Τελικά είναι ή δεν είναι φασίστες όσοι συμμετείχαν στα συλλαλητήρια και όσοι υποστηρίζουν τη λογική της αποκλειστικά ελληνικής Μακεδονίας;
Στο παρόν κείμενο θα κάνουμε μια απόπειρα συνοπτικής επισκόπησης ορισμένων πτυχών των εννοιών «εθνικισμός» και «φασισμός» και της μεταξύ τους σχέσης, προκειμένου να ελέγξουμε την υπόθεση εργασίας ότι όσοι συμμετείχαν στα συλλαλητήρια ΔΕΝ είναι φασίστες (πλην των δεδηλωμένων μελών της Χρυσής Αυγής και των υποστηρικτών τους). Η συγκεκριμένη άποψη ακούστηκε από πολιτικά χείλη, προκειμένου να μην «κακοκαρδίσουν» τη μεγάλη μερίδα των συμμετεχόντων στα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό, με το βλέμμα κυρίως στη διατήρηση ή και ενίσχυση της κομματικής τους πελατείας εν όψει των προσεχών διαδοχικών εκλογικών αναμετρήσεων που θα λάβουν χώρα εντός του 2019.
Ας ξεκινήσουμε από την έννοια με την μεγαλύτερη ιστορική πορεία από τις δύο: τον εθνικισμό. Κατ’ αρχάς να σημειώσουμε ότι ο εθνικισμός στην εφαρμογή του εμφανίζει σημαντικές διαφοροποιήσεις από την πρώτη του εμφάνιση, μέχρι τη χρήση του στη σημερινή εποχή. Χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στον γραπτό λόγο στα 1789 και μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα είχε καταστεί ευρέως αποδεκτός ως πολιτικό δόγμα ή κίνημα. Στην αρχική του πολιτική χρήση, κατά τη Γαλλική Επανάσταση, ο εθνικισμός υπήρξε ένα επαναστατικό, χειραφετητικό για τον λαό και δημοκρατικό δόγμα που αντανακλούσε την ιδέα πως οι «υπήκοοι του στέμματος» θα πρέπει να μετατραπούν σε «πολίτες της Γαλλίας».
Με αυτή τη διάσταση διαδόθηκε ως ιδεολογία και σε άλλες περιοχές του πλανήτη (π.χ. υπόλοιπη Ευρώπη, Λατινική Αμερική), συμβάλλοντας στην οικοδόμηση των εθνών που διαδέχθηκαν ως οντότητες με συγκεκριμένη πολιτική, οικονομική και κοινωνική οργάνωση τις απολυταρχικές και πολυεθνικές αυτοκρατορίες. Παρ’ όλα αυτά, ο εθνικισμός δεν υπήρξε γνήσιο λαϊκό κίνημα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, καθώς ο όποιος εθνικιστικός «ενθουσιασμός» προερχόταν από τις ανερχόμενες μεσαίες τάξεις που γοητεύονταν από την ιδέα της εθνικής ενότητας και της συνταγματικής διακυβέρνησης.
Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, ωστόσο, ο εθνικισμός είχε καταστεί λαϊκό κίνημα, μέσα από την καθιέρωση και εξάπλωση εθνοκεντρικών συμβόλων όπως οι σημαίες, οι εθνικοί ύμνοι, η πατριωτική ποίηση και λογοτεχνία, οι δημόσιες τελετές και οι εθνικές αργίες. Με αυτό τον τρόπο έγινε η γλώσσα της πολιτικής των μαζών μέσω της οργάνωσης εθνικών και ταυτόχρονα εθνοκεντρικών συστημάτων εκπαίδευσης και της ανάπτυξης των εθνικών ΜΜΕ. Τότε παρατηρείται και ο ουσιαστικός μετασχηματισμός του εθνικισμού.
Μολονότι μέχρι πρότινος συνδεόταν με φιλελεύθερα και προοδευτικά κινήματα, σταδιακά ο εθνικισμός άρχισε να υιοθετείται όλο και περισσότερο από συντηρητικούς ή αντιδραστικούς πολιτικούς. Αυτού του είδους ο εθνικισμός έγινε αυξανόμενα σοβινιστικός και ξενοφοβικός. Κάθε έθνος διεκδικούσε τα δικά του μοναδικά ή ανώτερα προσόντα, ενώ τα υπόλοιπα έθνη αντιμετωπίζονταν ως ξένα, αναξιόπιστα, ακόμα και απειλητικά (μια λογική που τροφοδότησε τις λογικές αποικιοκρατικής επέκτασης, ενώ οδήγησε και στους δύο παγκόσμιους πολέμους και σε πολυάριθμες άλλες πολεμικές συρράξεις μέχρι σήμερα). Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειώσουμε ότι, ενώ τα αντι-αποικιοκρατικά κινήματα των χωρών του αναπτυσσόμενου κόσμου ενσωμάτωσαν τον δυτικού τύπου εθνικισμό, παράλληλα παρήγαγαν και νέες μορφές (όχι απαραίτητα συντηρητικού) εθνικισμού κατά τους αντι-αποικιοκρατικούς τους αγώνες.
Ο φασισμός, με τη σειρά του, είναι γέννημα του 20ού αιώνα και ιδιαίτερα της περιόδου μεταξύ των δύο παγκόσμιων πολέμων. Ουσιαστικά ξεκίνησε ως αντίδραση στη νεοτερικότητα, ενάντια στις ιδέες και τις απόψεις του Διαφωτισμού και στις πολιτικές πεποιθήσεις που αυτός γέννησε (π.χ. στη φασιστική Ιταλία, συνθήματα όπως «πίστευε, υπάκουε, πολέμα» και «ευταξία, εξουσία, δικαιοσύνη» αντικατέστησαν τις αρχές της Γαλλικής Επανάστασης «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα»). Ο φασισμός αποτελεί ουσιαστικά μια προσπάθεια να αντιστραφεί η πολιτική και πολιτισμική κληρονομιά του Διαφωτισμού, αντιπροσωπεύοντας την πλέον σκοτεινή πλευρά της δυτικής πολιτικής παράδοσης, καθώς ενσωματώνει και μεγιστοποιεί τις πλέον συντηρητικές πτυχές της πολιτικής σκέψης.
Μέσα σε αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο, ο φασισμός ασπάστηκε-ενσωμάτωσε τον σοβινιστικό και επεκτατικό εθνικισμό που αναφέραμε πιο πάνω, θεωρώντας ότι τα έθνη δεν αποτελούν ίσες και αλληλοεξαρτώμενες οντότητες, αλλά φυσικούς ανταγωνιστές σε έναν αγώνα για επικράτηση. Ο φασιστικός εθνικισμός ενσωματώνει μια αίσθηση μεσσιανικής ή φανατικής αποστολής: την προοπτική της εθνικής αναγέννησης και την αναβίωση της εθνικής υπερηφάνειας. Μάλιστα η λαϊκή απήχηση που άσκησε ο φασισμός βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην υπόσχεση εθνικού μεγαλείου. Όλα τα φασιστικά κινήματα, επομένως, υπογραμμίζουν την ηθική πτώχευση και την πολιτισμική παρακμή της σύγχρονης κοινωνίας, ενώ ταυτόχρονα διακηρύσσουν τη δυνατότητα ανανέωσης, προσφέροντας την εικόνα του έθνους να «αναγεννάται σαν φοίνικας μέσα από τις στάχτες». Ο φασιστικός εθνικισμός δεν κηρύττει τον σεβασμό για τις διαφορετικές πολιτισμικές ή εθνικές παραδόσεις, αλλά επαγγέλλεται την ανωτερότητα ενός έθνους έναντι των άλλων.
Αυτή η συνάρθρωση φασισμού και εθνικισμού συναντάται εντονότατα στα προτάγματα των «Μακεδονομάχων», όπως αυτά εκφράστηκαν διά του λόγου που αρθρώθηκε τόσο κατά τη διάρκεια των συλλαλητηρίων όσο και εκτός αυτών, σε κάθε πιθανή εκφορά δημόσιου λόγου από αυτόκλητους εκπροσώπους του εν λόγω κινήματος (δεν θα επεκταθώ στα προτάγματα αυτά στο παρόν κείμενο, καθώς υπάρχουν διαθέσιμα σε πληθώρα παλαιών και νέων ΜΜΕ).
Ως εκ τούτου, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι όσοι συμμετείχαν στα συλλαλητήρια για το «Μακεδονικό» ή έστω συμπλέουν εν όλω ή ακόμα και εν μέρει με τα αιτήματα του συγκεκριμένου «κινήματος» μπορούν να χαρακτηριστούν φασίστες, καθώς η διαμαρτυρία τους αυτή εδράζεται σε ξεκάθαρα φασιστικά-εθνικιστικά προτάγματα. Αυτό είναι το ένα μεγάλο πρόβλημα με τις συγκεκριμένες κινητοποιήσεις. Το έτερο μεγάλο πρόβλημα είναι ότι οι ίδιοι άνθρωποι πιθανόν δεν συνειδητοποιούν ότι, από τη στιγμή που γίνονται κοινωνοί και υποστηρικτές τέτοιων ακραίων απόψεων, γίνονται γρανάζια σε μια μηχανή που έχει επανειλημμένα αποδείξει ότι είναι ικανή να οδηγήσει την ανθρωπότητα στον όλεθρο. Δυστυχώς η τυπική και άτυπη κοινωνική μας εκπαίδευση μάλλον αποτυγχάνει σε σημαντικό βαθμό να μετουσιώσει τα οικτρά παθήματα σε ουσιώδη μαθήματα. Όποιος όμως δεν μαθαίνει από τα παθήματά του, είναι «καταδικασμένος» να τα επαναλάβει.
Social Links: