Πέρασαν δέκα χρόνια, αλλά μπορώ να πω με βεβαιότητα πως η 25η Μαΐου του 2011 δεν με βρήκε στην πλατεία Συντάγματος. Εκείνη τη σημαντική Τετάρτη ξεκινούσε το τρίτο B-Fest με…

Οι Αγανακτισμένοι είναι ο λόγος που ζω ακόμη στην Ελλάδα

Πέρασαν δέκα χρόνια, αλλά μπορώ να πω με βεβαιότητα πως η 25η Μαΐου του 2011 δεν με βρήκε στην πλατεία Συντάγματος. Εκείνη τη σημαντική Τετάρτη ξεκινούσε το τρίτο B-Fest με γενικό τίτλο «Οι Κοινωνίες σε Κίνηση» και το πόστο μου ήταν στη Σχολή Καλών Τεχνών. Τα νέα της πρωτοφανούς κινητοποίησης με το αμεσοδημοκρατικό πρόσημο κάποιους μας έπιασαν απροετοίμαστους, κάποιους άλλους όχι, καθότι οι διεργασίες που προηγήθηκαν του καλέσματος στο Σύνταγμα είχαν γνωστοποιηθεί σε ορισμένους πολιτικούς χώρους και άτομα. Όπως και να ’χει, προετοιμασμένοι και απροετοίμαστοι, αμέσως στρέψαμε το βλέμμα από το φεστιβάλ, που επιχειρούσε να διαυγάσει κοινωνικές κινήσεις κι επιμέρους ανταγωνιστικά κινήματα της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας, στη ζώσα ιστορία που ξετυλιγόταν με τρόπο εντυπωσιακό, μα όχι εντελώς αναπάντεχο, στη μεγαλύτερη πίστα της χώρας. Καθηλωμένοι διαβάζαμε τα νεότερα, μιλούσαμε στα τηλέφωνα για να πάρουμε μια ιδέα της ατμόσφαιρας, στέλναμε απεσταλμένους για αντικατασκοπεία∙ θυμάμαι συντρόφους με χρόνια κι εμπειρία να καταλαμβάνονται από τη συγκίνηση μιας στιγμής όπου τα προτάγματα και οι πολιτικές θέσεις μειοψηφικών ομάδων του αντιεξουσιαστικού κυρίως χώρου εμφανίζονταν ως το ολόφρεσκο περιεχόμενο ενός ακαθόριστου πλήθους· με κάποιον διεστραμμένο τρόπο, οι αναλύσεις και οι ερμηνείες μας, ή μάλλον οι επιθυμίες και οι προτάσεις μας, έμοιαζαν να επιβεβαιώνονται κι εμείς ήμασταν προσωρινά απόντες. Εντέλει, το φεστιβάλ έριξε αυλαία την Κυριακή το βράδυ κι εμείς μαζεύαμε τα κομμάτια του εν μέσω χλιαρής βροχής ─ όποιος διαθέτει γερή μνήμη σίγουρα θα θυμάται πως εκείνες οι πρώτες μέρες των Αγανακτισμένων ήταν ως επί το πλείστον συννεφιασμένες και υγρές· μάλλον είχαμε αποτύχει, αλλά τουλάχιστον μας περίμενε η ζωντάνια και η προοπτική της πλατείας Συντάγματος, κι η πίκρα έφευγε γρήγορα από το στόμα.

Ακολούθησε ένας μήνας πυκνός, εξαντλητικός, χαρούμενος και καθοριστικός. Είναι βλαπτικό και άστοχο, αλλά και κοινότοπα ανθρώπινο το να προβάλλουμε σημασίες και ιστορικές αλληλουχίες σε γεγονότα στα οποία είχαμε κάποια συμμετοχή· συχνά γίνεται πρόχειρα, εκ του μη όντος, ή συμβαίνει για να δικαιώσει τη μετέπειτα πορεία των ανθρώπων. Ωστόσο, οι Πλατείες είναι μια διαφορετική ιστορία. Στις συνελεύσεις με τα συνεχώς αναδιαμορφούμενα αμεσοδημοκρατικά χαρακτηριστικά και στις εργώδεις συλλογικές προετοιμασίες για την υπεράσπιση της πλατείας από τις επιθέσεις της αστυνομίας συμμετείχαν φυσικά οι συνήθεις ύποπτοι των πολιτικών χώρων, αλλά κι ένα ενθουσιώδες και πολυάριθμο πλήθος από ανθρώπους δίχως ανάλογες εμπειρίες· ήταν ένας μήνας εργαστήρι και σχολείο για όλους. Οι συλλογικότητες και οργανώσεις της Αριστεράς ─και εντεύθεν─ που πήραν μέρος με ζέση, που συνδιαμόρφωσαν κριτικά ή που απείχαν καταγγελτικά αναγκάστηκαν να στοχαστούν πάνω στα γεγονότα, να αλλάξουν κατευθύνσεις, να ενσωματώσουν κάτι το μη ιδιοποιήσιμο, να αναδιπλωθούν· είτε βίωσαν το βολονταριστικό σοκ της νίκης, είτε μετασχηματίστηκαν ριζικά, είτε σαρώθηκαν από την ακατάπαυστη ροή των γεγονότων, είτε διαφώνησαν πολεμικά, σίγουρα μοιράστηκαν τη γενικευμένη αμηχανία μπροστά στις εξελίξεις ─ κι όπως δείχνει η απροθυμία συστηματικής ερμηνείας κι επαναφοράς της ιστορικής περιόδου δέκα χρόνια μετά, μάλλον συνεχίζουν να τη μοιράζονται. Η κεντρική πολιτική σκηνή αναδιαρθρώθηκε θεμελιωδώς, όχι όμως γραμμικά και ευθύγραμμα αλλά τεθλασμένα και χαοτικά· παρά τα αντιθέτως θρυλούμενα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αναρριχήθηκε στην εξουσία πάνω στην κεφαλαιοποίηση των Πλατειών, οι Αγανακτισμένοι δεν έριξαν την κυβέρνηση Παπανδρέου και το υποκείμενο των αντιμνημονιακών κινητοποιήσεων της εποχής 2010-2012 δεν ταυτίζεται απόλυτα με αυτό του Συντάγματος. Σε συνάφεια με τα παραπάνω, μπορεί οι κυρίαρχοι να ξεβολεύτηκαν πρόσκαιρα με την αναμπουμπούλα της πλέμπας, εντούτοις η υλική και ιδεολογική τους αντεπίθεση έχει τα χνάρια της μέχρι και στο σήμερα. Τα δακρυγόνα έπεσαν πολυβοληδόν, σηματοδοτώντας μια εποχή του ύστερου καπιταλισμού που οι παραδοσιακές μεσολαβήσεις μεταξύ των αφεντικών και των υποτελών έχουν στερέψει, κι επομένως η πολύ πραγματική βία του γκλομπ και των αναθυμιάσεων αποτελεί το προσφιλές εργαλείο επίλυσης των κοινωνικών συγκρούσεων· το εν τη γενέσει ακραίο κέντρο έτριψε τα χέρια του με την μπασταρδεμένη πολιτική σύνθεση των Πλατειών κι έβαλε μπροστά την κασέτα του αντι-λαϊκισμού (Τολμήστε!) σε μια προσπάθεια ενοχοποίησης των υποτελών και προετοιμασίας του εδάφους για τη μεταδημοκρατική τεχνοκρατία που έμπαινε σιγά-σιγά στο κάδρο.

Τελικά ο κομήτης, που παρατηρούσαμε με θαυμασμό και δέος επί έναν μήνα και πλέον, ολοκλήρωσε το ελλειπτικό του ταξίδι ─ μάλλον εκείνο το μεσημέρι της 29ης Ιουνίου, το μεσημέρι της ανείπωτης καταστολής και των τεντωμένων νεύρων· οι προσπάθειες αναβίωσης δεν είχαν καμία τύχη και το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς μάς έδωσε σημαντικά γεγονότα, αλλά ήδη πολύ διαφορετικά και με το βάρος να αρχίσει να μετατοπίζεται στις διεργασίες εντός του μπλοκ εξουσίας. Μια πραγμάτευση των ερμηνευτικών προσεγγίσεων που θέλουν το κίνημα των Πλατειών ως πύκνωση μιας δημιουργικής ─και κάποτε εξεγερσιακής─ διαδικασίας αντίστασης με αρχή τον Δεκέμβρη του 2008 παρέλκει στο πλαίσιο του παρόντος σημειώματος· τουναντίον, έχει αξία να υπογραμμιστεί πως, για πολλούς από τους δρώντες και συμμετέχοντες στα γεγονότα, αυτό ακριβώς ήταν το κυρίαρχο βίωμα, δηλαδή οι Πλατείες ως το επιστέγασμα ενός κύκλου αγώνων που αφενός συγκρούστηκε σε πολλές στιγμές ανοιχτά με το κράτος κι αφετέρου έθεσε στο κέντρο της πράξης και του λόγου ποιότητες και προτάγματα, μέχρι πρότινος, περιθωριακά: άμεση δημοκρατία, αυτοδιαχείριση, ανοιχτότητα, μη κατάληψη της εξουσίας.

Σε προσωπικό επίπεδο οφείλω να ομολογήσω πως ο τίτλος του κειμένου δεν αποτελεί ούτε clickbait εξυπνάδα ούτε υπερβολή· ίσως τίθεται με αχρείαστο στόμφο και με τρόπο κατηγορηματικό, όμως κάπως έτσι είναι: ζω ακόμη στην Ελλάδα εξαιτίας των Αγανακτισμένων ή, διαφορετικά, δεν εξερεύνησα ποτέ την επιλογή της διαμονής στο εξωτερικό εξαιτίας του κινήματος των Πλατειών. Με αυτό εννοώ πως οι Πλατείες, μαζί με γεγονότα που προηγήθηκαν, όπως η απεργία πείνας των 300 μεταναστών στις αρχές της ίδιας χρονιάς, από κοινού με τις αγωνίες που συνόδευαν την προσωπική μου στράτευση στον αντιεξουσιαστικό χώρο, και χέρι-χέρι με τις εκτιμήσεις και φυσικά τις ψευδαισθήσεις που έτρεφα για το πολιτικό μας μέλλον έδιωξαν κάθε ιδέα μιας εξόδου, καθότι έπρεπε να βρίσκομαι εκεί που χτυπάει το ταμπούρο των εξελίξεων, εκεί που τα πάντα (έμοιαζαν να) είναι δυνατά. Μπορεί να διανύαμε τον πρώτο μόλις χρόνο δημοσιονομικής επιτήρησης, ωστόσο ─ή ίσως για αυτό ακριβώς─ διατηρούσαμε μία πεποίθηση πως τα πράγματα θα βελτιωθούν (γενικώς και αορίστως)· πολύ περισσότερο, πως η δική μας πορεία θα συνταυτιστεί με την ιστορική κίνηση, πως οι πολιτικές μας αξίες θα διαχυθούν και θα ηγεμονεύσουν, πως οι προτάσεις μας θα υιοθετούνται όλο και περισσότερο, πως σπουδαία συμβάντα μάς περίμεναν σε κάθε γωνία και ένας άλλος κόσμος, πιο δίκαιος και ελεύθερος, θα αρχίσει να αναδύεται μέσα από τον παλιό. Ο Δεκέμβρης ήταν νωπός, οι μεγάλες φοιτητικές κινητοποιήσεις δεν είχαν ακόμη περάσει στη σφαίρα της κινηματικής προϊστορίας, οι ιδέες μας δοκιμάζονταν με σχετική επιτυχία σε κάποια πεδία, οι κοινωνικοί μας χώροι πήγαιναν σφαίρα κι η Αθήνα ήταν η πιο συναρπαστική μητρόπολη της Ευρώπης. Αλίμονο, υπήρχαν πολλά για να πιαστεί κανείς ως αφελής, ορμητικός και βίαια πολιτικοποιημένος νέος ─ και δικαίως.

Εντελώς αναμενόμενα, όλα συνέχισαν να είναι εφικτά και στο χέρι μας κι όλα συνέχισαν να παραμένουν στάσιμα, να χειροτερεύουν ή να παλινδρομούν. Δεν μετανιώνω που έμεινα εδώ και χαίρομαι που δεν αναγκάστηκα ποτέ να φύγω αθέλητα. Πιθανώς το επιμύθιο να είναι πως αντί της διαρκούς προσμονής ενός μεγα-γεγονότος, μιας κρουστικής ανακατωσούρας, είναι προτιμότερο να κάνουμε καθημερινή πολιτική δουλειά, να χτίζουμε δομές με παρόν και μέλλον, να δημιουργούμε τρόπους να την παλεύουμε μέσα στον νεοφιλελευθερισμό, να χτίζουμε σχέσεις και να οραματιζόμαστε κοινότητες ─ πιθανώς και όχι. Όμως, πόσο μου λείπει εκείνη η αισιόδοξη διαρκής ταραχή, η κατάσταση των τεταμένων πολιτικών νεύρων, η διαρκής ετοιμότητα για το μεγάλο και το σπουδαίο, η σιγουριά ότι θα δημιουργήσουμε αξιοσημείωτα πράγματα κι ότι θα δούμε τεκτονικές αλλαγές μπροστά στα μάτια μας, εκείνες οι μέρες που οι πλατείες δεξιώθηκαν τη δημιουργικότητα, την απελπισία και την ελπίδα μας.