω, να επιδείξω συνέπεια με το χρόνο απέναντι σε προγραμματισμένο ραντεβού μου. Στην προκειμένη περίπτωση βέβαια, δεν θα μπορούσα να κάνω διαφορετικά· ελάχιστα περιθώρια καθυστέρησης υπάρχουν άλλωστε, όταν σου δίνεται η δυνατότητα να συζητήσεις με ένα από τα αγαπημένα σου συγκροτήματα. Ωστόσο, ακόμα κι αν εγώ ήμουν συνεπής στη συμφωνημένη ώρα, τόσο τα τεχνικά προβλήματα που προέκυψαν την τελευταία στιγμή με την εφαρμογή του zoom, όσο και ένα αναπάντεχο τηλεφώνημα, ήταν αρκετά για να μου προσθέσουν λίγο παραπάνω άγχος, αλλά κυρίως, να μεταφέρουν τη συζήτησή μας με τον Carlos Ο’Connell, κιθαρίστα των Fontaines D.C., περίπου μία ώρα αργότερα. Το -σχεδόν- σίγουρο είναι πως θα διέθετα όσο επιπλέον χρόνο χρειαζόταν. Ο λόγος κάπως παραπάνω από προφανής· οι Fontaines D.C., η πενταμελής post punk μπάντα από το Δουβλίνο, μετράνε ήδη στο ιστορικό τους δύο αισθητικά άρτιες δουλειές, δύο μελωδικά υπέροχους και συνεπείς στο σκοπό τους δίσκους, προσθέτοντας συνεχώς κάτι νέο στη μουσική παράδοση στην οποία ανήκουν και αντιμετωπίζουν με απόλυτο σεβασμό.

Με την κυκλοφορία του δεύτερου δίσκου τους A Hero’s Death στις 31 Ιουλίου, υπό τη δισκογραφική σφραγίδα των Partisan Records και Rough Trade, να ακολουθεί αυτήν του καθηλωτικού ντεμπούτο τους Dogrel τον Απρίλιο του 2019, οι Fontaines D.C. επιβεβαιώνουν πως επάξια κατέχουν μία δυνατή -και εξελισσόμενη σε ακλόνητη- θέση ανάμεσα στα καλύτερα παραδείγματα της σύγχρονης μουσικής σκηνής, με τις εκρηκτικά ενθουσιώδεις κριτικές να θερίζουν και την αποδοχή των ακροατών τους να αποκτά ολοένα και πιο ισχυρά θεμέλια.

Συνεσταλμένος και χαμογελαστός, παραστατικός και ακριβής στις απαντήσεις του, με περίσσεια αγάπη και αφοσίωση στη δουλειά της μπάντας του, το μουσικό ήθος του κιθαρίστα των Fontaines D.C. Carlos Ο’Connell με καθήλωσε, παρασύροντάς με να συναισθανθώ τον ενθουσιασμό του για όλα όσα έχουν καταφέρει τα τελευταία χρόνια. Υποθέτω πως δύσκολα θα με άφηνε ανικανοποίητη μία καθ’ όλα εκτενής κουβέντα που συγκέντρωσε τις περιγραφές του Carlos τόσο για το νέο τους δίσκου, όσο και για τον πρώτο, τα σχόλιά του για τη συμμετοχή των Fontaines D.C. τον περασμένο Μάρτιο στο Rock Against Homelessness στο Δουβλίνο και το ζήτημα της στεγαστικής κρίσης στην Ιρλανδία, το φαινόμενο του «εξευγενισμού» (gentrification) σε μία από τις κεντρικές γειτονιές της πόλης τους, την περιοδεία στην Αμερική μαζί με τους μουσικούς συνοδοιπόρους τους από το Bristol IDLES, την εμπειρία της ηχογράφησης του A Hero’s Death και των γυρισμάτων του ομώνυμου βίντεο κλιπ με τον ταλαντούχο Aidan Gillen, την απρόσμενη σύνδεσή τους με τους Beach Boys και τον Lee Hazlewood, τα προσεχή μουσικά τους πλάνα, το κίνημα του Black Lives Matter, την Αθήνα και τη φιλία τους με τον Johnny Marr.

Carlos O’Connell

                Carlos O’ Connell

Ο θορυβώδης δίσκος τους Dogrel αναδείχθηκε σε δίσκο της χρονιάς (Album of the Year) από το BBC6 Music και τη Rough Trade και τους χάρισε την πρώτη τους υποψηφιότητα για το Mercury Prize το 2019. Στον απόηχο αυτών, οι Fontaines D.C. κέντρισαν γρήγορα το ενδιαφέρον κοινού και κριτικών, που έσπευσαν να εντοπίσουν αφενός τις ποιητικές και λογοτεχνικές αναφορές στους στίχους τους (μεταξύ άλλων στους James Joyce και Allen Ginsberg), αφετέρου τις μουσικές επιρροές τους εντός της ιστορίας της post punk σκηνής. Με τη δουλειά τους μέχρι στιγμής, οι Fontaines D.C. επιβεβαιώνουν πως βρίσκονται σε μία συνεχή κίνηση, ανάμεσα σε δύο μουσικά σημεία· μεταξύ των καλύτερων post punk μουσικών παραδειγμάτων, όπως των The Fall, Wire, Gang of Four, Joy Division, PiL (και η λίστα συνεχίζεται) και της μουσικής που παράγεται σήμερα, στο εδώ και το τώρα. Μέσα σε αυτήν τη μουσική διαδικασία, η μπάντα από το Δουβλίνο φαίνεται πως αποτελεί ένα δυναμικό και υπολογίσιμο μέρος.

«Η ιδέα του ότι αποτελούμε κομμάτι μίας μουσικής παράδοσης, ή σκηνής όπως αυτής που περιγράφεις, δεν είναι κάτι που μπορούμε να το αντιληφθούμε από μέσα. Στο τέλος της ημέρας, κάνουμε ακριβώς αυτό που κάναμε και τα προηγούμενα χρόνια, με τη διαφορά πως τώρα υπάρχει μία τάση γύρω από αυτό. Υποθέτω πως σε ένα βαθμό είναι καθησυχαστικό, αλλά ταυτόχρονα θέτει τα πάντα σε αμφισβήτηση, καθώς έτσι τίθεται το ερώτημα του εάν όντως χωράμε εντός αυτής της παράδοσης, την οποία εγώ, για παράδειγμα, σέβομαι απόλυτα. Πολλές φορές μάλιστα δεν σέβομαι τον εαυτό μου με τον ίδιο τρόπο. Συνεπώς, είναι μία επίπονη διαδικασία το να συγκρινόμαστε με όλους όσους μας έχουν επηρεάσει.

Ως ακροατής, το πιο συναρπαστικό πράγμα στη μουσική, είναι η στιγμή που ανακαλύπτεις κάτι που δεν περίμενες, κάτι που είναι απόλυτα νέο στα αυτιά σου. Υποθέτω πως αυτό κάνουμε μουσικά και εμείς οι ίδιοι για να ευχαριστήσουμε τα δικά μας αυτιά. Το να βρίσκεις κάτι νέο μουσικά που ανήκει μεν σε μία παράδοση, αλλά δεν έχει ακόμα αναπνεύσει και προκαλέσει αυτόν τον ενθουσιασμό, είναι ένα συναίσθημα που δεν συγκρίνεται με κανένα άλλο. Και είναι αυτό που εμείς κάνουμε. Κάθε φορά που βάζω τον εαυτό μου δίπλα σε όλες αυτές τις μπάντες που ανέφερες, γίνομαι νευρικός, αγχώνομαι. Οπότε απλώς τις σέβομαι και προσπαθώ να κάνω το δικό μου ταπεινό κομμάτι».

Τον περασμένο Μάρτιο, οι Fontaines D.C. συμμετείχαν στο Rock Against Homelessness που πραγματοποιήθηκε στο Olympia Theater και μαζί με άλλες τοπικές μπάντες (όπως The Murder Capital, Just Mustard και Melts) ένωσαν τις δυνάμεις τους σε μία μουσική βραδιά αφιερωμένη στην οικονομική ενίσχυση των αστέγων στο Δουβλίνο. Τη διοργάνωση της συναυλίας ανέλαβε η μη κερδοσκοπική οργάνωση Focus Ireland, σε συνεργασία με την εφημερίδα Independent.ie. Από το 2008, η στεγαστική κρίση στην Ιρλανδία πλήττει βαθιά τους εργαζόμενους και τους νέους, ενώ η διαχείρισή της υπήρξε ένας από τους κεντρικούς πυλώνες της πολιτικής αντιπαράθεσης στις τελευταίες γενικές εκλογές της χώρας, το Φεβρουάριο του 2020. Αυτήν τη στιγμή, υπάρχουν 10.500 άστεγοι, οι 4.000 εκ των οποίων είναι μόλις παιδιά.

Αφίσα από τo Rock Against Homelessness , Δουβλίνο, Μάρτιος 2020

                                 Αφίσα από τo Rock Against Homelessness , Δουβλίνο, Μάρτιος 2020

«Συμμετείχαμε σε αυτήν τη συναυλία για τη στήριξη των αστέγων στο Δουβλίνο και τα καταφέραμε. Συγκεντρώσαμε όσα περισσότερα χρήματα μπορούσαμε για την Focus Ireland, η οποία είναι μία οργάνωση με έδρα το Δουβλίνο, που παρέχει έμπρακτη βοήθεια στους αστέγους σε όλη την Ιρλανδία εδώ και πολλά χρόνια. Η στεγαστική κρίση στο Δουβλίνο είναι ένα μεγάλο ζήτημα που δεν μπορεί να αγνοηθεί. Υπάρχουν πολλές οργανώσεις που προσφέρουν πολλά, αλλά χρειάζονται βοήθεια. Για εμάς, ο πιο εύκολος τρόπος για να επιφέρουμε μία αλλαγή ως προς αυτό, ήταν να δουλέψουμε μαζί τους και να τους δώσουμε όσα χρήματα μπορούσαμε. Είναι κάτι που θα συνεχίσουμε να κάνουμε».

Η παρουσία των Fontaines D.C. στο εν λόγω μουσικό γεγονός, ήρθε να ισχυροποιήσει την υπόθεση πως πρόκειται για μία πολιτική μπάντα· οι στίχοι των κομματιών τους -ειδικά αυτοί του Dogrel– και ο τρόπος που μέσω αυτών αναπαρίσταται η πραγματικότητα, είναι εμφανώς πολιτικοί. Με τη μουσική τους, φαίνεται πως παίρνουν θέση απέναντι σε ό,τι συμβαίνει κοινωνικά και πολιτικά στην Ιρλανδία. Η ιστορία που θέλουν να ακουστεί, είναι αυτή με υποκείμενο αφήγησης την εργατική τάξη. Δίνοντας φωνή στους νέους, μιλούν για τα συναισθήματά τους, για την απογοήτευση που βιώνουν, ενώ παράλληλα προσφέρουν μία αίσθηση ελπίδας και αντίστασης. Βάσει όλων των παραπάνω, ρώτησα τον Carlos αν και κατά πόσο συνδέεται εν τέλει η μουσική (τους) με την πολιτική.

«Δεν μας έχω σκεφτεί ως πολιτική μπάντα, καθώς δεν κάνουμε μουσική για να αλλάξουμε τον κόσμο. Πιστεύω πως η αφήγησή μας δεν στοχεύει στο να πείσει τον κόσμο να αποδεχθεί αυτό που για εμάς είναι πολιτικά ορθό. Υπάρχουν μπάντες που έχουν κάνει πολλά ως προς αυτό, με έναν πολιτικό τρόπο. Δηλαδή, με έναν τρόπο που ένας πολιτικός ομιλητής θα προσπαθούσε να παρουσιάσει τις σκέψεις μίας ολόκληρης κοινότητας, προκειμένου να κινητοποιήσει τον κόσμο να υπερασπιστεί τον εαυτό του.

Για εμένα, η πολιτική είναι ένα ζήτημα καθαρά προσωπικό. Στο τέλος της ημέρας, έχει επίπτωση στο πως επιλέγουμε να ζούμε, στις ελευθερίες και τα δικαιώματα που μας έχουν δοθεί. Με τη σειρά του αυτό επηρεάζει το κάθε άτομο ξεχωριστά, σε ένα συναισθηματικό επίπεδο. Πιστεύω πως εμείς, ως μπάντα, συσχετιζόμαστε περισσότερο με αυτό. Και αυτός είναι ίσως ο λόγος που αρκετός κόσμος σχετίζεται με αυτό που κάνουμε, λόγω αυτού του συναισθηματικού επιπέδου, καθώς τα συναισθήματά μας επηρεάζονται από το γύρω περιβάλλον, όπως την κυβέρνηση, τους νόμους και ούτω καθεξής.

Υπό αυτήν την έννοια, για εμένα, είμαστε περισσότερο μία συναισθηματική μπάντα, τέτοιου τύπου συγγραφείς, γεγονός που είναι βέβαια απόλυτα συνδεδεμένο με την πολιτική. Όταν δηλαδή γράφεις την ιστορία μίας πόλης και μιλάς για τους ανθρώπους της, αυτό είναι κάτι που εν τέλει συνδέεται με αυτό που αποκαλούμε πολιτικό». Δεν ξέρω τελικά αν τα συμπεράσματά μας διέφεραν εντελώς. Υποθέτω πως μία πιθανή απάντηση θα οδηγούσε σε περαιτέρω διερεύνηση της έννοιας του πολιτικού, κάτι που ωστόσο δεν ήταν στόχος της παρούσας συζήτησης. Το σίγουρο είναι πως για τους Fontaines D.C., ο αποφασιστικός λόγος που τους ώθησε να ασχοληθούν με τη μουσική, κρύβει μέσα του έναν ποιητικό λυρισμό, ένα ρομαντισμό, όπως μου περιέγραψε και ο ίδιος ο Carlos.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η απάντησή του για το κίνημα του Black Lives Matter και τη σύνδεσή του με τον καλλιτεχνικό κόσμο. Τοποθετώντας το κίνημα μέσα στην ιστορία των σύγχρονων κινημάτων στην Αμερική για τη διεκδίκηση της ισότητας και των πολιτικών ελευθεριών, ο Carlos αναγνωρίζει τη σημασία του και την ανάγκη για την έμπρακτη στήριξή του αυτήν τη στιγμή, από όλον τον κόσμο. «Όταν ξεκίνησε όλο αυτό, είχαμε μία συζήτηση με τους υπόλοιπους για το πώς θα χρησιμοποιούσαμε την πλατφόρμα μας. Πιστεύω πως το γεγονός ότι έχεις μία τέτοια πλατφόρμα, δεν συνεπάγεται με το ότι πρέπει να μιλάς δυνατά για αυτό, γιατί υπάρχει περίπτωση να μην γνωρίζεις ακριβώς για το τι πράγμα μιλάς. Υπάρχουν άνθρωποι που γνωρίζουν ακριβώς για το τι πράγμα μιλάνε και είναι αυτοί που πρέπει να ακούγονται δυνατά σε αυτά τα θέματα. Δεν πιστεύω πως είμαστε οι άνθρωποι που γνωρίζουν διεξοδικά το τι συμβαίνει. Εννοείται, όμως, πως θα είμαστε εκεί για να στηρίξουμε το κίνημα και το υπερασπιστούμε όσο μπορούμε».

Επιστρέφοντας τη συζήτησή μας στη μουσική, το ντεμπούτο τους Dogrel μας ταξίδεψε στις γειτονιές του σύγχρονου Δουβλίνου. Και αν οι Δουβλινέζοι του 20ου αιώνα ξέφευγαν από τη ζοφερή πραγματικότητα τρυπώνοντας στις ζωηρές στοές της πόλης του James Joyce, εμείς έχουμε τους Fontaines D.C.: τα αγόρια από το Δουβλίνο, μας μεταφέρουν την εμπειρία της πόλης διασχίζοντας τους δρόμους της -όπως ακριβώς και η πενταμελής παρέα των αγοριών σε μία από τις ιστορίες του μυθιστορήματος του Joyce– με τα πανωφόρια τους να ανεμίζουν και τον κόσμο να παραμερίζει για να περάσουν. Το όνομα δε του δίσκου, προέρχεται από τη λέξη Dogerrel που σημαίνει «ποίηση για την εργατική τάξη», γεγονός που έχει, θεματικά, τη δική του σημασία.

Fontaines D.C. Dogrel, 2019, Partisan Records

                                                        Fontaines D.C. Dogrel, 2019, Partisan Records

Το άλμπουμ ξεκινάει δυναμικά με το σαρκαστικό Big -ως μία κριτική δήλωση απέναντι στην κατασκευή όλο και περισσότερων tech hubs στο Δουβλίνο- και ολοκληρώνεται μελωδικά με το νοσταλγικό Dublin City Sky -σαν μία άλλη κέλτικη μπαλάντα, με εμφανείς επιρροές από τους The Pogues. Εξέχουσα θέση στο δίσκο κατέχει το ηλεκτρισμένο Too Real, στο οποίο ξεχωρίζει τόσο η κραυγαλέα, αλλά κυρίως αρμονική φωνή του Grian Chatten, όσο και ο σπινθηροβόλος και τραχύς ήχος της διπλής κιθάρας των Carlos OConnel και Conor Curley. Όπως συζητήσαμε με τον Carlos, στόχος του δίσκου είναι να παρουσιάσει αφενός εκείνο το μέρος της πόλης που έχει «εξευγενιστεί», την κουλτούρα του Δουβλίνου που αργοπεθαίνει εξαιτίας του φαινομένου του gentrification, αφετέρου εκείνο το κομμάτι που έχει πάραυτα διασωθεί, αλλά κρύβεται στη σκιά.

«Τα περισσότερα κομμάτια από το Dogrel ξεκινούν από τη γειτονιά Liberties, όπου ζούμε. Είναι μία περιοχή στο Δουβλίνο που παραδοσιακά ήταν και εξακολουθεί να είναι εργατική, πολύ φτωχή. Ανέκαθεν, επικρατούσε μία συγκρουσιακή συνθήκη ανάμεσα στους ανθρώπους που ζούσαν σε αυτήν, σε αυτούς που δεν έχουν πολλά, αλλά είναι γεμάτοι ζωή, και σε αυτούς με όλες αυτές τις αχρείαστες και μεγάλες εταιρείες. Αυτό που μας ενέπνευσε τότε, ήταν η σκληρή, αλλά έντονη ζωή των ανθρώπων που αναπαράγεται σε αυτούς τους δρόμους. Σε ένα μέρος που μπορείς ακόμα να εντοπίσεις ομορφιά στα ίχνη των ανθρώπων. Ο τρόπος που μιλούν μεταξύ τους δημιουργεί την αίσθηση πως βρίσκεσαι σε άλλον αιώνα. Είναι αυτό το μέρος της Ιρλανδίας που είναι μεθυσμένο, αλλά γεμάτο ενέργεια και ικανό να αψηφήσει κάθε αίσθημα θλίψης».

Η ενέργεια του δίσκου αναπαριστά την ενεργεία που δημιουργείται μέσα σε μία παμπ, με τους ανθρώπους εκεί να συνομιλούν, να μοιράζονται τις ιστορίες τους, το γέλιο και τον πόνο τους. Η εμπειρία της πόλης, την οποία περιγράφουν οι Fontaines D.C. στο Dogrel, τους καθιστά συγγραφείς, ποιητές που μεταφράζουν σε στίχους τις μεταμορφώσεις μίας πόλης που έμαθε να αναπαράγεται μέσα από τις αντιθέσεις της. Οι εικόνες της καθημερινής ζωής των Δουβλινέζων, των σύγχρονων αντι-ηρώων -όπως έχουν χαρακτηριστεί οι δρώντες των μυθιστορημάτων του James Joyce- είναι αυτές που πλάθουν τη ψυχοσύνθεσή τους και συγκροτούν την αυτοσυνειδησία τους μέσα από ένα αίσθημα φθοράς, το οποίο είναι ικανό να γεννήσει ελπίδα. Παρά την παράλυση της πόλης, οι κάτοικοι συνεχίζουν να κινούνται εντός της· και είναι αυτή η κίνηση την οποία οι Fontaines D.C. μετέτρεψαν σε μουσική με έναν αφηρημένα λυρικό και ποιητικό τρόπο.

Συνεχίζοντας τη συζήτησή μας για το νέο τους δίσκο A Hero’s Death, απεύθυνα στον Carlos την ερώτηση του εάν υπάρχουν και σε αυτόν παρόμοιες αναφορές από τη λογοτεχνία και την ποίηση. Αυτήν τη φορά οι επιρροές δεν είναι άμεσες, μου απάντησε. «Όταν ο Grian (Chatten) έγραψε τους στίχους του A Hero’s Death, η τελευταία πρόταση we’re all in the running for a hero’s death, έχει παρθεί από ένα έργο του Brendan Behan. Δεν υπάρχει ωστόσο, κάποια άλλη αναφορά, πέραν αυτής. Απομακρυνθήκαμε αρκετά από αυτό, καθώς υπήρξε θέμα συζήτησης σε πολλές μας συνεντεύξεις. Θέλαμε να αλλάξουμε την αφήγησή μας, δεν θέλαμε να μιλάμε επ’ αόριστον για αυτό».

Η ποίηση και η λογοτεχνία, όπως μου εξήγησε, είναι μία προσωπική ευχαρίστηση και το γεγονός πως μίλησαν, ως μπάντα, διεξοδικά το προηγούμενο διάστημα για το πως τους επηρέασε και διείσδυσε στη μουσική τους, δημιούργησε την αίσθηση πως αφαιρούσε το κομμάτι της δικής τους χαράς. «Ο Grian εξάλλου, γράφει όλους τους στίχους και στην τελική, δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στους στίχους του και του τι είναι όντως ποίηση. Ο τρόπος που γράψαμε το νέο δίσκο ήταν διαφορετικός από αυτόν του Dogrel, καθώς αναζητούσαμε τον ενθουσιασμό που βιώσαμε στην αρχή, και αν το κάναμε με τον τρόπο του πρώτου δίσκου, δεν θα μπορούσαμε να το βιώσουμε. Έτσι άλλωστε, το αποτέλεσμα δεν θα ήταν δημιουργικό ούτε για εμάς, αλλά και ούτε για τους ακροατές.»

Ο τρόπος που οι Fontaines D.C. έγραψαν το νέο τους δίσκο, μας μεταφέρει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, κάποια χρόνια πίσω, στη χρυσή δεκαετία των 60’s, με τους rock n roll και ψυχεδελικούς ήχους να διαμορφώνουν το τότε μουσικό τοπίο. Η αλλαγή στον τρόπο που έγραψαν τη μουσική τους, ήλθε με το κομμάτι Sunny, του οποίου ο ρόλος ήταν καθοριστικός για το A Hero’s Death, καθώς λειτούργησε σαν προθάλαμος του δίσκου, όπως μου περιέγραψε ο Carlos.

Στις 16 Σεπτεμβρίου του 1963 κυκλοφόρησε στα ράφια των δισκοπωλείων το άλμπουμ των Beach Boys, Surfer Girl· 57 χρόνια αργότερα, οι Fontaines D.C. θα αποθεώσουν τους Beach Boys, μιλώντας για την επίδραση που άσκησε το τρίτο άλμπουμ της rock ‘n roll μπάντας από την Καλιφόρνια στη μουσική τους. «Όταν γράψαμε το Sunny, είχαμε επηρεαστεί πολύ από το Surfer Girl και από παρόμοιους ήχους. Ένας θεός ξέρει μόνο, πόσο όμορφα είναι αυτά τα τραγούδια των Beach Boys, με αυτό το απίστευτο βάθος της αρμονίας τους. Έτσι ξεκινήσαμε να σκεφτόμαστε περισσότερο πάνω στις αρμονίες, για το πως θα μπορούσαμε μουσικά να διευρύνουμε το δικό μας τρόπο και τι θα μπορούσαμε εν τέλει να κάνουμε με τα διαφορετικά μέρη που θα παίζαμε, προκειμένου να δημιουργήσουμε περισσότερο χώρο. Μας ενδιέφερε περισσότερο ο χώρος που δημιουργείται ανάμεσα στα διαφορετικά μέρη, παρά τα μέρη από μόνα τους. Εκτιμώ πως αυτό μας το έδωσαν οι Beach Boys. Ακόμα κι αν είναι μία rock n roll μπάντα, μία ευχάριστη και χαρούμενη μπάντα, έχει αυτό το απίστευτο βάθος αρμονιών που είναι απλά υπέροχο».

The Beach Boys, Surfer Girl, 1963, Capitol Records

                                    The Beach Boys, Surfer Girl, 1963, Capitol Records

Αυτό που οι Fontaines D.C. αγάπησαν στο Dogrel, είναι πως με έναν τόσο απλό και ευθύ τρόπο, δημιούργησε αυτόν τον άκρατο δυναμισμό, αυτήν την πηγαία και ισοπεδωτική ενέργεια. Στο A Hero’s Death επιχείρησαν να εξερευνήσουν κάτι καινούργιο, το οποίο εντόπισαν στη μουσική των Beach Boys και του Lee Hazlewood. Ως δύο ισχυρές μουσικές αναφορές, κατέληξαν να αποτελούν τους δικούς τους θεούς τον τελευταίο χρόνο, όπως μου μετέφερε ο Carlos. Η μελωδικότητα του κομματιού των Beach Boys Your Summer Dream (Surfer Girl, 1963), ταξίδεψε το κουιντέτο από το Δουβλίνο σε έναν πλασμένο από τη φαντασία τους κόσμο, εκεί όπου ξεφεύγοντας από τη μελαγχολική πραγματικότητα, βρήκαν το υλικό ώστε να δώσουν ηχητική μορφή στη δεύτερη ολοκληρωμένη τους δουλειά.

Το διάστημα κατά το οποίο δούλευαν πάνω στο νέο τους δίσκο, ήταν ιδιαίτερα απαιτητικό και συναισθηματικά έντονο για τους Fontaines D.C., καθώς η μπάντα ήρθε αντιμέτωπη με την κούραση που επέφερε η μακράς διάρκειας περιοδεία, εντός και εκτός της Ευρώπης, για την προώθηση του ντεμπούτο τους. «Πιστεύω πως το γράψιμο του A Hero’s Death προήλθε από ένα μέρος του μυαλού μας αρκετά σκοτεινό. Ήταν ένα διάστημα που όλοι μας ήμασταν αρκετά χαμένοι στις σκέψεις μας, λυπημένοι, και δυσκολευόμασταν να βρούμε νόημα σε πολλά πράγματα, ειδικά σε αυτά που αγαπούσαμε πολύ, όπως είναι η μουσική και το να είσαι σε μία μπάντα.

Συνεπώς, το A Hero’s Death είναι ένα άλμπουμ που προσπαθεί να καταλάβει το αίσθημα της απομόνωσης που βιώναμε, να αποδεχθεί όλο αυτό το συναισθηματικό, βαθύ και σκοτεινό κομμάτι και να βρει ζωή και ευτυχία εντός του. Εκτιμώ πως ακόμα και αν είναι αρκετά σκοτεινό το άλμπουμ, εντοπίζεις μέσα του μία αίσθηση αισιοδοξίας και ένα ρεαλισμό. Παράλληλα δημιουργεί ένα αίσθημα φυγής με όλους αυτούς τους σουρεαλιστικούς κόσμους που όλοι μας κατασκευάζουμε, προκειμένου να ξεφύγουμε από την πραγματικότητα που βιώνουμε, να την αλλάξουμε με έναν τρόπο, στο βαθμό που δυσκολευόμαστε να την αντέξουμε και να τη διαχειριστούμε σε ορισμένες στιγμές μας».

Fontaines D.C. A Hero’s Death, 2020, Partisan Records & Rough Trade

                          Fontaines D.C., A Hero’s Death, 2020, Partisan Records & Rough Trade

Αυτό που κατάφεραν οι Fontaines D.C. με το δίσκο τους A Hero’s Death, ήταν να συνδυάσουν το προσωπικό τους βίωμα, τα συναισθήματά τους και τον τρόπο που τα διαχειρίζονται, με την προσπάθειά τους να τολμήσουν και να πειραματιστούν, διευρύνοντας μουσικά το φάσμα του -κατ’ εξοχήν- post punk ντεμπούτο τους. Παρά τα σκοτεινά σημεία του δίσκου που ενίοτε βγάζουν μία νιχιλιστική διάθεση, μας δημιουργείται η αίσθηση πως είμαστε θεατές μίας μαύρης κωμωδίας, ενός ποιητικού έργου, που ενώ φανερώνει αισθήματα φόβου και θλίψης, ξέρει να τα υπερβαίνει μέσα από την αποδοχή τους. Αθεράπευτα ρομαντικοί και συνεπείς σε αυτό που κάνουν, οι Fontaines D.C. ξέρουν να πρωτοτυπούν.

Η ηχογράφηση του A Hero’s Death έγινε αρχικά στο Λος Άντζελες, αλλά πριν την κυκλοφορία του, ο δίσκος πήρε την τελική μορφή σε στούντιο στο Λονδίνο. Η απόφαση αυτή έγινε εν γνώσει της κατάστασης των στούντιο στο Λος Άντζελες, της επιφανειακής συνθήκης των πραγμάτων που επικρατεί στην πόλη, όπως δήλωσε ο Carlos, γεγονός το οποίο εκτίμησαν πως θα τους παρακινούσε -κάπως παραπάνω- ώστε να κάνουν κάτι πολύ καλό. Είχαν την αίσθηση πως μέσα από τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζαν, το τελικό αποτέλεσμα θα τους αντάμειβε. «Χρειάζεσαι όμως ένα άνετο περιβάλλον για να κάνεις καλή μουσική, ή το οτιδήποτε άλλο. Παράλληλα υπήρχε η ιδέα του να δουλέψουμε στο Λος Άντζελες, γιατί εκεί είχε γίνει η ηχογράφηση του δίσκου των Beach Boys. Εφόσον το άλμπουμ ήταν επηρεασμένο από τη μουσική τους, σκεφτήκαμε ‘’ας πάμε εκεί όπου το έκαναν και αυτοί’’. Το αποτέλεσμα της ηχογράφησης των τραγουδιών, τα έκανε, με έναν τρόπο, να ακούγονται λιγότερο σκοτεινά και περισσότερο μαλακά και αψεγάδιαστα.

Ολοκληρώσαμε την όλη δουλειά. Αλλά ήμασταν πραγματικά μακριά από το σπίτι, για την ακρίβεια δεν θα μπορούσαμε να απομακρυνθούμε περισσότερο από το Δουβλίνο. Ξαφνικά βρεθήκαμε μέσα σε αυτά τα πελώρια και ακριβά στούντιο. Το να δουλεύεις εκεί, ακόμα και αν έχει ένα ενδιαφέρον στην αρχή, ήταν ανιαρό και πολύ διαφορετικό από τον τρόπο που είχαμε μάθει να δουλεύουμε. Η ηχογράφηση του Dogrel αφορούσε πολύ περισσότερο το να αγκαλιάσει, ως διαδικασία, τα λάθη. Και αυτό είναι μεγάλο ζήτημα, είναι κομμάτι ενός ήθους, το να αγκαλιάζεις ό,τι έχεις δημιουργήσει και να προσπαθείς να το βελτιώσεις με βάση τα στάνταρτ που υπάρχουν γύρω σου.

Οπότε επιστρέψαμε στο Λονδίνο και αποφασίσαμε να κάνουμε την ηχογράφηση στον Dan Carey, ο οποίος είχε αναλάβει και το Dogrel. Και το κάναμε. Και μόνο τότε βιώσαμε ξανά αυτόν τον ενθουσιασμό. Το σημαντικό κομμάτι για τον κάθε μουσικό ή καλλιτέχνη, όταν ηχογραφεί ζωντανά μουσική, δεν αφορά στην τέλεια απόδοση, την τέλεια ερμηνεία, αλλά την ενέργεια που επικρατεί στο δωμάτιο. Όταν η μουσική σου είναι rock ‘n roll, δεν μπορεί αυτή η διαδικασία να είναι αποστειρωμένη. Είμαι χαρούμενος όμως που πήγαμε στο Λος Άντζελες και το επιχειρήσαμε, καθώς έτσι μάθαμε πως δεν μας ταιριάζει, πως τελικά δεν ήταν καλό για εμάς. Σε διαφορετική περίπτωση, θα θέλαμε, πιθανόν, να το δοκιμάσουμε την επόμενη χρονιά».

Στις αρχές του Μάη, κυκλοφόρησε το βίντεο κλιπ του τραγουδιού A Hero’s Death, στο οποίο πρωταγωνιστεί ο ηθοποιός Aidan Gillen (κατά κόσμον ‘’Little Finger’’). Τη σκηνοθεσία ανέλαβε ο Hugh Mullgern, με την πολύτιμη βοήθεια του Conor Deegan (Deego), μπασίστα της μπάντας. Αισθητικά, το αποτέλεσμα είναι άψογο και μεταφέρει με ακρίβεια στις οθόνες μας το νόημα του τραγουδιού. Στόχος του κλιπ ήταν να δημιουργήσει την εικόνα μίας σουρεαλιστικής επανάληψης των γεγονότων με πρωταγωνιστή τον παρουσιαστή του σόου, Georgie Barnes (Aidan Gillen) και να αποδώσει το περιεχόμενο των στίχων του κομματιού. «Ο στίχος Life ain’t always empty συνεπάγεται, αρχικά, με ένα αρκετά θετικό μήνυμα και μέχρι το τέλος του τραγουδιού, εξελίσσεται σε κάτι το σαρκαστικό.

Πρόκειται ουσιαστικά για μία επανάληψη που δημιουργεί μία τέτοια αλλαγή. Οπότε το βίντεο κλιπ προσπαθεί να αντικατοπτρίσει αυτό. Την επανάληψη μίας σειράς γεγονότων που λαμβάνουν χώρα μέσα σε ένα δωμάτιο. Εκεί δηλαδή όπου παίρνουν σάρκα και οστά όλοι οι φόβοι και οι ανασφάλειες του παρουσιαστή. Η ανάγκη του να είναι αρεστός από τον καθένα, αλλά στο τέλος, όλοι καταλήγουν να τον απορρίπτουν. Και υπάρχει και το ‘’φροϋδικό ολίσθημα’’ (freudian slip) στη σκηνή όπου η βοηθός του παρουσιαστή, αυτή η σεξουαλικά ελκυστική γυναίκα, μετατρέπεται ξαφνικά στη μητέρα του. Προσπαθεί να μεταφέρει αυτήν την επαναληπτικότητα που ενυπάρχει στο τραγούδι και τη χρησιμοποιεί ως μέσο ώστε να δημιουργήσει μία διαφορετική αφήγηση, μία αλλαγή που προκύπτει μέσω της επανάληψης».

Από τα γυρίσματα του βίντεο κλιπ A Hero’s Death, οι Fontaines D.C. και ο ηθοποιός Aidan Gillen

           Από τα γυρίσματα του βίντεο κλιπ A Hero’s Death, οι Fontaines D.C. και ο ηθοποιός Aidan Gillen

Προς το τέλος του βίντεο κλιπ, υπάρχει μία έντονη κινηματογραφιστικά σκηνή, κατά την οποία ένα κοράκι τρώει τα σωθικά της κούκλας-μικρογραφίας του παρουσιαστή. Βάσει αυτής της αναφοράς, ρώτησα τον Carlos αν υπήρχε στη σκέψη τους, κάποια σχετική σύνδεση με το μύθο του Προμηθέα, και αν -και κατά πόσο- αυτό συνδέεται εν τέλει, με το εξώφυλλου του νέου τους δίσκου. Φάνηκε πως δεν το είχε σκεφτεί μέχρι εκείνη τη στιγμή (όχι ο ίδιος τουλάχιστον). Μου απάντησε πως ίσως ο σκηνοθέτης και ο Deegan είχαν κάτι τέτοιο κατά νου, καθώς και οι δύο τους ενδιαφέρονται πολύ για τέτοιου είδους ζητήματα που άπτονται της μυθολογίας. Το άγαλμα του εξωφύλλου είναι αυτό του Cúchulainn (Oliver Sheppard, 1911) -ένα από τα πιο γνωστά αγάλματα της νεότερης ιστορίας στην Ιρλανδία- επιλογή η οποία έγινε από τον Conor Deegan.

Δεν θα μπορούσα να μην ρωτήσω τον Carlos, ποιο είναι το κομμάτι στο νέο δίσκο που για τον ίδιο ξεχωρίζει ανάμεσα στα υπόλοιπα. Ίσως περίμενα να ακούσω το Oh Such a Spring, το οποίο, όπως του εξομολογήθηκα με απόλυτη ειλικρίνεια, με έκανε να βουρκώσω όταν το άκουσα για πρώτη φορά (‘’I watched all the folks go to work just to die’’). Όμως η απάντησή του έδωσε το έναυσμα να μιλήσει με απίστευτο ενθουσιασμό για το I Don’t Belong. «Αυτό το τραγούδι, απλώς το αγαπώ. Αγαπώ κάθε μέρος του. Αγαπώ τον τρόπο που παίζεται. Απλώς το αγαπώ. Ήταν και αυτό από τα πρώτα που γράψαμε. Ήταν το πρώτο που με έκανε να νιώσω πως κάναμε κάτι καινούργιο ξανά, μετά από τον πρώτο δίσκο. Ήταν το πρώτο που με κράτησε ξύπνιο να το ακούω και να σκέφτομαι ‘’ναι, ακόμα το έχουμε, εδώ είναι πάλι’’. Πιστεύω πως και το Lucid Dream είναι ένα ακόμη. Είναι ένα φιλόδοξο τραγούδι, είναι πνευματικό για εμένα. Είναι τόσο περίεργο, ωστόσο καταφέρνει και λειτουργεί, κατά έναν τρόπο».

Ακούγοντας το κομμάτι Living in America μουσικά επηρεασμένο από ηλεκτρικά θορυβώδεις ήχους, όπως των Suicide και των Cabaret Voltaireμου δημιουργήθηκε η εντύπωση πως, πιθανόν, σχετίζεται με την περιοδεία τους στην Αμερική και τις εμπειρίες που αποκόμισαν κατά τη διάρκεια της παραμονής τους εκεί. Ο Carlos συμφώνησε πως ίσως, υποσυνείδητα, η ιδέα της Αμερικής πέρασε από το μυαλό τους όταν έγραφαν το τραγούδι. «Ειδικά η κεντρική Αμερική μπορεί να γίνει αρκετά σκοτεινή, με την έννοια του ότι αποτελεί ένα αρκετά διχασμένο μέρος, οπού ο καπιταλισμός λειτουργεί ρολόι και τα πάντα έχουν αυτήν τη λογική. Ό,τι υπάρχει εκεί είναι αλυσίδα, όπως τα εστιατόρια, τα ξενοδοχεία. Σου δημιουργείται η αίσθηση μίας κουραστικής επανάληψης των πάντων. Προφανώς υπάρχουν και όμορφα στοιχεία, αλλά ως εξωτερικός παρατηρητής, νομίζω πως η κεντρική Αμερική σου δίνει την εικόνα του τι είναι όντως η Αμερική».

Βέβαια το τραγούδι, Living in America, δεν αφορά, στιχουργικά και θεματικά, τόσο στην εμπειρία της Αμερικής, όπως μου περιέγραψε, αλλά περισσότερο την έλλειψη της αίσθησης του χώρου· ο στίχος London’s fun, been and done, έχει να κάνει με αυτήν την έλλειψη. Η συνεχής (μετα)κίνηση, η γρήγορη εναλλαγή παραστάσεων και εικόνων, είναι ικανή να δημιουργήσει ένα αίσθημα αποσύνδεσης από το χώρο, αποκοπής από κάθε τι το οικείο. Η αίσθηση (υπερ)πληρότητας που συνοδεύει την ανάγκη συλλογής όλο και περισσότερων εμπειριών, προερχόμενων από διαφορετικούς χώρους και χρόνους, οδηγεί σε ένα υπαρξιακό κενό και εν τέλει σε μία ερώτηση ‘’τι άλλο μένει όντως να κάνω’’. Αυτή είναι η αίσθηση που επιδιώκει να δημιουργήσει το Living in America.

Fontaines D.C.

                                                                                        Fontaines D.C.

Η πρώτη περιοδεία τους στην Αμερική έγινε την άνοιξη του 2019, κατά την οποία είχαν τη χαρά να βρίσκονται στην ίδια σκηνή με τους IDLESο τρίτο άλμπουμ των οποίων, Ultra Mono, πρόκειται να κυκλοφορήσει τον προσεχή Σεπτέμβρη. «Ήταν πολύ ενθαρρυντικό το ότι τους είχαμε μαζί μας, γιατί είναι μία θετική ομάδα ανθρώπων και αυτό που κάνουν, το κάνουν εδώ και πολύ καιρό. Ξέρουν πολύ καλά πως είναι εύκολο να χάσεις τον εαυτό σου στη διάρκεια μίας περιοδείας, και έκαναν μεγάλη προσπάθεια για να μην συμβεί αυτό. Οπότε, ήταν καλό για όλους, το να τους έχουμε δίπλα μας.

Την πρώτη φορά που ήμασταν για περιοδεία στην Αμερική, ήμασταν πραγματικά άφραγκοι. Είχαμε ένα απίστευτα μικρό βαν και χρειάστηκε να ταξιδεύσουμε μέχρι και 14 ώρες συνεχόμενα, με τις βαλίτσες στα πόδια μας. Έπρεπε να ήμαστε προσεκτικοί με το βαν, κάθε φορά που μπαίναμε μέσα, γιατί υπήρχε ο κίνδυνος να καταρρεύσουν κομμάτια από τη μηχανή και τότε θα έπαιρνε πολλή ώρα για να τα ξαναφτιάξουμε. Και είχαμε και αυτόν τον οδηγό που σταματούσε συνέχεια στο δρόμο για τάκος. Έτρωγε μέσα στο βαν αυτά τα βρωμερά τάκος, ενώ παράλληλα οδηγούσε. Είχε πραγματικά εθιστεί με αυτό το φαγητό, κάτι που με τρέλανε απίστευτα. Θυμάμαι να του λέω φωναχτά ‘’Σταμάτα και κατέβα τώρα έξω από το βαν, δεν μπορώ άλλο’’. Η αίσθηση ήταν τρομερή, αλλά όλα τα υπόλοιπα, ειδικά το κομμάτι με τους IDLES, είχε πλάκα, περάσαμε όμορφα».

  Fontaines D.C. και IDLES. Οι δύο μπάντες ήταν υποψήφιες για Mercury Prize το 2019

                    Fontaines D.C. και IDLES. Οι δύο μπάντες ήταν υποψήφιες για Mercury Prize το 2019

Καθώς ο Carlos μου εξιστορούσε τις εμπειρίες του από την περιοδεία, σκεφτόμουν -ως αποδέκτρια των συναισθημάτων και των ιστοριών του- πως παρά τις όποιες δυσκολίες, το βίωμα της περιοδείας είναι καθ’ όλα έντονο, ανεπανάληπτο· η ζωή στο δρόμο μου παρουσιάστηκε ως μία διαδικασία αυτοεκπλήρωσης του έργου ενός μουσικού. Στην δεύτερη περιοδεία τους στην Αμερική, το φθινόπωρο του 2019, τα πράγματα ήταν πιο εύκολα για τους ίδιους. Μπορεί αυτή τη φορά να μην είχαν τους IDLES στο πλευρό τους, είχαν όμως, μεταξύ άλλων, τη δυνατή εμπειρία της πρώτης φοράς. «Η δεύτερη περιοδεία έγινε εφόσον είχαμε ολοκληρώσει το γράψιμο του νέου δίσκου. Τότε είχαμε περισσότερα χρήματα, ένα καλύτερο βαν και μία καλή ομάδα μαζί μας. Πραγματικά αγάπησα από την αρχή την όλη εμπειρία. Το διάστημα εκείνο περιμέναμε με ανυπομονησία την ηχογράφηση του νέου δίσκου. Ένα καλοκαίρι που ήταν πολύ δύσκολο για όλους μας, μόλις είχε τελειώσει. Tην επόμενη φορά, τα πράγματα θα είναι ακόμη καλύτερα. Νομίζω πως χρειάζεσαι χρήματα για να κάνεις το οτιδήποτε στην Αμερική, σε διαφορετική περίπτωση είναι δύσκολο το να είσαι εκεί. H Αμερική δεν συγχωρεί το να είσαι φτωχός».

Το τρέχον διάστημα, η μπάντα είναι διασκορπισμένη σε διαφορετικές πόλεις, με τον Carlos να βρίσκεται στο σπίτι των γονιών του στην Ισπανία, τον Grian να είναι στο Λονδίνο με την αρραβωνιαστικιά του, τον Curley στη Νέα Υόρκη εξίσου με την αρραβωνιαστικιά του, τον Deegan να μετακομίζει μόνιμα στο Παρίσι και τον Tom να βρίσκεται στο Δουβλίνο. Όπως μου είπε ο Carlos, το γεγονός πως είναι χωριστά για ένα χρονικό διάστημα, ήταν κάτι που ήθελαν να κάνουν, κάτι που χρειάζονταν.

Και ενώ τον είχα βομβαρδίσει με τις ερωτήσεις μου, προς το τέλος της συζήτησής μας, αποφάσισα να τον ρώτησα αν υπάρχει άμεσα στο πλάνο τους η ιδέα για κάποιον -επόμενο- δίσκο. «Με το νέο δίσκο να έχει μόλις κυκλοφορήσει, δεν χρειάζεται να βγάλουμε κάτι νέο, όχι αμέσως δηλαδή, αλλά νιώθουμε πως θα το θέλαμε, καθώς είναι μία στιγμή που δεν συμβαίνει παράλληλα κάτι άλλο. Η αλήθεια είναι όμως, πως ακόμα δεν έχουμε εξαντλήσει το νέο δίσκο. Για να είμαι ειλικρινής, θέλω να το βαρεθώ, θέλω να βρεθώ στη σκηνή και να παίξω το συγκεκριμένο δίσκο μέχρι θανάτου, μέχρι να το μισήσω.

Αλλά θα ήταν υπέροχο να ξεκινήσουμε την περιοδεία της νέας χρονιάς με δύο νέα άλμπουμ. Όλοι γράφουμε κάτι αυτό το διάστημα και μόλις βρεθούμε από κοντά θα το συζητήσουμε, θα ενώσουμε τις ιδέες μας. Θα ήταν μία ωραία ευκαιρία να κάνουμε κάτι διαφορετικό, όπως για παράδειγμα ένα δίσκο με περισσότερο ‘’παραδοσιακά κομμάτια’’ (trad songs), όπως είναι το Dublin City Sky. Έχουμε το δεύτερο κύριο δίσκο μας, οπότε θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι πιο χαλαρό, ίσως. Οι δυνατότητες είναι αμέτρητες. Έχουμε πολύ χρόνο ακόμα μπροστά μας».

Fontaines D.C.

                                                                                       Fontaines D.C.

Αν μη τι άλλο, περιμένουμε με ανυπομονησία να βρεθούν και πάλι μαζί μας στην Αθήνα -με ή χωρίς τον τρίτο δίσκο. Το αθηναϊκό κοινό είχε ήδη την ευκαιρία να τους απολαύσει από κοντά δύο φορές τα τελευταία χρόνια. «Ελπίζω την ερχόμενη χρονιά να παίξουμε και πάλι στην Αθήνα. Νομίζω πως γίνεται μία σχετική συζήτηση για ένα φεστιβάλ. Αλλά δεν είμαι σίγουρος. Την πρώτη φορά που παίξαμε εκεί, πιστεύω πως κανείς δεν μας γνώριζε μέχρι τότε, αλλά όσοι προώθησαν τη συναυλία, έκαναν πραγματικά πολύ καλή δουλειά, καθώς βγήκε sold out. Πραγματικά ερωτευτήκαμε την πόλη και τους ανθρώπους. Είναι μία ιδιαίτερη πόλη και ανυπομονώ να ξανά έρθω». Στη δεύτερη παρουσία τους στην Αθήνα, το καλοκαίρι του 2019, εμφανίστηκαν στο Release και μοιράστηκαν τη σκηνή με τους New Order και τον Johnny Marr. Εκείνο το απόγευμα, στην Πλατεία Νερού, οι Fontaines D.C. θα γνώριζαν τον Johnny Marr, ο οποίος έκτοτε θα γινόταν ένας υποστηρικτικός και ιδιαίτερα βοηθητικός τους φίλος, όπως μου μίλησε για αυτό, κλείνοντας, ο Carlos.

Από μεριάς μου, θέλω να ευχαριστήσω θερμά τόσο τον Carlos για την περιεκτική και εκτενή συζήτησή μας και για τα όσα θέλησε να μοιραστεί μαζί μου εκείνο το απόγευμα, όσο και τους Fontaines D.C. συνολικά, για όλα όσα έχουν προσφέρει με τη μουσική στους ακροατές τους. Για τη συνέχεια, τους εύχομαι ό,τι πιο δημιουργικό.

*Στη φίλη μου Ναταλία

και την αδελφή μου, Μαίρη.

 

  • Social Links: