της Μίκας Αγραφιώτου Και τότε σκέφτηκα πώς αυτή τη σκηνή θα την θυμηθώ κάποτε, ύστερα από χρόνια, και θα κλάψω απαρηγόρητος Τ. Λειβαδίτης, Καλοκαίρι Συνήθως είχε γραμμές από μελάνι στα…

Late Night Zone 18: Σημείο [0]

της Μίκας Αγραφιώτου

Και τότε σκέφτηκα πώς αυτή τη σκηνή θα την θυμηθώ κάποτε, ύστερα από χρόνια, και θα κλάψω απαρηγόρητος

Τ. Λειβαδίτης, Καλοκαίρι

Συνήθως είχε γραμμές από μελάνι στα χέρια της. Τα βιβλία της είχαν κάφτρες από τσιγάρα. Κατά λάθος έπεφταν, τα πρόσεχε όμως. Κάποτε διάβαζε πολύ. Κάποτε θυμόταν απ’ έξω στίχους ποιητών, κομμάτια από πολιτικές μπροσούρες, ημερομηνίες, κάποια γεγονότα. Δίσκους συγκροτημάτων. Αγαπούσε και το πιάνο πιο πολύ απ’ την κιθάρα. Τώρα θα τα έχει ξεχάσει. Η μνήμη της ήταν μια χαρά. Έτσι νόμιζε, μάλλον. Ίσως και να μην ήταν τελικά. Δεν είχε και κανέναν λόγο να θυμάται πλέον, περισσότερο ήθελε να ξεχάσει. Απά στο γλυκοχάραμα σε φίλησε ο πνιγμένος… Τα παλιά καταφύγια είχαν μεταμορφωθεί σε αγέλες λύκων και την κυνηγούσαν ουρλιάζοντας βραχνά σε όλη την πόλη. Δεν ήθελε να γίνει σαν και εκείνους που θυμόνταν τα πάντα και ξεχνούσαν τους ίδιους και τους άλλους. Να ένας μέγιστος φόβος. Πάντα θεωρούσε ότι οι αλκοολικοί μισούν κατά βάθος το αλκοόλ.

Μάντεψες το σύνδρομό μου και με τοποθέτησες στο κουτί των ξεχασμένων.

Με ρωτάς τι σκέφτομαι. Ποια απάντηση ικανοποιεί; Την εφηβεία των ταινιών του Νικολαΐδη, τις αποτυχίες της ζωής μου, μια κουτσή γάτα που περνάει, έναν στίχο που ήθελα να τον μοιραστώ μαζί σου, ένα φόρεμα που είδα το πρωί στην αγορά. Χτες άκουσε για μια σαραντάρα με δύο παιδιά που ξεκίνησε τώρα το κάπνισμα γιατί δεν είχε καπνίσει ποτέ στη ζωή της. Η ίδια η ζωή την κάνει ειρωνική. Τα ναρκωτικά είναι ακριβό χόμπι, Αλεξάνδρα, να ξέρεις. Της είπε. Είμαι στα 30, καπνίζω από τα 15 και ακόμα ο πατέρας μου δεν το ξέρει. Δεν πειράζει, έτσι και αλλιώς θα πεθάνουμε ξένοι. Όπως και εμείς οι δύο. Δεν θα είναι η πρώτη φορά, λοιπόν.

Σήμερα μάζεψε τα πτυχία και τα βιογραφικά της σ’ έναν φάκελο αλλά δεν είχε κάπου να τα στείλει. Τα κοιτούσε και κάπνιζε. Παίζει μάλλον κατάθλιψη. Τα λόγια του Ginsberg δεν ξέφτισαν ακόμα: Βλέπω ακόμα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου… Πάλι τελείωσαν τα χαρτάκια της και θα καβατζώσει τα εφημεριδόχαρτα της μάνας της. Λες και σταμάτησε ο χρόνος ανάμεσα στα γεύματα και το βραδινό μεθύσι.

Γυρίζεις σαν την άστεγη ενώ έχεις δύο σπίτια. Τίποτα δεν είναι δικό μου. Τίποτα δεν έχει τη μυρωδιά μου. Δεν μου λένε τίποτα οι διαφορετικές μυρωδιές. Θυμάμαι μόνο μόλις δω αναθρώσκοντα καπνό. Ήθελε να την εντυπωσιάσει μα δεν ήξερε πώς. Έτσι δεν γίνεται συνήθως; Σχέσεις εξουσίας και κάτι ψιλά κλισέ. Είχε ξεχάσει και τους στίχους από το αγαπημένο της τραγούδι και αυτό την πλήγωνε πιο πολύ.

Απάνωθέ μου σκούπισε τη θάλασσα που στάζω και μάθε με να περπατώ πάνω στη γη σωστά. Έτσι θα ζούμε από εδώ και εμπρός; Απεγκλωβίζοντας κάθε θλίψη, μόνιμα κοκαρισμένοι, μόνιμα σπινταρισμένοι. Η λύση στο σαμπουάν «όχι πια δάκρυα».

Με ρωτάς τι σκέφτομαι πάλι ή μπορεί απλά να παράκουσα. Τίποτα, κάτι αφηρημένα πράγματα. Ανάμεσα στο πού θα πάμε για μπύρα και πώς θα είναι ο θάνατος. Ο Κοροβέσης έλεγε μια βραδιά όπως όλες οι άλλες. Θέλω να πάω εκεί όπου έχει οικείες μυρωδιές.

Την είδε γυμνή και δεν τη φοβήθηκε. Τον είδε γυμνό και δεν τον φοβήθηκε. Μόνο αυτοί και οι σμπαραλιασμένες τους σεξουαλικότητες. Και μετά έφυγαν. Εκείνη για να προσπαθήσει αποτυχημένα να βάλει την μπύρα χωρίς αφρό στο ποτήρι. Εκείνος για να ακούσει τραγούδια του Παυλίδη περπατώντας στο κάπου. Στο εκεί.

Θα μιλάμε και εμείς για τις εξεγέρσεις και τις μεγάλες πορείες όπως οι γονείς μας. Ακούγοντας τα τραγούδια που μανιακά χλευάζαμε. Τώρα μας φλερτάρουν επικίνδυνα. Σε γνώρισα και εγώ αρχές του τάδε έτους σε έχασα τότε δεν σε είδα για τα τόσα χρόνια και μετά σε συνάντησα κάπου τυχαία και ίσως τα βρήκαμε ίσως και όχι. Θυμάμαι τότε διάβαζες αυτόν και εκείνον, τα διαβάζεις ακόμα; Θυμάμαι άκουγες εκείνη τη μουσική. Την ακούς ακόμα; Ίσως να έπαιζες και μουσική.

Κάπνιζε πολύ. Την ηρεμούσε, έλεγε. Να στρίβει άλλοτε νωχελικά άλλοτε βίαια τον καπνό μέσα στο χαρτάκι και δώσε φόρα. Είπε εάν κάποτε της βρουν καρκίνο θα το κόψει. Έτσι, μόνο για τη γαμημένη την πιθανότητα να μην το κόψει ποτέ. Ερωτεύτηκε εκείνον με τα ανεξάλειπτα στίγματα. Έτσι χωρίς λόγο.

Ό,τι και αν κάνουμε επιστρέφουμε στον Καββαδία στο τέλος. Ίσως γιατί μας τον έκαναν εύκολο ο Μικρούτσικος και τα Kουρέλια. Ίσως γιατί η ανάγκη για φυγή δεν μας εγκατέλειψε ποτέ. Τον είχε και σε δίσκο, έναν παλιό γρατζουνισμένο δεν έπαιξε ποτέ τελικά. Απλά έτσι για το βίντατζ. Πνίγηκε και αυτός μια νύχτα στο Λονδίνο ή στα βρομιάρικα νερά κάποιου άλλου λιμανιού. Όπως και εμείς. Με ρωτάς πάλι τι σκέφτομαι ή εγώ με ρωτάω;

Το πώς έχω καταφέρει να συνδέομαι με τα πάντα και με τίποτα ταυτόχρονα. Μετά-μοντέρνοι καιροί. Στερνή φορά και ανώφελα ξορκίζεις τον χειμώνα. Όταν έφυγες πήρες τη μυρωδιά σου. Όμορφο να με έπνιγαν όλα τα κλισέ του κόσμου. Να μου σφίξουν τον λαιμό σαν μια καλοπλεγμένη θηλιά, μέχρι να ξεχάσω το όνομά μου. Σας. Είδα τους φίλους των γονιών μου να πεθαίνουν και δεν έχυσα ούτε ένα δάκρυ. Έτσι θα γίνει και με εμάς. Σφίξε και άλλο τη θηλιά, έτσι και αλλιώς και εκείνη δεν τη γνώρισες.

Την τοποθέτησες και αυτή στο κουτί με το χάος.

Όταν φύγω δεν θα πάρω μαζί ούτε πτυχία ούτε βιογραφικά. Μόνο κάτι σκόρπια.

Η ζωή σε πράξεις και σε κούτες. Συνειδητοποίησα γιατί μισώ τόσο αυτό το μέρος. Γιατί τίποτα δεν είναι «υπό κατασκευή».

Η Αθήνα ξέρει να μας λιώνει.

Και της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι.

  • Social Links: