Γράφουν οι :
Εύη Μότσιου & Σπύρος Λυγκούρης
Ο Απόστολος Ιωάννης στο Ευαγγέλιό του (19:31-37) περιγράφει την κορύφωση των Παθών του Κυρίου την Μεγάλη Παρασκευή, όπου ο Ιησούς Χριστός καταδικάστηκε σε θάνατο απρόθυμα από τον Πόντιο Πιλάτο για συνωμοσία εναντίον της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, εξευτελίστηκε από τους στρατιώτες, οδηγήθηκε στον Γολγοθά και σταυρώθηκε. Όσον ήταν πάνω στον σταυρό και αφού εξέπνευσε την τελευταία Του αναπνοή, ο εκατόνταρχος Λογγίνος, για να επιβεβαιώσει τον θάνατο του Ιησού, τρύπησε την δεξιά πλευρά του Θεανθρώπου με μια λόγχη. Αίμα και νερό έτρεξε από την πληγή, σημείο της διττής Tου φύσης ως ανθρώπου και Θεού. Η λόγχη αυτή απέκτησε τεράστιο σημειολογικό φορτίο και ονομάστηκε Ιερά Λόγχη, Λόγχη του Λογγίνου ή Λόγχη του Πεπρωμένου, ενώ συγκαταλέγεται στα Όργανα του Πάθους του Χριστού (Arma Christi), μαζί με τον Τίμιο Σταυρό, το Ακάνθινο Στεφάνι, το Ιερό Δισκοπότηρο, το Άγιο Μανδήλιο, τους Τίμιους Ήλους της Σταύρωσης κ.ό.κ. Σύμφωνα δε με θρύλους, όποιος κατέχει την Λόγχη, λαμβάνει εξουσία επί του πεπρωμένου αυτού του κόσμου.
Υποτίθεται ότι η Λόγχη επανευρέθηκε από την Αγία Ελένη, μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, κατά τα ταξίδια της στους Αγίους Τόπους και έγινε σημαντικό κειμήλιο κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Η πρώτη ιστορική αναφορά της εντοπίζεται στις περιγραφές των Αγίων Τόπων της Ιερουσαλήμ ενός προσκυνητή, του Αντωνίνου της Πιατσέντζα (~570 μ.Χ.), όταν μιλά για την εμπειρία της επίσκεψής του στην Βασιλική του Όρους Σιών και την θέαση του Ακάνθινου Στεφανιού και της Λόγχης. Η παρουσία του Κειμηλίου στην Ιερουσαλήμ αναφέρεται στα έργα των Κασσιόδωρου (485-585 μ.Χ) και Γρηγορίου της Τουρς (538-594 μ.Χ), μελετητών του 6ου αιώνα μ.Χ., παρόλο που κανένας από τους δύο δεν ταξίδεψε ποτέ στην πόλη. Το όνομα του εκατόνταρχου Λογγίνου μας παρατίθεται όχι από το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, αλλά από μια επιγραφή σε μικρογραφία του Ευαγγελίου του Ραββουλά, το οποίο χρονολογείται το 586 μ.Χ.
Η εν λόγω μικρογραφία από το Ευαγγέλιο του Ραββουλά, το οποίο φυλάσσεται στη Λαυρεντιανή Βιβλιοθήκη στη Φλωρεντία από το 1573, ως κομμάτι της συλλογής της Βιβλιοθήκης των Μεδίκων.
Σε αρκετά κειμήλια έχει αποδοθεί ο τίτλος της Ιεράς Λόγχης. Αυτό συμβαίνει λόγω των διαφορετικών εκδοχών για την τύχη της λόγχης. Μετά την εισβολή των Περσών του Χοσρόη Β΄ στα Ιεροσόλυμα (615 μ.Χ), θεωρείται ότι τόσο η Λόγχη, όσο και ο Τίμιος Σταυρός, μεταφέρθηκαν στην πρωτεύουσα του περσικού βασιλείου, Κτησιφόνα. Ένα χρόνο, όμως, αργότερα φαίνεται πως οι Πέρσες απέδωσαν το μικρότερο τμήμα της Λόγχης, το μεταλλικό, στους Βυζαντινούς, οι οποίοι το κατέθεσαν στο Ναό της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Η τύχη του μεταλλικού τμήματος της Λόγχης συνδέεται με την πορεία των Σταυροφοριών. Πιο συγκεκριμένα, φαίνεται πως ο Λατίνος Αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης, Βαλδουίνος Β΄, απέδωσε το κειμήλιο στον Βασιλιά της Γαλλίας, Λουδοβίκο Θ΄ (τον επονομαζόμενο Άγιο), το 1244. Έτσι, ο Λουδοβίκος το μεταφέρει στη Δύση, όπου το εναποθέτει στο παρεκκλήσι Sainte Chapelle του Παρισιού. Εκεί, σύμφωνα με την παράδοση, το βρίσκουν τα κατακλυσμιαία γεγονότα της Γαλλικής Επανάστασης, οπότε και μεταφέρθηκε στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Όσον αφορά το ξύλινο τμήμα της Λόγχης, ο θρύλος θέλει τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου, Ηράκλειο, να το επανακτά μετά τη νίκη του έναντι των Περσών (627, μάχη Νινευί). Ένα από αυτά τα αντικείμενα φυλάσσεται κάτω από τον θόλο της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό.
Επίσης, μία ακόμα Λόγχη διατηρείται στην πόλη Vagharshapat στην Αρμενία. Η πρώτη αναφορά του γίνεται σε ένα αρμένικο χειρόγραφο του 13ου αιώνα, σύμφωνα με το οποίο την μετέφερε στην χώρα ο Απόστολος Ιούδας Θαδδαίος.
Η Ιερά Λόγχη της Vagharshapat. Φυλάσσεται στο Μουσείο Manoogian.
Η πιο σημαντική, όμως, και με ιστορική βαρύτητα Λόγχη είναι αυτή που φυλάσσεται στην Βιέννη, στον Αυτοκρατορικό Θησαυρό (Weltliche Schatzkammer) του παλατιού Hofburg. Πρόκειται για ένα τυπικό δόρυ της Καρολίγγειας δυναστείας, στο οποίο προστέθηκε το 1084 από τον Ερρίκο Δ΄ μια ασημένια ταινία με την επιγραφή Clavus Domini («Ήλος του Κυρίου»). Το 1350 ο Κάρολος Δ΄ ζήτησε να καλυφθεί η πρότερη ταινία με μία χρυσή που έφερε την επιγραφή “ Lancea et clavus Domini”, «Λόγχη και Ήλος του Κυρίου», καθώς θεωρούταν ότι το καρφί που είχε ενσωματωθεί στη λόγχη ήταν ένα από τους Ήλους της Σταύρωσης.
Η Ιερά Λόγχη της Βιέννης. Η Λόγχη αυτή ήρθε στην κατοχή των Αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κατά τη βασιλεία του Όθωνα του Α΄(912-973).
Η πιο γνωστή ιστορία γύρω από την ανακάλυψη της Αγίας Λόγχης τοποθετείται στην περιοχή της Αντιόχειας, κατά τη διάρκεια της Α΄ Σταυροφορίας (1096-99). Μετά από μία δύσκολη πορεία στην μικρασιατική ενδοχώρα, το κυρίως σταυροφορικό σώμα, με αρχηγούς τον Βοημούνδο Α΄ του Τάραντα, τον Γοδεφρείδο ντε Μπουγιόν και τον Ραϋμόνδο Δ΄ της Τουλούζης, έφθασε στην πόλη της Αντιόχειας, η οποία ήταν κρίσιμος σταθμός στο δρόμο για την Παλαιστίνη. Επίσης, ήταν πολύ σημαντική για την ιστορία της Χριστιανοσύνης, καθώς ήταν η πρώτη ιστορική έδρα του Αγίου Πέτρου και ο τόπος, όπου ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου, Νικηφόρος Φωκάς, βρήκε το χέρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου. Η σημασία των κειμηλίων στη χριστιανική κοσμοαντίληψη φάνηκε και σε αυτή την περίπτωση. Μετά την επιτυχή πολιορκία της πόλης (1097-1098), οι δυνάμεις των Σταυροφόρων βρέθηκαν να πολιορκούνται από το στρατό του διοικητή της Μοσούλης, Κερμπογκά. Εκείνες τις κρίσιμες στιγμές για την τύχη της Α΄ Σταυροφορίες, ένας άσημος προσκυνητής από την Προβηγκία, ο Πέτρος Βαρθολομαίος (Peter Bartholomew) ενημέρωσε τους αρχηγούς της εκστρατείας, ότι του εμφανίστηκε σε όραμα ο Άγιος Ανδρέας: σύμφωνα με αυτό, η Αγία Λόγχη βρισκόταν στην Αντιόχεια και μάλιστα, στο χώρο της Βασιλικής του Αγίου. Πολλοί ηγέτες των Σταυροφόρων παρέμειναν σκεπτικοί, ιδίως ο επίσκοπος Αντεμάρ του Πουί, απεσταλμένος του Πάπα. Ο τελευταίος ήταν μια χαρακτηριστική μορφή των θρησκευτικών πολέμων, καθώς το έπος Chanson d’ Antioche τον παρουσιάζει να παρακολουθεί με ενθουσιασμό σφαγές μουσουλμάνων αιχμαλώτων από τους Ιππότες. Άλλοι, όμως, όπως ο Ραϋμόνδος της Τουλούζης, διέκριναν τη σημασία ενός τέτοιου συμβόλου και διέταξαν να γίνουν έρευνες για τη Λόγχη. Χάρη στις υποδείξεις του Πέτρου, μία λόγχη βρέθηκε πράγματι στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου, γεγονός που έδωσε κουράγιο στους Σταυροφόρους να πετύχουν μια ανέλπιστη νίκη. Όταν ο Αντεμάρ πέθανε, ο Πέτρος Βαρθολομαίος έγινε ο θρησκευτικός ηγέτης της Σταυροφορίας, ενώ οι Σταυροφόροι ευχαρίστησαν τον Άγιο Ανδρέα με ίδρυση μοναστηριών προς τιμήν του μετά την επιστροφή τους. Παρόλα αυτά, η αξιοπιστία του Βαρθολομαίου κρίνεται εν αμφιβόλω. Βλέπετε, τα οράματα του Αγίου Ανδρέα συνεχίστηκαν, μόνο που κάποια από αυτά είχαν και πολιτικό υπόβαθρο, όπως την μη απόδοση της Αντιόχειας στον Αυτοκράτορα τη Κωνσταντινούπολης, Αλέξιο Κομνηνό.
H πολιορκία της Αντιόχειας (1097-1098), ζωγραφιά του 15ου αιώνα του Jean Colombe (Bibliothèque Nationale de France, Paris).
Ναζί και Αγία Λόγχη: Από τον Αριοσοφισμό στην ποπ κουλτούρα
Σε αυτό το σημείο, σίγουρα ο αναγνώστης θα προβληματιστεί προς στιγμήν. Τι σχέση μπορεί να είχε ένα από τα πιο γνωστά κειμήλια του χριστιανικού μυθολογικού πανθέου με τον ναζιστικό ολοκληρωτισμό; Η απάντηση δεν είναι τόσο απλή, καθώς περιέχει δύο σκέλη: από την μία την επιρροή που φαίνεται να είχαν στην ανάδυση του ναζιστικού φαινομένου οι φυλετικές θεωρίες και τα μυστικιστικά ρεύματα του 19ου αιώνα, και από την άλλη μερικές μεταπολεμικές αναγνώσεις για τη φύση της ναζιστικής κοσμοαντίληψης.
Στο πρώτο σκέλος, οι θεωρίες του φυσικού φυλετικού διαχωρισμού επηρεάστηκαν από την ραγδαία άνοδο του ιμπεριαλιστικού αποικιοκρατικού φαινομένου. Η επαφή των Ευρωπαίων με τους αυτόχθονες λαούς των αποικιών είχε εμπεδώσει την εντύπωση ότι η Ευρώπη ήταν το κέντρο του πολιτισμού, τον οποίο είχε χρέος να μεταλαμπαδεύσει στις «απολίτιστες» ηπείρους. Όπως σημείωνε ο Έντμον Περιέ, εξέχων κοινωνικός δαρβινιστής του 19ου αιώνα: «όπως τα ζώα εξαφανίζονται μπροστά στον άνθρωπο, αυτό το προνομιούχο πλάσμα, έτσι και ο άγριος χάνεται μπροστά στον Ευρωπαίο, πριν προλάβει να τον κερδίσει ο πολιτισμός». Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να ενταχθεί και η σταδιακή ανάδυση της εικόνας του «Άριου» στο γερμανικό χώρο. Στα τέλη του 19ου αιώνα παρατηρείται η εμφάνιση περιθωριακών «εταιρειών» ή αδελφοτήτων, οι οποίες διακρίνονται από τον ανορθολογικό τους στοχασμό και μία ροπή στον μυστικισμό ή εσωτερισμό. Παρότι ανάλογες εταιρείες παρατηρούνται και σε Αγγλία και Γαλλία, οι πιο γνωστές τοποθετούνται στο χώρο της Αυστρίας και της Γερμανίας και θεωρείται ότι έθεσαν τα πρωτόλεια ιδεολογικά σπέρματα για την ανάδυση του ναζιστικού ρατσισμού. Η πιο γνωστή περίπτωση ήταν ο αριοσοφισμός, μία κίνηση της Κεντρικής Ευρώπης, στην οποία ηγούνταν ο Γκουίντο φον Λίστ (Guido von List) και ο Γιοργκ Λαντς φον Λίμπενφελς (Jorg Lanz von Liebenfels). Οι αριοσοφιστές είχαν μια θεώρηση του κόσμου, η οποία ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με τον μαρξισμό: ενώ ο Μαρξ θεωρούσε ως κινητήρια δύναμη της Ιστορίας την πάλη των τάξεων, οι αριοσοφιστές θεωρούσαν πως ο κόσμος βασίζεται σε μια αέναη σύγκρουση ανάμεσα στην ανώτερη φυλών των Αρίων και τις κατώτερες φυλές, όπως οι Σλάβοι και οι Εβραίοι. Αυτή τη θεωρία αναπαρήγαγε αργότερα ο Αδόλφος Χίτλερ και το NSDAP σε πολύ ευρύτερα ακροατήρια, με τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα. Η εικόνα που υπάρχει σήμερα για τις ομάδες των αριοσοφιστών είναι αυτή μιας κλειστής κάστας ιεροφαντών του ρατσισμού, οι οποίοι αντιλαμβάνονταν τον κόσμο μέσα από εικόνες δρυίδων της παγανιστικής υπαίθρου και ιπποτών της μεσαιωνικής εποχής.
Ο Γιοργκ Λαντς φον Λίμπενφελς: θιασώτης της Άριας υπεροχής με ψευδοθεολογική επιχειρηματολογία.
Μεταξύ των δύο, πιο καταλυτική φαίνεται η παρουσία του Λίμπενφελς (1874-1954), ο οποίος ανήκε στο Τάγμα των Κινστερκιανών μοναχών. Αφού εκδιώχθηκε από το Τάγμα, το 1907 ίδρυσε το ρατσιστικό και αντισημιτικό Τάγμα του Νέου Ναού (Ordo Novi Templi). Το όνομα παραπέμπει στο Τάγμα των Ναϊτών Ιπποτών, οι μύθοι των οποίων είχαν εργαλειοποιηθεί στο ρατσιστικό λόγο ανάλογων συλλογικοτήτων. Ο Λίμπενφελς ήταν θιασώτης της υπέρτερης καταγωγής των Αρίων, η οποία όμως αλλοιωνόταν μέσω της επιμειξίας με «κατώτερες» φυλές. Οι λύσεις που πρότεινε ο άλλοτε ιερομόναχος Λίμπενφελς θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι ιδέες του Άντολφ Άιχμαν ή του Χάινριχ Χίμλερ: α) εξορία, β) υποταγή των κατώτερων φυλών, γ) αποτέφρωση ως θυσία στο Θεό, δ) καταναγκαστική εργασία, ε) δημιουργία μοναστηριών ευγονικής γυναικών. Τις ιδέες του αυτές τις είχε καταθέσει στο βιβλίο του Θεοζωολογία (1905), μια ρατσιστική ανάγνωση της Βίβλου, στο οποίο ισχυριζόταν πως η έκπτωση των Πρωτόπλαστων από τον Παράδεισο συμβολίζει την κατάπτωση τη Αρίας φυλής. Εκτός αυτού, εξέδιδε το περιοδικό Οστάρα (Ostara), το οποίο εκδιδόταν στη Βιέννη, την Βουδαπέστη και τη Λειψία. Το όνομα του περιοδικού παρέπεμπε σε μια αρχαία γερμανική θηλυκή θεότητα. Το περιεχόμενο αποτελούταν από άρθρα για την αρχαία γερμανική θρησκεία, μυθοπλαστικές αφηγήσεις για την μεσαιωνική γερμανική ιστορία, καθώς και απόψεις για την εξύψωση των Άριων και τη καταστροφή της Δημοκρατίας.
Τεύτονες Ιππότες και Θεοζωολογία από το περιοδικό Ostara του Γιοργκ Λαντς φον Λίμπενφελς
Από ανάλογο μίσος για την Δημοκρατία διακατεχόταν και ο Αδόλφος Χίτλερ, μίσος που του είχε καλλιεργηθεί κατά την παραμονή του στη Βιέννη. Η πρωτεύουσα της Δυναστείας των Αψβούργων, με το κοσμοπολίτικο ύφος της, συμβόλιζε στη σκέψη του Χίτλερ την προδοσία των γερμανικών λαών της Κεντρικής Ευρώπη. Αυτό δεν ήταν το μόνο κοινό σημείο ανάμεσα στον Λίμπενφελς και τον Χίτλερ, καθώς αποσπάσματα από το περιοδικό Ostara έχουν ενσωματωθεί μέσα στο «Ο Αγών μου». Ενώ οι φυλετικές και αντιδημοκρατικές επιρροές είναι ξεκάθαρες, η σχέση του ναζισμού με το μυστικισμό είναι υπό διερεύνηση. Στην σύγχρονη εποχή, ο αναγνώστης έχει συνηθίσει στις συζητήσεις για το παγανιστικό υπόβαθρο της ηγετικής ομάδας του NSDAP (Nationalische Socialistische Deutchen Arbeiter Partei), ιδίως του διοικητή των SS, Xάινριχ Χίμλερ. Το πιο γνωστό παράδειγμα είναι ο πύργος-φρούριο του Βέβελσμπουργκ της Βόρειας Ρηρανίας-Βεστφαλίας, το επονομαζόμενο «Κάμελοτ του Χίτλερ». Το Βέβελσμπουργκ ήταν ένα παλιό σαξονικό φρούριο, που την εποχή της γερμανικής Ιεράς Εξέτασης (17ο αιώνας) αποτέλεσε κολαστήριο για «μάγισσες» και «αιρετικούς», και το οποίο μετά το 1934 νοικιάστηκε από το Χίμλερ για λογαριασμό του NSDAP. To 1991 κυκλοφόρησε το βιβλίο Ο μαύρος ήλιος του Τάσι Λούνπο (The Black Sun of Tashi Lhunpo) του Ράσσελ Μακλάουντ (ψευδώνυμο του Στέφαν Μένγκλε Στάντελ), το οποίο συνέδεε το κάστρο του Βέβελσμπουργκ με μυστικιστικές τελετές και το αποκρυφιστικό σύμβολο του Μαύρου Ήλιου. Ιδιαίτερη έμφαση δινόταν σε μια ειδικά διαμορφωμένη κρύπτη με δώδεκα βάθρα, τα οποία αντιστοιχούσαν στους 12 κορυφαίους «ιππότες των SS», κατά τα πρότυπα των Ιπποτών της Στρογγυλής Τραπέζης. Υπαρκτό ή όχι, το βιβλίο βοήθησε στη μετατροπή του Βέβελσμπουργκ σε ένα «ιερό τόπο» των νεοναζιστών της Ευρώπης.
Και εδώ ακριβώς είναι το ζήτημα που επηρεάζει και το θέμα της Αγίας Λόγχης. Είναι γεγονός ότι η συζήτηση για την αποκρυφιστική φύση του καθεστώτος του Γ΄ Ράιχ είχε ξεκινήσει μεσούντος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, είτε από αφηγήσεις Συμμαχικών αξιωματούχων, είτε από μαρτυρίες Γερμανών εξόριστων, οι οποίες συχνά δεν διακρίνονταν από αξιοπιστία. Οι συζητήσεις αυτές δεν διακόπηκαν με το τέλος του πολέμου, απλά άλλαξαν μορφή. Η εποχή του Ψυχρού Πολέμου έφερε και την ανάδυση της ποπ κουλτούρας, η οποία ασχολήθηκε ιδιαίτερα με εναλλακτικές αφηγήσεις για το ναζιστικό παρελθόν, κάνοντας χρήση ακόμη και περιθωριακών ή μυθοπλαστικών αφηγήσεων. Προς αυτή τη κατεύθυνση, δύο καταλυτικά έργα ήταν Η Αυγή των Μάγων (Le Matin des Magiciens) των Louis Pauwels και Jacques Bergier (1960) και, κυρίως, το βιβλίο του Τρέβορ Ρέιβενσκροφτ (Τrevor Ravenscroft) H Λόγχη του Πεπρωμένου. Ο Ravenscroft ήταν βετεράνος του Βρετανικού στρατού και αιχμάλωτος των Γερμανών κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η Αυγή των Μάγων εξέταζε την επιρροή του μυστικισμού και αποκρυφισμού στην εξέλιξη σημαντικών ιστορικών γεγονότων και όσον αφορά το ναζισμό στηρίχθηκε σε δύο αφηγήσεις αμφιβόλου αξιοπιστίας: του πρώην στελέχους των Ναζί, Χέρμαν Ράουσνιγκ (Herman Rauschning), και του Γερμανοεβραίου μηχανικού Γουίλι Λέι (Willy Lei), ο οποίος αναφερόταν στην υποτιθέμενη δράση της Εταιρείας Βριλ (Vril Society) στο γερμανικό χώρο.
Η Λόγχη του Πεπρωμένου του Trevor Ravenscroft αποτελεί σταθμό για την μυθοπλαστική αφήγηση του ναζιστικού υποκειμένου.
Ανάλογες προβληματικές παρουσιάζει και η Λόγχη του Πεπρωμένου, μια μυθοπλαστική αφήγηση για την εμμονή του Χίτλερ να αποκτήσει τη Λόγχη του Λογγίνου, ώστε να χρησιμοποιήσει τις απόκρυφες δυνάμεις της για την προσωπική του κυριαρχία. Σύμφωνα με το συγγραφέα, η εμμονή αυτή δημιουργήθηκε κατά την παραμονή του Χίτλερ στη Βιέννη, εποχή που, κατά τον ίδιο τον Χίτλερ, ήταν αυτή που καθόρισε την πολιτική του σκέψη. Μια από τις πιο σημαντικές σκηνές του έργου είναι η «έκσταση» που τον κυρίευσε μπροστά στη θέα της Λόγχης, στο παλάτι Hofburg: «στάθηκα μπροστά από τη Λόγχη για αρκετή ώρα. Δεν θυμάμαι όμως τι γινόταν γύρω μου. Ένιωσα σαν να μεταφερόμουν αιώνες παλαιότερα. Είχα την εντύπωση ότι η Λόγχη θα μπορούσε να γίνει το φυλακτό μου και ότι θα μου παρείχε την δύναμη να κρατήσω την τύχη του κόσμου στα χέρια μου». Γενικά, το βιβλίο του Ravenscroft παρουσιάζει το Χίλτερ ως λάτρη των ιερών κειμηλίων του Χριστιανισμού, όπως η Αγία Λόγχη και το Ιερό Δισκοπότηρο, τα οποία έψαχνε απεγνωσμένα να βρει, προκειμένου να εξασφαλίσει τη νικηφόρα έκβαση του πολέμου. Και αυτό είναι το παράδοξο, ιδίως να σκεφτεί κανείς ότι οι Ναζί κατηγορούσαν συχνά στους λόγους τους τη χριστιανική κοσμοθεωρία ως υπαίτια της φυλετικής αλλοίωσης των Άριων. Σπασμωδικές αναφορές ή χρήσεις χριστιανικών συμβόλων και εννοιών (όπως η παρομοίωση με το μεσαιωνικό κίνημα των Καθαρών, ως προς το φανατισμό και την αυτοθυσία τους έναντι της Καθολικής Εκκλησίας) δεν μπορούν να αναιρέσουν το παραπάνω δεδομένο. Έτσι, ακόμη και να ήταν αληθινή μια τέτοια αναζήτηση, η κατοχή της Αγίας Λόγχης θα μπορούσε να χρησιμεύσει μόνο ως προπαγανδιστικό όπλο των Ναζί έναντι των χριστιανικών λαών της Ευρώπης, και ιδίως της Ανατολής. Τα πραγματολογικά προβλήματα του βιβλίου δεν σταματούν εδώ. Η αφήγηση κινείται γύρω από τις αφηγήσεις του Βάλτερ Γιοχάνες (Walter Johannes Stein), ενός αυστριακού μέλους του κινήματος του ανθρωποσοφισμού του Ρούντολφ Στάινερ, ο οποίος είχε εγκατασταθεί στη Βρετανία το 1933. Για την αξιοπιστία των αφηγήσεων, δηλώνεται πως ο Stein διατηρούσε σχέσεις με τον Αδόλφο Χίτλερ, γεγονός που δεν επιβεβαιώνεται. Όχι μόνο αυτό, αλλά ο Ravenscroft έχει παραδεχθεί σε συνέντευξή του, ότι δεν είχε συναντήσει ποτέ τον Stein.
Πύργος του Βέβελσμπουργκ: H κρύπτη με τα δώδεκα βάθρα αποτελεί ακόμη και σήμερα πόλο έλξης για τους ευρωπαίους νεοναζί.
Φαίνεται, πως οι θεωρήσεις για την Αγία Λόγχη εδράζονται περισσότερο σε μύθους και λιγότερο σε πραγματικά γεγονότα. Το μόνο υπαρκτό δεδομένο είναι η μεταφορά της Λόγχης του Hofsburg από τη Βιέννη στη Νυρεμβέργη το 1938, μετά την ένωση Αυστρίας-Γερμανίας (Anschluss). Μαζί, όμως, με τη Λόγχη μεταφέρθηκαν και άλλα κειμήλια της δυναστείας των Αψβούργων, όπως το στέμμα, σε μία κίνηση εξόχως πολιτικής σημασίας: εδραζόταν στην παραδοσιακή διαμάχη Πρωσίας και Αυστρίας το 19ο αιώνα για το ποιος θα φέρει εις πέρας την ένωση της Γερμανίας. Εφόσον τα σύμβολα των Αψβούργων μεταφέρθηκαν στη Γερμανία, σημαίνει πως υπάρχει μόνο ένα γερμανικό κράτος, το οποίο θα ενώσει όλους τους γερμανικούς λαούς. Μάλιστα, τα μεταφερθέντα κειμήλια (όπως και η Λόγχη) επιδείχτηκαν στο συνέδριο του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος στη Νυρεμβέργη, έστω και αν οι μυθοπλαστικές αφηγήσεις ήθελαν η μεταφορά να πραγματοποιήθηκε στις 13 Οκτωβρίου 1938, ώστε να παραπέμπει στην ημέρα καταστροφής του τάγματος των Ναϊτών. Ανάλογες αφηγήσεις θέλουν τη Λόγχη να μεταφέρεται στο πύργο του Βέβελσμπουργκ, το στρατηγείο του Χάινριχ Χίμλερ, όπως και να επανακτάται από τους Αμερικανούς ανήμερα της αυτοκτονίας του Αδόλφου Χίτλερ στο Βερολίνο (30 Απριλίου 1945). Εάν η Ιστορία είχε χιούμορ, θα έλεγε πως ο τύραννος που ήθελε να «σπάσει» τα σύνορα της Ανατολής, κατά τα πρότυπα των Τευτόνων του 13ου αιώνα, συνετρίβη μπροστά στην επέλαση των κληρονόμων του Αλεξάντερ Νιέφκσι, όπως παρουσίαζε τότε αντίστοιχα η σοβιετική προπαγάνδα. Και σε μια τέτοια διαμάχη, καμία Αγία Λόγχη δεν δύναται να μεσολαβήσει.
Πηγές
https://www.newworldencyclopedia.org/entry/Holy_Lance
https://vatican.com/The-Holy-Spear/
https://www.britannica.com/topic/Holy-Lance
https://www.historytoday.com/archive/months-past/discovery-holy-lance
https://www.kcblau.com/holylance/
- Baker, Invisible eagle: The hidden history of Nazi occultism, Virgin Books, London 2000.
- P. Francopan, H Πρώτη Σταυροφορία: To κάλεσμα της Ανατολής, μετ. Γιάννης Βογιατζής, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα
- Ravenscroft, The spear of Destiny: The occult power behind the spear which pierced the side of Christ, Samuel Weiser Inc., Newburyport 1982.
Π. Λεβέντα, Ναζί και Αποκρυφισμός: Το παρασκήνιο μιας σκοτεινής σχέσης, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2005.
Π. Ρόλαντ, Ναζί: Σατανιστές ή σατανικοί; Η αλήθεια για τις σχέσεις του ναζισμού με τις δυνάμεις του σκότους και του αποκρυφισμού, μτφρ. Β. Αθανασιάδης, Lector, Aθήνα 2007.
Β. Τζούκας, Το Φάντασμα του Ναζισμού: Μυθολογία και σαγήνη του Τρίτου Ράιχ από την προπολεμική περίοδο έως τις μέρες μας, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 2016.
Β. Τζούκας, «Το ευγενές αίμα των…εξωγήινων Άριων», HotDocHistory, τ. 50, 27/10/2018: https://www.documentonews.gr/article/to-eygenes-aima-twn-exwghinwn-ariwn.
Σχετικό ντοκιμαντέρ του History Channel:
https://www.youtube.com/watch?v=4X0iKoGMXeY&ab_channel=SebDeSto
Social Links: