Μια νεαρή γυναίκα, η Lucy (Jessie Buckley), ξεκινά μαζί με τον φίλο της, Jake (Jesse Plemmons), να επισκεφθούν την οικογένειά του, στην απομονωμένη φάρμα όπου μεγάλωσε. Εν μέσω δριμείας χιονοθύελλας,…

 “I’m Thinking of Ending Things”: Ταξίδι στο υπαρξιακό έρεβος

Μια νεαρή γυναίκα, η Lucy (Jessie Buckley), ξεκινά μαζί με τον φίλο της, Jake (Jesse Plemmons), να επισκεφθούν την οικογένειά του, στην απομονωμένη φάρμα όπου μεγάλωσε. Εν μέσω δριμείας χιονοθύελλας, οι δυο τους ταξιδεύουν με το αυτοκίνητο και συνδιαλέγονται, σε ένα κλίμα φαινομενικά οικείο και τρυφερό, αλλά με μια ενδόμυχη σκέψη να επανέρχεται ξανά και ξανά στο μυαλό της Lucy: σκέφτεται να δώσει ένα τέλος στα πράγματα, να τερματίσει τη, σχετικά πρόσφατη, μεταξύ τους σχέση. Όμως, αυτό που αρχικά ξεκινά ως ένα αρκετά συνηθισμένο premise στο είδος του horror, σύντομα θα εξελιχθεί σε ένα εφιαλτικό, καλειδοσκοπικό ταξίδι στα μύχια του ανθρώπινου μυαλού.

 

 

Ο Charlie Kaufman είναι ένας σκηνοθέτης και σεναριογράφος εν πολλοίς γνωστός για τη σουρεαλιστική, χαώδη αφήγησή του και τη θεματική ενασχόλησή του με την ψυχαναλυτική καταβύθιση στην ανθρώπινη συνείδηση. Από τις πρώτες δουλειές του που τον καταξίωσαν, όπως τα Being John Malkovich, Adaptation και Eternal Sunshine of the Spotless Mind, όπου συνεργάστηκε με πρωτοπόρους σκηνοθέτες, όπως ο Spike Jonze και ο Michel Gondry, υπογράφοντας ο ίδιος μόνο το σενάριο, μέχρι το αριστοτεχνικά παραληρηματικό και εγκληματικά υποτιμημένο Synecdoche, New York, και τη γλυκόπικρη, σπαρακτική «Anomalisa» του, στα οποία βρίσκεται ο ίδιος και στο σκηνοθετικό τιμόνι, ο Kaufman έχει συνηθίσει το πιστό, αφοσιωμένο κοινό του σε ταινίες τόσο εγκεφαλικές και υπαρξιακές, όσο και αμιγώς, αναπολογητικά mindfuck.

Εδώ, επιλέγει να μεταφέρει στην, εν προκειμένω, μικρή οθόνη, καθ’ ότι πρόκειται για παραγωγή Netflix, το ομώνυμο μυθιστόρημα του ανερχόμενου horror συγγραφέα, Iain Reid, μια σπουδή πάνω στη μοναξιά και τα όριά της εντός της Ερωτικής Σχέσης, ενδεδυμένης με απόλυτη επιτυχία τον μανδύα του horror. Όμως, όσο καλογραμμένο και ανατριχιαστικά αγχωτικό, εξέχον δείγμα του είδους και να είναι το βιβλίο, ο Kaufman φέρνει σε πέρας κάτι πολύ παραπάνω από την απλή μεταφορά του. Αντ’ αυτού, πρόκειται για μια από τις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις που η ταινία όχι απλά υπερβαίνει το πρωτότυπο λογοτεχνικό υλικό, αλλά και το επεκτείνει, εξελίσσει τον προβληματισμό του, αφομοιώνει πλήρως τον πυρήνα του και τον μετασχηματίζει σε ένα εξ ολοκλήρου καινούριο και καινοτόμο υβρίδιο ταινίας, μακριά από διαχωρισμούς ειδών και genre tropes.

 

 

Η Lucy και ο Jake ταξιδεύουν αλληγορικά, στα βάθη της ζοφερής χιονοθύελλας και στα έγκατα της ίδιας τους της ψυχής, στην τυραννισμένη παιδική ηλικία και στα συναισθηματικά μπαγκάζια που αυτή φέρει, στις θολές και διυποκειμενικά χρωματισμένες αναμνήσεις, βαθιά μέσα σε έναν αλλόκοτο και εξωπραγματικό Εφιάλτη. Από την άφιξή τους στη φάρμα των γονιών του Jake, όπου τα ζώα κείτονται νεκρά και τα κουφάρια τους αποσυντίθενται, οι αγχώδεις, νευρωτικές φιγούρες των γονιών (σεμιναριακού επιπέδου οι ερμηνείες των David Thewlis και Toni Colette) αψηφούν τη γραμμικότητα του χρόνου και μεταπηδούν από τη νεότητα στα γηρατειά, οι χώροι και οι διάδρομοι του σπιτιού γίνονται όλο και πιο λαβυρινθώδεις και χαοτικοί, τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και την παραίσθηση ολοένα και πιο δυσδιάκριτα, και η αφήγηση ακροβατεί ανάμεσα στον συμβολισμό, το παραλήρημα και τον, λιντσαιϊκής υφής, εφιάλτη.

Ταυτόχρονα, ο Kaufman κατορθώνει και να είναι επίκαιρος, συνομιλεί απευθείας με την εποχή του, αποδομεί τους έμφυλους ρολους εντός των ερωτικών σχέσεων και δημιουργεί μια ταινία βαθιά φεμινιστική. Ο χαρακτήρας της Lucy, ή Louisa, ή Lucia, αλλάζει ονόματα, αντικείμενα σπουδών, επαγγέλματα, χόμπι και καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα, απαγγέλλει ποιήματα, ζωγραφίζει πίνακες και εκφωνεί κινηματογραφικές κριτικές της Pauline Kael, αντανακλώντας στην πραγματικότητα τις προσδοκίες του άντρα από τη σύντροφό του, την τοποθέτησή της σε βάθρο και τη νοηματοδότησή της ως τρόπαιο, που πριμοδοτεί τον ίδιο επαγγελματικά, πνευματικά και συναισθηματικά, καθησυχάζει τις ανασφάλειές του και επουλώνει την επισφαλή του αρρενωπότητα. Η Lucy της Jessie Buckley, η οποία αποτελεί αποκάλυψη στον ρόλο, ορθώνει το ανάστημά της, στέκεται αυθάδης, πληθωρική και ειρωνική απέναντι στον Jake, επιχειρηματολογεί (διά στόματος Pauline Kael), σε μια καθαρά συμβολική στιγμή της ταινίας, για τον χαρακτήρα της Mabel στο Μια Γυναίκα Εξομολογείται και τη θέση της Rowlands στο σινεμά του Κασσαβέτη, κοιτά απευθείας την κάμερα και χαμογελά ειρωνικά στον θεατή, διαρρηγνύοντας τον 4ο τοίχο, και δημιουργεί έναν από τους πιο πολυεπίπεδους, αξιομνημόνευτους πρωταγωνιστικούς γυναικείους χαρακτήρες. Στον αντίποδα, η μητρική φιγούρα της νευρωτικής Toni Colette αναδύεται ως ο στερεοτυπικός υπαίτιος για κάθε είδους ψυχολογικά βαρίδια της ενήλικης ζωής, και επιτρέπει έτσι να ανοίξει ένα φεμινιστικό discourse γύρω από τις μισογύνικες καταβολές του φροϋδικού αρχετύπου.

 

Φυσικά, και όλη η τεχνική δουλειά που έχει γίνει στο φιλμ είναι άρτια, η σκηνογραφία υποδειγματική, με τις λουλουδάτες ταπετσαρίες και τα kitsch μπιμπελό του επαρχιώτικου αμερικανικού σπιτιού να διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην αφήγηση, το μακιγιάζ αψεγάδιαστο, και το κοφτό, απότομο μοντάζ να εντείνει την αίσθηση δυσφορίας καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας.

Στην εποχή που το Tenet του Nolan, με το οποίο κυκλοφόρησε σχεδόν ταυτόχρονα, συζητείται ευρέως και υμνείται σαν mindfuck, χαοτικό δημιούργημα, ο Τσάρλι Κάουφμαν, ο μαιτρ του Αλλόκοτου και Εκκεντρικού, του απόκοσμου και ατμοσφαιρικού υπερρεαλισμού, έρχεται με ένα αριστουργηματικά μελαγχολικό σενάριο, με επαναστατικά αιρετική σκηνοθεσία και με απόλυτη δημιουργική ελευθερία, για να παραδώσει την πραγματική mindfuck ταινία της χρονιάς και ταυτόχρονα το magnum opus του: ένα φιλμ που η υπαρξιακή αγωνία εκρέει από τους πόρους του, που θέλει πολλαπλές θεάσεις και ερμηνείες για να αποκρυπτογραφηθεί, δύσκολο, ομφαλοσκοπικό και απαιτητικό, με μια ντελιριακά σουρεαλιστική τελευταία πράξη, ένα από αυτά τα φιλμ που αξιώνει την υπομονή σου ως θεατη, αλλά που, άπαξ αυτή δοθεί, σε αποζημιώνει με την πολυσύνθετη, σπάνια και μεγαλειώδη ιδιοφυΐα του.

 

Σε σφιχτό, 4:3 κάδρο και ζοφερή φωτογραφία, από τον Lukasz Zal του Ψυχρού Πολέμου και της Ida, ο Kaufman καλεί τον θεατή να αφήσει στην άκρη τις συμβατικές αντιλήψεις του γύρω από το horror σινεμά και να βυθιστεί μαζί του στο έρεβος του υπαρξιακού τρόμου, διατηρώντας ταυτόχρονα και την προσοχή του τεταμένη, γιατί κάθε λεπτομέρεια εντός κάδρου είναι ορθά τοποθετημένη, κάθε αναφορά σχολαστικά μελετημένη. Οι απαντήσεις στη γριφώδη, αινιγματική αφήγηση βρίσκονται εκεί για τον προσεκτικό θεατή, όμως η πρόσληψή τους είναι προαιρετική. Γιατί το σινεμά του Kaufman περισσότερο το νιώθεις στο πετσί σου παρά το κατανοείς με το μυαλό σου, γιατί εκφράζει τις υπαρξιακές σου αγωνίες, όπως μόνο το ίδιο σου το Υποσυνείδητο μπορεί να σου τις παρουσιάσει, με τη μορφή ενός ονείρου ή ενός εφιάλτη, απογυμνωμένες, θεόρατες και επιβλητικές.