Την Πέμπτη το βράδυ έκατσα σπίτι. Πράγμα καθόλου πρωτόγνωρο για την ιογενή, αποστασιακή μας εποχή. Έκατσα σπίτι και παρακολούθησα back to back στην Ερτ1 τα πρώτα επεισόδια των δύο καινούριων…

Τα καλύτερά μας χρόνια, ή μήπως όχι; Δραματοποιώντας τη χούντα στη δημόσια τηλεόραση

Την Πέμπτη το βράδυ έκατσα σπίτι. Πράγμα καθόλου πρωτόγνωρο για την ιογενή, αποστασιακή μας εποχή. Έκατσα σπίτι και παρακολούθησα back to back στην Ερτ1 τα πρώτα επεισόδια των δύο καινούριων ελληνικών σειρών μυθοπλασίας της δημόσιας τηλεόρασης. Πράγμα αρκετά πρωτόγνωρο για την εποχή όσο και τη γενιά μας. Τα καλύτερά μας χρόνια η πρώτη, Η τούρτα της μαμάς η δεύτερη. Αλήθεια είναι ότι λόγω της κούρασης της ημέρας, ήθελα να τις δω μόνο ως «διασκέδαση», με σβησμένο μυαλό, να χαλαρώσω, να μου προϋπαντήσουνε τον ύπνο. Απέτυχα παταγωδώς, όπως ίσως φανερώνει και η συγγραφή τούτου του σημειώματος, στο οποίο –εν τάχει και εν βρασμώ– θα επιχειρήσω να καταγράψω κάποιες πρώτες σκέψεις σχετικά με «τα καλύτερά μας χρόνια».

Για να μιλήσει κανείς κριτικά για μια τηλεοπτική σειρά, της οποίας η πλοκή διαδραματίζεται μεσούσης της δικτατορίας των συνταγματαρχών, οφείλει να λάβει υπόψιν του το διπλό παρόν της· αφενός το τηλεοπτικό και αφετέρου το κοινωνικοπολιτικό. Αν στο πρώτο δεσπόζουν τα παντοειδή reality, περνώντας μια δεύτερη εφηβεία, και συνεπώς, τέτοιες δουλειές όπως η σειρά της Ερτ μόνο καλόπιστα μπορούν να αντιμετωπιστούν, στο δεύτερο –το κοινωνικοπολιτικό– τα πράγματα είναι κατά τι συνθετότερα.

Ας πούμε πως η ελληνική κοινωνία σε τούτο το ακατονόμαστο κι οδυνηρό παρόν της, που έχει τόση διάρκεια που τείνει να αποκτήσει διαστάσεις συνεχούς, αγαπά τη νοσταλγία. Η γενιά των baby boomers νοσταλγεί τα sixties, οι νεαρότεροι millennials τα nineties. Αγία νοσταλγία ή τα καθαγιασμένα βιώματα της εκάστοτε νιότης πάνε αναμφίβολα, σαν τις παλιές αγάπες, στον παράδεισο. Νοσταλγείται όμως και η περίοδος της χούντας; Γίνεται αυτό; Γίνεται, και τα τελευταία χρόνια από μεγάλη ποικιλία υποκειμένων, μέσα από διαφορετικές οδούς, με αποκλίνοντες μεταξύ τους τρόπους και βεβαιότατα, με άλλες ο καθείς κι η καθεμιά στοχεύσεις.

Ορισμένοι αγωνιστές της αντιδικτατορικής αντίστασης, με μια δόση αγνής νοσταλγίας και με την ύστερη γνώση, λένε κάποτε πως εκείνα ήταν τα καλύτερά μας χρόνια, γιατί τότε ήμασταν συσπειρωμένοι, γιατί τότε είχαμε σκοπό τον αγώνα τον καλό που μας ξεπερνούσε σαν άτομα. Σε αυτούς πρέπει σεβασμός. Υπάρχουν άλλοι, δημοσιολογούντες, καθηγητές ή μη, που στις ναυαρχίδες του αστικού Τύπου με αφορμή στρογγυλές επετείους, έρχονται με τάχα ψύχραιμη ματιά να απολογίσουν συν και πλην της χούντας, να μας μιλήσουν για τις κληρονομιές της. Στο ζύγι αυτών η δικτατορία ήταν ένα καλό «έπιπλο» στο σπίτι της χώρας, αφού έστω αθέλητα συνέβαλε στον «ραγδαίο αξιακό και πολιτισμικό εκσυγχρονισμό της». Γι’ αυτούς η χούντα κρίνεται ως «ένα μικρό διάλειμμα δίχως μεγάλη σημασία» στη σύγχρονη ιστορία μας. Τέλος, υπάρχουν κι εκείνοι που σε συζητήσεις «για τη Δημοκρατία στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης» δεν νοσταλγούν ακριβώς. Στην πραγματικότητα ψέγουν κάποιους άλλους για την παραλυτική δήθεν δικιά τους νοσταλγία. Αυτοί, ενώ αναγνωρίζουν ηρωισμό στην αντίσταση κατά της δικτατορίας, κάνουν λόγο για έναν ηρωισμό που με την πάροδο των χρόνων έχει κακοφορμίσει σε «ψυχική νόσο».

 

 

Εντός αυτού του πλαισίου έρχεται να προβληθεί η σειρά της Ερτ, με αυτό αναγκαστικά συνομιλεί. Μια σειρά που μοιάζει προσεγμένη παραγωγή με αξιόλογους ηθοποιούς και εν γένει εγνωσμένης διαδρομής συντελεστές. Μια σειρά που διακηρυκτικά βρίσκεται βουτηγμένη στη νοσταλγία για «τα καλύτερά μας χρόνια». Η μεθοδολογία μέσω της οποίας δραματοποιεί τη νοσταλγία βασίζεται σε ένα επιλεκτικό και άγαρμπο τσιμπολόγημα και κατά τούτο, μια χλιαρή, αισθητική μόνον, αντιγραφή της αριστουργηματικής, γυρισμένης προ δεκαπενταετίας, ταινίας Uranya του Κώστα Καπάκα.

Με κάτι από Ρομάντζο στην ατμόσφαιρα, έρχεται να μας μιλήσει για μια μάλλον παραδοσιακή οικογένεια, αρχής γενομένης από το καλοκαίρι του 1969 στην Ελλάδα. Βάσει των δύο πρώτων επεισοδίων, το 1969 στην Ελλάδα παρουσιάζεται ως να είναι το καλύτερο σημείο του σύμπαντος χωροχρόνου για να ζει κανείς. Μια γενικευμένη αθωότητα πλάι σε μια διάχυτη μακαριότητα συνθέτουν το σκηνικό της εποχής στο σίριαλ. Τα παιδιά παίζουν ανέμελα στις αλάνες, οι ήρωες κοιμούνται με ανοιχτά παράθυρα και αφήνουν τα κλειδιά πάνω στην πόρτα, οι οικογένειες είναι αγαπημένες, η οικοδομή στα ντουζένια της και όλοι μαζί κι αντάμα μαζεύονται να δουν στις πρωτόφαντες τηλεοράσεις την προσσελήνωση του Απόλλο, «ένα μικρό βήμα για τον άνθρωπο, ένα τεράστιο άλμα για την ανθρωπότητα». Καταπληκτικά όλα αυτά, δόσεις πηχτής νοσταλγίας βομβαρδίζουν τον τηλεθεατή. Πράγματι, «τα καλύτερά μας χρόνια». Ή μήπως όχι;

Η δικτατορία ως πολιτικό πλαίσιο απουσιάζει. Ή ακόμα χειρότερα, αντιστρέφεται. Λόγου χάρη, ο περιπτεράς, ιδεοτυπική μορφή καταδότη κατά τη διάρκεια της χούντας, στη σειρά παρουσιάζεται ως ο καλόκαρδος κύριος που βοηθά την οικογένεια να βρει το χαμένο τέκνο της. Ή, στην τηλεόραση παίζονται επίκαιρα που δείχνουν μονάχα το προβάδισμα της Δύσης έναντι της ΕΣΣΔ. Θα πει κανείς: «είναι νωρίς, μπορεί το πράγμα να ισορροπήσει στην πορεία». Άλλος μπορεί να ισχυριστεί: «είναι μια σειρά ψυχαγωγίας και όχι ιστορικό ντοκιμαντέρ». Κάποιος τρίτος θα επισημάνει πως συνειδητά και εμπρόθετα η έμφαση της σειράς τοποθετείται στην πολιτισμική πτυχή των αλλαγών των ύστερων sixties.

 

 

Εντούτοις, ακόμα και αυτές οι αλλαγές δεν έλαβαν χώρα σε πολιτικό κενό. Αν η πολιτική διάσταση παρασιωπάται ή στην καλύτερη, περνάει ξώφαλτσα ως μια παρωνυχίδα, υπάρχει πρόβλημα. Συνιστά πολιτική επιλογή να δείχνεις χαρούμενη την οικογένεια να αποκτά τηλεόραση και ψυγείο και να κρύβεις τη λογοκρισία και την ανελευθερία. Συνιστά πολιτική επιλογή να ζουμάρεις στην αφίσα των Olympians και όχι σε μια προκήρυξη του «Ρήγα Φεραίου». Αμφότερα ανήκαν στην εποχή, και τα δυο τεκμήριά της είναι. Η κάμερα δείχνει τις προτιμήσεις της.

Η χούντα τη μία και μόνη φορά που αναφέρεται ευθέως είναι κατά το τέλος του δεύτερου επεισοδίου, στο παρακάτω λογύδριο του αφηγητή Βασίλη Χαραλαμπόπουλου:

«Τα χρόνια εκείνα ο κόσμος μύριζε μπαρούτι. 21η Απριλίου του ’67 στην Ελλάδα, Μάης του ’68 στη Γαλλία, Άνοιξη της Πράγας στην Τσεχία, έναρξη των ταραχών στη Βόρειο Ιρλανδία και φυσικά η σταθερή αξία, το Βιετνάμ, που δεν τέλειωνε ποτέ. Είτε όμως το λέγανε πραξικόπημα, είτε Επανάσταση, είτε εξέγερση, η αλήθεια ήταν μία, τη στιγμή που ο κόσμος άλλαζε πολιτεύματα, συνθήματα και σύνορα, εγώ απόφάσιζα να αλλάξω θρησκεία».

Στο χαριτωμένο αυτό χωρίο η δικτατορία των συνταγματαρχών τίθεται παρατακτικά πλάι σε άλλα εξεργεσιακά ή πολεμικά συμβάντα της διεθνούς δεκαετίας του 1960. Με τον τρόπο αυτό, δημιουργείται στο θεατή η αίσθηση πως μες στην τόση αναμπουμπούλα του περιρρέοντος κόσμου, μια χαρά ήμασταν εμείς εδώ. Οριακά υιοθετείται το τότε νομιμοποιητικό επιχείρημα των απριλιανών πραξικοπηματικών, σύμφωνα με το οποίο: «Η Εθνοσωτήριος έγινε για να σωθεί η πατρίδα απ’ τους κομμουνιστές». Η χούντα όμως δεν ήταν μια μικρή ανεπαίσθητη εκτροπή, δεν ήταν μόνο μια λιγάκι πιεσμένη «αλλαγή πολιτεύματος», που αν δε μιλούσες δημόσια για πολιτικά, όλα σου πηγαίναν πρίμα.

Δεν κάνανε όλοι κουμπαριές με χουντικούς εργολάβους όπως η οικογένεια των πρωταγωνιστών στη σειρά. Δεν είχαν όλοι τον τρόπο τους να τα βολεύουν. Υπήρχαν και άλλοι και άλλες που αγωνίζονταν, άλλοι που χάσανε τις δουλειές τους, άλλοι εξόριστοι σε ξερονήσια ή έγκλειστοι σε φυλακές, άλλοι που βασανίζονταν, άλλοι και άλλες που ευτυχώς δεν ενστερνίστηκαν τόσο εύκολα το «κοίταγε τη δουλειά σου», την εξιδανικευόμενη και ασφαλή ιδιωτεία, όπως εύγλωττα αποτυπώνεται στα λόγια της μητέρας της οικογένειας, όταν μας πληροφορεί ότι «για τον καθένα σοβαρά είναι αυτά που ζει». Υπήρχαν και άλλοι που δεν είχαν την πολυτελή ευχέρεια να κάθονται να αναρωτιούνται αν ήταν «επανάσταση ή πραξικόπημα». Αλήθεια, υπήρχαν όλοι αυτοί. Άσχετα που στο σύμπαν των δύο πρώτων επεισοδίων της σειράς βρίσκονται σε μια σφαίρα απόλυτης αορατότητας ή προβάλλουν μόνον ως γκροτέσκα φόβητρα και υφίστανται αποκλειστικά εξ αντικατοπτρισμού ως «κομμουνιστές που δεν έχουν το θεό τους», στο φόβο της γιαγιάς «μην γίνει ο μικρός κομμουνιστής».

 

 

«Τα καλύτερά μας χρόνια» λοιπόν; Και αν ναι, τότε για ποιους; Καμιά αμφιβολία, για όσους κάνανε κουμπαριές με χουντικούς εργολάβους και ήταν ευτυχείς που φόραγαν «μαύρα γυαλιστερά καινούρια παπούτσια» ίσως και να ήταν καλύτερα κι από καλύτερα. Ωστόσο, όσο κι αν η εύθυμη σειρά της Ερτ έχει κάνει τις επιλογές της στο τι θα δείξει και τι θ’ αφήσει, ας μην ξεχνάμε πως την ίδια ώρα, στην ίδια χώρα, στην ταράτσα της Ασφάλειας στην οδό Μπουμπουλίνας κάποιων άλλων οι σόλες λιώνανε απ’ τη φάλαγγα. Ευτυχώς όμως, είτε στα καλύτερα είτε στα χειρότερα χρόνια, δεν είναι τα παπούτσια που κάνουν την περπατησιά.

ΥΓ. Θα πεις: «έλα μωρέ κάθεσαι και ασχολείσαι με την τηλεόραση». Ωστόσο, η τηλεόραση, παρά την παρακμή της, παραμένει ένα συγκλονιστικά μαζικό μέσο, σίγουρα μαζικότερο από ένα βιβλίο ιστορίας. Ακόμη, στο βαθμό που το πολιτικό υπάρχει, στο μέτρο που οι πολιτισμικές αναπαραστάσεις της σειράς τοποθετούνται εντός της ιστορίας της δικτατορίας των συνταγματαρχών, οφείλει μια στοιχειώδη τήρηση τουλάχιστον των προσχημάτων. Ο ιστορικός αναθεωρητισμός έχει πολλά πρόσωπα. Το κλείσιμο του ματιού στην ατομική ιδιωτεία ως τη σίγουρη οδό προς τον επιτυχή και ευτυχή βίο φέρει βαθιά διαχρονικότητα.