«Δείχνε, μην λες» (show, don’t tell) είχε πει κάποτε στον David Foster Wallace (DFW) ο επόπτης της πτυχιακής του εργασίας στο πανεπιστήμιο – ένα χειρόγραφο που σύντομα θα γινόταν το πιντσονικό The Broom of the System. «Τι όμως σημαίνει αυτό για το γράψιμο, εκεί που τα πάντα είναι λέξεις; Πολύ περισσότερο, τι σημαίνει τώρα, που πλέον γνωρίζουμε καλά ότι η γλώσσα όσο αποδίδει άλλο τόσο δημιουργεί μια κοσμοεικόνα;» αναρωτιέται στην μετα-Γουαλασιανή εποχή ο D.T. Max, δημοσιογράφος του New Yorker και μεταξύ άλλων βιογράφος του DFW. Αυτό είναι το κεντρικό ερώτημα που απασχολεί το λογοτεχνικό κίνημα ‘New Sincerity’, προπατορική φιγούρα του οποίου είναι ο ίδιος ο DFW και στο οποίο πανθομολογούμενα θέλει να ενταχθεί και ο Γκρεγκ Τζάκσον με την πρώτη του συλλογή διηγημάτων Άσωτοι (εκδ. αντίποδες, μτφρ. Παναγιώτης Κεχαγιάς).
Η «Νέα Ειλικρίνεια» θέλει να ισορροπήσει ανάμεσα στον υπαινιγμό και στον βαθύ στοχασμό, να μιλήσει για τον ανθρώπινο ψυχισμό, εν προκειμένω στην ύστερη καπιταλιστική του κατάσταση, χωρίς να τον απομειώνει ούτε σε μια ρεαλιστική-μινιμαλιστική περιγραφή ούτε σε έναν μεταμοντέρνο σαρκασμό. Θέλει να χρησιμοποιήσει την γνώση ότι κάθε περιγραφή του ψυχικού – και του κοινωνικού μέσα από το ψυχικό – είναι πάντα-ήδη ιδεολογικά και αισθητικά επικαθορισμένη για να απελευθερωθεί από την αρτηριοσκλήρωση των αυταπατών αντικειμενικότητας (είτε αισιόδοξης είτε σκληρής και «έξω απ’ τα δόντια»)· να χρησιμοποιήσει τον ελεύθερο συνειρμό και την φρενήρη αισθητική όχι σαν περισπασμό από το συμβαίνον αλλά για να φτάσει σε μεγάλα μορφολογικά και περιεχομενικά βάθη σχετικά με αυτό – γι’ αυτό είναι νέα.
Ειλικρίνεια είναι γιατί δεν θέλει να αφήσει αυτά τα μέσα να εκπέσουν σε ψυχικές άμυνες – όπως κάνει, άκομψα, ενίοτε ακόμα και ο ο Πίντσον, όταν υπερίπταται καυστικά της Αμερικής των 60s με μια αίσθηση ατρωτότητας του ίδιου, σαν να είναι το ίδιο το στόμα του Θεού που καταριέται ψιθυριστά την απληστία των Αμερικάνων, μια απληστία που όμως δεν τον αγγίζει – ούτε για να υπερκαθορίσει τα πράγματα. Η ζωή, είναι εμφανές πρώτα απ’ όλα στον DFW, πρέπει να αναπνέει μέσα από τις σελίδες που την περιγράφουν. Το ότι κάθε γραφή είναι πολεμική και ιδεολογική είτε αυτό to θέλει είτε όχι – το μεγάλο μάθημα του μεταμοντερισμού – δεν σημαίνει ότι η γραφή μπορεί ή πρέπει να είναι μόνο αυτό. Η ανακατασκευή της συνολικής αίσθησης μιας εμπειρίας, οι πολλές ακατάληκτες απολήξεις που ποτέ δεν μπορεί να δέσει ένας συγγραφέας σε ένα περατό σχήμα, οι συνειρμοί, οι εκφάνσεις του ασυνειδήτου, ακόμα και οι εμπειρικές πληροφορίες πρέπει να φαίνονται και να ξεδιπλώνονται ως υλικό τροφοδότησης του αναγνώστη – έτσι αποδίδεται στον τελευταίο ο δημιουργικός του ρόλος, όχι, όπως στον μινιμαλισμό, μέσα από την υπο-πληροφόρηση αλλά μέσα από την υπερ-πληροφόρηση. Το ότι κανένα υλικό δεν είναι ουδέτερο δεν πρέπει να κάνει τον συγγραφέα να επαίρεται πως μπορεί να το διαυγάσει στο σύνολό του. Η μετατόπιση από την «θεϊκή» σκοπιά της γραφής πρέπει να φέρνει ακριβώς την απελευθέρωση που συνεπάγεται η αμφιβολία. «Ο Wallace», είχε γράψει κάποτε ο κριτικός Sven Birkerts, «δεν λέει ποτέ την ιστορία. Απλά κατοικεί την ατμόσφαιρα γύρω από τους χαρακτήρες του για παρατεταμένες στιγμές».
Πώς μοιάζει ένα τέτοιο γράψιμο; Κατ’ αρχάς μοιάζει απλωμένο, απλωμένο όπως το συναντάμε στις σελίδες του Τζόις και του Πίντσον, υπερχειλισμένο από ροές συνειδητότητας, πίνακες πληροφοριών, αποσπασματικούς διαλόγους και σωματικές εκκρίσεις. Παράλληλα: ανθρώπινο, μαζεμένο, όχι τυχαίο και δαιδαλώδες, δεμένο από την συγγραφική ικανότητα που έχει το θράσος να αναλάβει ένα τέτοιο έργο και για την οποία δεν υπάρχει, ούτε και πρόκειται να βρεθεί ποτέ συνταγή. Πρέπει να κάνει κάτι με κάθε του πληροφορία αλλά να μην προεξοφλεί τη δυνατότητα να κάνει κανείς και άλλα πράγματα μαζί της. Το γράψιμο του Γκρεγκ Τζάκσον έχει κάποια από αυτά τα στοιχεία με τρόπο που σου δίνει συνεχώς την αίσθηση ότι, ενώ δεν διαβάζεις κάτι κακό, έχεις κάπου διαβάσει κάτι καλύτερο.
Οι ήρωες στα διηγήματα του Τζάκσον είναι μέλη της αμερικάνικης ανώτερης μεσαίας τάξης, γύρω στα 35-40, οι οποίοι ζουν σε έναν κόσμο που πάλλεται από την υπνηλία της millennial ατμόσφαιρας. Το ότι είναι αρκετά πιο μεγάλοι από millenials δεν τους κάνει πιο ώριμους· απλά βαθαίνει την συναισθηματική κρίση που ακολουθεί τις επιτυχίες τους. Ναρκωτικά και λεφτά υπάρχουν παντού πολλά, και χρησιμοποιώντας αυτά και την εσωτερική τους φωνή – την φωνή του αφηγητή – οι επενδυτές/high-end τενίστες/start-uppers/ζωγράφοι και γραφίστες του Τζάκσον προσπαθούν να κάνουν ό,τι και αυτοί που δεν τα έχουν: να ξεφύγουν, να ζήσουν, να αισθανθούν, κατ’ ελάχιστο να αποκτήσουν μια ψευδαίσθηση ελέγχου απέναντι στην συναισθηματική στεγνότητα που τους μαστίζει, βάζοντας ως αντίβαρο στην τελευταία την χαρτογράφηση της ίδιας της της εικόνας με τη σκέψη τους. Το πρόβλημα στον Τζάκσον είναι ότι τελικά τα διηγήματά του μοιάζουν περισσότερο με την απόδοση της ίδιας της σκέψης αυτής παρά με την απόδοση του πώς είναι να είσαι αυτοί οι τύποι συνολικότερα. Δεν αξιοποιείται στις σελίδες του ένα βασικό πλεονέκτημα που υπάρχει κατεξοχήν στους Πίντσον και DFW τους οποίους μιμείται: η εναλλαγή μεταξύ πρώτου και τρίτου προσώπου, η οποία καδράρει τη σκέψη των πρωταγωνιστών της μόνο ως ένα σημείο μέσα στο είναι τους.
Στους Άσωτους διαβάζουμε συνεχώς το τι σκέφτονται οι πρωταγωνιστές για αυτά που τους συμβαίνουν ή τους έχουν συμβεί. Ακούμε τις δομημένες τους αναλυτικές προκείμενες που παλεύουν να αποκτήσουν ενδιαφέρον και, ειδικά αν κανείς έχει υπόψη τις λογοτεχνικές τους καταγωγές, δεν νομίζω ότι τα καταφέρνουν αρκετά συχνά. Οι χαρακτήρες έχουν τις στιγμές τους αλλά αυτό το προηγούμενο άπλωμά τους στον χώρο, στο χρόνο και στο συναίσθημα κλείνεται συχνά πίσω από αποφθέγματα που μοιάζουν με εφηβικούς μηδενιστικούς αμυντικούς μηχανισμούς επαρκώς αναβαθμισμένους από το λογοτεχνικό ταλέντο αλλά και άσχημα τονισμένους από τον κατά τόπους βερμπαλισμό του Τζάκσον. Η στιγμή μειώνεται στη σκέψη και κατά κανόνα η σκέψη αυτή είναι ένα στεγνό τσιτάτο απουσίας συναισθήματος: «Γελάμε για να κρατήσουμε τη θλίψη μακριά. Την αισθάνομαι στις άκρες του μυαλού μου, να περιμένει την ευκαιρία της, την επίγνωση ότι σύντομα θα μείνω μόνος, ότι πάντοτε μένουμε μόνοι με τον εαυτό μας (…)». Εκεί που ο DFW χρησιμοποιεί τη διακεκομμένη σκέψη αλλά και ολόκληρο το σώμα των χαρακτήρων του για να καταδυθεί στην πλουσιότητα της εμπειρίας τους – και την δική του ευαισθησία απέναντι σε αυτήν την εμπειρία – ο Τζάκσον μας κρατά πεισματικά στην επιφάνεια. Όπου δε αποπειράται να φτάσει πέρα απ’ αυτό το όριο (στα τελευταία διηγήματα του βιβλίου) συνήθως καταλήγει σε ένα ψυχεδελικό παραλήρημα που μοιάζει με κακή αφήγηση εμπειρίας με ψυχοτρόπα ναρκωτικά: μεταφέρει το περιεχόμενο αλλά όχι την αίσθηση, εκεί ακριβώς όπου η αίσθηση είναι το μόνο που μετράει (το περιεχόμενο έχει έτσι κι αλλιώς τη δική του χημική γλώσσα).
Το βιβλίο δεν είναι κακογραμμένο και σίγουρα θα αδικούνταν από αυτήν την κριτική αν αυτή ήταν η μόνη κριτική που θα γραφόταν σχετικά. Σίγουρα, επίσης, είναι άδικο να χρησιμοποιούνται ιερά τέρατα της σύγχρονης λογοτεχνίας όπως ο Πίντσον και ο DFW ως μέτρα σύγκρισης ενός 28χρονου συγγραφέα – παρεμπιπτόντως, και η ελληνική μετάφραση του Παναγιώτη Κεχαγιά είναι εξαιρετική. Διαβάζοντας όμως παντού στον διεθνή τύπο από κολακευτικές έως διθυραμβικές κριτικές, και λαμβάνοντας υπόψη ότι το βιβλίο έχει κάνει την πορεία του σε Ελλάδα και εξωτερικό ήδη και ανεξάρτητα από αυτήν την κριτική, αισθάνθηκα την ανάγκη να τονίσω ότι, πρώτον, όσον αφορά τη λογοτεχνική μορφή, όσα κάνει ο Τζάκσον έχουν γίνει πολύ καλύτερα και πολύ καιρό πριν αλλού αλλά κυρίως, δεύτερον, ότι στον δρόμο του φαίνεται να έχει χάσει και τα καλύτερα στοιχεία του κινήματος στο οποίο τόσο θέλει να εγγραφεί. Όπως τόνιζε και ο ίδιος ο DFW, αν η σύγχρονη αμερικάνικη λογοτεχνία έχει κάποιο νόημα τότε αυτό είναι να αναδείξει την πλουσιότητα της εμπειρίας του ύστερου καπιταλιστικού μηδενισμού και να ανοίξει έτσι πιο ελπιδοφόρους δρόμους για να σχετίζονται οι άνθρωποι μεταξύ τους. Ύστερα εγκατέλειψε τον μάταιο τούτο κόσμο.
Social Links: