Το παρόν κείμενο ήταν στο πρόγραμμα να αποτελεί αποκλειστικά μια παρουσίαση – κριτική του βιβλίου που μόνο από την υπόθεση (που περιλαμβάνεται αποκλειστικά στον τίτλο), στάθηκε έμπνευση για τη στήλη…

Thriftbooks: Αι λησταί στα πρόθυρα των Αθηνών (1952), του Μ. Καραγάτση

Το παρόν κείμενο ήταν στο πρόγραμμα να αποτελεί αποκλειστικά μια παρουσίαση – κριτική του βιβλίου που μόνο από την υπόθεση (που περιλαμβάνεται αποκλειστικά στον τίτλο), στάθηκε έμπνευση για τη στήλη Thriftbooks. Και όχι το βιβλίο που αναφέρεται στο τίτλο.

Το βιβλίο αυτό είναι “Ο Σέρλοκ Χολμς σώζων τον Ελευθέριο Βενιζέλο”. Ο συγγραφέας παραμένει ανώνυμος μέχρι και σήμερα και η ιστορία είχε δημοσιευτεί σε 25 συνέχειες από το 19-12-1913 μέχρι 13-03-1914 στο περιοδικό ποικίλης ύλης Ελλάς. Λόγω θεματολογίας όσο και χρονικής περιόδου που δημοσιεύθηκε θεωρείται ως το πρώτο αστυνομικό μυθιστόρημα, σίγουρα είναι πιο ακριβές πως αποτελεί το πρώτο ελληνικό fan fiction. Σε μια πρόταση, ο Σέρλοκ Χολμς αναλαμβάνει να προστατεύσει τον έλληνα πρωθυπουργό από την βουλγαρική τρομοκρατική οργάνωση “ΚΚΚ”, η οποία σχεδιάζει να τον δολοφονήσει στο πλαίσιο μιας διεθνούς συνδιάσκεψης που λαμβάνει χώρα στο Λονδίνο. Στο πλαίσιο της ιστορικής συγκυρίας (η Ελλάδα και η Βουλγαρία έγιναν άσπονδοι σύμμαχοι και μετέπειτα αντίπαλοι στο πλαίσιο των Βαλκανικών Πολέμων), αλλά και με δεδομένο ότι ο Βενιζέλος βρέθηκε στο στόχαστρο επίδοξων δολοφόνων 3 φορές στη πολιτική του καριέρα, το υπόβαθρο της ιστορίας είναι τουλάχιστον ζουμερό.

Πρωταγωνιστεί ο θρυλικός ντετέκτιβ και ο παρτενέρ του, δρ. Γουάτσον και ο άγνωστος συγγραφέας αποπειράται να αντιγράψει τη φόρμα, το ύφος και τη συγγραφική μανιέρα του Arthur Conan Doyle. Τα τυπολογικά στοιχεία είναι εκεί, ακόμα και η σκιαγράφηση της διερευνητικής μεθόδου του πρωταγωνιστή – οι απότομες εναλλαγές στη διάθεσή του, από την ανέμελη αντιμετώπιση του μυστηρίου στην ανάληψη άμεσης, καθοριστικής δράσης, με τον δρ. Γουάτσον να τον περιγράφει να βγάζει διανοητικούς λαγούς από το καπέλο του.

Το πρόβλημα με το βιβλίο αυτό είναι ότι η γραφή, το μυστήριο και οι περιγραφές είναι εντελώς επίπεδες, βαρετές. Πρόκειται για ένα δημιούργημα πολιτικής προπαγάνδας που, παρά τους εφευρετικότατους -για την εποχή- μηχανισμούς αφήγησης, δεν καταφέρνει να αποδώσει σε πλήρη έκταση τα όσα στόχευε να αποδώσει – σε καλλιτεχνικό επίπεδο τουλάχιστον.

***

Εξ αυτού του λόγου, η δυσπιστία για την λογοτεχνική αξία του βιβλίου, όταν εκκινούσε η ανάγνωση του “Αι λησταί στα πρόθυρα των Αθηνών”, υπογραφόμενο από τον κατ’ εμέ καλύτερο συγγραφέα που έγραψε ποτέ στα ελληνικά, του Μ. Καραγάτση, ήταν διάχυτη. Όπως και ο Σέρλοκ Χολμς, οι Λησταί είναι βιβλίο που αρχικά δημοσιεύτηκε σε συνέχειες για λογαριασμό της εφημερίδας Βραδυνή το 1952. Ο τίτλος δε μου ήταν οικείος και δεν συγκαταλέγεται στα πασίγνωστα του συγγραφέα, καθώς δεν κατατάσσονται δίπλα στον Γιούγκερμαν και τα στερνά του, τη Μεγάλη Χίμαιρα ή τον Συνταγματάρχη Λιάπκιν. Οι προσδοκίες επομένως δεν ήταν πολλές.

Άδικα βέβαια. Το βιβλίο αυτό θα έπρεπε να αναφέρεται ανάμεσα στα πρώτα του συγγραφέα, ως ένα τρομερό ανάγνωσμα ενός είδους το οποίο δεν συνηθίζεται να ανθίζει στην ελληνική γραμματεία: το πολιτικό θρίλερ.

Η κεντρική ιστορία είναι εγκιβωτισμένη στο πλαίσιο μιας προσπάθειας ενός θείου να πείσει τον ανιψιό του να καταταχθεί στις τάξεις της Βασιλικής Χωροφυλακής αντί για κάποιο άλλο στρατιωτικό σώμα ή σώμα ασφαλείας. Ομολογουμένως αυτή η πλαισίωση αποθαρρύνει το σύγχρονο αναγνώστη, καθώς αυτή γίνεται επί τη βάση μονολιθικών πατριωτικών και εθνικολατρικών απόψεων. Ο θείος δε για να πείσει τον ανιψιό για την ισοτιμία της χωροφυλακής με τα υπόλοιπα σώματα, τον συνοδεύει στο μνημείο του αγνώστου στρατιώτη για να δει ότι και οι χωροφυλακή συμμετέχει στη βασιλική φρουρά και να πειστεί για την αξία της. Από τη στιγμή που ο θείος για να ενισχύσει τη παρότρυνσή του, αρχίζει να αφηγείται ιστορία της Σφαγής στο Δήλεσι, μιας πραγματικής υπόθεσης ομηρίας Άγγλων και Ιταλών περιηγητών από τους αδελφούς Αρβανιτάκηδες, αρχηγούς μιας εκ των γνωστότερων ληστών που με τη συμμορία τους λύμαιναν τα δάση του υπολοίπου Αττικής. Την αντιμετώπιση της κατάστασης είχε αναλάβει τότε η χωροφυλακή και ο στρατός με οικτρά αποτελέσματα, όπως ομολογεί και η ονομασία του περιστατικού, όπως αυτό έμεινε στην ιστορία.

Από αυτή την ατσούμπαλη αφορμή, ο Καραγάτσης πιάνει το νήμα της αφήγησης και περιγράφει ένα περιστατικό όχι ασυνήθιστο για την εποχή που έλαβε χώρα, αλλά σίγουρα σοκαριστικό τόσο για την εγχώρια, όσο και διεθνή κοινή γνώμη. Στη πραγματική ζωή, η Σφαγή στο Δήλεσι προκάλεσε τη παραίτηση αρχικά του υπουργού των Στρατιωτικών και μετέπειτα ολόκληρης της κυβέρνησης Ζαΐμη, μαζί με έντονους διπλωματικούς διαξιφισμούς μεταξύ Ελλάδας και Αγγλίας. Μια συντομευμένη εκδοχή των περιστατικών μπορείτε να διαβάσετε εδώ. Περιττό να πούμε πως η εισαγωγή, εκτός από ατσούμπαλη είναι και αχρείαστη, καθώς η Χωροφυλακή ελάιχιστο ρόλο παίζει σε αυτή την ιστορία και μόνον αποτελεί το σώμα που χειρίστηκε την υπόθεση αυτή στο επιχειρησιακό σκέλος της, μαζί με τον στρατό.

Το κείμενο είναι γραμμένο με ζωντανό, δημοσιογραφικό ύφος, το οποίο παραπέμπει απευθείας σε κινηματογραφικό σενάριο. Η πλοκή περιστρέφεται γύρω από δύο άξονες: ο πρώτος αφορά τον χειρισμό της κατάστασης ομηρίας, τη ψυχογράφηση των ληστών, με προεξάρχοντα τον έναν Αρβανιτάκη, ο οποίος σκιαγραφείται αποκλειστικά και μόνο μέσω της αλληλεπίδρασής του με τους άλλους, χωρίς τις ευκολίες του εσωτερικού μονολόγου και του παντογνώστη αφηγητή των σκέψεων. Ο Αρβανιτάκης (ο ένας αδελφός που πρωταγωνιστεί, ο άλλος λειτουργεί περισσότερο ως κομπάρσος) είναι ένας επαγγελματίας ληστής, ψύχραιμος και λαμβάνει τις αποφάσεις του με βάσει τις πληροφορίες που έχει αντλήσει από τις πολιτικές του προσβάσεις. Γνωρίζει καλά και εκμεταλλεύεται τη περσόνα του “λαϊκού ήρωα”, χρησιμοποιώντας ως κάλυψη τον άμαχο πληθυσμό των χωριών και έχει αρκετή αυτοπεποίθηση μέσω αυτής της περσόνας για να καθησυχάζει και να χειρίζεται τους ομήρους του. Η απότομη μεταστροφή του από τον ευγενή -a la Ρομπέν των Δασών- άγριο σε μηχανορράφο εγκληματία με τη ψυχραιμία του Ρόμπερτ Ντε Νίρο στην Ένταση και την αιμοσταγή έκρηξη του Αλ Πατσίνο στον Σημαδεμένο, όταν τα πράγματα δεν πάνε σύμφωνα με τα σχέδιά του. Η σκηνή όπου οι ληστές σουλατσάρουν ανενόχλητοι για καφέ στη πλατεία παρακείμενου χωριού, υπό το βλέμμα των καννών της Χωροφυλακής που δεν τολμάνε να τους αγγίξουν και η χρησιμοποίηση ενός ντόπιου προύχοντα σαν αγγελιοφόρο, δείχνει το πως ο Καραγάτσης χρησιμοποιεί ορισμένες σκηνές για να αντικατοπτρίσει τη δύναμη και την επιρροή των ληστών στην επαρχία, χωρίς να στέκεται σε περιγραφές και υπερβολικούς χαρακτηρισμούς, που θα ήταν πιο εύκολο για έναν συγγραφέα που δημοσιεύει καθημερινά τα έργα του και είναι συνηθισμένος σε πιο μεγάλη αφηγηματική κλίμακα.

Ο δεύτερος άξονας αποτελείται από τις αέναες πολιτικές συζητήσεις μεταξύ Άγγλων διπλωματών και Ελλήνων πολιτικών και στρατιωτικών αξιωματούχων. Το γεγονός δε ότι παρεισφρύει ένα κρίσιμο δίλημμα από τη πρώτη πράξη του δράματος, το αν θα πρέπει να αμνηστευθούν οι ληστές, όπως απαιτούσαν οι τελευταίοι, για να ελευθερώσουν τους  ομήρους (και προς αυτή τη κατεύθυνση, πίεζαν και οι Άγγλοι) καθώς και το πολιτικό και κοινωνικό αντίκτυπο που αυτή η απόφαση της κυβέρνησης θα είχε στην ελληνική κοινωνία. Το δίχως άλλο, η κυβέρνηση, κηρύσσοντας την ληστεία πολιτικό έγκλημα, θα έπρεπε να αποφυλακίσει όλους τους ληστές της χώρας, ενώ οι συμμορίες των ληστών ήταν ένα μείζον και φλέγον πρόβλημα της τότε ελληνικής επικράτειας. Το διακύβευμα είναι μεγάλο από την αρχή και βοηθάει να διατηρηθεί η ένταση σε ένα υψηλό επίπεδο, μέχρι τις τελικές ανατροπές και την αιματοβαμμένη κλιμάκωση της δράσης.

Είναι δύσκολο να παραβλέψει κανείς πως το πλαίσιο της εγκιβωτισμένης αφήγησης, τηρείται η διάρθρωση των τριών πράξεων που αποτέλεσε θεμέλιο του γραψίματος σεναρίων του Syd Field, The Foundations of the Screenwriting (1979) και πλέον αποτελεί το κανόνα στα μεγάλα χολιγουντιανά σενάρια. Η αφήγηση είναι γεμάτη με διαλόγους και ελάχιστες περιγραφές πραγμάτων και προσώπων – την απεικόνιση των οποίων ανέλαβε ο Αλέκος Φασιανός, ζωντανεύοντας την έκδοση με έναν τρόπο που δεν συνηθίζεται. Και αν ο Φασιανός έθεσε το βιβλίο του δίπλα στο Εν ψυχρώ του Τρούμαν Καπότε, οι μιλλένιαλς δεν μπορούν να αρνηθούν τους παραλληλισμούς μεταξύ το βιβλίου του Καραγάτση, που περιέχει οξύτατο κοινωνικοπολιτικό σχολιασμό μέσα από το εγκληματικό φαινόμενο, τη διαχείρισή του και τις προεκτάσεις που έχει αυτό στην ευρύτερη κοινωνία (εν προκειμένω μέσα από τις ιμπεριαλιστικές πιέσεις της αγγλικής υπερδύναμης) και της τηλεοπτικής σειράς The Wire.

Εν ολίγοις, διαβάστε το Αι λησταί στα πρόθυρα των Αθηνών και αντισταθείτε στο πιασάρικο τίτλο του Σέρλοκ Χολμς σώζων τον Ελευθέριο Βενιζέλο.

Αμφότερα τα βιβλία κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Εστία και Άγρα αντίστοιχα.