Κεντρική φωτογραφία: Menelaos Myrillas / SOOC
«Η Χρυσή Αυγή αποτελεί εγκληματική οργάνωση». Τέσσερις μέρες μετά την ιστορική απόφαση του δικαστηρίου και σε αναμονή της έκδοσης των ποινών, σκέφτομαι πως το πιο σημαντικό πράγμα που θα μας μείνει από αυτή την ιστορία είναι ακριβώς εκείνη η λυτρωτική στιγμή της ανακοίνωσης: η σύντομη αλλά βαθιά χαρά χωρίς αστερίσκους· το συναίσθημα της νίκης· τα δάκρυα της ανακούφισης· η εξαιρετικά δυνατή αίσθηση ότι έγινε το σωστό· το αυθόρμητο χειροκρότημα που ένωσε ένα πλήθος χιλιάδων ανθρώπων σε μια μεγάλη αγκαλιά – που λειτούργησε ως αγκαλιά αντικαθιστώντας τα διστακτικά αγγίγματα. Η Αλεξάνδρας, σε μια στιγμή, κατακλύστηκε από συγκινημένα και χαμογελαστά μάτια, που, ευτυχώς, δεν μπορούσαν να τα κρύψουν οι μάσκες. Είχε έναν λυρισμό εκείνη η στιγμή κι αυτό δεν αλλάζει όσο άγαρμπα κι αν προσπαθώ να τον περιγράψω. Δεν αλλάζει, επίσης, όσο άγαρμπα κι αν προσπάθησε να τον πνίξει η αστυνομία μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, σε μια θλιβερή επίδειξη μικροψυχίας και εκδικητικότητας. Και δεν τον έπνιξε, απλά ίσως τον μετέτρεψε από «έντεχνο» σε ραπ.
Αστυνομία: μια χαμένη υπόθεση;
Για να είμαι ειλικρινής πολύ λίγο ενοχλήθηκα από την αντίδραση της αστυνομίας εκείνη την ώρα: η πρώτη μου σκέψη ήταν «δεν πειράζει, ξύδι. Ξυδάκι στους οπαδούς της συμμορίας, ένστολους και μη». Η αποδοχή όμως ότι αυτό είναι σε έναν (μεγάλο;) βαθμό η αστυνομία, χρυσαυγίτες με στολή, είναι πρόβλημα. Όχι γιατί μια τέτοια αντίληψη δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά γιατί αυτή η πραγματικότητα δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτή. Δεν ξέρω αν η αστυνομία επιδέχεται πλέον μεταρρύθμιση, εξυγίανση, αποφασιστικοποίηση. Τα δεδομένα είναι πως η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε –είτε προσπάθησε είτε όχι– να πετύχει καμία ουσιαστική αλλαγή προς αυτή την κατεύθυνση και πως η παρούσα κυβέρνηση δεν έχει καμία απολύτως πρόθεση να το κάνει. Καθ’ όλη την τελευταία δεκαετία η αστυνομία, είτε μέσω κεντρικών επιλογών είτε μέσω της δράσης των οργάνων της, λειτούργησε προς όφελος της ναζιστικής συμμορίας. Πολλές φορές, μάλιστα, απροκάλυπτα. Αν υπάρχουν δημοκρατικοί άνθρωποι στους κρατικούς θεσμούς ή/και στο ίδιο το σώμα που ενοχλούνται από τέτοιες διαπιστώσεις, ας πράξουν ανάλογα. Για την ώρα, μένει το στίγμα της πικρής αντίδρασης των ΜΑΤ για την απόφαση του δικαστηρίου, όπως εκφράστηκε έξω από το Εφετείο, και η σχεδόν κωμική κάλυψή της από τον αρμόδιο υπουργό με καταφανή ψέματα περί μολότοφ, κουκουλοφόρων και καταστροφών.
Η διαρκής κατάσταση ύπνωσης της ελληνικής δημοσιογραφίας
Δεν μπορώ να ξέρω αν η επίθεση της αστυνομίας στο συγκεντρωμένο πλήθος το μεσημέρι της Τετάρτης ήταν αυθόρμητη ή προϊόν κεντρικής εντολής. Οι ανακοινώσεις, ωστόσο, που ακολούθησαν σίγουρα δεν ήταν αυθόρμητες, αλλά μια απίστευτα χοντροκομμένη προσπάθεια διαστρέβλωσης της πραγματικότητας. Την ώρα που, πέρα από τις μαρτυρίες των παρόντων, υπήρχαν δημοσιευμένα πανοραμικά πλάνα που έδειχναν ακριβώς τι συνέβη, η αστυνομία και ο υπουργός της έλεγαν παραμύθια με (γνωστούς-άγνωστους) δράκους. Σε μια ιστορική μέρα για τη δημοκρατία, μια στοιχειωδώς ανεξάρτητη δημοσιογραφία, έχοντας στη διάθεσή της όλο το αποδεικτικό υλικό, θα καταδείκνυε νυχθημερόν αυτή την αντίφαση και θα ζητούσε την αποπομπή του Χρυσοχοΐδη. Αντίθετα, οι έλληνες δημοσιογράφοι, στην πλειοψηφία τους, περιφέρονται σε κανάλια, ιστοσελίδες και εφημερίδες σαν ζωντανοί-νεκροί με μια μόνο αρμοδιότητα: να ανοιγοκλείνουν την κάνουλα με τη «γραμμή» της μιντιακής και της πολιτικής εξουσίας. Η αθυρματοποίηση της δημοσιογραφίας δεν είναι μόνο ζήτημα fairness απέναντι στις πολιτικές δυνάμεις. Είναι μια ανοιχτή πληγή για την ίδια τη δημοκρατική λειτουργία. Είναι, επίσης, ο βασικός λόγος για τον οποίον ένα μεγάλο μέρος των ΜΜΕ λειτούργησε (και αυτό) προς όφελος της ναζιστικής συμμορίας. Αν υπάρχουν δημοσιογράφοι που ενοχλούνται από τέτοιες διαπιστώσεις, ας πράξουν ανάλογα στους χώρους εργασίας τους. Τη στήριξη που θα χρειαστούν θα την έχουν.
Από τον «χρήσιμο» φασισμό στον «χρήσιμο» αντιφασισμό
Η περασμένη Τετάρτη ήταν μια παράξενη μέρα. Παρακολούθησα με κάποια αμηχανία ανθρώπους (τον πρωθυπουργό αλλά και πιο hardcore πρόσωπα) που δεν είχαν ψελλίσει ποτέ μια αντιφασιστική λέξη στη ζωή τους και δεν ενδιαφέρθηκαν ούτε στιγμή για τη δίκη να πανηγυρίζουν για την απόφαση και να βροντοφωνάζουν «Ποτέ ξανά». Όχι ακριβώς έτσι, γιατί πάντα υπήρχαν τα «αλλά», οι συμψηφισμοί και οι διαστρεβλώσεις, αλλά κάπως έτσι. Σε κάθε περίπτωση, η πάνδημη καταδίκη του φασισμού ήταν ικανοποιητική, ακόμα κι αν δεν περιλάμβανε ούτε ψήγμα αυτοκριτικής ή έστω κάποιου είδους στοιχειώδη αναστοχασμό για όσα εξέθρεψαν το τέρας: την κρατική ανοχή (αν όχι συνδρομή), μεταξύ άλλων, καθώς και τον εθνικιστικό παροξυσμό, το αντιπροσφυγικό μένος, την ξενοφοβία και τον κοινωνικό ρατσισμό που μέχρι σήμερα καταλαμβάνουν μεγάλο κομμάτι του δημόσιου λόγου. Έστω. Αυτό που ακολούθησε, όμως, ήταν κάτι (καλώς ή κακώς) εντελώς απρόσμενο για μένα. Η Νέα Δημοκρατία, με μια απόλυτα επιθετική εκστρατεία, επιχειρεί να καρπωθεί το αποτέλεσμα της δίκης και να συκοφαντήσει όχι μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά το σύνολο της Αριστεράς και της κοινωνικής κινητοποίησης της τελευταίας δεκαετίας ως, λίγο πολύ, υπαίτιους του φασιστικού φαινομένου στην Ελλάδα. Στην εικονική πραγματικότητα των τελευταίων ημερών ο Σαμαράς (της ανοιχτής γραμμής Μπαλτάκου), επί πρωθυπουργίας του οποίου η Χρυσή Αυγή γιγαντώθηκε, και ο Μητσοτάκης του Μακεδονικού και του Έβρου εμφανίζονται ως πατέρες της αντιφασιστικής νίκης. Σα να μην έφταναν αυτά, ο ΣΎΡΙΖΑ, αμυνόμενος, κατορθώνει μέσω του κυριακάτικου πρωτοσέλιδου της Αυγής να σχετικοποιήσει τον φασισμό, προτάσσοντας απολύτως χρησιμοθηρικά το σύνθημα που ένωσε χιλιάδες ανθρώπους ενάντια στη Χρυσή Αυγή, για να αντιπαρατεθεί με τον Μητσοτάκη και τον Σαμαρά. Απογοήτευση. Όλα αυτά τα χρόνια, η εργαλειακή χρήση του φασισμού στην κομματική αντιπαράθεση, με τεράστια ευθύνη της Νέας Δημοκρατίας, ενός μέρους του ΚΙΝΑΛ και σε πολύ μικρότερο βαθμό και του ΣΥΡΙΖΑ, λειτούργησε προς όφελος της ναζιστικής συμμορίας. Και συνεχίζεται σα να μην έχει συμβεί τίποτα.
Πού νικιέται ο φασισμός
Δεν είμαι από αυτούς που πιστεύουν ότι ο φασισμός νικιέται (μόνο) στον δρόμο, γιατί δεν αντλεί τη δύναμή του (μόνο) από εκεί. Η μάχη ενάντια στη Χρυσή Αυγή δόθηκε και κερδήθηκε (παρότι δεν έχει τελειώσει ακόμα) τόσο στους δρόμους όσο και μέσα στους θεσμούς. Δόθηκε και κερδήθηκε πρώτα απ’ όλα από τα θύματα και τους συγγενείς τους, τους δικηγόρους της Πολιτικής Αγωγής, τους μάρτυρες που ακόμα κι αν φοβήθηκαν δεν έκαναν πίσω, τους ανθρώπους που στρατεύθηκαν στις πρωτοβουλίες για τη δημοσιότητα της δίκης και την ανάδειξη του εγκληματικού χαρακτήρα της οργάνωσης (ανάμεσά τους και φωτεινές περιπτώσεις δημοσιογράφων και ΜΜΕ). Δόθηκε και κερδήθηκε από το αντιφασιστικό κίνημα: αριστερούς, αναρχικούς και δημοκρατικούς ανθρώπους (φιλελεύθερους, προοδευτικούς ή συντηρητικούς) –και ξέρω πως όλοι αυτοί δεν χαίρονται να συνυπάρχουν στην ίδια πρόταση– απέναντι στις διάφορες προφητείες που άρχισαν να ακούγονται από την αρχή πως «θα πέσουν στα μαλακά» και πως «είναι αδύναμο το κατηγορητήριο». Δόθηκε και κερδήθηκε από αυτές και αυτούς που, όπως έγραφε ο Θ. Καμπαγιάννης την παραμονή της απόφασης, επέλεξαν να είναι «δρώντα υποκείμενα και όχι νεκροτόμοι της ιστορίας». Γι’ αυτό και πιστεύω πως εκείνα τα δευτερόλεπτα της Τετάρτης κάτω από το Εφετείο ήταν από τα πολυτιμότερα της ζωής μας. Γιατί για μια στιγμή όλα και όλοι βρέθηκαν στη σωστή τους θέση. Γιατί έγινε το σωστό, αλλά δεν έγινε από μόνο του. Το συναίσθημα και η ενέργεια που κουβαλούσαν αυτά τα δευτερόλεπτα αποτελεί κεφάλαιο για το αντιφασιστικό κίνημα. Ένα κεφάλαιο που, σίγουρα, θα μας χρειαστεί.
Social Links: