Στο εμβληματικό βιβλίο του Η ιστορία του λαού των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Χάουαρντ Ζιν αναφέρει μια φράση που θα έλεγε κανείς πως μπορεί άψογα να συνοψίσει τον συνδυασμό της αντικειμενικής ματιάς που οφείλει να έχει ένας ιστορικός απέναντι στα πράγματα και της πολιτικής (και άρα υποκειμενικής) οπτικής που μετουσιώνει την Ιστορία σε έναν καμβά συγκεκριμένων συμπερασμάτων: «Η κραυγή των φτωχών δεν είναι πάντα δίκαιη αλλά αν δεν την έχεις ακούσει, δεν θα καταλάβεις ποτέ τι σημαίνει Δικαιοσύνη».
Σε αντιπαραβολή με μια τάση εξιδανίκευσης των καταπιεσμένων υποκειμένων που χαρακτηρίζει πολλές φορές τα αντικαπιταλιστικά τσιτάτα, μέσα από αυτό το απόφθεγμα, ο μεγάλος ιστορικός κάνει μια διπλή και εξόχως εύστοχη παρατήρηση. Αφενός, λέει πως η έννοια της Δικαιοσύνης δεν μπορεί να καθοριστεί έξω από την ταξική διαστρωμάτωση της κοινωνίας, λες και το δίκαιο είναι ένας αντικειμενικός «διαιτητής» ενός αγώνα που παίζεται σε ένα ουδέτερο γήπεδο: το γήπεδο του καπιταλισμού δεν είναι ουδέτερο και ως εκ τούτου, το δίκαιο οφείλει να οριστεί με γνώμονα τους ριγμένους της κατάστασης. Αφετέρου, ο Ζιν επισημαίνει κάτι που πολλές φορές, εξαιτίας ενός φανατισμού που τείνουμε να αποκτούμε σε συζητήσεις που έχουν να κάνουν με το σύστημα και τις αδίκιες του, τείνουμε και να ξεχνάμε: η συνειδητοποίηση της καταπίεσής μας και η «γέννηση» της ανάγκης να αντισταθούμε σε αυτή, δεν συνεπάγεται αυτόματα και μια απελευθερωτική κουλτούρα. Κάθε άλλο: οι κοινωνίες λειτουργούν κομματάκι πιο περίπλοκα.
Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που η παγκόσμια ιστορία είναι γεμάτη από καταστάσεις που διαμορφώνονται, εξελίσσονται και τελικά μορφοποιούνται, με τρόπο εκ διαμέτρου αντιθετικό από όλα εκείνα που τις χαρακτήριζαν στα γεννοφάσκια τους. Από επαναστάσεις που μετουσιώθηκαν σε καταπιεστικά καθεστώτα, μέχρι σφυρηλατήσεις εξεγερτικών συνειδήσεων, που κατέληξαν εν τέλει στον φετιχισμό αντικοινωνικών (και άρα μη συμπεριληπτικών) συμπεριφορών, η ιστορία των ανθρώπων είναι γεμάτη από γεγονότα και καταστάσεις που επιβεβαιώνουν πως οι μαζικές και επιθετικές κραυγές ενάντια στην αναμφισβήτητη αδικία δεν είναι αυτομάτως δίκαιες.
Το Joker, η ταινία του Τοντ Φίλιπς που με «όχημα» έναν καταπληκτικό Γιοακίν Φίνιξ, επιχειρεί να αφηγηθεί ένα ρεαλιστικό origin του πιο διάσημου supervillain που έχει υπάρξει ποτέ στην υπερηρωική μυθολογία, είναι μια ταινία που φαίνεται να διακατέχεται ευθέως από την διάθεση να κάνει αυτές τις διακρίσεις. Ως εκ τούτου, το περιεχόμενό της ξεκινά συζητήσεις που υπερβαίνουν κατά πολύ τις κλασικές συζητήσεις που συνηθίζουμε να κάνουμε κρίνοντας ένα κινηματογραφικό έργο. Ήταν βέβαια δεδομένο πως μια τέτοια κινηματογραφική προσπάθεια θα δημιουργούσε τόσο μεγάλη φασαρία ως προς το περιεχόμενό της. Μιλάμε άλλωστε για τον Τζόκερ, μια φιγούρα -αληθινό τοτέμ της ποπ κουλτούρας- που μόλις στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, μέσα από το ζωντάνεμά του από τον Χιθ Λέτζερ στο The Dark Knight, υπήρξε η προσωποποίηση της καταφυγής στον μηδενισμό ως μεθοδολογία διαχείρισης των συνεπειών των τότε ειδικών χαρακτηριστικών του καπιταλισμού (αν και η μαζική και συνολική πρόσληψη της εν λόγω ταινίας του Νόλαν ως «μηδενιστική» ήταν μάλλον αντιθετική ως προς την αληθινή της φιλοσοφία, αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση).
Έντεκα χρόνια μετά τον Τζόκερ του Χιθ Λέτζερ, η νέα εκδοχή του εμβληματικού villain έπρεπε να δομηθεί με γνώμονα τα σημερινά δεδομένα που επικρατούν στα χαμηλά στρώματα των καπιταλιστικών μητροπόλεων: σε μια τέτοια άλλωστε δρα ο Τζόκερ (και ο Μπάτμαν) και σε αυτές συσσωρεύεται το κοινό που καταναλώνει με ενθουσιασμό αυτού του τύπου τις ταινίες. Είναι απόλυτα σοφή και εύστοχη επιλογή λοιπόν, το γεγονός ότι ο Τζόκερ του 2019, πολύ περισσότερο από γοητευτικός και αρχοντικός μηδενιστής (όπως το 2008), είναι ένας καταθλιπτικός μεροκαματιάρης που απελευθερώνεται μέσα από το «τζοκερικό» του alter ego. Και αν από κοινωνιολογική σκοπιά, αυτό το νέο concept κρίνεται πέρα για πέρα εύστοχo, οι εν δυνάμει προσλήψεις του ενδέχεται να το μετουσιώσουν σε επικίνδυνο. Και τούτο ανεξάρτητα από τις αληθινές του προθέσεις: αυτές ενδεχομένως να είναι αρκετές για να το αθωώσουν όσον αφορά τις διαστρεβλωμένες αντιλήψεις γύρω από το περιεχόμενο του, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν αρκούν για να κάνουν την όλη συζήτηση να τελειώσει. Από μια σκοπιά, ευτυχώς. Οι σημαντικές κινηματογραφικές δημιουργίες ορίζονται ως τέτοιες ακριβώς εξαιτίας των συζητήσεων που εκκινούν και το Joker είναι -αναμφίβολα- μια σημαντική κινηματογραφική δημιουργία.
Η οφθαλμοφανέστατη διαπίστωση πως το Joker αντλεί ξεκάθαρη έμπνευση από το πρώιμο σινεμά του Μάρτιν Σκορτσέζε, δεν είναι καθόλου άσχετη με τους διαλόγους γύρω από την ταινία του Φίλιπς. Το ακριβώς αντίθετο: η «σκιά» του σκορτσεζικού σινεμά πάνω από το Joker (και ειδικότερα, των 70s δημιουργιών του Σκορτσέζε) παράγει το εν λόγω πολυσυζητημένο περιεχόμενο. Είναι άλλωστε ο Σκορτσέζε ο πατριάρχης του αμερικάνικου σινεμά που επιχείρησε μέσα από σκοτεινά ψυχογραφήματα ανθρώπων που είναι θύματα του περιβάλλοντός τους, να κάνει συνολικούς κοινωνικούς σχολιασμούς. Το Joker αυτή την πεπατημένη ακολουθεί. Σε αντίθεση ωστόσο με τις ταινίες του Σκορτσέζε, η φιλοσοφία των οποίων γίνεται ξεκάθαρη στο κοινό τους (το περιβάλλον που γαλουχεί τους σκοτεινούς «σκορτεζικούς» χαρακτήρες καταδικάζεται ως κοινωνικά άρρωστο αλλά αυτοί οι χαρακτήρες ποτέ δεν κρίνονται ως κοινωνικά υγιείς), το Joker όχι απλά δεν διακατέχεται από μια ξεκάθαρη ερμηνεία, αλλά με έναν εντυπωσιακό τρόπο θάβεται ή αποθεώνεται κατά περίπτωση με αντικρουόμενα επιχειρήματα: είτε αρέσει η ταινία του Φίλιπς, είτε όχι, ειπώνονται για αυτήν τα πάντα και ταυτόχρονα τα αντίθετά τους!
Ο λόγος για αυτό το φαινόμενο που διακατέχει τις συζητήσεις γύρω από το Joker, εντοπίζεται στο γεγονός ότι αν και ξεκάθαρα βρίσκεται πολύ πίσω σε σχέση με την ικανότητα του πνευματικού του πατέρα (του Σκορτσέζε) σε επίπεδο αφήγησης (ο Σκορτσέζε άλλωστε είναι μάστορας της κινηματογραφικής αφήγησης ενώ ο Φίλιπς έχει πολύ τρανταχτές αδυναμίες), επιχειρεί να υπερβεί το «σκορτσεζικό» σινεμά σε επίπεδο κοινωνικού σχολιασμού. Σε αυτή την μεγαλεπίβολη και θαρραλέα προσπάθειά του, το Joker δεν μένει απλά στην αποτύπωση των περιπετειών ενός μεμονωμένου χαρακτήρα – κοινωνικού φαινομένου. Αντίθετα, όχι μόνο δεν αγνοεί τον κοινωνικό παράγοντα, αλλά του δίνει ρόλο οριακά συμπρωταγωνιστικό και εν πολλοίς καθοριστικό στα τεκταινόμενα: ο Τζόκερ δρα με φόντο μια κοινωνική αναταραχή, τα χαρακτηριστικά της οποίας είναι ευθέως εμπνευσμένα από την ίδια του την ύπαρξη μέσα στην Γκόθαμ Σίτι.
Αυτή η καθοριστική (ναι, θα τολμήσουμε να το πούμε) αναβάθμιση του «σκορτσεζικού» κοινωνικού σχολιασμού που επιτυγχάνεται μέσω της χρήσης της κοινωνικής μάζας και των απρόβλεπτων και αντιφατικών χαρακτηριστικών της (αυτά τα χαρακτηριστικά άλλωστε την κρατάνε στο επίπεδο της μάζας και δεν μετασχηματίζεται σε συλλογικότητα…) δεν πέφτει στην παγίδα της έλλειψης ισορροπίας που ορίζει αυτή την κινηματογραφική παράδοση. Το Joker μιλάει για τις κραυγές των φτωχών που «αν δεν τις ακούσεις δεν θα καταλάβεις ποτέ τι σημαίνει Δικαιοσύνη», αλλά ταυτόχρονα το επισημαίνει: αυτές οι κραυγές «δεν είναι πάντα δίκαιες».
Και κάπως έτσι, το Joker παίρνει ξεκάθαρη πολιτική θέση αλλά αποφεύγει να γίνει επαναστατική προκήρυξη. Αυτός είναι και ο λόγος που, εκτός από τα προφανή καλλιτεχνικά του προτερήματα (υπέροχη αποτύπωση της «ψυχής» της πόλης, φανταστική φωτογραφία, τρομακτική ερμηνεία από τον Φίνιξ, μουσικάρα που συναφηγείται τα τεκταινόμενα), το Joker είναι -κατά την γνώμη μου πάντα- μια πολύ πολύ σημαντική ταινία. Ταυτόχρονα όμως, είναι μια ταινία που, μέσω αυτής της περιβόητης «χρήσης της μάζας», δημιουργεί ένα χάος σε επίπεδο κρίσης του ίδιου του έργου. Ο μέσος θεατής άλλωστε, πολύ περισσότερο από έναν μεμονωμένο χαρακτήρα, στην μάζα βλέπει τον εαυτό του και -σε αντίθεση ας πούμε με τον Ταξιτζή που είναι ο «μπαμπάς» αυτού του Τζόκερ- η ανάγκη να αποκτήσει η μάζα τα χαρακτηριστικά που εμείς θεωρούμε πως πρέπει να έχει, κάνει την κριτική απέναντι στην κινηματογραφική αποτύπωσή της μια διαδικασία πιο προσωπική και ως εκ τούτου, λιγότερο ψύχραιμη απ’ όσο θα έπρεπε.
Τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, ορισμένες ενθουσιώδεις αντιδράσεις αναφορικά με το Joker μιλάνε για μια ταινία που «μπορεί να προκαλέσει επανάσταση». Ας είμαστε ξεκάθαροι: πέρα από αφελής (επανάσταση δεν θα προκαλέσει κανένα χολιγουντιανό προϊόν), είναι και κομματάκι επικίνδυνη αυτή η φράση. Στον αντίποδα αυτής της πρόσληψης στέκεται η ακριβώς αντίθετη κρίση, μια κρίση που εκφράζεται εξίσου μαζικά, εκείνη που λέει πως το Joker είναι μια ακίνδυνη ταινία, που θα ήθελε αλλά δεν μπορεί να εκφράσει επαναστατικό λόγο: θα λέγαμε πως αυτή είναι μια κριτική που ταυτίζει την διάθεση παρατήρησης πολιτικών φαινομένων με τα απολιτίκ βλέμματα (δεν ταυτίζονται ωστόσο αυτά τα δύο). Και ταυτόχρονα, υπάρχει και μια τρίτη ματιά αναφορικά με την ταινία, εκείνη που ισχυρίζεται πως το Joker επιχειρεί να παρουσιάσει ως κάτι κουλ και γοητευτικό τα σκοτεινά συναισθήματα που προκύπτουν από την αποτυχία της εξατομικευμένης ανάγκης των λευκών ανδρών να είναι σημαντικά πρόσωπα. Ούτε λίγο ούτε πολύ, αυτή η τρίτη ανάγνωση της ταινίας, αντιτίθεται τόσο στην ανάγνωσή της ως «επαναστατικής» όσο και σε εκείνη που την χαρακτηρίζει «ακίνδυνη» και της δίνει έναν τρίτο χαρακτηρισμό: την αποκαλεί «επικίνδυνη», ένα ύπουλο μέσο νομιμοποίησης των alt right λογικών και άρα εξ΄αντικειμένου των πηγών ενδογενούς (σε σχέση με τη βάση της κοινωνίας) καταπίεσης. «Επαναστατικό». «Ανώδυνο». «Επικίνδυνο και καταπιεστικό». Το Joker συγκεντρώνει χαρακτηρισμούς που είναι αδύνατο να ισχύουν ταυτόχρονα. Το συμπέρασμα λοιπόν είναι πως η ταινία του Φίλιπς γίνεται ένα πεδίο σύγκρουσης διαφορετικών κοσμοθεωρητικών αντιλήψεων. Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί ότι εκεί που κάποιοι βλέπουν επανάσταση, κάποιοι άλλοι βλέπουν καταπίεση; Σωστά; Όχι ακριβώς.
Στην πραγματικότητα, υπάρχει μια διαλεκτική σχέση που ενοποιεί τις δύο από αυτές τις τρεις οπτικές και εν τέλει, τις ορίζει ως τμήμα μιας κοινής κουλτούρας. Από αυτό το γαϊτανάκι συναφειών εξαιρούνται οι κριτικές που ισχυρίζονται πως η ταινία είναι φτιαγμένη με τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνεται ριζοσπαστική, αλλά εν τέλει να είναι άδεια από ριζοσπαστικότητα. Και σε αυτή την κριτική στοιβάζονται λανθασμένες ερμηνείες της ταινίας, αλλά σε αυτές το κείμενο αυτό μάλλον έχει απαντήσει ήδη: δεν είναι πρόθεση του Joker να αρθρώσει επαναστατική ρητορική, αλλά αυτό δεν το κάνει ουδέτερη ταινία. Ουσιώδες νόημα έχει μάλλον να σταθούμε στην όχι και τόσο προφανή συσχέτιση ανάμεσα στις δυο άλλες κατηγορίες κριτικής που γίνονται στο Joker: πόσο διαφέρει το να ορίσεις τον Joker ως επαναστατικό, από το να τον ορίσεις ως καταπιεστικό; Το ενοποιητικό χαρακτηριστικό αυτών των δυο χαρακτηρισμών είναι πως έχουν ως κοινή τους μήτρα το μίσος, το οποίο, όπως άλλωστε θα διαβεβαίωνε και ο Μάικλ Κορλεόνε, μια άλλη εμβληματική φιγούρα της ποπ κουλτούρας, έχει ένα μεγάλο αρνητικό: θολώνει την κρίση.
Η έκσταση μπροστά στη θέα της μάζας και η αυτόματη εξιδανίκευσή της δίχως κριτήρια, το σνομπάρισμα με άλλα λόγια των αληθινών προταγματικών περιεχομένων, κατά την κρίσιμη διαδικασία αναβάθμισης της κοινωνικής οργής, οδηγεί αυτόματα σε διαστρεβλώσεις που βλέπουν επαναστάσεις εκεί που δεν υπάρχουν: στο Joker για παράδειγμα. Ούτε που περνάει από το μυαλό των θιασωτών αυτής της θέσης πως αν η οργισμένη μάζα έχει ως κινητήριο δύναμή της μια τιμωρητική και καννιβαλιστική διάθεση, όπως ξεκάθαρα και δεικτικά από τη μεριά του δημιουργού του Joker κάνει η μάζα της ταινίας, τότε δεν έχουμε να κάνουμε με φορέα επανάστασης, αλλά το ακριβώς ανάποδο: με την τέλεια αντεπανάσταση. Αλλά και εκείνες οι φωνές που στην διάθεση της ταινίας να ορίσει το σύστημα των ταξικών διαχωρισμών ως βασική προϋπόθεση για την γέννηση κοινωνικά άρρωστων συμπεριφορών (αντί να τις καταδικάσει χωρίς περαιτέρω εμβαθύνσεις), βλέπουν αυτόματα και την εξιδανίκευση αυτών των συμπεριφορών, δεν πάνε πίσω ως προς την κοντόφθαλμη οπτική τους. Ναι, στην πραγματική ζωή ο Άρθουρ Φλεκ θα μπορούσε να γίνει ένα ίνδαλμα στους alt right και incel κύκλους των ΗΠΑ, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως τα σκοτεινά του ένστικτα είναι ανεξάρτητα από μια σειρά κοινωνικών συνθηκών, ούτε πως είναι ανούσιο αυτές οι τελευταίες να μένουν έξω από το κάδρο των αναλύσεων. Προφανώς στο μυαλό όσων κάνουν μια τέτοια προσέγγιση στο Joker, το ιδανικό θα ήταν ο Άρθουρ να αποκεφαλιστεί ή ακόμα καλύτερα να κρεμμαστεί σε κάποια πλατεία: τότε θα είχε υγιή αντανακλαστικά η ταινία και όχι καταπιεστικά.
Υπάρχει μια φράση του Ενρίκο Μαλατέστα που απαντάει λιτά και ουσιαστικά σε όσους -με αφορμή το Joker– βλέπουν επαναστάσεις στην κουλτούρα του όχλου, διαστρεβλώνοντας την απελευθερωτική φύση της επανάστασης ή αντιλαμβάνονται καταπιέσεις εκεί που δεν υπάρχουν, ορίζοντας τελικά την καταπίεση ως ένα φαινόμενο που εφαρμόζεται περιοριστικά από πρόσωπα και όχι (πρωτίστως και αφετηριακά) από δομές και θεσμούς: «Αν, προκειμένου να νικήσουμε, θα έπρεπε να στήσουμε κρεμάλες στις πλατείες, θα προτιμούσα να χάσουμε». Ίσως η κοινωνική τάση που, απηυδισμένη από το σύνολο των καταπιέσεων που έχουν γαμήσει ολόκληρες ζωές, οικειοποιείται το μίσος ως κινητήριο δύναμη δράσης, να πρέπει να μελετήσει λιγάκι τον Μαλατέστα για να ξεδιαλύνει τις διαφορές ανάμεσα στον φετιχισμό της βίας και την απελευθερωτική δράση (που ίσως αναπόφευκτα να εμπεριέχει και βία, αλλά την αντιλαμβάνεται ως αναγκαίο κακό και όχι ως φαινόμενο που προκαλεί έκσταση). Σε κάθε περίπτωση, το συμπέρασμα βγαίνει αυτόματα: το Joker αναλύει εξόχως αποτελεσματικά την εποχή του.
Κανένα επιχείρημα δεν είναι ιδανικότερο για την ευστοχία του περιεχομένου του Joker, από το γεγονός ότι μια μικρογραφία της κοινωνίας που επιχειρεί να αποτυπώσει, αντανακλάται στις ατυχείς προσεγγίσεις για το περιεχόμενό του. Ζούμε στην εποχή του χάους, στις εποχές που δίκαια αντανακλαστικά απέναντι στην καταπίεση γεννάνε συμπεριφορές που τίποτα απελευθερωτικό δεν εμπεριέχουν: να τι λέει ξεκάθαρα το Joker, να γιατί ο εμβληματικός και διαβολικός κλόουν της ποπ κουλτούρας καταφέρνει και πάλι να γίνει talk of the town. Πιάνει ξανά το πνεύμα της εποχής μας, ο γαμημένος.
Social Links: