“It’s shite being Scottish! We’re the lowest of the low. The scum of the fucking earth! The most wretched, miserable, servile, pathetic trash that has ever shat into civilization. Some hate the English. I don’t. They’re. Just wankers. We, on the other hand, are colonized by wankers. Can’t even find a decent culture to be colonized by. We’ve ruled by effete assholes. It’s a shite state of affairs to be in, Tommy, and all the fresh air in the world won’t make any fucking difference.”
-Mark Renton-
Το Trainspotting δεν είναι μια «εύκολη» ταινία. Υπάρχουν πολλά πράγματα σε αυτή που ενόχλησαν (και ενοχλούν ακόμα), τόσο από άποψη φόρμας όσο και, πολύ περισσότερο, περιεχομένου. Ήταν μια ταινία μαζικής απεύθυνσης, που ο πυρήνας της κινούνταν ενάντια στην μαζικότητα με τόση επιθετικότητα που κανείς δεν το περίμενε, ίσως ούτε οι δημιουργοί της. Ωστόσο, αυτός ήταν και ο λόγος που αγαπήθηκε τόσο πολύ και επέζησε των αρχικών κακών κριτικών και αδιαφορίας που δέχθηκε από πολλούς κριτικούς που δεν μπορούσαν να αντιληφθούν ότι μπροστά τους έβλεπαν το προοίμιο και όχι το κύκνειο άσμα μιας γενιάς χαμένης, χωρίς όνειρα και ελπίδες.
Η ιστορία του Trainspotting ξεκινά την δεκαετία του 1980, την δεκαετία που περιγράφεται στο βιβλίο «Trainspotting», από τον Irvine Welsh, έναν Σκωτσέζο συγγραφέα που πέρασε ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του συναναστρεφόμενος άτομα που μοιάζουν στους χαρακτήρες των έργων του. Το 1993 συλλέγει κάποιες μικρές ιστορίες που αφορούν μια παρέα τοξικομανών, μικροεγκληματιών και νεαρών χωρίς κανένα σκοπό ή όνειρο για την ζωή και τις εκδίδει υπό τον γενικό τίτλο «Trainspotting». Η ωμότητα, τόσο της λογοτεχνικής γλώσσας όσο και πολύ περισσότερο των πράξεων που περιγράφει ο Welsh στο έργο του μαγνητίζουν την προσοχή του κοινού και γρήγορα το βιβλίο αποκτά έναν σκληρό πυρήνα θαυμαστών και μια cult υπόσταση. Πέρασαν τρία μόλις χρόνια προτού το έργο μεταφερθεί στον κινηματογράφο και γίνει παγκόσμια γνωστό. Την διασκευή του βιβλίου σε σενάριο ανέλαβε ο John Hodge (Shallow Grave, Trance, A Life Less Ordinary) και την σκηνοθεσία ο συνεργάτης του, Danny Boyle (28 Days, 127 hours, Shallow Grave, Slumdog Millionaire, Steve Jobs).
Η ταινία του 1996 είναι μια σκληρή, ακραία μηδενιστική κριτική του σύγχρονου τρόπου ζωής πριν την οικονομική κρίση της δεκαετίας του 80’ και, σε μεγάλο βαθμό, συνοψίζει την φιλοσοφία του punk κινήματος της περιόδου, αλλά σε μια πιο «εξευγενισμένη» μορφή. Τα αυστηρά πλαίσια κοινωνικής ζωής και επαφής, το εκ των προτέρων καθορισμένο μονοπάτι που επέβαλαν οι κυρίαρχες κοινωνικές και παραγωγικές δυνάμεις, οι οποίες ορίζουν το τι είναι φυσιολογικό, πρέπον και ανεκτό, μπαίνουν στο μικροσκόπιο και μετέπειτα στον κάλαθο των αχρήστων. Για τον «ήρωα» του Trainspotting η κοινωνία και αυτό που του επιτάσσει δεν έχει το παραμικρό νόημα. Ο λόγος; «Ποιος χρειάζεται λόγο;».
Τα ναρκωτικά είναι στον πυρήνα του ταινίας. Ωστόσο η ταινία δεν είναι στην πραγματικότητα για αυτά. Μπορεί η απεικόνιση της ζωής των τοξικοεξαρτημένων να στερείται κάθε μορφής ωραιοποίησης και να μας δίνεται σχεδόν νατουραλιστικά, τα ναρκωτικά είναι όμως το μέσο που επιλέγει η ταινία για να εγκαθιδρύσει την σουρεαλιστική της οπτική. Στο σκληρό βρετανικό κινηματογράφο, που επηρεάστηκε βαθιά τόσο από τον ρεαλισμό της δεκαετίας του 1960 όσο και τον νέο, σοσιαλιστικό ρεαλισμό, η οπτική του ήρωα και της κάμερας-θεατή χρειάζεται πάντα ένα μέσο υλοποίησης, μια γέφυρα για να περάσει στην πραγματικότητα. Τα ναρκωτικά, λοιπόν, είναι η πύλη για τους εφιάλτες της συντροφιάς, οι οποίοι ζωντανεύουν μπροστά τους, μέχρι να συνειδητοποιήσουν πως ήταν τελικά εκεί από την αρχή. Οι χαρακτήρες τα επιλέγουν ως μια απόπειρα φυγής, στο τέλος όμως γίνονται και αυτά κομμάτι του κόσμου που δεν αντέχουν.
Η υπερ-ρεαλιστική μορφή της ταινίας είναι μια δημιουργική παρόρμηση η οποία παραμένει σε επαφή με τον σύγχρονο κόσμο. Η αισθητική του υπερ-ρεαλισμού είναι η ένταση του αντιγράφου όπου ένα αποτύπωμα του πραγματικού γίνεται το σημείο εκκίνησης για το στυλίζάρισμα του και την εκλέπτυνση του, μερικές φορές, σε σημείο ανυπαρξίας. Το έναυσμα δόθηκε από το φελινικό έργο και ανιχνεύθηκε αργότερα σε πολλές παραδόσεις του ευρωπαϊκού κινηματογράφου.
Η αποκειμενοποίηση μετατρέπεται σε στιλιστική δήλωση όπως στην περίπτωση της σεξουαλικοποίησης της ανορεξίας του Ewan MacGregor ως κινηματογραφικό είδωλο της εξάρτησης. Η ισοπέδωση του ονειρικού και του καθημερινού, του φυσικού και του φανταστικού σε ένα μοναδικό επίπεδο είναι το κινηματογραφικό αποτύπωμα του υπερ-πραγματικού στα τέλη του εικοστού αιώνα.
Όσον αφορά την σκηνοθεσία του Boyle, αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί από τον φρενήρη ρυθμό της. Ο σκηνοθέτης, με κατεξοχήν εκφραστικό του μέσο το μοντάζ και τα κοντινά πλάνα, στοιχειοθετεί έναν κυκεώνα εικόνων που σε στιγμές τους μοιάζουν με εφιάλτη. Η καταιγιστική ταχύτητα της αφήγησης και των αλλαγών του θέματος προσδίδουν στην ταινία, εκτός από έναν βιογραφικό χαρακτήρα, και μια τεράστια ποσότητα ενέργειας, που αποτελεί το χαρακτηριστικό της γνώρισμα. Τα διάφορα φίλτρα, οι αδύνατες γωνίες λήψης και το συχνά αμφίσημο στήσιμο των πλάνων, κατάλοιπο ταινιών όπως το Shallow Grave, που επιλέγει ο βρετανός δημιουργός, συντελούν σε αυτό και ταυτόχρονα κατευθύνουν την ενέργεια πάνω στα θέματα που θέλει να θίξει η ιστορία, όχι όμως πάντα επιτυχημένα.
Ταυτόχρονα, η ταινία βαυκαλίζεται τόσο πολύ από τον μηδενισμό της που συχνά χρειάζεται κάποια εξωτερική ανάγνωση, ένα μάτι που δεν έχει ακόμα μεθύσει με την καταιγιστική της ενέργεια, για να την βάλει σε κάποιο αφηγηματικό δρόμο. Τον ρόλο αυτό επιτελούν περιστατικά αλλά και χαρακτήρες (που δεν ξεχωρίζουν από το περιβάλλον τους ή μάλλον ταυτίζονται πλήρως με την αστική αισθητική που τους περιβάλλει) που σποραδικά εμφανίζονται και θέτουν τα όρια της αφήγησης, σε μια σειρά ιστοριών που αποτελεί μια σπουδαία απόπειρα για μια πλήρη αποσάθρωση της συνηθισμένης γραμμικής αφήγησης, κοινή συνισταμένη πολλών ταινιών του Boyle. Η ταινία δεν πάει στην πραγματικότητα μπροστά ή πίσω. Στην ουσία της αρνείται την κίνηση συλλήβδην. Παρά τις προτροπές των ορίων που η ίδια θέτει (χαρακτηριστική είναι η φράση «The world is changing, music is changing, drugs are changing, even men and women are changing»), η πορεία που διατηρεί μοιάζει με στρόβιλο: μανιασμένη, βίαιη αλλά κυκλική.
Το Trainspotting μας παρέδωσε ένα παράδειγμα του «νέου Σκωτσέζικου κινηματογράφου» ο οποίος αφήνει πίσω του την στερεοτυπική αναπαράσταση της Σκωτίας (tartanry, kailyardism) από σκηνοθέτες εκτός της συγκεκριμένης περιοχής και εναγκαλίζεται την αστική και σύγχρονη Σκωτία. Παρουσιάζει έναν αριθμό προκλήσεων στο ιδανικό του σκωτσέζικου κινηματογράφου και της «Σκωτικότητας» που αναπαριστά, γεγονός που τονίζεται από κριτικούς όπως ο Martin McLoone και ο Colin McArthur. Αναλύοντας την ταινία αντιλαμβανόμαστε ότι, όχι μόνο σπάει τους δεσμούς της με τα τυπικά χαρακτηριστικά προηγούμενων κινηματογραφικών αναπαραστάσεων της Σκωτίας, αλλά παρουσιάζει τις δυσκολίες κατασκευής ενός λόγου (discourse) που να εκφράζει μια νέα σκωτσέζικη ταυτότητα, η οποία θα αντικαθιστά τις στερεοτυπικές απεικονίσεις του παρελθόντος.
Η καταπιεστική διακυβέρνηση της Αγγλίας επικρατεί στη Σκωτία από τον πρώιμο 18ο αιώνα. Τα τελευταία χρόνια, η σκωτσέζικη ταυτότητα έχει οριστεί από τη συνεχιζόμενη οικονομική και πολιτική επικράτηση της Βρετανίας και την επίδραση των διαδικασιών της παγκοσμιοποίησης με την διάχυση της αμερικάνικης μαζικής κουλτούρας. Η αφήγηση και το ύφος του Trainspotting είναι αντανακλάσεις της ιστορίας της αποικιοκρατίας και της επίδρασης της αμερικάνικης μαζικής κουλτούρας στη Σκωτία.
Τα λόγια του Mark συνοψίζουν τη σκωτσέζικη άποψη για την αποικιοκρατία. Η αντίδραση της υπόλοιπης παρέας σε αυτά τα λόγια προδίδει τη συμφωνία τους. Η καταθλιπτική φύση της κατάστασής τους είναι δύσκολο να αντιμετωπιστεί και γι’ αυτό επιστρέφουν στην ηρωίνη, ώστε να απαλύνουν τον πόνο τους. Ο αγροτικός χώρος της Σκωτίας, τυπικός τόπος όπου εγγράφεται ο λόγος για την ρομαντική απεικόνιση της εθνικής ταυτότητας, εδώ αντι-ρομαντικοποιείται και το φυσικό τοπίο δεν διαφοροποιείται από το αστικό με συνέπεια την παγίδευση των χαρακτήρων σε ένα παρηκμασμένο αδιαφοροποίητο χώρο. Σε ένα κατακερματισμένο και ασαφές Εδιμβούργο που έρχεται σε αντίθεση με την αντίληψη του βρετανικού σινεμά των δεκαετιών 1960-1970 για τα μεγάλα αστικά κέντρα, τα οποία περίμεναν να κατακτηθούν από τους πρωταγωνιστές της εργατικής τάξης, και του αγροτικού χώρου ως τόπου φυγής από την αστική πραγματικότητα . Εδώ το αστικό, σε συνδυασμό με το φυσικό τοπίο περιθωριοποιούν τους περισσότερους Σκωτσέζους.
Τη δεκαετία του 1980 και τις αρχές του 1990, η εφαρμογή των δεξιών πολιτικών στη Βρετανία οδήγησε σε περισσότερο φιλελεύθερα, ακόμα πιο επαναστατικά αφηγηματικά θέματα, σε ταινίες όπως το Trainspotting. Το κόμμα των Συντηρητικών κυβερνούσε τη Βρετανία από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990 με την Margaret Thatcher να ηγείται του πιο ιδεολογικά κυρίαρχου πολιτικού κινήματος της περιόδου.
Στην αρχή υπήρχε μεγάλη σε έκταση και ένταση αντίσταση εναντίον του θατσερισμού, κυρίως από τη νεανική κουλτούρα, καθώς μεγάλο μέρος του σκωτσέζικου εκλογικού σώματος υποστήριζε το κόμμα των Εργατικών. Η συντηρητική ατζέντα συνέχισε να είναι δημοφιλής στη Μεγάλη Βρετανία καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 και η αντίδραση σ’ αυτή άρχισε να εξασθενεί σε μεγάλο βαθμό, αφήνοντας πίσω μια απογοητευμένη νεολαία, η οποία – κυρίως στις φτωχότερες περιοχές – στράφηκε στα ναρκωτικά και στο έγκλημα, καθώς διαπίστωσε ότι μετατράπηκε σε πολιτικά αναποτελεσματική πληθυσμιακή κατηγορία.
Το 1997, με την νίκη των Εργατικών, ικανοποιήθηκε το αίτημα για ύπαρξη σκωτσέζικου κοινοβουλίου, ένα αίτημα το οποίο είχε αρθρωθεί από τις πρώτες μέρες της θατσερικής επικράτησης και ήταν αποτέλεσμα της σφυρηλάτησης μιας τοπικής ταυτότητας έναντι των συγκεκριμένων κυβερνητικών πολιτικών. Οι μεταλλάξεις που λαμβάνουν χώρα στη συλλογική ταυτότητα προέρχονται από τέτοιας ποιότητας «τραυματικά γεγονότα», όπως οι καθιέρωση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, τα οποία αναδιατάσσουν τα πολιτισμικά στοιχεία, που με τη σειρά τους συνθέτουν μια αίσθηση συνέχειας, κοινής μνήμης και αντίληψης μιας συλλογικής ταυτότητας. Η εκχώρηση του δικαιώματος ύπαρξης εθνικού κοινοβουλίου συνοδεύτηκε από την αύξηση της δημοτικότητας των εθνικιστικών κομμάτων. Ο ανερχόμενος εθνικισμός επηρέασε την πολιτιστική έκρηξη προϊόντων της μαζικής κουλτούρας όπως ο κινηματογράφος.
Τo Trainspotting δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο πολιτικό κίνημα με την αδιάφορη στάση του απέναντι στην κατάχρηση των ναρκωτικών, την οποία παρουσιάζει ως μια κανονικότητα των νεανικών πολιτισμών εντός του αστικού τοπίου. Η ταινία λαμβάνει χώρα σε μια ιδιαίτερα φτωχή περιοχή του Εδιμβούργου, την πρωτεύουσα της Σκωτίας. Η χρησιμοποίηση από τον σκηνοθέτη, μιας γκρίζας μητρόπολης ως υπόβαθρου της δράσης, αντανακλά τις άθλιες συνθήκες ζωής εντός του αστικού χώρου ως άμεσο αποτέλεσμα των θατσερικών πολιτικών. Η κοινωνική τάξη απουσιάζει από την ταινία σε αντίθεση με την λογοτεχνική εκδοχή του Welsh, όπου οι γονείς του Renton αποτελούν τυπικό παράδειγμα ανθρώπων της εργατικής τάξης. Μάλιστα, ο Welsh τους τοποθετεί και χωρικά σε συγκεκριμένες εργατικές κατοικίες του Εδιμβούργου γεγονός που αφήνει αναξιοποίητο ο Boyle απεικονίζοντας τους ήρωες του πέραν της κοινωνικής τάξης.
Ο Mark ως Σκωτσέζος, επιθυμεί να αποκτήσει μια αίσθηση προσωπικής ταυτότητας. Η οικονομική και κοινωνική κατάστασή του είναι αποτέλεσμα της αποικιοκρατίας και του θατσερισμού, τα οποία επιδεινώνουν τον εκνευρισμό του. Όταν καταλαβαίνει ότι η κατάχρηση της ηρωίνης τον αποσπά από την πραγματική αιτία των προβλημάτων του και πως οι φίλοι του απλά υποβοηθούν την εξάρτησή του, αποφασίζει να κάνει μια νέα αρχή. Καθ’ όλη τη διάρκεια, τα κίνητρά του είναι πιστευτά και λογικά, όπως του πρωταγωνιστή του κλασικού σινεμά του Χόλυγουντ.
Το Trainspotting συγκεντρώνει το ενδιαφέρον καθώς έχει μια παράδοξη αυτεπίγνωση. Η ταινία είναι βαθιά επηρεασμένη από διαφορετικές κοινωνικές και καλλιτεχνικές προσλαμβάνουσες, όμως παράλληλα, είναι ικανή να παράσχει κοινωνικό σχολιασμό και να προβεί σε άμεση αναφορά πολλών από των δικών της επιρροών. Η περίεργη αυτοκριτική από το σκηνοθέτη φαίνεται σαν ένα ακόμα παράδειγμα της σκωτσέζικης σύγχυσης για το θέμα της ταυτότητας. Από την μια πλευρά, η ταινία επιζητά να ασκήσει κριτική στις δυνάμεις, οι οποίες επηρεάζουν την αισθητικής της επιλογή και από την άλλη παραδίνεται σε αυτές τις επιρροές.
Το οπτικό της ύφος είναι παρόμοιο με αυτό πολλών αμερικάνικων ταινιών και πολλές από τις αφηγηματικές της τεχνικές μπορούν να αποδοθούν στον κλασικό κινηματογράφο του Χόλυγουντ και τις επιταγές της αμερικάνικης μαζικής κουλτούρας. Η κοινωνική διάσταση της ταινίας αντανακλά την επικράτηση της Αγγλίας και τον αντίκτυπο της αποικιοκρατίας, ο οποίος σε συνδυασμό με την παγκοσμιοποιημένη μαζική κουλτούρα και τις επιπτώσεις του θατσερισμού συγκροτεί μια υβριδική εθνική ταυτότητα στη Σκωτία, η οποία αναπαρίσταται στην αφήγηση της ταινίας.
Τελικά, 25 χρόνια αργότερα, τι απομένει σήμερα από το Trainspotting; Χωρίς αυτή είναι μάλλον αμφίβολο αν το κοινωνικό σινεμά θα είχε την επιτυχία που είχε στα τέλη της δεκαετίας του 1990, ενώ σίγουρα πολλοί νέοι δεν θα είχαν γνωρίσει ποτέ τις ταινίες που το επηρέασαν, όπως το Κουρδιστό Πορτοκάλι, το Goodfellas κ.α. Σήμερα η ταινία θεωρείται το μεταίχμιο, το φιλμ που ισορροπεί μεταξύ μαζικού και καλλιτεχνικού κινηματογράφου και οδηγεί από τον πρώτο στον δεύτερο, αλλά και αντίθετα. Ωστόσο, μένει και κάτι άλλο.
Δύο δεκαετίες αργότερα, η χαμένη γενιά των 80s, μπορεί τελικά να αφομοιώθηκε σε μεγάλο βαθμό, να «επέλεξε» τελικά την ζωή, έδωσε όμως την θέση της σε κάτι ακόμα χειρότερο. Πλέον η νέα χαμένη γενιά δεν έχει καν την ψευδαίσθηση της επιλογής. Δεν της προτάσσεται η «επιλογή» της ζωής, της «καριέρας». Το καπιταλιστικό όνειρο πέθανε και πλέον υπάρχει μονάχα η επιβίωση. Και ο αγώνας για πραγματική ζωή. Γιατί, στην τελική, όλα αλλάζουν.
Social Links: