Ένα θέμα το οποίο απασχόλησε ιδιαίτερα τον δημόσιο λόγο, την τελευταία εβδομάδα, ήταν το ζήτημα του φωτισμού της Ακρόπολης, μετά από την χορηγία και την υλοποίησή του από το ίδρυμα…

Συζητώντας με τον Δημήτρη Πλάντζο για τον φωτισμό της Ακρόπολης και τον ρόλο των ιδρυμάτων πολιτισμού

Ένα θέμα το οποίο απασχόλησε ιδιαίτερα τον δημόσιο λόγο, την τελευταία εβδομάδα, ήταν το ζήτημα του φωτισμού της Ακρόπολης, μετά από την χορηγία και την υλοποίησή του από το ίδρυμα Ωνάση, σε μια τελετή στην οποία παρέστησαν η Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο Πρωθυπουργός. Οι Χρήστος Τριανταφύλλου και Δημοσθένης Γαβαλάς συζήτησαν με τον Δημήτρη Πλάντζο, αναπληρωτή καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας (ΕΚΠΑ), με αφορμή την τελετή του φωτισμού της Ακρόπολης, για την πολιτική προέκτασή της τελετουργίας, ιδιαίτερα μέσα στην συνθήκη της πανδημίας, για το ιστορικό τέτοιων παρεμβάσεων και για την διαμόρφωση της κεντρικής πολιτικής για τον πολιτισμό μέσα από την δράση των δυο μεγάλων ιδρυμάτων. Το τελευταίο βιβλίο του Δημήτρη Πλάντζου, Το πρόσφατο μέλλον: η κλασική αρχαιότητα ως βιοπολιτικό εργαλείο, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη.

 

Ο αναπληρωτής καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ Δημήτρης Πλάντζος.

 

Ποιο είναι, εν συντομία, το χρονικό του φωτισμού της Ακρόπολης; Συμπορεύονται οι διαφορετικές φάσεις του με αλλαγές στις αντιλήψεις του ελληνικού κράτους για τον ρόλο του συγκεκριμένου μνημείου ως σημείου αναφοράς της Αθήνας και ολόκληρης της χώρας;

 

«Δεν είμαι σίγουρος ότι η Ακρόπολη προσφέρεται για γαλάζια φώτα, κόκκινα φώτα, πράσινα φώτα, πυροτεχνήματα και φαντασμαγορικές επιδείξεις που βρίσκει κανείς σε δευτεροκλασάτους πύργους της ιταλικής επαρχίας». Τα λόγια αυτά δεν είναι δικά μου, τα έγραψε ο ανταποκριτής των Times του Λονδίνου στα 1869, όταν πραγματοποιήθηκε η πρώτη φωταγώγηση του μνημείου στη σύγχρονη ιστορία του. Το θέαμα προσφέρθηκε μόνον για μια βραδιά, προς τιμήν του Πρίγκιπα της Ουαλίας Αλβέρτου Εδουάρδου και της συζύγου του πριγκίπισσας Αλεξάνδρας. Το φαντασμαγορικό lumière είχε σχεδιάσει τότε ο ίδιος ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄, με τη βοήθεια ενός Αθηναίου «ειδικού». Ο σκοπός, και τότε, ήταν ξεκάθαρα πολιτικός, να συνδεθεί δηλαδή η νεότευκτη ελληνική δυναστεία με την κλασική κληρονομιά της Ελλάδας, και να υπογραμμιστεί η σημασία του, επίσης νεότευκτου, «πρότυπου βασιλείου» και ο ρόλος του για την εμπέδωση της νεοκλασικής παράδοσης στην Ευρώπη. Μην ξεχνάμε ότι η «Αγγλίδα» Αλεξάνδρα ήταν αδελφή του «Έλληνα» Γεώργιου, και ότι τη χρονιά που εκείνη παντρευόταν τον διάδοχο του αγγλικού θρόνου και εκείνος γινόταν βασιλεύς των Ελλήνων, το 1863 δηλαδή, ο πατέρας τους Χριστιανός Η΄ στεφόταν βασιλιάς της Δανίας. Το σόου επαναλήφθηκε άλλη μια φορά, για τον ίδιο λόγο, στα 1875. Τότε, υπήρξε εικονογραφημένη ανταπόκριση στο Illustrated London News, που δείχνει ότι η νέα παράσταση ήταν κατά πολύ θεαματικότερη της παλιάς. Από την πρώτη εκείνη φωταγώγηση του μνημείου υπάρχει η πολύτιμη απεικόνιση του θεάματος σε μια σπουδή που φιλοτέχνησε ο Αμερικανός ζωγράφος Frederic Edwin Church, που είχε επιλέξει να περάσει το μεγαλύτερο μέρος του 1869 στην Ελλάδα, ζωγραφίζοντας κλασικά ερείπια (βλ. εικόνα).

 

Frederic Edwin Church, Ο Παρθενώνας φωταγωγημένος από τα βορειοδυτικά (1868).

 

Επομένως από την πρώτη στιγμή η Ακρόπολη αντιμετωπίζεται ως συμβολικό κεφάλαιο, και ως πολιτικό καταπίστευμα της χώρας και, αν όχι τόσο των κατοίκων της, σίγουρα της άρχουσας τάξης της, ντόπιας και ξενόφερτης. Δεν ξέρω αν ακολούθησαν και άλλες παρόμοιες απόπειρες. Το 1959 ξεκινά βέβαια το διαβόητο «Ήχος και Φως», δάνειο από αντίστοιχα στο εξωτερικό (Πυραμίδες και αλλού): το κοινό, τουρίστες κυρίως καθισμένοι στην Πνύκα, απολαμβάνει εναλλαγές φωτισμού στην Ακρόπολη συνοδευόμενες από αφήγηση σε πολλές γλώσσες. Εδώ δηλαδή το πρόταγμα είναι καθαρά οικονομικό – τουριστικό. Η Ακρόπολη είναι ο αδιαφιλονίκητος σταρ των ελληνικών μνημείων, και αντιμετωπίζεται ως θέαμα και ως τουριστικό αξιοθέατο.

Κατά τη γνώμη μου, ενδιαφέρουσα υπήρξε η προσπάθεια του Πιερ Μπιντό το 2004 – και τότε αποτέλεσμα ιδιωτικής χορηγίας, από τον Μιχάλη Κακογιάννη και το Ίδρυμά του. Την θεωρώ και ιδιαίτερα επιτυχημένη, καθώς αντιμετώπιζε το μνημείο ως αρχιτεκτονικό σύνολο που ο θεατής καλείται να εκτιμήσει στον φυσικό του χώρο. Πολύ απλά, εκεί τονιζόταν το απλό αρχιτεκτονικό σύστημα στο οποίο βασίζονται όλα τα κλασικά κτίρια – αυτό που εμείς ονομάζουμε «δοκός επί στύλου». Αν το σκεφτείτε, όλα τα κλασικά αρχιτεκτονικά μέρη που θαυμάζουμε σήμερα είναι είτε κάθετοι στύλοι – οι κίονες – που φέρουν οριζόντιες δοκούς – τα επιστύλια με τις διακοσμητικές τριγλύφους, τις μετόπες, τις ζωφόρους, τα αετώματα που έχουμε όλοι μάθει να αγαπάμε. Αυτό τονιζόταν επιτυχώς τότε. Εκεί όπου απέτυχε το έργο του Μπιντό είναι στην εξασφάλιση της μακροζωίας του – λαμπτήρες κάηκαν και δεν αντικαταστάθηκαν όπως θα έπρεπε, οι τονικότητες ξεχάστηκαν, το έργο έμεινε ασυντήρητο. Αυτός είναι και ο κίνδυνος και με το νέο έργο: αν δεν εξασφαλιστεί η αειφορία του, η εγγύηση δηλαδή ότι το αισθητικό αποτέλεσμα θα παραμείνει σταθερό, όπως το παρέδωσε η δημιουργός του, τότε σε 10-20 χρόνια θα μιλάμε πάλι για «πρώτες φορές»…

Πιστεύω ότι σήμερα θα έπρεπε να είχαμε προχωρήσει σε μια συντήρηση του παλαιού έργου. Το τωρινό αποτέλεσμα μου φαίνεται πολύ έντονο, κάπως κραυγαλέο, πολύ φωτεινό για το περιβάλλον του. Σαν να σχεδιάστηκε για να δείχνει καλά στο ίντερνετ – όπου ομολογουμένως οι εικόνες είναι πανέμορφες – αλλά όχι απαραίτητα και στον φυσικό του χώρο. Κατά τη γνώμη μου ο νέος φωτισμός αντιμετωπίζει το μνημείο σαν σκηνικό όπερας, με έμφαση στο wow effect. Πιστεύω όμως ότι γρήγορα με κάποιες τροποποιήσεις θα χαμηλώσουν την ένταση του φωτισμού στο επιθυμητό αποτέλεσμα και η όλη εικόνα θα ισορροπήσει. Τότε βέβαια ίσως να μην κάνει την ίδια εντύπωση στο τουίτερ…

 

Πώς σας φάνηκε η τελετή για τα εγκαίνια του νέου φωτισμού του μνημείου; Ποιες αντιλήψεις για την Αρχαιότητα και τον ρόλο των μνημείων πρωταγωνίστησαν στο συγκεκριμένο γεγονός και πώς εκφράστηκαν;

 

Η τελετή ήταν αμετροεπής και αχρείαστη. Αλλά και αμήχανη θα έλεγα. Αν ήμουν στη θέση της Προέδρου, του Πρωθυπουργού ή της Υπουργού δεν θα επιθυμούσα ιδιαίτερα να βρεθώ καθηλωμένος στην Πνύκα, με μάσκα και σε απομόνωση λόγω της πανδημίας, για να παρακολουθήσω μια νέα εκδοχή του «Ήχος και Φως». Και πάλι, αυτό που είδαμε ήταν μια κίνηση οικειοποίησης, τόσο αμήχανη όσο και περιττή. Ένα θέαμα φτιαγμένο για να τονιστεί η πολιτισμική ταυτότητα που με επιμέλεια φιλοτεχνεί το συγκεκριμένο ίδρυμα για τον εαυτό του εδώ και κάποια χρόνια. Λίγο εναλλακτική, λίγο χίπστερ, σχεδόν αποκλειστικά προσανατολισμένη στους απολιτίκ τριαντάρηδες του ίνστα. Αν δείτε το φιλμάκι του drone, τονίζει 1-2 φορές τη σχέση του κτιρίου της Στέγης με την Ακρόπολη. Είναι η Στέγη ο «νέος Παρθενώνας»; Θυμηθείτε ότι και το ξεπεσμένο πλέον Μέγαρο τόνιζε την αρχιτεκτονική συνάφεια του ολομάρμαρου κτιρίου του με τον Παρθενώνα, ακόμη και στον λογότυπό του. Σήμερα ο λογότυπος του Μεγάρου είναι πολύ πιο αφαιρετικός, ενσυνείδητα όμως παραπέμπει στο «δάσος κιόνων» ενός κλασικού ναού.

 

Ποια είναι η άποψή σας για την εμπλοκή του Ιδρύματος Ωνάση στην υπόθεση; Από τη μία, έχει ρόλο ένα μεγάλο ιδιωτικό ίδρυμα στη διαχείριση δημόσιων αγαθών μεγάλης συμβολικής σημασίας, όπως είναι η Ακρόπολη (ή το Αρχείο Καβάφη); Από την άλλη, αν θυμηθούμε την πρόσφατη υπόθεση με τη φωταγώγηση της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας από το Ίδρυμα, και τις απαντήσεις του τελευταίου στη δημόσια κριτική, μπορεί ένα ιδιωτικό ίδρυμα να επιβάλλει την αισθητική του στη δημόσια σφαίρα υποκαθιστώντας το κράτος;

 

Η σύντομη απάντηση είναι ότι προφανώς και μπορεί και εννοείται ότι προσπαθεί να το κάνει. Προσέξτε: δεν μιλάμε πια για «ευεργέτες», ούτε καν για σπόνσορες. Μιλάμε για μάνατζερς – παραγωγούς, και δεν αναφέρομαι μόνον στο Ίδρυμα Ωνάση. Είμαστε μάρτυρες ενός ανταγωνισμού ιδρυμάτων – ο ένας θεωρεί ότι αυτό που λείπει από την Αθήνα είναι μια Όπερα, ο άλλος αποφασίζει ότι θα πεζοδρομηθεί η Πανεπιστημίου ή θα φωταγωγηθεί η Ακρόπολη με τους δικούς του όρους, που τους υπαγορεύει ο ίδιος επειδή τους πληρώνει. Αυτό δεν είναι απαραιτήτως κακό ή καλό, απλώς είναι η νέα κανονικότητα όπως μας αρέσει πλέον να λέμε. Τα προβλήματα φυσικά αυτής της πολιτικής είναι ήδη ορατά: πόσες αίθουσες όπερας χρειάζεται η Αθήνα; Πόσες αβανγκάρντ παραστάσεις (είτε όντως σπουδαίες είτε για πέταμα) μπορεί να δει ένα κοινό ανέργων και ημιαπασχολούμενων; Είναι, για να επαναλάβω και ένα παλιό κλισεδάκι, Ελλάδα μόνον η Αθήνα;

Βλέπουμε επίσης πώς λειτουργούν κάποιες διαδικασίες: λίγο πριν από τις γιορτές, η καλλιτέχνις που τώρα κλήθηκε από το Ίδρυμα να φωτίσει εκ νέου την Ακρόπολη ήταν η μόνη που είχε εκφραστεί θετικά για το απαράδεκτα φτωχό, σχεδόν προσβλητικό αποτέλεσμα της προσπάθειας του Ιδρύματος να φωτίσει «εορταστικά» την Πανεπιστημίου. Απαντώντας, το Ίδρυμα χαρακτήρισε την εν λόγω καλλιτέχνιδα «εθνική μας φωτίστρια». Σήμερα βέβαια καταλαβαίνουμε γιατί, αν και υποτίθεται ότι η ανοιχτή πρόσκληση υποβολής προτάσεων για τη φωταγώγηση της Ακρόπολης δεν είχε καν συνταχθεί ακόμη τότε.

 

Η Ακρόπολη, όπως έχει περάσει στο συλλογικό φαντασιακό, είναι μόνο μια συγκεκριμένη «στιγμή» της, αυτή της «εποχής του Περικλή». Θεωρείτε πως το κράτος θα πρέπει να αρχίσει να προβάλει και τις υπόλοιπες φάσεις του μνημείου, λ.χ. την οθωμανική; Μπορεί αυτό να συμβάλει στο να ξεκολλήσει η ιστορική μας αντίληψη από μια στείρα και εντελώς ανιστορική αρχαιοπληξία;

 

Το στοίχημα αυτό έχει πλέον χαθεί, από την ίδρυση και λειτουργία του Μουσείου Ακρόπολης. Το χαρακτήρισα τότε μονολιθικό και μονοθεματικό, και παρόλο που σε ορισμένα θέματα άκουσε τον αντίλογο (για παράδειγμα τονίζεται πλέον, έστω και υπαινικτικά, το χρώμα των αρχαίων γλυπτών κλπ) σε άλλα δεν δείχνει κατανοεί την ανάγκη να μην εμφανίζεται η Ακρόπολη ως ένα άχρονο και ανιστορικό μνημείο – να κάνουμε δηλαδή όπως λέω συχνά «ιστορία της τέχνης χωρίς ιστορία». Μου φαίνεται αδιανόητο να υπάρχουν σήμερα στην Αθήνα «μάρμαρα» από τον Παρθενώνα κρυμμένα ή εξορισμένα σε άλλα μουσεία μόνο και μόνο γιατί διατηρούν επάνω τους ίχνη της οθωμανικής ιστορίας του μνημείου ή της χρήσης τους από τους Χριστιανούς της Αθήνας, όπως για παράδειγμα ο μαρμάρινος άμβωνας του Παρθενώνα στο Βυζαντινό Μουσείο.

Δημήτρης Τσαλκάνης, ancientathens3d.com

Όσο όμως η Ακρόπολη και τα μνημεία της δεν προσλαμβάνονται μόνον ως υλικά κατάλοιπα της κλασικής αρχαιότητας αλλά και ως βιοπολιτικά εργαλεία στην καθημερινότητα της σύγχρονης Ελλάδας, ως μηχανισμοί ιεράρχησης των φύλων και των φυλών, όσο και αποκλεισμού όσων δεν μας φαίνονται αρκετά Έλληνες ή ικανοποιητικά πολιτισμένοι ή όσο πρέπει λευκοί, τότε αυτή η ανιστορική, όπως την χαρακτηρίσατε, εμμονή με το φαντασιακό (μας) παρελθόν θα επιδεινώνεται. Στην παρούσα κατάσταση, το καταστατικό αρχαιολατρικό ήθος που συγκροτεί τον νέο Ελληνισμό παραμένει προνομιακό πεδίο της ακροδεξιάς, είτε μιλάμε για τη Χρυσή Αυγή – που μόλις αναγνωρίστηκε, επιτέλους, ως εγκληματική οργάνωση από την ελληνική Δικαιοσύνη είτε για αντίστοιχες οργανώσεις εντός και εκτός των λοιπών πολιτικών χώρων: μια αρχαιολογία αποκλεισμών τη στιγμή που αυτό που έχουμε ανάγκη είναι μια αρχαιολογία συμπερίληψης. Το είδαμε στην κρίση, στο προσφυγικό ζήτημα ή και στο περίφημο μακεδονικό, ακόμη και τώρα με την πανδημία και την ανάγκη να επανακαθορίσουμε τη θέση μας στο διεθνές πεδίο. Θα έλεγα μάλιστα ότι σε ορισμένους χώρους είναι δυσκολότερο σήμερα να μιλήσει κανείς για την οθωμανική Ελλάδα απ’ ό,τι ήταν, για παράδειγμα, στη δεκαετία του 1980 όταν εγώ ήμουν φοιτητής.

 

Από την απόσπαση των αρχαιοτήτων από τον σταθμό του μετρό «Βενιζέλου» στην Θεσσαλονίκη, στο «φιλί» του Δ. Λιγνάδη στο ομοίωμα του Παρθενώνα στην Επίδαυρο και από τη συζήτηση για την ενοποίηση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου με το Πολυτεχνείο, στη συζήτηση γύρω από τη φωτιά των Μυκηνών και τελικά στην συμβολική κορύφωση· την τελετουργία για τον φωτισμό της Ακρόπολης. Πού τοποθετείται η Αρχαιολογία μέσα σε αυτήν την πολιτική πρακτική που φαίνεται να κυριαρχεί;

 

Τα περιστατικά που αναφέρετε συνιστούν σκηνές της ελληνικής πολιτισμικής καθημερινότητας, όπως αυτές που συζητούσα στο βιβλίο μου «Το πρόσφατο μέλλον». Μέσα από μια σειρά από ανάλογες διαμάχες, επιτελέσεις, επίσημες ή ανεπίσημες χειρονομίες ή εκδηλώσεις προσπάθησα να δω πώς το αρχαιολατρικό ήθος λειτουργεί ταυτοποιητικά στη σύγχρονη Ελλάδα: ως φαντασιακός χώρος όπου το μέλλον φαντάζει ήδη βιωμένο. Αν το βιβλίο γραφόταν σήμερα, σίγουρα θα με απασχολούσε, για παράδειγμα, το γιατί ένα συνομήλικός μου σκηνοθέτης αισθάνεται την ανάγκη να γονατίσει στη μέση ενός αρχαιολογικού χώρου και να ασπαστεί ένα πλαστικό ομοίωμα του Παρθενώνα, διακωμωδώντας άθελά του το ίδιο του το έργο και τη θέση από την οποία μας απευθύνεται.

 

Πρόκειται, όπως αντιλαμβάνεστε, για πολλές, εναλλακτικές μεταξύ τους και συχνά φυγόκεντρες αρχαιολογίες που αναπτύσσονται όλες στον χώρο του πολιτικού. Ούτε η αρχαιολογία, ούτε τα μνημεία – αενάως ανακατασκευαζόμενα καθ’ όλη τη διάρκεια της νεοελληνικής ιστορίας – είναι αθώα ή μη πολιτικά. Η αρχαιολογία, ας μην ξεχνάμε, συγκροτήθηκε ως νεωτερική επιστημονική πειθαρχία από κοινού με τη λαογραφία ώστε ο εθνοποιητικός λόγος να αποκτήσει υλική υπόσταση – είναι εξ ορισμού πολιτική. Σήμερα, ο αρχαιολογικός χώρος, το μουσείο, το έκθεμα συνιστούν ζωτικά πεδία ταυτοτικής συγκρότησης πλειονοτήτων και μειονοτήτων, ακόμη και μονάδων. Δεν πάψαμε ποτέ να είμαστε αρχαίοι!

 

Η Υπουργός Πολιτισμού στον χαιρετισμό που απηύθυνε, έκανε λόγο για μια «νέα, αναβαθμισμένη εικόνα του Ιερού Βράχου». Κατά πόσο υπάρχει ένας σαφής προορισμός γύρω από τις διαρκείς παρεμβάσεις – αναστηλώσεις της Ακρόπολης και κυρίως, κατά πόσο αυτή η έννοια της αναβάθμισης, του τελικού προορισμού, συνομιλεί με τη θέση της Ακρόπολης ως το κατεξοχήν τουριστικό-εξαγώγιμο προϊόν;

 

Ομολογώ ότι κάθε φορά που ακούω ή διαβάζω περί «Ιερού Βράχου» αρνούμαι να παρακολουθήσω τη συνέχεια· δεν με αφορά. Πρέπει βέβαια να τονιστεί ότι τόσο ο φωτισμός του μνημείου όσο και η αναστήλωσή του είναι απαραίτητα έργα, κάτι αν θέλετε που περιμένει από εμάς η διεθνής κοινότητα αλλά και οι ίδιοι από τον εαυτό μας. Τα μνημεία, έχουμε συμφωνήσει ως νεωτερικές συλλογικότητες, πρέπει και να συντηρούνται και να αναδεικνύονται. Αν και δεν πρόκειται, βέβαια, για «διαρκείς παρεμβάσεις – αναστηλώσεις», όπως λέτε, αλλά για ένα, ενιαίο αναστηλωτικό πρόγραμμα που ξεκίνησε το … 1830 (με την τελευταία μόνον φάση του να εγκαινιάζεται στα 1975), και καθυστερεί εύλογα λόγω της φύσης των έργων, υπάρχει παρόλα αυτά, όπως λέτε, και η έννοια του «τελικού προορισμού», στην όλη προσπάθεια, η μέρα που η Ακρόπολη θα μπορεί να ιδωθεί πλήρως αναστηλωμένη – προστατευμένη και χωρίς σκαλωσιές. Όπως λέω συχνά, θα πρόκειται για μια Ακρόπολη του 19ου αιώνα, ταυτόχρονα και προ-Μοροζίνεια όσο και μετα-Ελγίνεια, ένα μνημείο απαλλαγμένο από το βάρος της ίδιας του της ιστορίας, αλλά την ίδια στιγμή ένα μνημείο στερημένο από κάθε πλαίσιο αναφοράς: ούτε πλήρως κλασικό, ούτε φυσικά χριστιανικό ή οθωμανικό, ούτε όμως και πλήρως νεoτερικό.

 

Δημήτρης Τσαλκάνης, ancientathens3d.com

Το πρόβλημα βέβαια είναι άλλο. Όπως έλεγε τη δεκαετία του 1990 η Άρτεμις Λεοντή, οι σκαλωσιές της Ακρόπολης είναι η νεωτερική σφραγίδα της Ελλάδας. Υπόμνηση ότι εκτός από δικαιούχοι της κλασικής κληρονομιάς είμαστε και οι πλέον ενδεδειγμένοι διαχειριστές της. Η ολοκλήρωση των έργων θα μας το στερήσει αυτό. Θα μας φέρει επιπλέον αντιμέτωπους με ένα ανακατασκευασμένο αρχαίο, ένα αρχαίο χωρίς «αρχαία». Ένα μνημειακό συγκρότημα με αποκλειστικό πεδίο αναφοράς τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Έγραφε μια δημοσιογράφος προχτές για τα «σέξι» τρίγλυφα ενός από τους ναούς στην Ακρόπολη που τώρα φαίνονται καλύτερα από ποτέ. ΟΚ, αλλά εκτός του ότι τα συγκεκριμένα δεν ήταν καν … τρίγλυφα (αλλά τμήματα ζωφόρου, αν θέλουμε να είμαστε σχολαστικοί), σκέφτηκε κανείς ότι όλα τα γλυπτά μέρη στον Παρθενώνα, στο Ερεχθείο, στον Ναό της Νίκης κλπ είναι πλέον τσιμεντένια αντίγραφα καθώς τα πρωτότυπα είναι πια στο Μουσείο; Ίσως γι’ αυτό η «εθνική μας φωτίστρια» αισθάνθηκε την ανάγκη να φωτίσει τα μνημεία ως σκηνικά.

 

Η έκτακτη συνθήκη της πανδημίας φαίνεται να μεταφέρει την πραγμάτωση τέτοιων έργων, χαμηλής έντασης, μικρής πρακτικής ουσίας και θεωρητικά υψηλού συμβολικού κεφαλαίου, κάτι το οποίο μπορεί πάλι να αποτυπωθεί και στον χαιρετισμό της Υπουργού Πολιτισμού. Ποιον αφορούν τελικά τέτοιες παρεμβάσεις, ειδικά μια περίοδο που ο χρόνος φαίνεται να έχει σταματήσει στον πολιτισμό;

 

Όντως αναρωτιέμαι αν η στιγμή είναι κατάλληλη για να σηκωθεί τόσος θόρυβος γύρω από ένα έργο ανάδειξης. Αν έπρεπε να γίνει τώρα, θα μπορούσε να γίνει με κάποια μεγαλύτερη διακριτικότητα. Στο κάτω κάτω δεν θυμάμαι να έγινε αντίστοιχη φασαρία το 2004, που όσο να ’ναι οι συνθήκες ευνοούσαν κάπως περισσότερο τους εορτασμούς. Με την πανδημία, όντως, ο χρόνος φαίνεται να έχει σταματήσει στον πολιτισμό, κι ενώ η δυσπραγία και οι περιορισμοί είναι κατανοητά, θα περίμενα από το υπουργείο να νοιαστεί περισσότερο για τους ανθρώπους του πολιτισμού, τους ανθρώπους του θεάτρου για παράδειγμα, της μουσικής διασκέδασης ή ακόμη κι εκείνους που δουλεύουν στο σινεμά και την τηλεόραση και έχουν χάσει μήνες τώρα τις δουλειές τους. Η Υπουργός βέβαια επικαλέστηκε το πρόβλημα της παραοικονομίας στον πολιτισμό, και έχει δίκιο – από τις μουσικές σκηνές έως στα θέατρα, και ίσως και στην τηλεόραση ή και αλλού, οι επαγγελματίες του πολιτισμού πλήττονται από μια αγορά που αρνείται να υποταχθεί έστω και σε βασικούς κανόνες ομαλής λειτουργίας. Αν το ΥΠΠΟ, όμως, δεν μπορεί να αναλάβει, έστω και τώρα, πρωτοβουλίες για να εξομαλυνθεί η κατάσταση, πότε θα το κάνει; Δεν είναι και αυτό μέρος της αποστολής του;

Από την άλλη μεριά, η συνθήκη της πανδημίας θέτει νέους όρους και ανατρέπει με συγκλονιστική ευκολία κατεστημένες αντιλήψεις και πρακτικές δεκαετιών. Τα ποικιλώνυμα ιδρύματα πολιτισμού μετέφεραν πολύ εύκολα τη δραστηριότητά τους ονλάιν, κι εκεί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης – την τεχνογνωσία των οποίων κατέχουν άριστα – βοήθησαν στη συγκρότηση ενός νέου κοινού, ενός η-κοινού για να το πω καλύτερα: δυναμικά ενεργού στα σόσιαλ, αλλά αποστασιοποιημένου από τα τρέχοντα ζητήματα ενός λιγότερο ψηφιακού κόσμου. Το πρότζεκτ «φωτίζουμε την Ακρόπολη» είναι η κάπως πιο τουριστική εκδοχή του «μένουμε σπίτι», «μαθαίνουμε ασφαλείς» ή τα χειροκροτήματα στα μπαλκόνια για το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό που όμως στο τέλος της ημέρας δεν μας πολυνοιάζει κιόλας ούτε πως τα βγάζει πέρα στη διπλοβάρδια ούτε πώς επιβιώνει με απλήρωτες εφημερίες. Ξέρετε, η πανδημία μάς έμαθε το «εξ αποστάσεως», αυτό το τόσο βολικό και παρήγορο «από μακριά», το οποίο πρέπει να σας πω εμάς τους κάπως μεγαλύτερους πολύ μας βολεύει και μας καθησυχάζει. Μας παρέχει μια έστω ψευδαίσθηση ασφάλειας, μακριά από τον μολυσματικό δημόσιο χώρο. Μένουμε σπίτι αναμένοντας το νέο σλόγκαν, τη συγκίνηση του επόμενου δεκαλέπτου, το νέο χάσταγκ. Όμως με τα τρεντς του τουίτερ πολιτιστική πολιτική δεν χαράζεις.

  • Social Links: