Η αυτομυθοπλασία (autofiction) έχει γνωρίσει μια ξαφνική άνθηση στην παγκόσμια λογοτεχνική παραγωγή, ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία. Οι συγγραφείς όλο και πιο συχνά απομακρύνονται από τη μυθοπλαστική επινόηση, τον χαρακτήρα και την πλοκή και στρέφονται προς την ανάλυση και την προσπάθεια κατανόησης των προσωπικών τους βιωμάτων, κάποιων συγκεκριμένων γεγονότων αλλά και του γενικότερου κοινωνικοπολιτικού πλαισίου που εντέλει τους διαμόρφωσε. Η αφορμή για να γραφτούν αυτά τα βιβλία είναι σχεδόν παρόμοια για κάθε συγγραφέα (ένα περιστατικό στη ζωή ενός ατόμου, συνήθως ένα τραύμα, μια φυγή, μια εγκατάλειψη, ή ο αναστοχασμός πάνω σε μια συγκεκριμένη επιλογή είτε σεξουαλική είτε επαγγελματική κ.ο.κ.), το είδος όμως της λογοτεχνίας που υπηρετούν διαφέρει. Υπάρχουν ορισμένοι συγγραφείς που επιλέγουν την παραδοσιακή μυθιστορηματική φόρμα, όπου πρωταγωνιστές είναι οι ίδιοι (όπως ο Καρλ Ούβε Κνάουσκγορντ, ο Εντουάρ Λουί στα δύο πρώτα του βιβλία, ο Ocean Vuong), ενώ κάποιοι άλλοι -συχνά ακαδημαϊκοί- χρησιμοποιούν τα δικά τους βιώματα μόνο ως αφετηρία για να διατυπώσουν φιλοσοφικούς και κοινωνιολογικούς στοχασμούς (βλ. Μάγκι Νέλσον, Ντιντιέ Εριμπόν, κ.λπ.). Με αυτόν τον τρόπο έχει δημιουργηθεί ένας ακόμη νέος κλάδος στην αυτοβιογραφία, η αποκαλούμενη αυτοθεωρία (autotheory).
Κάπου ανάμεσα σε αυτές τις δύο προσεγγίσεις στέκεται η Κάρολιν Έμκε στο βιβλίο της Ο δικός μας πόθος, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση Δημήτρη Δημοκίδη. Οι γνώσεις και τα βιώματά της επιτρέπουν στην Έμκε να επισκεφτεί ξανά την εφηβική και μετεφηβική της ηλικία και να αναλύσει τους τρόπους με τους οποίους διαμορφώθηκε η σεξουαλικότητά της. «Εκείνος που ανταποκρίνεται στις νόρμες διαθέτει την πολυτέλεια να αμφισβητεί την ύπαρξή τους», τονίζει στην αρχή του βιβλίου η συγγραφέας. Ανταποκρινόμενη και η ίδια σε αυτές τις νόρμες, δεν είχε ανακαλύψει την ομοφυλοφιλία της μέχρι την τρίτη δεκαετία της ζωής της. Γεννημένη το 1967, πέρασε την εφηβεία της στη Δυτική Γερμανία του ’80. Παρά τη σεξουαλική απελευθέρωση των δύο προηγούμενων δεκαετιών, και τους συνεχείς αγώνες των κινημάτων για τα δικαιώματα των ΛΟΑΤ ατόμων στην Αμερική, η Έμκε μεγαλώνει σε μια κοινωνία η οποία μοιάζει να αγνοεί όλα τα παραπάνω, χαρακτηρίζεται από πλήρη απουσία λόγου περί σεξουαλικότητας, και όπου ακόμη ίσχυε το άρθρο 175 του ποινικού κώδικα περί απαγόρευσης της ομοφυλοφιλίας. Η αυτοκτονία του Ντάνιελ, ενός συμμαθητή της που χωρίς να έχει παραδεχτεί δημόσια την ομοφυλοφιλία του γνώρισε κοινωνικό αποκλεισμό εξαιτίας της, αποτελεί ένα καθοριστικό συμβάν, το οποίο η Έμκε κουβαλάει σε όλη της τη ζωή και την κάνει να επιστρέφει συνεχώς στην ηλικία εκείνη, αναλογιζόμενη αφενός τι θα μπορούσε να είχε κάνει η ίδια για να αποτρέψει την αυτοκτονία, αφετέρου τις κοινωνικές συνθήκες που οδήγησαν τον Ντάνιελ σε αυτήν.
Με αφορμή αυτό το περιστατικό εξετάζει τη συγκρότηση της σεξουαλικής της επιθυμίας, τη συνειδητοποίηση και την εξέλιξή της, τη διαμόρφωση μιας γλώσσας εντός της που τη βοήθησε να «εκφράζεται ακριβέστερα, τρυφερότερα, ριζοσπαστικότερα». Η επινόηση αυτής της γλώσσας που εξηγεί την επιθυμία είναι εντέλει και αυτό που θα κάνει το κείμενό της λογοτεχνικό. Μεγαλωμένη η ίδια σε ένα περιβάλλον αστικό, διαμορφώνει ένα πολιτισμικό γούστο: ακούει κλασική μουσική, διαβάζει πολύ, βλέπει θέατρο και όπερα, αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι, σε αντίθεση με το σχεδόν ασφυκτικό «κανονικό» περιβάλλον της, η τέχνη είναι ένα αχανές πεδίο όπου όλα είναι δυνατά, η πραγμάτωση κάθε σκέψης, ακόμα και επιθυμίας. Η δημοσιογραφική της καριέρα, χρόνια αργότερα ενώ ήδη αυτοπροσδιορίζεται ως ομοφυλόφιλη, την οδηγεί στις χώρες της Μέσης Ανατολής. Περιγράφει ένα συγκεκριμένο περιστατικό όπου παίρνει συνέντευξη από κάποιες παλαιστίνιες γυναίκες οι οποίες αρνούνται να της δώσουν το χέρι φοβούμενες ότι είναι άντρας. «Φοράς παντελόνι, έχεις κοντά μαλλιά κι αυτό σημαίνει αγόρι, όταν όμως γελάς κι όταν μιλάς, τότε είσαι φως φανάρι κορίτσι», της εξηγούν οι γυναίκες. Η συγγραφέας τις αντιμετωπίζει με μεγάλη τρυφερότητα, ενώ μας εξηγεί ότι οι συμβάσεις, τα σύμβολα και οι χειρονομίες εξαρτώνται πάντα από τη χρήση τους. Πώς θα μπορούσαν να καταλάβουν οι γυναίκες αυτές κάτι το οποίο δεν γνωρίζουν;
Πολλές φορές έχει χρειαστεί στην πραγματική ζωή να δικαιολογήσει την επιθυμία της, να ψάξει να βρει τους λόγους για τους οποίους επιθυμεί, να αμυνθεί εναντίον κάθε πιθανής προσβολής ή κατηγορίας. Στο βιβλίο της, ήρεμη πια και χωρίς κανένα είδος διδακτισμού, λέει πως «Δεν είναι “καλό” ή “κακό” να είσαι ομοφυλόφιλος, απλώς είσαι. […] Δεν είναι κάτι που σε κάνει αβέβαιο ή βέβαιο για τον εαυτό σου, που σε κάνει να ντρέπεσαι ή να νιώθεις περήφανος, το ίδιο το γεγονός είναι ένα γεγονός – και τίποτε άλλο».
Η κοινωνία αλλάζει. Το να μιλάει κανείς για τη σεξουαλικότητά του και την επιθυμία του, και όχι απλώς να μιλάει για όλα αυτά, αλλά να γράφει ολόκληρα βιβλία που αντιμετωπίζουν τον εαυτό ως θέμα, είναι κάτι που θα φαινόταν αδιανόητο μόλις λίγες δεκαετίες πριν. Η αφοπλιστική ειλικρίνεια της Έμκε, η επανεξέταση της εφηβείας, η ευαισθησία και η σκληρότητα που επιφυλάσσει στον ίδιο της τον εαυτό, η δημοσιογραφική ματιά, η ματιά της διανοούμενης, η ματιά μιας γυναίκας που απλώς μιλάει για τον πόθο της -χωρίς να ενδιαφέρει το πού κατευθύνεται αυτός ο πόθος-, οι μη παγιωμένες της αντιλήψεις, η ικανότητά της να κάνει το προσωπικό δημόσιο, κάνουν αυτό το αφήγημα λογοτεχνικά πολιτικό, λογοτεχνικά κοινωνιολογικό – σε κάθε περίπτωση σπουδαίο.
Social Links: