Τελικά δε χρειάστηκε πολύ για να βρούμε διαμέρισμα. Η Πηνελόπη κίνησε όλες τις διασυνδέσεις της – δούλευε κάποια χρόνια ως μοντέλο/ηθοποιός κι έτσι είχε γνωρίσει πολύ κόσμο. Ένας φίλος της της είπε ότι φεύγει για μεταπτυχιακό στο εξωτερικό κι ο συγκάτοικος του για στρατό κι έψαχναν άτομα να το παραχωρήσει. Οπότε αυτή η αποστολή είχε έρθει γρήγορα εις πέρας.
Το επόμενο βήμα ήταν να ψωνίσουμε από τα ΙΚΕΑ. Ο Λουκάς προσφέρθηκε να μας βοηθήσει. Του δώσαμε την ευκαιρία να απαλλαγεί από ένα άδειο πρωί Σαββάτου.Κι αυτό απέδωσε καρπούς – η παρατηρητικότητά του μας βοήθησε να βρούμε όλα όσα θέλαμε σε πολύ λίγο χρόνο. Είχε την ικανότητα να ξετρυπώνει πράγματα που ανταποκρίνονταν στις προτιμήσεις και των δυο μας. Εμείς θέλαμε να του δώσουμε ένα μετάλλιο, να τον πασπαλίσουμε με γκλίτερ, να του δώσουμε αστέρι στη λεωφόρο του Hollywood. Κι αυτός το καταλάβαινε – και μας πείραζε για αυτό.
«Έχετε ασπαστεί το κλισέ ότι οι γκέι άνδρες έχουμε γούστο» μας έλεγε. «Είστε τόσο στερεοτυπικές»
«Ναι» έκανε η Πηνελόπη ειρωνικά. «Ζούμε για τα κλισέ σου και για το γούστο σου»
«Το ίδιο κι ο τύπος που πήδηξα χθες» της είπε.
Ο νους μου πήγε στις ξεπέτες που είχα κάνει τον τελευταίο χρόνο. Είχα καταντήσει το μελαγχολικό κορίτσι που χρειαζόταν ξεπέτες για να βγει από αυτήν την κατάσταση – ήμουν αυτού του είδος το άτομο. Ίσως να με είχαν πιάσει τα κλάματα στη μέση κάποιας από αυτές – δε θυμόμουν, δε θα ταλαιπωρούσα έτσι τη μνήμη μου. Και σκεφτόμουν ότι σε λίγο δε θα είχα όρεξη ούτε για αυτές – ή θα κατέληγα μια γραφική sad millennial που σκέφτεται τις χαμένες της ευκαιρίες ενώ πηδιέται. Και το γεγονός ότι είχα εγκαταλείψει με τέτοιο τρόπο τον Άγη θα προσέθετε μερικές ακόμα τέτοιες σκηνές.
«Γνώριμη φάτσα» μου ψιθύρισε η Πηνελόπη και με διέκοψε από τις σκέψεις μου.
Κοίταξα ευθεία. Ο Στέργιος χάζευε φωτιστικά μαζί με μια κοπέλα. Μπορούσα να το καταλάβω – ήταν η κοπέλα του.
«Είσαι εντάξει;» με ρώτησε ο Λουκάς.
«Ναι, ναι» έκανα.
Δε ζήλευα. Είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που είχαμε χωρίσει. Ο κύκλος της σχέσης μας είχε κλείσει και μέσα μου – κι ήμασταν κι οι δυο ελεύθεροι να πάμε παρακάτω. Δεν οφειλόταν εκεί η ζηλιάρικη ματιά μου – όταν τους κοιτούσα, κοιτούσα ταυτόχρονα και όλες τις χαμένες μου ευκαιρίες. Θα μπορούσα να είμαι ζευγάρι με τον Άγη και να κοιτάμε κι εμείς τα φωτιστικά. Θα μπορούσα να μην τον είχα διώξει μακριά. Θα μπορούσαμε να έχουμε μια υγιή σχέση και να κάνω, έτσι, την κινηματογραφική μου έξοδο από τα τραύματα του περασμένου χρόνου.
Προσπάθησα να εστιάσω την προσοχή μου αλλού. Άκουγα το Λουκά να μιλάει στο τηλέφωνο.
«Ναι, Βίκυ, παραμένω η καλύτερη αλκοολική πόρνη» έλεγε.
Αχ.
Σταματήσαμε στο εστιατόριο για να φάμε κάτι. Τα παιδιά περίμεναν να νιώσω καλύτερα όταν θα παραγγέλναμε φαγητό – μάταια. Είχαμε τελειώσει τα πιάτα μας μα δε χαμογελούσα. Δεν είχε νόημα να τους κρύβομαι.
«Καταλαβαίνετε τι με απασχολεί» τους είπα κοφτά.
«Ξέρεις ότι κι εγώ έδιωξα μια καλή περίπτωση μακριά» έκανε ο Λουκάς.
«Ε, να είστε πιο προσεκτικοί την άλλη φορά» μας είπε η Πηνελόπη.
Τυπική απάντηση Αιγόκερου.
«Είμαστε εδώ γιατί δεν εκτιμήσαμε κάποια πράγματα όταν τα είχαμε» μου είπε ο Λουκάς. «Κι όλο αυτό γιατί πιστεύαμε ότι, έστω κι αυτά τα μικρά πράγματα που μας έδωσαν, άξιζαν. Περιμέναμε μεγάλες χειρονομίες ενώ έχουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας ότι οι μεγάλες χειρονομίες κρύβουν πολλές φορές ένα μεγάλο κενό»
«Είχα γκόμενο μεσοαστό που μου έκανε ακριβά δώρα» του είπα. «Το γνωρίζω πολύ καλά»
«Γιατί δε δοκιμάζετε να εκτιμήσετε πιο υπόκωφες πράξεις αγάπης;» μας ρώτησε η Πηνελόπη.
Καλή συμβουλή, σκέφτηκα. Ακόμα κι αν προερχόταν από την Πηνελόπη, που πάντα κυνηγάει τις μεγάλες ευκαιρίες.
Έριξα μια ματιά στα πράγματα που είχαμε αγοράσει. Για δες, ο καταναλωτισμός υπερμεγεθύνει τη ζωή μας, αναλογίστηκα. Με τρόμαζε που είχα τόσες επιλογές – μπορούσα να επιλέξω ανάμεσα σε υπερβολικά στολισμένα πράγματα για απλές χρήσεις. Μπορούσα να αγοράσω ένα τεράστιο φωτιστικό με λουλουδάκια απλά και μόνο για να έχω κάτι να μου φωτίζει το χώρο. Κι έβρισκα όλο αυτό το σκεπτικό χαζό – πρέπει πάντα να επιλέγουμε το πιο στολισμένο για να δείξουμε σε κάποιον ότι τον αγαπάμε. Ακόμα κι οι μικρές χειρονομίες, τύπου να κεράσεις έναν καφέ, προϋποθέτουν κατανάλωση. Φοβόμαστε την ιδέα ότι, αν δεν τηρήσουμε τις επιταγές του συστήματος, ο άλλος δε θα μας αγαπάει. Πάντα ξεχνάμε ότι η αγάπη βρίσκεται σε πιο απλές διαδικασίες.
«Πάμε» μου είπε ο Λουκάς. «Τα τεκνά με περιμένουν»
Μου ξένισε η φράση του.
«Μαλάκα, γιατί φέρεσαι σαν καρικατούρα σήμερα;» του φώναξα.
Με κοίταξε σαν κλαμμένο κουτάβι. Ένιωσα αμέσως ενοχές.
«Έχεις δίκιο» μου είπε.
«Θα περάσει» του χαμογέλασα.
Εκείνο τον καιρό είχα αυτήν την αισιοδοξία – ότι όλα θα περνούσαν, ότι θα με βοηθούσε η μετακόμιση σε αυτό. Ενίοτε την έχανα μα, όσο πλησίαζε ο καιρός, ξεχνούσα να απογοητευτώ. Πακέταρα τα πράγματά μου – και ασχολιόμουν με όλες αυτές τις ανακαλύψεις που έκανα, με όλα τα χαμένα αντικείμενα που ξεπρόβαλλαν.
Ένα από αυτά ήταν ένα ασημί μενταγιόν – καρδούλα. Θυμήθηκα ότι η Βίκυ φορούσε τέτοια. Ναι, δικό της θα είναι, σκέφτηκα. Πρέπει να της το γυρίσω. Να η ευκαιρία που γύρευες, μου έλεγε μια φωνή. Κάτι μέσα μου πανηγύριζε. Είχα βρει την αφορμή να της μιλήσω. Είχα την ελπίδα ότι θα με κατανοούσε και θα με συγχωρούσε – ίσως να τα ξαναβρίσκαμε!
Έβγαλα μια φωτογραφία το μενταγιόn και της το έστειλα στο Messenger.
«Δεν είναι δικό μου» αποκρίθηκε εκείνη.
«Είσαι σίγουρη;» τη ρώτησα. «Δεν το θες πίσω;»
«Καλά, φέρτο μου σήμερα στο μετρό» μου απάντησε τελικά.
Όλα είχαν συμβεί πολύ γρήγορα. Δεν ήξερα αν ήμουν πραγματικά έτοιμη για να τη δω ξανά. Ήθελα πολύ να της μιλήσω για όλα αυτά που είχα σκεφτεί, για τα συναισθήματά μου, για τις ενοχές μου, για το ότι εν τέλει είχε δίκιο για το Ραφαήλ. Ήθελα να κάνω αυτό το διάλογο μαζί της κι είχα προβάρει στο μυαλό μου το δικό μου κομμάτι. Αυτό που με τρόμαζε ήταν η ίδια η μοίρα των διαλόγων που πλάθουμε στο κεφάλι μας – ποτέ δε συμβαίνουν όπως τους θέλουμε. Κι αυτό με άφηνε μετέωρη κι αγχωμένη.
«Χέι» την άκουσα να λέει.
Στεκόταν στην επικύρωση εισιτηρίων. Παρατήρησα ότι είχε αφήσει τα μαλλιά της στο φυσικό τους χρώμα. Ήταν άβαφτη και φαινόταν κακοδιάθετη. Το τελευταίο με τρόμαζε – ίσως να μη χαιρόταν που με έβλεπε.
Τη χαιρέτησα και της έδειξα το μενταγιόν.
«Δεν είναι δικό μου» επέμεινε.
«Αν είσαι τόσο σίγουρη ότι δεν είναι δικό μου, τότε γιατί με έφερες ως εδώ;» διαμαρτυρήθηκα.
«Εσύ λύσσαξες»
Πάτησε το κουμπί μου.
«Ήθελα να σου δώσω κάτι δικό σου!» φώναξα.
«Α, ναι, και τώρα με είδες» με ειρωνεύτηκε. «Βρήκες την αφορμή να με συναντήσεις. Μπορείς να το γιορτάσεις με ένα ποτήρι κρασί»
Προσπάθησα να το πάρω αλλιώς.
«Δεν είχα πρόθεση να σε τσακωθώ» της εξήγησα ήρεμα. «Απλά βρήκα κάτι κι ήθελα να στο δώσω»
«Ναι, αλλά είναι υπερβολικό που με κουβάλησες ως εδώ για να το επιβεβαιώσεις» μου είπε θυμωμένη. «Σου είπα όχι κι εσύ επέμεινες. Ήρθα μόνο για να μη πρήξεις άλλο»
Άουτς. Μη δίνεις σημασία, έλεγα στον εαυτό μου. Πες αυτό που θες. Προσπάθησα να μείνω ψύχραιμη.
«Ήθελα να σου πω ότι μετάνιωσα…» ξεκίνησα να της λέω.
«Πολύ αργά» έκανε. «Απλά συνέχισε τη ζωή σου»
Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι.
«Έκανα τόσο κόπο!» της φώναξα.
«Ε, και;» έκανε.
Ο συναισθηματικός μόχθος ενός χρόνου είχε εξανεμιστεί. Τι κι αν εγώ είχα μετανιώσει; Εκείνη είχε ακόμα θυμό μαζί μου. Τι κι αν εγώ είχα σκεφτεί όλα όσα είχαν γίνει κι είχα αποφασίσει να γίνω καλύτερο άτομο; Εκείνη μάλλον δεν το ενστερνιζόταν. Καμία μας δεν είχε προσπαθήσει να προχωρήσει πραγματικά.
Προσπάθησα να σκεφτώ κάτι θετικό. Η επόμενη ημέρα ήταν η ημέρα της μετακόμισης – κι αυτό από μόνο του μου έδινε ελπίδα. Δε με ενδιέφερε που θα ξυπνούσα στις 6 η ώρα το πρωί ή που θα ήμουν στο τρέξιμο. Δε με ένοιαζε ιδιαίτερα που θα ξεπακέταρα κούτες – ήμουν ήδη καλύτερα.
«Ελπίζω να μη χάθηκαν πολλά πράγματα στη μετακόμιση» μου έλεγα στην Πηνελόπη ενώ ξεπακετάραμε.
«Έχω χάσει κάθε ελπίδα από τη στιγμή που έχασα εκείνο το ασημένιο μενταγιόν με την καρδούλα» μου είπε.
Δε θα απογοητευόμουν. Θα γελούσα με την ειρωνεία της κατάστασης. Και θα υποσχόμουν να μην αφήσω άλλη μια τέτοια ειρωνεία στη ζωή μου.
«How you gonna wave hello or goodbye when your hands are tied?»
Social Links: