Η ιδέα πως η σύγχρονη τέχνη και ιδιαίτερα το κομμάτι της που αυτοπροσδιορίζεται ως πολιτικό οφείλει να συνομιλεί με τις πολιτικές/ακτιβιστικές εξελίξεις, διεκδικήσεις και δεδομένα της εποχής της δεν είναι καθόλου δεδομένη στην Ελλάδα. Ο συνδυασμός της έλλειψης σκηνών και ρευμάτων· η βαριά κληρονομιά των υπαρξιακών τάσεων της τέχνης (από τις αρχαίες τραγωδίες μέχρι τον ελληνικό μοντερνισμό)· η απουσία ακαδημαϊκής ανάλυσης των σύγχρονων ελληνικών πολιτισμικών φαινομένων (cultural studies)· οι εξαιρετικά περιορισμένες επιλογές μάθησης καλών τεχνών στη χώρα είναι κάποιοι από τους λόγους που έχουν συμβάλει στο να εξελιχθεί μια αρκούντως απολιτίκ, σε κάποιες περιπτώσεις γραφική ΚΚΕ-style συνθήκη γύρω από τον χώρο των τεχνών. Η ιδέα πως η ντόπια τέχνη μπορεί να παίξει ουσιαστικό ρόλο σε έναν σύγχρονο διάλογο και μαζί με την ακαδημία να επηρεάσει έναν πολιτικό λόγο φαντάζει παράταιρη. Τόσο μη επιδραστική και απενεργοποιημένη είναι εν πολλοίς η σημερινή ελληνική τέχνη που και η αντίδραση απέναντί της από τις συντηρητικές άκρες της κοινωνίας είναι λιγοστή. Οι επιλογές των χρυσαυγιτών και κάθε λογής ακροδεξιών για το τι πρέπει να αποσιωπηθεί με βία είναι περιορισμένες και έτσι καταλήγουν να δημιουργούν επεισόδια για πράγματα που σε καμία περίπτωση δεν είχαν ως κύριο στόχο την πρόκληση και να «αναταράξουν τα νερά», όπως για παράδειγμα το Corpus Christi στο θέατρο Χυτήριο.
Αυτή η γενική έλλειψη στον χώρο της τέχνης αντανακλάται αλλά και αναπαράγεται από τα ελληνικά ιδρύματα τέχνης, όσα τέλος πάντων υπάρχουν, γιατί μέχρι πρότινος ήταν κι αυτά γενικότερα απόντα ή απλά μουσειακά ιδρύματα με ελάχιστη κοινωνική επιρροή. Λίγο οι λεπτές ισορροπίες στη διοίκηση των θεσμών και η επισφαλής οικονομική τους θέση, λίγο η έλλειψη κριτικής για τους ίδιους τους θεσμούς από τον ακαδημαϊκό και δημοσιογραφικό κόσμο, λίγο οι γενικότερες προτιμήσεις του κοινού για την υπαρξιακή θεματολογία που ανέφερα παραπάνω δημιούργησαν μια θεσμική συνθήκη στην οποία αποφεύγεται επιμελώς οτιδήποτε μπορεί να έχει αιχμηρή πολιτική υπόσταση. Σ’ αυτό συμβάλει έντονα και το ότι η οικονομική πίτα που μοιράζεται σε καλλιτέχνες και επιμελητές είναι πολύ μικρή, συνεπώς κανείς και καμία δε θέλει να δυσκολέψει τις πιθανότητές του/της για ένα μικρό κομμάτι με πολιτικά διχαστικές, επικίνδυνες θεματικές. Έχει ενδιαφέρον να προσέξουμε πως ελάχιστα κριτικά κείμενα γράφτηκαν για την documenta14 μέχρι οι θέσεις των συνεργατών να κλείσουν πλήρως και μέχρι να γίνει «αντικειμενικά» αποδεκτό και οριακά κουλ να της επιτίθεται κανείς.
Μέσα σε μια τέτοια (όχι ακριβώς εύφορη) συνθήκη για τις πολιτικές τέχνες φαντάζει περίεργο το πρόσφατο έντονο ενδιαφέρον των θεσμών για το λεγόμενο κουήρ, τις κουήρ τέχνες, τα έμφυλα ζητήματα και τις ταυτοτικές διεκδικήσεις –θέματα δηλαδή κατ’ εξοχήν πολιτικά. Αυτή η στροφή σαφώς έχει να κάνει με τη γενικότερη στροφή της ελληνικής κοινωνίας στα ζητήματα ταυτότητας φύλου και όχι μόνο, είτε αυτά αποτυπώνονται σε ψηφίσματα νομικών πλαισίων είτε σε αναπάντεχα πλαίσια εκπομπών μεσημεριανής ζώνης με πολύχρωμους καλεσμένους. Ξαφνικά, η ελληνική κοινωνία, η ελληνική τέχνη, στρέφουν τα μάτια στην έμφυλη και σεξουαλική καταπίεση. Σε ένα στρατηγικό πλαίσιο, θα μπορούσαμε να πούμε πως ό,τι και να γίνεται καλό είναι –και οι βεντάλιες «παρούσα»/don’t be shy με υπογραφή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών στο Pride καλοδεχούμενες κι ας περνούν το όριο του cheesy. Όμως κάθε στροφή που γίνεται «ξαφνικά» πρέπει να μας υποψιάζει: για ποιον λόγο γίνεται και σε τι αποσκοπεί; Η Ελλάδα είναι μια χώρα στην οποία το λεγόμενο accountability, η αίσθηση και η πρακτική της ευθύνης δεν είναι κάτι το δεδομένο. Είναι μια χώρα στην οποία συχνά ό,τι δηλώσει κανείς, αυτό είναι. Αυτό μπορεί να πει κάποιος δεν είναι πρόβλημα αφ’ εαυτού του αν γίνεται για καλό σκοπό: αν οι Έλληνες θέλουν να δηλώσουν μια κουήρ ευαισθητοποίηση, ας τους αφήσουμε να το κάνουν. Από την άλλη, η ιστορία, ιδιαίτερα η πολιτική, χαρακτηρίζεται από μια συνέχεια: είναι αν μη τι άλλο αφελές να αφήνουμε κάθε καλλιτέχνη να δηλώνει τυχοδιωκτικά και ωφελιμιστικά φεμινιστής λόγω του ρεύματος των καιρών, ενώ σε κάποιους άλλους καιρούς εξυπηρετούσε τη ματσίλα. Μάλιστα, πολλές φορές δεν υπάρχει καν κάποια αναίρεση του παρελθόντος, κάποια αναγνώριση της ιστορικής ευθύνης, αλλά ούτε και αναγνώριση των ρευμάτων και των προσώπων που μόχθησαν για να μπουν τα κουήρ ζητήματα στο ελληνικό δημόσιο τραπέζι. Ό,τι έχει γίνει μόλις λίγο παλιά ξεχνιέται και όλα κάθε τόσο ξεκινούν από την αρχή.
Μια από τις περιπτώσεις όπου το κουήρ θεματοποιήθηκε με ιδιαίτερα προβληματικούς θεσμικούς όρους ήταν το ελληνικό τμήμα της documenta14. Η documenta είναι βεβαίως ένας γερμανικός θεσμός τέχνης· όπως όμως φάνηκε από την πρακτική της στην Ελλάδα, αυτό ελάχιστη σχέση έχει με το πώς λειτούργησε. Με εξαίρεση τους γενικούς επιμελητές, η ομάδα φτιάχτηκε από περσόνες της ελληνικής τέχνης και από θεσμικούς παράγοντες μέχρι εργαζόμενους περί την τέχνη με άμεσες βιοποριστικές ανάγκες. Η documenta, λοιπόν, σε concept και επιμέλεια του ακαδημαϊκού Paul Preciado, αποφάσισε να κάνει ένα πρώτο δημόσιο πρόγραμμα με κουήρ/έμφυλες θεματικές, αλλά στην πραγματικότητα με ελάχιστη σχέση με τις εγχώριες σκηνές κουήρ και την ντόπια ακαδημαϊκή κουήρ κοινότητα. Η ομάδα εργασίας που δημιουργήθηκε από την ελληνική μεριά της documenta είχε ασχοληθεί ελάχιστα με το θέμα με αποτέλεσμα να γίνονται συχνά τραγικά λάθη, όπως η μετάφραση της λέξης transgender σε «τρανσέξουαλ» (λέξη που υπερσεξουαλικοποιεί τα τρανς άτομα και θεωρείται πια κακοποιητική) σε επίσημο τυπωμένο κείμενο. Άλλο παράδειγμα κακής επιμέλειας ήταν το αμήχανο event «A Political History of Dance and Electronic Music: The Invention of Queer Culture», όπου –μετά από παρουσίαση απο queer μη λευκό άτομο για τις ρίζες της μαύρης κουηρ μουσικής– Έλληνας cis άντρας μουσικός στο πάνελ βρέθηκε να δηλώνει πως το πρόβλημα στην Αθήνα είναι ταξικό και πανανθρώπινο και όχι άμεσα συνδεδεμένο με το φύλο. Και καμία δυστυχώς δεν ήταν εκεί για να του πει ότι λέει βλακείες.
Γιατί λείπει από τους θεσμούς μια στοιχειώδης πολιτική ευφυία; Είναι άραγε περίεργο να περιμένει κανείς από το ελληνικό κομμάτι της documenta, τουλάχιστον αυτό που ασχολείται με το κουήρ πρόγραμμα, να απαρτίζεται από κόσμο των κουήρ σκηνών και της ακαδημίας; Είναι υπερβολικό να περιμένει πως το άτομο που θα μεταφράσει και αυτό που έπειτα θα ελέγξει τα κείμενα που μιλάνε για κουήρ θεωρία είναι στοιχειωδώς ενημερωμένα γύρω από ζητήματα φύλου; Το δομικό θέμα εδώ δεν είναι φυσικά η documenta αυτή καθ’ αυτή, επιφαινόμενο η ίδια μιας γενικότερης κατάστασης μέσα στους ελληνικούς θεσμούς. Το ζήτημα είναι ότι οι ελληνικοί θεσμοί τέχνης διέπονται από πάνω ως κάτω από μια κουλτούρα έλλειψης πολιτικής ευθύνης και συγκεκριμένου ιστορικού ρόλου. Το πρόβλημα στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι μόνο τα θεσμικά λάθη αλλά και η απόλυτη έλλειψη κριτικής που (δεν) ακολούθησε. Γιατί ακόμα και στις περιπτώσεις κριτικής της documenta, ελάχιστα άτομα έγραψαν όντως για χειροπιαστά, συγκεκριμένα παραδείγματα προβλημάτων και λαθών, ενώ σχεδόν όλα τα κείμενα μίλησαν για την αποτυχία ενός γερμανικού θεσμού μέσα από κακογραμμένες αντι-αποικιακές γενικότητες, αφήνοντας το κομμάτι κριτικής του τρόπου με τον οποίο οργανώνονται οι ελληνικοί θεσμοί εκτός συζήτησης.
Τα παραδείγματα αυτής της έλλειψης ευθύνης είναι φυσικά πολλά και εκτός της documenta. Επιτρέπεται να οργανώνεται ένα μεγάλο αφιέρωμα στον κουήρ ελληνικό κινηματογράφο (Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης / Ταινιοθήκη της Ελλάδος) στο οποίο οι 31 απο τις 38 ταινίες που προβάλλονται είναι από άντρες δημιουργούς, εν έτει 2018 και μετά από τεράστιες συζητήσεις για το πόσο ανδροκρατούμενος είναι ο κινηματογράφος; Κατά τη γνώμη μου: όχι. Οφείλει μια συζήτηση που ονομάζεται «Η πολιτική στην ποίηση» (εκδόσεις ΦΡΜΚ) να έχει και κουήρ εκπροσώπηση εν έτει 2018 όταν νέες κουήρ ποιητικές φωνές στην Ελλάδα πασχίζουν να βρουν λίγο χώρο απέναντι στην ιστορία βαρύγδουπων υπαρξιακών ανδρών ποιητών; Κατά τη γνώμη μου: ναι. Σ’ αυτό το σημείο βέβαια είναι σημαντικό να αναφέρω πως σαφώς κομμάτι της ευθύνης έχει και η ίδια η κουήρ κοινότητα ως προς τον τρόπο με τον οποίο στήνει θεσμικές/ημι-θεσμικές συνεργασίες. Οι επιμελητές του Thessaloniki Queer Arts Festival το περιγράφουν ως «αυτοοργανωμένο», έκφραση που σε αυτόνομους/αριστεριστικούς χώρους αναφέρεται σε πρότζεκτς που έχουν αναπτυχθεί συνήθως συνελευσιακά και σαφώς χωρίς θεσμική στήριξη. Όμως το συγκεκριμένο φεστιβάλ συνεργάζεται με το ΜOMus (Μητροπολιτικό Οργανισμό Μουσείων Εικαστικών Τεχνών Θεσσαλονίκης) και το European Cultural Foundation και άρα ο όρος «αυτοοργανωμένο» φαντάζει το λιγότερο επιπόλαιος (αν όχι οπορτουνιστικός).
Θα πάω λίγο πίσω στον χρόνο για να αναφερθώ στην ιδέα της κουήρ τέχνης στην Ελλάδα και τι ακριβώς μπορεί να σημαίνει αυτό. Δε θα επιχειρήσω μια γενεαλογία· το αφιέρωμα του Αθηνοράματος στο τεύχος του Φεβρουαρίου 2018 είναι η πιο ενδελεχής προσπάθεια καταγραφής της κουήρ art σκηνής σε mainstream πλαίσιο. Αυτό που θα ήθελα να κρατήσω από εκεί είναι το ότι κουήρ στην Ελλάδα ξεκίνησε ως η πιο πολιτική/διαθεματική μεριά των LGBT διεκδικήσεων, μέσα σε καταλήψεις, από κόσμο με λίγη σχέση με τις τέχνες και ειδικά με τις θεσμικές τέχνες. Το κουήρ είχε να κάνει πρωτίστως με από τα κάτω ακτιβιστικές κοινότητες που προκύπταν κατά κανόνα μέσα από προσωπικές σχέσεις και κοινωνικές συνυπάρξεις. Αυτό είναι κεντρικό ζήτημα στην ιστορία του: οι σχέσεις των ανθρώπων. Απ’ αυτή την άποψη, το κουήρ δεν υπήρξε ποτέ στην Ελλάδα απλά μια θεματολογία. Δεν μπορεί κανείς να πει: «ωραία, αφού έκανα αφηρημένο εξπρεσιονισμό και έπειτα ασχολήθηκα λίγο και με το μεταναστευτικό τώρα θα κάνω λίγο κουήρ». Μπορεί δηλαδή, αλλά δεν θα σημαίνει τελικά και τίποτα. Το κουήρ έχει να κάνει με τα λεγόμενα affective politics (πολιτικές του συναισθήματος), τις προσωπικές σχέσεις των εμπλεκόμενων (εναλλακτικές κοινότητες/οικογένειες), τον τρόπο με τον οποίο το τραύμα μεταλλάσσεται σε δημιουργικότητα κλπ. Στον ίδιο τόνο, ένα κουήρ φεστιβάλ τέχνης οφείλει να δουλεύει διαρκώς τις σχέσεις μεταξύ των συμμετεχόντων, να κατανοεί και να θέτει υπό αμφισβήτηση τις σχέσεις εξουσίας μεταξύ διευθυντή, επιμελητή και καλλιτέχνη, να φτιάχνει δημιουργικές οικογένειες.
Απ’ αυτή την άποψη, ο κόσμος μιας καταστασιακής θεώρησης της υποκουλτούρας θα φέρει το εύλογο ερώτημα: «χωράει αυτό το κουήρ μέσα σε θεσμικά πλαίσια τελικά;». Σίγουρα η απάντηση εδώ είναι κυρίως: όχι. Άπαξ και μια underground δημιουργική σκηνή μπει σε ένα θεσμικό πλαίσιο, αυτόματα αισθητικοποιείται. Παύει να είναι κάτι που έχει να κάνει με ανθρώπινες σχέσεις και με το πλαίσιο δημιουργίας της και καταλήγει σε κάτι μουσειακό, ένα έκθεμα, ένα επιφανειακό happening σε εγκαίνια με χαλαρά ποτάκια. Μπορούμε να περιμένουμε από κάτι θεσμικό να είναι όχι μόνο πολιτικά αλλά και αισθητικά πραγματικά σύγχρονο σήμερα; Πάλι, σε γενικές γραμμές πιστεύω πως όχι –κι αυτό έχει να κάνει με το τι ακριβώς σημαίνει θεσμός τέχνης στην Ελλάδα: κάτι συχνά αρτηριοσκληρωτικό. Το φεστιβάλ κουήρ τεχνών Sound Acts, στην ομάδα του οποίου συμμετείχα, ξεκίνησε ως DIY εγχείρημα χωρίς εισιτήριο στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων στην Κυψέλη. Την τρίτη του χρονιά συμπεριλήφθηκε στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών στην Πειραιώς. Το αποτέλεσμα ως θέαμα παρέμεινε ενδιαφέρον, η παραγωγή και το μπάτζετ σημαντικά ανεβασμένα, αλλά η γενικότερη αίσθηση ήταν πως το κουήρ μετατράπηκε τότε περισσότερο σε μια αναλυτική θεματική –δεν υπήρχε η αίσθηση μιας δημιουργικής κοινότητας, κάτι που έβλεπε κανείς ξεκάθαρα στις δύο πρώτες χρονιές του φεστιβάλ. Όταν κάτι συμπεριλαμβάνεται μέσα σε έναν μεγαλύτερο θεσμό και οργανώνεται με μια πιο σκληρή γραφειοκρατία, αλλά και σε συνεργασία με ανθρώπους από άλλους πλανήτες, στην πορεία χάνονται πολλά που έχουν να κάνουν με τις προσωπικές σχέσεις. Η αγάπη και η προστασία της ομαδικής δουλειάς ενός πιο μικρού πρότζεκτ έρχεται σε πάλη με τη σκληρή πραγματικότητα του διεκπεραιωτικού θεσμού. Τα εργασιακά πλαίσια γίνονται σημαντικά λιγότερο ασφαλή, οι οικογενειακές σχέσεις φθίνουν. Ίσως όμως τουλάχιστον οι εσωτερικές αντιφάσεις να μπορούσαν να λειανθούν και η ισορροπία να μην ήταν τόσο δύσκολη για τις επιμελήτριες του Sound Acts αν, για παράδειγμα, στο ιδανικό κουηρίζον Φεστιβάλ Αθηνών του μέλλοντος εργαζόταν έστω ένα τρανς άτομο που να έχει προηγουμένως εξηγήσει στους υπόλοιπους πώς χρησιμοποιούμε τις αντωνυμίες με βάση τον αυτοπροσδιορισμό των ανθρώπων, ότι λέξεις όπως το «τραβέλια» γενικά απαγορεύονται κλπ. (ναι, την ακούσαμε αυτη τη λέξη εκεί μέσα, το λέω, δεν το υπονοώ).
Πού βρισκόμαστε λοιπόν σε σχέση με τους ελληνικούς θεσμούς τέχνης και τη στροφή τους προς το κουήρ που συζητούσαμε παραπάνω; Ήταν η κίνηση του Sound Acts 3 –και, για τον ίδιο λόγο, κάθε θεσμική απόπειρα– λανθασμένη; Υπάρχει απάντηση στην αντιθεσμική κριτική και τη σχέση των θεσμών με το underground; Απαντήσεις και λύσεις πάντα υπάρχουν, αρκεί να υπάρχει διάθεση για θεσμική αυτοκριτική, αποδόμηση και ερευνητική δουλειά. Είναι σημαντικό οι θεσμοί τέχνης να καταλάβουν τα όριά τους και μέχρι ποιο σημείο είναι θεμιτό να διεκδικούν συγκεκριμένες θεματικές και από ποιο σημείο και πέρα ξεκινάει ο οπορτουνισμός, ίσως και χυδαιότητα (π.χ. Μητσοτάκης στη Θετική Φωνή). Εξίσου σημαντικό είναι να δούμε τους τρόπους με τους οποίους δουλεύουν οι θεσμοί, τους τρόπους με τους οποίους κάνουν συνεργασίες και πλησιάζουν τα underground φαινόμενα και σκηνές. Αυτό που χρειάζονται οι ελληνικοί θεσμοί τέχνης είναι η κουηροποίηση του ίδιου τους του σώματος κι όχι μια απλή συμπερίληψη υποτιθέμενων κουήρ θεματικών στο πρόγραμμά τους. Αν κάτι λοιπόν πρέπει να παρακολουθήσουν οι ελληνικοί θεσμοί τέχνης σε σχέση με το κουήρ αυτό, καλύτερα να είναι η αποδόμηση των σχέσεων εξουσίας, η ουσιαστική αντιπροσώπευση από άτομα διαφορετικών φύλων και η συζήτηση για τα προνόμια, παρά το αισθητικό coolness των υβριδικών cyborg σωμάτων, η απενοχοποίηση της σεξουαλικότητας, το υστερικό performativity και όλα αυτά τέλος πάντων που μας κάνουν εμάς τα κουήρια fabulous και βάζουν το αλατοπίπερο στις βαρετές ζωές και εκθέσεις της κανονικότητας. Προπάντων, ενώ όλα αυτά είναι θετικά στοιχεία, δεν φτάνουν επ’ ουδενί από μόνα τους, γιατί τότε εξυπηρετούν μάλλον τον σκοπό του tokenism, σαν επιπρόσθετη cool και edgy σάλτσα σε οποιοδήποτε κατά βάθος πιο συντηρητικό απ’ όσο θέλει να δείχνει εγχείρημα.
Χωρίς να θέλω να υπονοήσω πως έχω κάποιες αλάνθαστες οδηγίες χρήσης για το πώς πλησιάζει κανείς το ζήτημα των κουήρ τεχνών, θα ήθελα να θέσω στους θεσμούς κάποιες βασικές ερωτήσεις. Είστε σίγουροι/-ες πως καταπιάνεστε με ταυτοτικά ζητήματα που γνωρίζετε; κι αν όχι, συνεργάζεστε με τα σωστά άτομα που έχουν προσωπική εμπειρία μ’ αυτά τα βιώματα; Έχετε σκεφτεί τα ποσοστά των εργαζομένων στον θεσμό σας, πόσες γυναίκες βρίσκονται σε δημιουργικούς και διευθυντικούς ρόλους και πόσες ως γραμματειακή υποστήριξη; Είναι η πρώτη φορά που καταπιάνεστε με το συγκεκριμένο θέμα –κι αν ναι, γιατί; Έχετε στο παρελθόν παρουσιάσει / στηρίξει άτομα με κακοποιητικό λόγο στα έμφυλα ζητήματα (παραδείγματα όπως: Κώστας Τσόκλης/κουλτούρα βιασμού και παρ’ όλα αυτά μια χαρά στη λίστα των καλλιτεχνών της «κουήρ» documenta); κι αν ναι, έχετε κάνει την απαραίτητη αυτοκριτική σας; Στη σειρά κουήρ θεματικών ημερίδων που οργανώσατε πρόσφατα είχατε αντιπροσώπευση από τη γενικά αποσιωπημένη τρανς κοινότητα; Παρακολουθείτε ή συνεργάζεστε με άτομα που είναι ενημερωμένα για τις εξελίξεις στον διεθνή διάλογο για μια πιο διαθεματική κατανόηση των έμφυλων ζητημάτων; Πώς ακριβώς οι κινήσεις σας θα μπορούσαν να ενδυναμώσουν τις εγχώριες κουήρ κοινότητες και ποιες είναι οι θεματικές περιοχές που καλύτερα να μην πλησιάζατε λόγω της θεσμικής σας υπόστασης; Κατανοείτε πως ο κουήρ πληθυσμός είναι συχνά οικονομικά επισφαλής, οπότε φροντίζετε προσεκτικά τις αμοιβές του στις συνεργασίες που κάνετε μαζί του;
Ερωτήσεις σαν αυτές δεν είναι απλά εξυπνακισμοί. Είναι στοιχειώδεις σε μια συνθήκη όπου η κουλτούρα ευθύνης είναι κομμάτι του πώς κινείται ένας θεσμός. Κλείνοντας, χωρίς να πλατειάζω άλλο, ας το πω κάπως απλά: αν είσαι θεσμός και πρόκειται να πάρεις κάτι underground όπως το κουήρ και να το θεματοποιήσεις, κάν’ το τουλάχιστον με πέντε πολιτικές αρχές, αλλιώς άσ’ το να πάει στον διάολο. Και ποιος ξέρει, μπορεί κάνοντας αυτά τα βασικά να κρατηθεί ακόμα και μέσα στο θεσμικό πλαίσιο ένα κομμάτι από το fabulousness του κουήρ χωρίς να μετουσιωθεί σε κούφιο επιφανειακό στυλιζάρισμα, σε θεσμικό μαραθώνιο αμηχανίας, και χωρίς να γίνεται οικειοποίηση της δουλειάς και της ζωής του κουήρ κινήματος.
Ευχαριστώ τη Δέσποινα Σεβαστή, τον Θεμιστοκλή Πανταζάκο και τον Θεόφιλο Τραμπούλη για την πολύτιμη βοήθειά τους στην επιμέλεια του κειμένου.
Social Links: