Τι ήταν και τι ήθελαν λοιπόν οι Αγανακτισμένοι; Το ερώτημα όσο κομβικό είναι (για την κατανόηση των αλλαγών, των ρήξεων και των πολιτικών συγκροτήσεων στην Ελλάδα των αρχών του 21ου αιώνα), άλλο τόσο δύσκολο μοιάζει να απαντηθεί. Οι λόγοι είναι πολλοί: το κίνημα εμφανίστηκε κυριολεκτικά εν μια νυκτί, διέγραψε μια μετεωρική τροχιά και εξαφανίστηκε, μην αφήνοντας ορατά ίχνη· δεν υπήρξαν άμεσοι πολιτικοί κληρονόμοι, να το αναδείξουν· ο μεταγενέστερος δημόσιος λόγος ασχολήθηκε κυρίως με την επίθεση σε αυτό, και όχι με την κατανόησή του. Πέρα από τα παραπάνω όμως υπάρχει ένας βαθύτερος λόγος, μια εγγενής δυσκολία: ούτε οι ίδιοι οι Αγανακτισμένοι ήξεραν με ακρίβεια τι ήταν και τι ήθελαν, και αυτό αποτελεί βασικό τους γνώρισμα: ήταν ένα κίνημα ετερογενές και ποικιλόμορφο, που διαμορφωνόταν στην πορεία, ενώ δεν εκπορευόταν από ένα πολιτικό κέντρο. Προσπαθώντας, δέκα χρόνια μετά, να συνοψίσω τα βασικά τους χαρακτηριστικά, σημειώνω:[1]
α) Η διεθνής διάσταση. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε τους Έλληνες Αγανακτισμένους, χωρίς την Ταχρίρ και τις άλλες πλατείες της Αραβικής Άνοιξης, το Occupy Wall Street, τους Ισπανούς Indignados της Πουέρτα ντελ Σολ, το Γκεζί Παρκ της Κωνσταντινούπολης και δεκάδες ομόλογες κινητοποιήσεις: ανήκουν στον ίδιο αστερισμό, παρότι δεν υπάρχει ένα κέντρο που τις κατευθύνει πολιτικά και τις συντονίζει. Ακόμα και αν οι συμμετέχοντες δεν διατηρούν σταθερή επαφή μαζί τους, ακόμα και αν παρακολουθούν λειψά ή θραυσματικά όσα συμβαίνουν στις άλλες πλατείες του πλανήτη, ωστόσο εμπνέονται, στις μορφές και το περιεχόμενο, από αυτές. Ας μην ξεχνάμε ότι το 2011 ζούμε ήδη την εποχή της παγκοσμιοποίησης και των social media.
β) Ο αυθόρμητος χαρακτήρας. Το Σύνταγμα ξεκίνσε από κάποιο κάλεσμα στο facebook, κανένας όμως δεν ξέρει περισσότερα: ποιοι ήταν αυτοί που καλούσαν, την ταυτότητά τους, τι είχαν κατά νου. Eίναι χαρακτηριστικό. Και ακόμα πιο χαρακτηριστικό, ότι κανένας δεν διεκδίκησε στη συνέχεια την πατρότητα του αρχικού καλέσματος. Ο αυθόρμητος χαρακτήρας διαποτίζει το κίνημα σε όλη τη διαδρομή του: στο κατέβασμα του κόσμου τις πλατείες, στις εκδηλώσεις, στις πρωτοβουλίες, και πήγαινε χέρι χέρι με την έλλειψη ηγεσίας και άκαμπτων δομών.
γ) Η δημιουργικότητα, η χαρά, η γιορτή. Σε στενή σχέση με τα παραπάνω, στο Σύνταγμα, καθώς οι μέρες προχωρούσαν, αναπτύχθηκαν κινήσεις αυτοργάνωσης για τον συντονισμό, τη γνωστοποίηση, τα καλέσματα, την οργάνωση των εκδηλώσεων και των συνελεύσεων, αλλά και δεκάδες πρωτοβουλίες (χάπενινγκ, δρώμενα, συναυλίες, θεματικές συζητήσεις, βιντεοκλήσεις με την Πουέρτα ντελ Σολ) και ομάδες (πρώτων βοηθειών, τροφίμων, ασφάλειας, ψυχραιμίας, κέντρο τύπου). Μια έκρηξη δημιουργικότητας. Ας θυμηθούμε τη βαριά καθημερινότητα της Αθήνα της κρίσης, την αίσθηση ασφυξίας και απόγνωσης την εποχή του πρώτου Μνημονίου. Σε αυτή τη συγκυρία και αυτό καθαυτό το γεγονός ότι χιλιάδες άνθρωποι βρέθηκαν για συνεχόμενες μέρες (για την ακρίβεια: ζούσαν, μέρα και νύχτα) στο κέντρο της πόλης, επανοικειοποιούμενοι τον δημόσιο χώρο, δημιουργούσε μια ατμόσφαιρα χαράς και γιορτής. Ένα εύγλωττο στιγμιότυπο: 15 Ιουνίου 2011, ημέρα της ψήφισης του Μακροπρόθεσμου. Από το πρωί, χιλιάδες κόσμος στους δρόμους, γενική απεργία, απεργοί και Αγανακτισμένοι μαζί, καταιγισμός δακρυγόνων και ασφυξιογόνων, ο κόσμος φεύγει λόγω της χημικής βροχής από το Σύνταγμα, ξανάρχεται, φεύγει ξανά. Και το απόγευμα, όταν το πλήθος καταφέρνει να επιστρέψει, μια αλυσίδα ανθρώπων, που ξεκινούσε από το σιντριβάνι, καθάρισε, με μπουκαλάκια νερού, την πλατεία από τα χημικά. Βοήθησε και μια μάνικα, αλλά ο χώρος πλύθηκε μπουκάλι μπουκάλι – σα να πλένεις ένα δωμάτιο με δαχτυλήθρα. Και, αμέσως μετά, ένας χορός απ’ άκρου εις άκρον της πλατείας, ένα ξέσπασμα χαράς και λύτρωσης.
δ) Ο ειρηνικός χαρακτήρας. Σε μια εποχή που οι συγκρούσεις και η βία αποτελούσαν σταθερό γνώρισμα ή πρόβλημα (ανάλογα με την οπτική του καθενός) των κινητοποιήσεων (με αποκορύφωμα τον Δεκέμβρη του 2008), οι πλατείες είχαν σταθερά ειρηνικό και μη βίαιο χαρακτήρα – και τον διαφύλαξαν. Έχει σημασία, και γιατί αυτό συνέβη σε μια εποχή έντονης πόλωσης και οργής, και επειδή οι συγκεντρωμένοι του Συντάγματος δέχτηκαν σφοδρή καταστολή. Και όμως, επέμεναν ειρηνικά.
ε) O ρευστός και ετερόκλητος χαρακτήρας (από κάθε άποψη: κινήτρων, συνθημάτων, προέλευσης, επιδιώξεων). Δεν εννοώ μόνο τον γνωστό διαχωρισμό σε πάνω και κάτω πλατεία, αλλά το ότι κανένα κομμάτι δεν ήταν συμπαγές. Αντιγράφω από ένα άρθρο που έγραψα το πρώτο βράδυ του Συντάγματος και δημοσιεύτηκε στα «Ενθέματα» της Αυγής τρεις μέρες μετά (29.5.2011): «Το πράγμα είναι ρευστό και ποικιλόμορφο: σε ένα σημείο ελληνικές σημαίες, παραπέρα τραγουδούσαν την “Ξαστεριά”, σε μια γωνιά φώναζαν “Τέρμα πια στις εκτονώσεις, εμπρός για καταλήψεις και διαδηλώσεις”, αλλού “Πάρτε το Μνημόνιο και φύγετε από εδώ”, άκουσα και τον εθνικό ύμνο, κάποιοι καλούσαν τον “Γιωργάκη” να επιστρέψει στη χώρα “του” και ελεεινολογούσαν τη Μαργαρίτα, άλλοι έφτιαχναν ένα χαλασμένο ποδήλατο και κάποιοι παραπέρα μπορεί να καθάριζαν φρέσκα φασολάκια — και όλοι, μα όλοι, ξεσπούσαν σε ουρανομήκη γιούχα και μούντζες μόλις εμφανιζόταν ακόμα και σκιά στο κτίριο της Βουλής: βουλευτής, υπάλληλος, όργανον ή πουλί πετούμενο».
Το ρευστό και αντιφατικό διατηρήθηκε σε όλη τη διαδρομή, ωστόσο, ακριβώς επειδή ήταν ρευστό, δεν έμεινε απαράλλακτο. Και αυτό δεν έγινε από μόνο του, αλλά χάρη στη συμμετοχή και την παρέμβαση ενός κόσμου κινηματικού, που αφιέρωσε πολύ χρόνο και προσπάθεια για την οργάνωση της καθημερινότητας, των συνελεύσεων, του κέντρου τύπου, καθώς και στην πολιτικοποίηση του όλου εγχειρήματος. Έτσι ο αντικοινουβουλευτισμός, παρότι παρέμενε έντονος μέχρι τέλους, εκφραζόταν όλο και λιγότερο από τις κρεμάλες και τις μούντζες, και περισσότερο από πιο αμεσοδημοκρατικές πρωτοβουλίες, με κορυφαία τη (λαϊκή) συνέλευση της πλατείας κάθε βράδυ. Πολύ χαρακτηριστικό για τη διαδρομή της πολιτικοποίησης, είναι πώς από τα γιουχαΐσματα ενάντια στα συνδικάτα, στα κομματικά πανώ και στους εναερίτες της ΔΕΗ τις πρώτες μέρες φτάσαμε στη συνύπαρξη απεργών και Αγανακτισμένων όταν η μεγάλη πορεία της 15ης Ιουνίου κατέληξε στο Σύνταγμα και ενώθηκε με τον κόσμο που την υποδέχτηκε.
Χρειάστηκε προσπάθεια, αλλά κυρίως ένα πνεύμα νέο, επινοητικό και συναινετικό από τους ανθρώπους του κινήματος που βρίσκονταν στο Σύνταγμα για να επιτευχθεί αυτό. Ένα μικρό παράδειγμα. Στην πάνω πλατεία κυριαρχούσαν τις πρώτες μέρες οι ελληνικές σημαίες. Πονοκέφαλος για τους κινηματίες που βρίσκονταν στην κάτω πλατεία. Οι γαλανόλευκες έδιναν ξεκάθαρα εθνικιστικό χρώμα στη συγέντρωση και λειτουργούσαν ως κράχτες για τους ακροδεξιούς, αλλά η σκέψη να απομακρυνθούν βιαίως αποκλείστηκε: όχι μόνο δεν υπήρχε νομιμοποίηση γι’ αυτό, αλλά μια τέτοια πρακτική θα συναντούσε μαζική αποδοκιμασία, καθώς ήταν αντίθετη στο συναινετικό και ειρηνικό κλίμα του Συντάγματος. Η λύση ήταν σολομώντεια και ευρηματική: πήραν σημαίες άλλων χωρών όπου αναπτυσσόταν το κίνημα των πλατειών, τις οποίες ανέμιζαν στην πάνω πλατεία. Έτσι, ανακατεμένες μαζί με τις αιγυπτιακές, τις τυνησιακές, τις ισπανικές, οι γαλανόλευκες απέκτησαν αμέσως άλλη σημασία, συμβολισμό και πολιτικό νόημα.
στ) Ο μαζικός και λαϊκός χαρακτήρας. Οι πλατείες είχαν έντονη λαϊκότητα. Το διαπίστωνες παντού: στο ντύσιμο, στις κουβέντες, στα φερσίματα. Δεν εννοώ τον «λαό της Aριστεράς», που ήταν και αυτός παρών, αλλά τον απλό λαϊκό κόσμο, που κατέβαινε από τις γειτονιές, τις οικογένειες με τα παιδιά και τους ηλικιωμένους, ανθρώπους που μπορεί και να μην είχαν ξανακατέβει σε διαδήλωση. Ιδίως τα Σαββατοκύριακα, το Σύνταγμα γέμιζε από αυτό τον κόσμο, δημιουργώντας κάτι που έμοιαζε με κυριακάτικη βόλτα, γιορτή, διαδήλωση, περαντζάδα, ανάσα, όλα αυτά μαζί. Οι πλατείες, σε όλη την Ελλάδα (και στις γειτονιές της Αθήνας και στις επαρχιακές πόλεις) ήταν ό,τι πιο λαϊκό έχουμε δει σε κινητοποίηση όλα τα τελευταία χρόνια.
Ο μύθος του ρόλου της Χρυσής Αυγής. Έχει διακινηθεί συστηματικά τα τελευταία (ιδίως από ΝΔ και ΚΙΝΑΛ, και αρκετούς σχολιαστές) η άποψη ότι η Χρυσή Αυγή είχε σημαντική παρουσία και ρόλο στις πλατείες. Πρόκειται για ψέμα, όπως έχουν δείξει πολλοί (αναφέρω πρόχειρα τον Αντώνη Λιάκο, τον Δημοσθένη Παπαδάτο-Αναγνωστόπουλο και τον κορυφαίο μελετητή της ΧΑ, Δημήτρη Ψαρρά). Η ΧΑ όχι μόνο δεν μετείχε στον κίνημα των πλατειών (κανένα γνωστό της στέλεχος ή οργανωμένοι οπαδοί της δεν εμφανίστηκαν εκεί), αλλά είχε τοποθετηθεί επανειλημμένα εναντίον σε αυτό το «καρναβάλι προοδευτικών», όπως το χαρακτήριζε. Ο μύθος της σχέσης Χρυσής Αυγής και πλατειών ωστόσο δεν προέκυψε τυχαία ούτε οφείλεται σε κακή πληροφόρηση. Κατασκευάστηκε μετά το 2012 με σκοπό να υπηρετήσει τη θεωρία των δύο άκρων και την απαξίωση του ΣΥΡΙΖΑ: στο πλαίσιο του αφηγήματος αυτού, Χρυσή Αυγή και ΣΥΡΙΖΑ από κοινού εξέθρεψαν τις πλατείες.
Ασφαλώς υπάρχουν αρκετά «αγκάθια». Για παράδειγμα πόση βαρύτητα είχαν ο δεξιός λαϊκισμός, ο εθνικισμός, ο αντικοινοβουλευτισμός ή τα ακροδεξιά συστατικά (λ.χ. οι κρεμάλες και οι κραυγές για τους «προδότες πολιτικούς») στις πλατείες. Ακόμα, το αν εκλογικά η ΧΑ ωφελήθηκε εκλογικά από το κίνημα (παρότι οι μετρήσεις του καλοκαιριού και του φθινοπώρου δείχνουν υπερδιπλασιασμό των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ που φτάνει το 9%, ενώ η ΧΑ παραμένει ανύπαρκτη). Όλα αυτά, και πολλά άλλα, μπορούμε και πρέπει να τα συζητήσουμε, συμφωνώντας και διαφωνώντας. Ένα όμως δεν χωράει συζήτηση: το ότι η ΧΑ ήταν απούσα και εχθρική και, επίσης, ότι στη μορφή και το περιεχόμενο του κινήματος δεν υπήρχε τίποτα χρυσαυγίτικο. Αρκεί να συγκρίνει κανείς κινητοποιήσεις στις οποίες η ΧΑ είχε καθοριστικό ρόλο (τις διαμαρτυρίες το 2012 στο Χυτήριο κατά του Corpus Cristi ή τα συλλαλητήρια των νεομακεδονομάχων το 2018-2019) για να δει ολοκάθαρα τη διαφορά.
Τα λεγόμενα περί σχέσης της ΧΑ με τις πλατείες είναι βαριά από κάθε άποψη: είναι δυσφημιστικά και προσβλητικά για τους χιλιάδες ανθρώπους που μετείχαν, διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα, ενώ χαρίζουν στη ΧΑ κάτι που δεν ήταν δικό της. Ασφαλώς πολλοί και πολλές διαφωνούν σφόδρα με τις πλατείες, ιδεολογικά, πολιτικά κλπ. – και υπάρχουν δεκάδες λόγοι για να στοιχειοθετήσει κανείς τη διαφωνία του. Αρκεί η αντιπαράθεση να γίνεται με όρους πραγματικούς και όχι σκιαμαχώντας με φαντάσματα.
Οι πλατείες αποτελούν λαμπρό πεδίο έρευνας. Αναφέρω πρόχειρα μερικά ζητήματα, που ανοίγουν: * Η ψυχολογική τους διάσταση: πώς λειτούργησαν για τους συμμετέχοντας στο κλίμα απόγνωσης και ανημπόριας την εποχή του πρώτου Μνημοπνίου. * Η σχέση των οργανωμένων πολιτικών δυνάμεων απέναντί της, και ειδικά του ΣΥΡΙΖΑ: τι σχέση διαμόρφωσε, μετά το πρώτο διάστημα αμοιβαίας καχυποψίας και πώς κεφαλαιοποίησε πολιτικά και οργανωτικά το κίνημα. * O λαϊκιστικός χαρακτήρας του κινήματος (προφανώς χρησιμοποιώ τον λαϊκισμό ως θεωρητικό όρο και χωρίς απαξιωτική χροιά), καθώς μια σειρά κλασικά χαρακτηριστικά του λαϊκισμού (η αντίδραση στο αίσθημα της εγκατάλειψης και της κακής αντιπροσώπευσης, η οργή για την αύξηση των ανισοτήτων, ο αντιελιτισμός, η διχοτομική αναπαράσταση της κοινωνίας που διαιρείται ανάμεσα στον λαό και τις ελίτ, τους «από πάνω» και τους «από κάτω»), τα συναναντάμε ατόφια στις πλατείες. * Ποιο ήταν «το νέο αλφάβητο της ζωής» και της πράξης, ποιο νέο μοντέλο πολιτικής και συμμετοχής εισηγούνται οι πλατείες; («…διότι τους ήρθε ξαφνικό και δεν έχουν προμηθευτεί το νέο αλφάβητο της ζωής» έλεγε ένα από τα δελτία Τύπου της ομάδας επικοινωνίας του Συντάγματος).
Ωστόσο, οι πλατείες δεν αποτελούν ένα ψυχρό αντικείμενο μελέτης· ήταν και είναι ένα πολιτικό επίδικο με σημασία. Ήμουν στο Σύνταγμα από την πρώτη μέρα, θεωρώντας (όπως και όλη η τότε «παρέα» των «Ενθεμάτων») ότι είναι κάτι που μας αφορά. Ότι όποιος τοποθετείται από την πλευρά της Αριστεράς και των κινημάτων οφείλει να είναι εκεί. Με τις διαφωνίες και την άποψή του, αλλά εκεί. Όχι απέξω. Θα κλείσω με ένα κομμάτι από το άρθρο μου που παρέθεσα και παραπάνω, ως τεκμήριο των σκέψεων της στιγμής εκείνης, της πρώτης μέρας, και όχι μεταγενέστερων επεξεργασιών.
«Το ότι χιλιάδες άνθρωποι οικειοποιούνται το κέντρο της πόλης, ότι οι δρόμοι είναι γεμάτοι μέχρι αργά το βράδυ, σε μια παράξενη γιορτή, έχει ανυπολόγιστη αξία, μπορεί να είναι καταλυτικό για τις συλλογικές και ατομικές διαθέσεις, να αλλάξει κλίμα και την ατζέντα, να δώσει κουράγιο και δύναμη. Αν θυμηθούμε την κατάσταση λίγες μέρες πριν, με τις επιδρομές της Χρυσής Αυγής, τον ζόφο και την ερημιά στην πόλη, τη γενικότερη αίσθηση του μάταιου και της ανημπόριας που κυριαρχεί τελευταία, οι δυο εικόνες μοιάζουν η μέρα με τη νύχτα. Γι’ αυτό όσα συμβαίνουν στις πλατείες, κι ας διαφέρουν σε κάμποσα από ό,τι θα θέλαμε και φανταζόμαστε, δεν μπορεί παρά να μας αγγίζουν. Αν ο φόβος αρχίσει να σπάει, αν η ελπίδα αχνοφαίνεται, αυτό είναι μια μεγάλη αρχή, και η αρχή, ως γνωστόν, είναι το ήμισυ του παντός».
[1] Στο κείμενο χρησιμοποιώ εναλλάξ και ισοδύναμα τους όρους «πλατείες», «κίνημα των πλατειών» και «Αγανακτισμένοι». Μιλάω για το Σύνταγμα, επειδή ήταν η κεντρική πλατεία του ελληνικού κινήματος των Αγανακτισμένων, αλλά και γιατί αυτό γνωρίζω καλύτερα· ωστόσο, τα περισσότερα ισχύουν γενικότερα για τις ελληνικές πλατείες.
Social Links: