Αυτή θα είναι ίσως η πρώτη 6η Δεκέμβρη που με προβληματίζει έντονα. Για πολλούς λόγους.  Αρχικά γιατί θα είναι η πρώτη 6η Δεκέμβρη που δεν θα με βρεί στο δρόμο…

6η Δεκεμβρίου: Μεταξύ Νοσταλγίας και Άκμονος 

Αυτή θα είναι ίσως η πρώτη 6η Δεκέμβρη που με προβληματίζει έντονα. Για πολλούς λόγους. 

Αρχικά γιατί θα είναι η πρώτη 6η Δεκέμβρη που δεν θα με βρεί στο δρόμο αλλά στο σπίτι. Αυτό από μόνο του με κάνει να νιώθω άσχημα ( προφανώς δεν έχω θέμα με τον οποιονδήποτε να κατέβει στο δρόμο στην παρούσα φάση, απλώς προσωπικά δεν μπορώ, για να είναι ξεκάθαρο εξαρχής) 

Ένας άλλος λόγος είναι επειδή αυτή η επέτειος έρχεται σε μια αρκετά περίεργη πολιτική περίοδο όπου στους πολιτικούς κύκλους, που τουλάχιστον κινούμαι εγώ κυριαρχεί μια νοσταλγία. 

Αυτή η νοσταλγία δεν έσκασε σαν κεραυνός εν αιθρία φυσικά, αλλά ίσως ξεκίνησε σιγά σιγά από την εποχή που ξεκίνησε να εκδηλώνεται βαριά βαριά η Κρίση, δηλαδή γύρω στο 2010. 

Στην τρέχουσα περίοδο, δηλαδή την εποχή του covid, αυτή η νοσταλγία έφτασε στο ζενίθ της. 

Τα πολιτικά συνθήματα του «ΘΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΤΟΥΜΕ ΜΕΤΑ» και της αίσθησης επιστροφής στο παλιό που παραμονεύει και χαμογελάει σαρδόνια δημιουργούν μια αρκετά ιδιότυπη μορφή νοσταλγίας. 

 

 

Η νοσταλγία νομίζω πως είναι αρκετά ύπουλη έννοια. Και εξηγούμαι. 

Η νοσταλγία από μόνη της δεν είναι κάτι κακό, μάλλον. Αλλά ποτέ τίποτα δεν υπάρχει «από μόνο του». Πάντα αυτό το «κάτι» λειτουργεί στο πολύ συγκεκριμένο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο που εμφανίζεται. 

Επομένως η νοσταλγία γενικώς σε σχέση με την νοσταλγία συγκεκριμένα, δηλαδή την νοσταλγία στον καιρό του καπιταλισμού ( μια εκδοχή του οποίου διανύουμε) είναι διαφορετικά πράγματα. 

Η νοσταλγία, στο πλαίσιο που ζούμε, έχει μια πολύ συγκεκριμένη λειτουργία, η οποία όπως και στις  περισσότερες φαινομενικά «α-πολίτικες» έννοιες έχει μια πολιτική χροιά που λειτουργεί ενισχυτικά ως προς το σύστημα που την παράγει. 

Η νοσταλγία λοιπόν εστιάζει στο παρελθόν, γνωστό αυτό. 

Γιατί όμως; Είναι απλώς μια άκακη διαδικασία όπου αναπολούμε μια πιο χαρούμενη κατάσταση ή μήπως η διαδικασία καθαυτή κρύβει κάτι άλλο; Και ποιο είναι αυτό το άλλο; 

Στο πλαίσιο του καπιταλισμού ζούμε, οι χρονικότητες, δηλαδή το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον έχουν μεταμορφωθεί. 

Είχα πει πάλι σε παλιότερο άρθρο με αφορμή τον Mark Fisher, πως το μέλλον στο πλαίσιο του καπιταλισμού έχει ακυρωθεί. Αυτό σημαίνει, όχι πως δεν υπάρχει μέλλον, αλλά πως είναι συνυφασμένο με τον καπιταλισμό. Δηλαδή δεν υπάρχει μέλλον έξω από αυτόν. 

Μια παρόμοια μεταμόρφωση έχει υποστεί και το παρελθόν. 

Θεωρητικά, το παρελθόν, τουλάχιστον όσον φορά τα κινήματα και τους πολιτικούς χώρους υπάρχει για να εμπνέει, για να δίνει παραδείγματα ή για περισυλλογή και κριτική εκ των υστέρων σε τυχόν λάθη ή ό,τι. 

Στην περίπτωση μας όμως γίνεται κάτι διαφορετικό. 

Βρισκόμαστε τόσο βαθιά, χρονικά και κοινωνικά στον καπιταλισμό όπου το παρελθόν αποτελεί κάτι παραπάνω από απλώς μια ανάμνηση. Αποτελεί μια φαντασίωση. 

Αποτελεί ίσως επίσης ένα ιδιότυπο καταφύγιο. Καταφεύγουμε σε αυτό, όταν το παρόν γίνεται ανυπόφορο. Και το παρόν, τώρα είναι περισσότερο ανυπόφορο από κάθε άλλο παρόν, τουλάχιστον στην μνήμη όσων ζουν. 

Και εκεί ακριβώς εντοπίζεται το πρόβλημα.  Η έννοια του καταφυγίου, δεν αφορά μια στιγμή. Καταφύγιο σημαίνει υποχωρώ κάπου και μένω εκεί μέχρι να περάσει ο κίνδυνος. Ο κίνδυνος όμως δεν προβλέπεται να περνάει, σύντομα τουλάχιστον. 

 

 

Οπότε καταφεύγουμε στο παρελθόν, στην κατάσταση του πριν, γιατί το παρόν είναι ανυπόφορο. Ταυτόχρονα το μέλλον είναι δυσοίωνο. Είμαστε μεταξύ σφύρας και άκμονος. Το αρνητικό κυριαρχεί. 

Δεν υπάρχει διαφυγή. 

Θυμάμαι πως παλιά τα πράγματα ήταν καλύτερα. Αυτή η φράση ισοδυναμεί με παράδοση. Γιατί ταυτόχρονα με το παρελθόν παραδεχόμαστε πως δεν υπάρχει προοπτική και για το παρόν ή το μέλλον. Είναι με άλλα λόγια ηττοπάθεια. 

Όμως η αρνητική επίδραση της νοσταλγίας δεν σταματάει εκεί. 

Μέσα από το διαβρωτικό φίλτρο του καπιταλισμού, η νοσταλγία ξεκινά να τοποθετεί το παρελθόν μέσα σε προστατευτικές γυάλες σαν να πρόκειται για μουσειακά εκθέματα. 

Και ένα μουσειακό έκθεμα, δεν επιτρέπεται να το αγγίξεις ή να το μετακινήσεις από την θέση του. 

Υπάρχει εκεί μόνο για να το παρατηρείς. Και όταν τα συμπεράσματα της ιστορίας μας, του παρελθόντος δηλαδή, δεν μπορούμε να τα αξιοποιήσουμε αλλά μόνο να τα παρακολουθούμε, τότε μένουμε χωρίς έμπνευση. 

Και χωρίς έμπνευση δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε για το Μέλλον ή ακόμα και το Παρόν. 

Αυτά τα εκθέματα, μπορούν λοιπόν να χρησιμεύουν για να καταφεύγουμε εκεί ή σε κάποιες περιπτώσεις, όχι λίγες, ως εμπόρευμα, ως τροφοδοσία για το αδηφάγο Κεφάλαιο. 

Δεν είναι οι λίγες οι περιπτώσεις όπου ένα «προϊόν» επιστρέφει στην επικαιρότητα, μετά από μακρά χειμερία νάρκη, με νέο περιτύλιγμα αλλά ίδια ουσία, έτοιμο για κατανάλωση από τους πρόθυμους που φαίνονται, κουρασμένοι πλέον από το Παρόν. 

Μουσική, ταινίες, σνακ, ρούχα, μόδες, ο κύκλος της νοσταλγίας δεν τελειώνει ποτέ. 

Το παρελθόν θα είναι πάντα καλύτερο από το τώρα, γιατί το τώρα είναι κουραστικό, βαρετό και χωρίς προοπτική. 

Πρόκειται για έναν μοχθηρό και φαύλο κύκλο, ο οποίος σχεδόν πάντοτε, οδηγεί στην αδράνεια, την ηττοπάθεια και τελικά την υποχώρηση. Την υποχώρηση στο καταφύγιο της νοσταλγίας. 

 

 

Το «ΘΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΤΟΥΜΕ ΜΕΤΑ» το οποίο αναφέρθηκε παραπάνω (και κοντά σε αυτό και παρόμοια σκεπτικά) προϋποθέτουν αρχικά πως το Μετά θα είναι διαφορετικό από το Τώρα, ενώ κανείς δεν μας εγγυάται κάτι τέτοιο ( που ακόμα και να υπήρχε αυτή η εγγύηση θα έπρεπε να είμασταν καχύποπτοι) Εξάλλου πως γίνεται το ΜΕΤΑ να είναι καλύτερο από το ΤΩΡΑ αφού αποτελεί εξέλιξη του. Αν το ΜΕΤΑ θα μπορούσε να εξελιχθεί κάπως καλύτερα αυτό σίγουρα θα είχε να κάνει με εμάς και με το πόσο πολύ εμείς συμμετέχουμε στο ΤΩΡΑ προκειμένου το ΜΕΤΑ να μην αφεθεί εντελώς στην τύχη του.  

Εντάξει ρε μαλάκα και  τι πρέπει να κάνουμε; Όλη η λογική που παρουσιάζεις είναι ντετερμινιστική αφού καταλήγει σε φαύλο κύκλο. Έχεις καμιά καλύτερη πρόταση δηλαδή; 

Αυτό που προσπαθώ να πω είναι πως αυτή η λογική παρουσιάζεται ως ντετερμινισμός ωστόσο δεν είναι. Αυτός ο φαινομενικά φαύλος κύκλος μπορεί να σπάσει, αρκεί να μπορέσουμε να βρούμε το αδύνατο σημείο του και να τον κάνουμε πάλι ευθεία γραμμή. 

Επειδή κάτι παρουσιάζεται φυσικοποιημένα δεν σημαίνει πως είναι. 

Αυτό είναι ένα από τα μεγαλύτερα όπλα του καπιταλισμού άλλωστε. Πως παρουσιάζεται με την δύναμη και την συμπαγή μορφή ενός φυσικού φαινομένου. Όμως δεν είναι. Γιατί όσο μπανάλ και να ακούγεται, ο καπιταλισμός φτιάχτηκε από ανθρώπους και άρα από ανθρώπους μπορεί να καταστραφεί. 

Αυτό είναι σημαντικό να το καταλάβουμε. Δεν πρόκειται για μια θεϊκή δύναμη που εμφανίστηκε ξαφνικά στον κόσμο και εγκαθιδρύθηκε. Δημιουργήθηκε από ανθρώπινα μυαλά και χέρια. 

 

 

 Νομίζω, πως αυτό που προσπαθώ να πω, με αφορμή τον Δεκέμβρη είναι πως αυτός ο Δεκέμβρης είναι διαφορετικός. Και για μένα και νομίζω και για άλλους. 

Ξανά, αυτό δεν είναι κάτι νέο, νομίζω πως η ρητορική  «αυτός ο Δεκέμβρης δεν είναι σαν τους άλλους» έχει ξαναϋπάρξει. 

Στο πλαίσιο της νοσταλγίας και της αέναης επιστροφής στο παρελθόν, πολλές φορές οι πολιτικές  πορείες μνήμης έχουν μειωθεί σε αντίτυπα, ενός αντιτύπου, ενός αντιτύπου ενός αντιτύπου. 

Και μέσα σε τόσα αντίτυπα, είναι πιθανό να χαθεί και το πρωτότυπο. 

Αυτό το παρόν, στο οποίο ζούμε τώρα, διαφέρει όντως. Αυτός ο Δεκέμβρης μπορεί να είναι ο Δεκέμβρης των Δεκέμβρηδων. Όπως ακριβώς και η 17 Νοέμβρη, φανέρωσε ρωγμές, αδυναμίες κρατικής διαχείρισης, εκτροπές και αντινομίες. Αυτά μπορεί να συνεχίσουν να αναδύονται μέχρι να γίνει πασιφανές ότι το αυτός ο τρόπος διαχείρισης δεν μπορεί να συντηρηθεί. 

Μοιάζει με ένα πτώμα. Ένα πτώμα μπορεί να μείνει στην κατάψυξη αρκετό καιρό, όχι όμως για πάντα γιατί αρχίζει να αποσυντίθεται. Και όταν αρχίσει να αποσυντίθεται ξεκινά να βρωμάει, τόσο που γίνεται πλέον προφανές ότι υπάρχει πρόβλημα. 

Αυτή θα μπορούσε να είναι μια έξοδος από το καταφύγιο της νοσταλγίας, που θα συνοδεύεται και από μια επιστροφή και προσγείωση στο Παρόν. 

Η προσγείωση στο Παρόν, οφείλει να φύγει από την νοσταλγία και να ξεκινήσει να βλέπει το Παρελθόν ως εστία προβληματισμού, να σπάσει τα προστατευτικά γυαλιά που αναφέραμε παραπάνω. 

Το Παρελθόν δεν βρίσκεται εκεί για να αποτελεί μέρος περισυλλογής και ηρεμίας αλλά μέρος έμπνευσης. Αυτήν ακριβώς την έμπνευση μας έχει στερήσει ο καπιταλισμός μέσα από την νοσταλγία. Και αυτή είναι μια καλή ευκαιρία να την πάρουμε πίσω.