του Αλέξανδρου Δανιηλίδη Ήταν, θαρρώ, κάπου στο 1967 – στο απόγειο του περιβόητου British summer – όταν με τον Ginger έτυχε να βρεθούμε σε ένα από τα θρυλικά All Nighters του Notting Hill. Εκεί γνωρίσαμε τον Kwame, πρώτης γενιάς μετανάστης από την Γκάνα, δραστήριος…

Late Night Zone 19: Δύο με των 10:45 για Μπαμακό

 του Αλέξανδρου Δανιηλίδη

Ήταν, θαρρώ, κάπου στο 1967 – στο απόγειο του περιβόητου British summer  όταν με τον Ginger έτυχε να βρεθούμε σε ένα από τα θρυλικά All Nighters του Notting Hill. Εκεί γνωρίσαμε τον Kwameπρώτης γενιάς μετανάστης από την Γκάνα, δραστήριος μουσικός και συλλέκτης σπάνιων κυκλοφοριών από την Καραϊβική και τη Δυτική Αφρική. Ωραίος τύπος, ερωτευμένος με τη ζωή και παθιασμένος με τις μουσικές του τόπου που μεγάλωσε. Δέσαμε γρήγορα σαν παρέα. Ένα βράδυ μας κάλεσε σε κάποιο σπίτι όπου, μαζί με διάφορους γνωστούς και φίλους του διοργάνωναν ένα πριβέ πάρτι για να γιορτάσουν τα 10 χρόνια ανεξαρτησίας της Γκάνας από την Βρετανική αποικιοκρατία. Στην αρχή εγώ και ο Ginger, όντας οι μόνοι λευκοί εκεί, αισθανόμασταν κάπως περίεργα. Πολύ σύντομα όμως καταλάβαμε ότι η μουσική καταλύει κάθε διαχωρισμό, φέρνοντάς μας κοντά με τους Δυτικοαφρικανούς «οικοδεσπότες» μας, δημιουργώντας έτσι ένα συμπαγές χορευτικό αμάλγαμα που ακροβατούσε μεταξύ μέθης και εθνικής υπερηφάνειας, υπό τους ήχους του E.TMensah και άλλων θρύλων της Δυτικοαφρικανικής Highlife 

GhanaLand of freedom my friends!” φώναζε ο Kwame καθώς ερχόταν τρεκλίζοντας προς το μέρος μας, κρατώντας ένα μπουκάλι Nana Drobo – αργότερα μάθαμε ότι είναι μία από τις πολλές εκδοχές του φοινικόκρασου (αγγλιστί palm wine). Μας αγκαλιάζει και τους δύο από τους ώμους, διαταράσσοντας την επικέντρωσή μας σε ένα κουτί με διάφορα 45αρια με παντελώς άγνωστες – σε εμάς – σοουλ, φανκ και ψυχεδελικού ροκ μπάντες από την Γκανα και τα πέριξ. «Αυτά είναι η πατρίδα φίλοι μου!» αναφωνεί κραδαίνωντας το μπουκάλι με επικίνδυνη κλίση ενώ παράλληλα έδειχνε αόριστα προς το κουτί με τα δισκάκια. «Όπου και να είσαι σε αυτό τον κόσμο, με ένα μπουκάλι φοινικόκρασου και μερικά 45αρια αυθεντικού highlife μεταφέρεσαι στη Γκάνα!EboΔείξε σε αυτά τα λευκά αγόρια τι σημαίνει Γκάνα» απευθυνόμενος στον DJ του πάρτι, ξεκινώντας άμεσα τον χορό.  

Αυτό ήταν! Οι εξτατικοί, φάνκι ρυθμοί της αφρο-σοουλ/φανκ και της highlife, συν του γεγονότος ότι ήταν μια πρωτόνγωρη για εμάς μουσική εμπειρία, μας κέρδισε αμέσως! Ενώ εγώ ακολούθησα τα χνάρια του Kwame, επιδιδόμενος σε άτσαλες χορευτικές κινήσεις που με καθιστούσαν γελοίο θέαμα στα μάτια κάποιων κυριών που καθόντουσαν στη γωνία, ο Ginger έμεινε εκεί να κοιτάει αποσβολωμένος τις σχεδόν τελετουργικές κινήσεις του Ebo καθώς άλλαζε το ένα 45αρι μετά το άλλο, κατεβάζοντας ενίοτε μικρές γουλιές από την μπύρα του. 

Κατά τη διάρκεια της επιστροφής, και οι δύο παραμέναμε σιωπηλοί, μην μπορώντας να απαλλάξουμε τις σκέψεις μας από τη μοναδική αυτή εμπειρία που μόλις είχαμε βιώσει. Τόσο ο Ginger όσο και εγώ αισθανόμασταν ότι η παρουσία μας στο πάρτι αποτέλεσε ουσιαστικά μία καινούργια πόρτα στις μουσικές μας αναζητήσεις, μία διέξοδο από τον εως τότε κορεσμένο μουσικό – και μη – κόσμο. Η ανάγκη μας για κάτι καινούργιο, διαφορετικό και αυθεντικό ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο μετά από αυτή τη βραδιά. Λίγο πριν χωρίσουν οι δρόμοι μας, κοιταχτήκαμε στα μάτια και αμέσως διάβασε ο ένας τις σκέψεις του άλλου. Έπρεπε να το ζήσουμε αυτό ζωντανά, να γίνουμε μέρος αυτής της πρωτόγνωρης μουσικής κουλτούρας που ξέραμε τόσα λίγα για αυτή αλλά που κατάφερε μέσα σε ένα βράδυ να αγγίξει τις ψυχές μας.  

Μέσα στις επόμενες εβδομάδες, η επαφή μας με τον Kwame και την παρέα του έγινε περισσότερο από τακτική. Θέλαμε να μάθουμε όσο το δυνατόν περισσότερα για τον μαγικό αυτό κόσμο της μουσικής της Δυτικής Αφρικής, της highlifeτης afrofunk και του Afrobeat. Σε ένα από τα πολλά καλοκαιρινά μεθυσμένα βράδια μας στα πέριξ του Soho, έκανε την εμφάνισή του ο Eboκάπως σκυθρωπός και σίγουρα ταλαιπωρημένος από κάποια σκέψη. Μας είπε με σχεδόν βουρκωμένα μάτια ότι η μάνα του – η οποία βρισκόταν στην Άκκρα, πρωτεύουσα της Γκάνας – ήταν βαριά άρρωστη και ότι έπρεπε να πάει να τη δει καθότι φοβόταν τα χειρότερα. Η οικονομική του κατάσταση δεν του επέτρεπε όμως άλλο μέσο επιστροφής πέρα από εμπορικά πλοία που έφευγαν από το Southampton κάθε 2 βδομάδες με τελικό προορισμό το Λάγος. Μέσα σε αυτό το κλίμα οδύνης και συμπόνοιας προς τον Γκανέζο DJ φίλο μας, γεννήθηκε και η πιο τρελή και ριζοσπαστική ιδέα που είχαμε ποτέ με τον Ginger στα 20 χρόνια που γνωριζόμαστε· να ακολουθήσουμε τον Ebo και να πραγματώσουμε αυτό που σχεδόν έγινε στόχος ζωής τον τελευταίο μήνα.  

Αναχωρήσαμε από το Southampton μια βροχερή μέρα στα τέλη του Σεπτέμβρη με προορισμό τη Ντακάρ. Από εκεί θα πέρναμε το τρένο προς το Μάλι χρησιμοποιώντας τον θρυλικό σιδηρόδρομο που ένωνε τη Ντακάρ με το Μπαμακό – έργο των Γαλλικών σιδηροδρόμων. Ο Gingerως μουσικός connoisseur ήθελε να επισκεφτεί τα μέρη που ενέπνευσαν τον Ali Farka Toure, τον μεγαλύτερο bluesman της Δυτικής Αφρικής μέχρι τότε. Έπειτα από επτά ημέρες στη θάλασσα, ανάμεσα σε δεκάδες κιβώτια αγνώστου περιεχομένου, κουρασμένες και διψασμένες φάτσες και με μόνη παρέα τον ήχο του Ατλαντικού, τις ιστορίες του Ebo και τα άνοστα αστεία του Ginger, αντικρύσαμε ένα ηλιόλουστο πρωινό του Οκτωβρίου τις ακτές της Σενεγάλης.  

Αποβιβαστήκαμε στο πολύβουο λιμάνι της Ντακάρ. Προς έκπληξή μας, η αναζήτησή του κεντρικού σιδηροδρομικού σταθμού διήρκησε πολύ λιγότερο απ’όσο περιμέναμε. Έπειτα από μιά σύντομη στάση για ανεφοδιασμό βρεθήκαμε στον Gare du Dakar με το μοναδικό – και φυσικά πρωτόγνωρο για εμάς – «μωσαϊκό» ανθρώπων αποτελούμενο από διάφορους πλανόδιους πωλητές τοπικών φρούτων και εδεσμάτων, γηρολόγους, επαίτες, και ταξιδιώτες με εντυπωσιακά μεγάλες τσάντες, έντεχνα τοποθετημένες στα κεφάλια τους. Εκεί ήταν που θα χώριζαν και οι δρόμοι μας με τον Eboο οποίος θα συνέχιζε το ταξίδι του προς τη Γκάνα.  

«Εις το επανιδείν φίλοι μου! Ελπίζω να ανταμώσουμε ξανά κάπου, κάποτε…» είπε ο Ebo και μετά από μια αποφασιστική χειραψία χάθηκε στο θορυβώδες πλήθος. Μπήκαμε στον σταθμό αναζητώντας στους πίνακες αναχωρήσεων τα δρομολόγια προς το Μπαμακό. Τα Γαλλικά δεν ήταν ποτέ το φόρτε μου, όχι όμως και για τον Ginger ο οποίος είχε μια σχετική εμπειρία με την Γαλλίδα γιαγιά του. Είχαμε μπροστά μας κάτι λιγότερο από μισή ώρα! Το ένα από τα δύο ημερήσια τρένα για Μάλι έφευγε στις 10:45. Πλησιάσαμε δειλά τα εκδοτήρια και ο Ginger ανέλαβε δράση: «Deux billets pour Bamako sil vous plaît» εκπλήσσοντάς με με την ευφράδειά του στη γαλλική. Με τα δύο πολυπόθητα «χαρτάκια» ανά χείρας, κατευθυνθήκαμε προς τις αποβάθρες υπό τους ήχους ενός κουαρτέτου μουσικών bossa nova από την Γουϊνέα στους οποίους ο Ginger, όπως ακριβώς περίμενα, αφιέρωσε τουλάχιστον πέντε λεπτά και μερικές δεκάδες από τα Δυτικοαφρικανικά φράγκα που είχαμε αλλάξει από Σενεγαλέζους ναυτεργάτες στο πλοίο. Ξεκινήσαμε χωρίς ιδιαίτερη καθυστέρηση και σύντομα είχαμε αφήσει πίσω μας την Σενεγαλέζικη πρωτεύουσα με προορισμό τη χώρα που ξέραμε μόνο ως τη γενέτειρα των (Αφρικανικών) μπλουζ.  

Ξυπνήσαμε λίγο μετά τα σύνορα με το Μάλι από μια διαπεραστική, μπάσα φωνή: «Bienvenue a Mali» μας είπε ο ελεγκτής ζητώντας μας εισητήρια και διαβατήρια. Έξω από το παράθυρο, η απεραντοσύνη της δυτικοαφρικανικής σαβάνας ξεκούραζε το μάτι, προκαλώντας παράλληλα συναισθήματα δέους και θαυμασμού. Διάσπαρτοι οικισμοί, φτιαγμένοι με την παραδοσιακή τεχνοτροπία λάσπης και άχυρου καθώς και κατά τόπους καραβάνια ζώων με τους νεαρούς βοσκούς να χαιρετάνε εγκάρδια, συμπλήρωναν την εικόνα. Λίγο πριν τις 19:00 βρισκόμασταν στα περίχωρα της Μαλιανής πρωτεύουσας. Το τρένο, κινούμενο στην ελάχιστη δυνατή ταχύτητα, μας επέτρεπε να περιεργαστούμε το αστικό τοπίο· ένα αμάλγαμα φτωχικών μονοκατοικιών, πολυάσχολων δρόμων με αγορές δρόμου, άντρες και γυναίκες με τις παραδοσιακές τους φορεσιές, τζαμιών και πρόχειρων κατασκευών που θύμιζαν στάσεις λεωφορείου. Διάσπαρτα εντός του τοπίου, τράπεζες και κυβερνητικά κτίρια με μεγάλες Γαλλικές επιγραφές, θλιβερά απομεινάρια του αποικιοκρατικού παρελθόντος της χώρας. 

«Μπαμακό! Τελικός προορισμός!» ακούστηκε η οικεία πλέον φωνή του ελεγκτή. Μετά από οκτώ ώρες ταξιδιού βρισκόμασταν επιτέλους στον προορισμό μας. Η ζέστη, αν και Οκτώβριος, παρέμενε αφόρητη δικαιολογώντας έτσι τα μακρυά, λευκά καφτάνια των Μαλιανών. Με το που βγήκαμε από τον σταθμό του Μπαμακό, μια ορδή από ξεναγούς, ξενοδόχους και ταξιτζήδες μας πλησίασε σε μια προσπάθεια να μας πείσουν για την ποιότητα των υπηρεσιών τους. Ο Gingerγνωστός για την ευκολία με την οποία συνάπτει κοινωνικές σχέσεις, είχε ήδη πάρει τις πληροφορίες του από κάποιον συνεπιβάτη, ο οποίος μας πρότεινε το Grand Hotel ως το πλέον ασφαλές κατάλυμα. Αρνούμενοι ευγενικά κάθε πρόταση, κατευθυνθήκαμε προς το ξενοδοχείο αφήνοντας τους ρυθμούς και τις αισθήσεις της πόλης να μας συνεπάρουν, ενώ παράλληλα είχαμε το νου μας για τυχόν δρώμενα μουσικού ενδιαφέροντος. Δεν άργησα να ακούσω τη διαπεραστική φωνή του Ginger«Εδώ είμαστε! Νομιζω ο σκοπός επετεύχθη!» αναφώνησε, τραβώντας τα βλέμματα διάφορων περαστικών. Βρισκόταν μπροστά από ένα καφέ σχεδόν ακίνητος, δείχνοντας επίμονα προς μια αφίσα. Με τα απαίσια Γαλλικά μου κατάφερα να διαβάσω «Tous le soirs, a partir de 21:00, au Buffet Hôtel de la Gare de Bamakol’ Orchestre fabuleuse Rail-Band de Bamako». Με τη βοήθεια του Gingerσυνειδητοποίησα την τύχη μας! Προφανώς επρόκειτο για κάποιο μουσικό στέκι – ξενοδοχείο το οποίο φιλοξενούσε σε καθημερινή βάση κάποια τοπική ορχήστρα.  

Έπειτα από ένα σύντομο φρεσκάρισμα στο ομολογουμένως «τίμιο» ξενοδοχείο, κατευθυνθήκαμε και πάλι προς την ευρύτερη περιοχή του σταθμού. Ο ξενοδόχος, πρόθυμος να μας δώσει ό,τι πληροφορία θέλαμε, μας ενημέρωσε ότι ο χώρος στον οποίο θα γινόταν η συναυλία δεν είναι άλλος από ένα μικρό μοτέλ πλησίον του κεντρικού σταθμού όπου διέθετε μικρό ρεστωράν και μπαρ.  

Λίγο πριν τις 21:00 διαβήκαμε την χρωματιστή – στα χρώματα της σημαίας του Μάλι – καγκελόπορτα του Buffet Hôtel το οποίο στεγαζόταν σε ένα κτίριο αποικιοκρατικού ρυθμού. Ο κόσμος ήταν αρκετός, άλλοι καθιστοί στα σιδερένια τραπεζοκαθίσματα και άλλοι όρθιοι, μπαινοβγαίνοντας στο μπαρ, πίνοντας και ενίοτε χορεύοντας στους ήχους κάποιου τοπικού highlife που έπαιζε από τα μεγάφωνα. Αστυνομικοί με τις στολές τους, κουστουμάτοι με μικροσκοπικούς χαρτοφύλακες, μοναχικές φιγούρες που άναβαν το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, ελάχιστοι λευκοί με αέρα αποικιοκράτη και, προς δυσαρέσκεια του Gingerσχεδόν καθόλου γυναίκες. Αφού πήραμε δύο παγωμένες μπύρες πιάσαμε ένα πόστο δίπλα στην υποτυπώδη σκηνή με τα όργανα ήδη τοποθετημένα: δύο κιθάρες, μπάσο, τύμπανα, κρουστά και διάφορα πνευστά όπως σαξόφωνα και τρομπέτα. Υποθέτω ότι αυτό ακριβώς σημαίνει ‘Orchestre’.  

Δέκα λεπτά μετά τις 21:00 και τα μέλη της ορχήστρας ανεβαίνουν στη σκηνή. Η έννοια του ορχηστρικού συνόλου ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι τα μέλη παρουσίαζαν μία στυλιστική ομοιομορφία, αποτελούμενη από τζιν παντελόνι και πολύχρωμα πουκάμισα. Ένας από αυτούς πήρε το μικρόφωνο και καλωσόρισε το κοινό. Με τις πρώτες νότες να πλημμυρίζουν την ατμόσφαιρα, το κοινό σαν να μπήκε ξαφνικά στην πρίζα, βρέθηκε να χορεύει με πάθος, σχεδόν εξτατικά μπροστά από τη σκηνή αλλά και γύρω από τα τραπέζια. Τα χλιαρά χειροκροτήματα έδωσαν τόπο στις «τελετουργικές» κραυγές, τη σκόνη από τις έντονες χορευτικές κινήσεις των παρευρισκομένων και τα καλαμπούρια ανάμεσα στα κομμάτια (τα οποία πολλές φορές διαρκούσαν όσο και τα κομμάτια). Απορροφημένος καθώς ήμουν από το θέαμα άργησα να αντιληφθώ ότι ο Ginger είχε γίνει ένα με το εξτασιασμένο κοινό, χορεύοντας παθιασμένα στο δικό του στυλ και χύνοντας κάθε τόσο λίγο από την μπύρα του.  

Συνεπαρμένοι από τις μελωδίες της Rail Band και βρισκόμενοι σε μια κατάσταση μέθης τόσο από το αλκοόλ όσο και από τον ασταμάτητο χορό, ο «ηγέτης» της ορχήστρας ονόματι Tidiani ενημέρωσε το κοινό ότι για τα τελευταία 3 κομμάτια της βραδιάς θα καλούσε στη σκηνή έναν «ανερχόμενο αστέρα από τη Djoliba» του οποίου η φωνή ήταν ικανή «να τιθασεύσει και την πιο άγρια αγέλη λιονταριών». Μέσα από τα σκοτεινά παρασκήνια ξεπετάχτηκε ένας μικροκαμωμένος νεαρός, όχι πάνω από 20 ετών, ο οποίος ξεχώριζε κατά κύριο λόγο για το ιδιαίτερα ανοιχτόχρωμο δέρμα του και τα κατάξανθα μαλλιά του. Αυτό φυσικά ήταν η δικιά μας αντίληψη αφού, πρωτού πιάσει το μικρόφωνο, ένας από τους θαμώνες γύρισε προς το μέρος μας και με περίσσια σιγουριά μας είπε να προσέξουμε καλά τον μικρό αλμπίνο. Πόσο δίκιο είχε! Η κρυστάλλινη φωνή του νεαρού ήταν καθηλωτική, με τις υψηλές συχνότητές της να υπερσκιάζουν όλα τα υπόλοιπα μέλη. Η μπάντα έπαιξε τρία κομμάτια και έκλεισε τη βραδιά εν μέσω χειροκροτημάτων και διθυραμβικών σχολίων!  

Το τέλος της συναυλίας μας βρήκε αμίλητους, αποσβολωμένους. Ήμασταν πραγματικά μαγεμένοι τόσο από τη φωνή του νεαρού αλμπίνο όσο και από τις μοναδικά αυθεντικές μουσικές της Rail BandΟ Ginger, όπως ήταν αναμενόμενο, έτρεξε αμέσως να βρει τον νεαρό τραγουδιστή ώστε να εκφράσει και προσωπικά τον αμέριστο θαυμασμό του για αυτό που μόλις είχε βιώσει. Τον ακολούθησα στο μπαρ καθώς βρισκόμουν στα όρια της αφυδάτωσης από τον χορό και το ενοχλητικά ζεστό βράδυ. Οι περισσότεροι από τους θαμώνες ήταν ήδη στο μπαρ, περιμένοντας μάλλον ανυπόμονα για να σερβιριστούν. Κάπου εκεί, ανάμεσα σε μεθυσμένους φωνακλάδες και υπνωτισμένους ηλικιωμένους που είχαν κάνει το μπαρ σπίτι τους παρατήρησα κάποια μέλη της μπάντας να συνομιλούν και να χαριεντίζονται με τους θαμώνες. Ανάμεσά τους και ο νεαρός αλμπίνο, κρατώντας σφιχτά το ποτό του χωρίς να αποχωρίζεται ούτε στιγμή τα γυαλιά ηλίου του. Ο Ginger  βρήκε την ευκαιρία και διύσδησε στην παρέα των μουσικών. Χαιρέτησε και συνεχάρη τα μέλη και αμέσως στράφηκε προς τον νεαρό τραγουδιστή. Σφίγγοντάς του το χέρι εξέφρασε τον θαυμασμό του για τη μοναδική φωνή του και τον ευχαρίστησε θερμά. 

Έχοντας πια γεμίσει πληροφορίες για τη μουσική σκηνή του Μπαμακό και του Μάλι γενικότερα, τελειώσαμε τη μπύρα μας και εμφανώς κουρασμένοι, αποχωρίσαμε από το μπαρ πλήρεις εμπειριών και με έντονο το αίσθημα δικαίωσης για την απόφαση που είχαμε πάρει –εσπευσμένα – μερικούς μήνες πριν. Στο δρόμο για το ξενοδοχείο, τη συζήτηση μονοπωλούσε η απίθανη μουσική εμπειρία που βιώσαμε το πρώτο κιόλας βράδυ μας στο Μπαμακό. Μπαίνοντας στο δωμάτιό μας συνειδητοποίησα ότι δεν ήξερα το όνομα του νεαρού τραγουδιστή!  

«Μάθαμε μήπως πώς λέγεται ο μικρός αστέρας;» ρώτησα τον Ginger μην περιμένοντας φυσικά να θυμάται το όνομά του. 

«Κάποιος Σαλίφ Κεϊτά…φωνάρα ε;» αποκρίθηκε νησταλέα 

«Όντως! Απίστευτος! Άντε καλή μας νύχτα».  

Δέκα χρόνια αργότερα, ο Ginger ήταν από τους πρώτους μουσικούς συντάκτες του Rolling Stone που έγραψε για αυτόν τον νεαρό αλμπίνο που έμελλε να αναδειχθεί στη μεγαλύτερη φωνή της μεταποικιοκρατικής περιόδου, η «χρυσή φωνή» της Αφρικής…ο Salif Keita 

Στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα… 

  • Social Links: