Η πυρκαγιά κοντά και μέσα στον αρχαιολογικό χώρο των Μυκηνών είναι ένα πολύ δυσάρεστο και πολύ πυκνό γεγονός. Εκτός από το ζήτημα της κρατικής αναποτελεσματικότητας –που προφανώς δεν ξεκίνησε επί…

Ποιος θρηνεί για τις Μυκήνες; Η Τουριστική Ελληνικότητα του Υπουργείου Πολιτισμού

Η πυρκαγιά κοντά και μέσα στον αρχαιολογικό χώρο των Μυκηνών είναι ένα πολύ δυσάρεστο και πολύ πυκνό γεγονός. Εκτός από το ζήτημα της κρατικής αναποτελεσματικότητας –που προφανώς δεν ξεκίνησε επί Νέας Δημοκρατίας–, της γενικής ελλιπούς μέριμνας για τους αρχαιολογικούς χώρους και του χαμηλού επιπέδου των αρμόδιων υπουργείων, εν προκειμένω αναδύεται και ένα άλλο ζήτημα, που σχετίζεται άμεσα με τη διαχείριση του γεγονότος από την κυβέρνηση, αλλά ανάγεται σε ένα βαθύτερο ζήτημα: στη σχέση της κυβερνώσας παράταξης με το εθνικό παρελθόν και στην αντίληψή της πως το τελευταίο είναι η προσωπική της ιδιοκτησία.

Ο τρόπος που απαντάει το Υπουργείο Πολιτισμού για τη φωτιά στις Μυκήνες δεν είναι ούτε μόνο διαστρέβλωση της πραγματικότητας, ούτε μόνο υποτίμηση της νοημοσύνης των πολιτών. Πίσω από το «δεν έγινε τίποτα στις Μυκήνες», από τα σβησίματα σχολίων στο Τουίτερ, από ανακοινώσεις που μας λένε «σιγά τον Τάδε Τάφο που καψαλίστηκε, δείτε τον Δείνα Σημαντικότερο Τάφο που δεν έπαθε τίποτα», υπάρχει μια βαθιά πολιτική και πολιτισμική λογική της ελληνικής Δεξιάς.

Σύμφωνα με αυτή τη λογική, η Δεξιά, ως φυσικός ιδιοκτήτης του κράτους, κατασκευάζει τον κανόνα του Τρισχιλιετούς Ελληνικού Πολιτισμού από τον Αγαμέμνονα στον Σμαραγδή, με τα εργαλεία της απέθαντης Γενιάς του Τριάντα, και περηφανεύεται με τρομερή αλαζονεία ότι μόνο εκείνη μπορεί να υποδεικνύει τι έχει αξία, καθώς δικό της είναι το εθνικό μεγαλείο και μπορεί να το κάνει ό,τι θέλει.

 

 

Εν ολίγοις, το αν και κατά πόσο υπέστησαν ζημιά οι Μυκήνες από τη φωτιά εξαρτάται εν μέρει από το τι θεωρεί το Υπουργείο πως αξίζει να προβληθεί, σε μια ρηχή, τουριστική αντίληψη του παρελθόντος και του πολιτισμού. Πρόκειται για άλλη μια έκφανση της ταραχώδους σχέσης της συγκεκριμένης παράταξης με το εθνικό παρελθόν (ένα τεράστιο θέμα που, φυσικά, δεν μπορεί να αναπτυχθεί εδώ), και ταυτόχρονα για ένα καθρέφτισμα του πώς βλέπει η ίδια τον εαυτό της ως κλειδοκράτορα της αδιάσπαστης εθνικής ημών γραμμής.

Εκτός από κλειδοκράτορα, όμως, η ελληνική Δεξιά θεωρεί τον εαυτό της και τον μόνο άξιο συνεχιστή του μεγαλείου που επιλέγεται κάθε φορά προς χρήση· μπορεί στις Μυκήνες της προϊστορίας να μην κυμάτιζε η γαλανόλευκη, αλλά, σύμφωνα με παραπάνω από έναν αιώνα εθνικής ιστοριογραφίας και αρχαιολογίας, οι Μυκηναίοι ήταν απλώς ένα προοίμιο για όσα μεγαλειώδη θα ακολουθούσαν στην πολυθρύλητη Αρχαιότητα –άποψη που μπορεί να διαβάσει κανείς, μεταξύ άλλων, και στα παρωχημένα τεκμηριωτικά κείμενα του μουσείου στον εν λόγω αρχαιολογικό χώρο.

Αυτές οι θέσεις –χωρίς να τραβάω μια αδιάσπαστη γραμμή προς τα πίσω– βρίσκονται στον συγκροτητικό πυρήνα της ελληνικής Δεξιάς, η οποία συχνά-πυκνά επιδίδεται στο αγαπημένο της σπορ για να τις διαδώσει: τον αυταρχισμό, πιο πρόσφατη –και πιο γυαλισμένη– έκφανση του οποίου είναι το «επιτελικό κράτος».

Η γοητεία του αυταρχισμού δεν εξαντλείται στον πανταχού παρόντα ιδεότυπο του δεξιού φαντασιακού, Νίκο Χαρδαλιά, ο οποίος, όπως ακούσαμε, έστειλε προσωπικά τα πυροσβεστικά αεροπλάνα, σαν να έβγαζε τα παιχνίδια του από το κουτί, αλλά εκτείνεται στις δηλώσεις της Λίνας Μενδώνη και στα σόσιαλ μύδια του Υπουργείου. Σε αυτόν τον λόγο, οι Μυκήνες είναι μόνο το ανάκτορο, είναι μόνο τα δύο-τρία σημεία που κοσμούν καρτ-ποστάλ και σποτάκια του ΕΟΤ, και είναι αυτό, ακριβώς γιατί η εκπολιτιστική δύναμη της ελληνικής Δεξιάς έχει αποφασίσει εδώ και πολλές δεκαετίες πως έτσι είναι, σύμφωνα με τον χρυσό της κανόνα –ένα τουριστικό φολκλόρ κακέκτυπο Σεφέρηδων και Θεοτοκάδων.

Κι αν έχετε αντιρρήσεις για το τι κάηκε στις Μυκήνες, να τις κρατήσετε για τον εαυτό σας μέχρι να έχετε κι εσείς στο παλμαρέ σας μια απαστράπτουσα, ρωμαλέα, διαχρονική, Τουριστική Ελληνικότητα.