Συμπληρώνουμε σιγά σιγά 12 χρόνια οικονομικής κρίσης και 12 και πλέον μήνες πανδημίας. Ας συμφωνήσουμε για λόγους πρακτικούς πως στην πραγματικότητα δεν βγήκαμε από την οικονομική κρίση ουσιαστικά, ώστε να καταστεί δυνατόν να τεθούν κάποιες παρατηρήσεις τόσο πάνω στη συνθήκη της οικονομικής κρίσης, όσο και στο συνδυασμό αυτής με τη νέα πραγματικότητα της πανδημίας και το αποτύπωμα που αφήνει όλο αυτό στην κοινωνία.
Αυτή η οικονομική κρίση διαμόρφωσε μία και μισή τουλάχιστον γενιά, η οποία βιώνει τα παραγωγικά της χρόνια μέσα σε αυτήν. Άνθρωποι πιο καταρτισμένοι από ποτέ, με πτυχία και μεταπτυχιακά, με ξένες γλώσσες και πολλά ενδιαφέροντα, βρέθηκαν να αντιμετωπίζουν το δίλημμα μεταξύ της φυγής ή της ανεργίας (ή έστω της κακοπληρωμένης εργασίας).
Και πάνω σε αυτό το δίλημμα, μια ολόκληρη γενιά σκίστηκε στα δύο. Από τη μία, υπήρξαν αυτοί που επέλεξαν τον δρόμο του εξωτερικού, καθώς την πλάστιγγά τους βάρυνε η επαγγελματική επιτυχία, αποκατάσταση ή ολοκλήρωση, βρέθηκαν να ξεριζώνονται, συνειδητά ή όχι συνειδητά, μα σίγουρα αναπόφευκτα και να επιλέξουν να ξεκινήσουν μια ζωή μακριά από τις κοινωνικές τους συναναστροφές, τους συγγενείς, τις συνήθειες, τις γειτονιές που κρατάνε τις αναμνήσεις τους και που διαμόρφωσαν αυτό που είναι.
Από την άλλη, υπήρξαν αυτοί που καθηλώθηκαν εδώ, εναποθέτοντας τις όποιες ελπίδες τους, είτε στους συλλογικούς αγώνες, στην αλληλεγγύη και τον καλό καιρό, είτε στις γνωριμίες των γονιών τους και στις εύκαμπτες συνειδήσεις τους. Ή σε κάποιο θαύμα. Άνθρωποι που μεγάλωσαν ακούγοντας τον βαλκανικό απόηχο του αμερικάνικου ονείρου, πως δηλαδή αν προσπαθήσεις αρκετά θα τα καταφέρεις, βρέθηκαν παρά τις προσπάθειες, σε μια κατάσταση ανισορροπίας, που γέννησε μια παρατεταμένη ενήλικη παιδικότητα, στην οποία μόνο ολοκλήρωση δεν μπορεί να βρεθεί, καθώς αντικρίζεις τον κόσμο από το ύψος του βλέμματος ενός παιδιού. Ανολοκλήρωτοι επαγγελματικά, σε πλήρη εξάρτηση από τον μισθό τους, όπως πολύ κυνικά το έθεσε ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης, χωρίς τη δυνατότητα να σχεδιάσουν μια ζωή, να προγραμματίσουν τον επόμενο μήνα, με σχέσεις οικονομικής εξάρτησης από την πυρηνική οικογένεια, οι οποίες βοηθούν στην επιβίωση, αλλά καταπνίγουν κάθε προσπάθεια ενηλικίωσης πριν αυτή πάρει σάρκα.
Άνθρωποι αν-ολόκληροι και στις δυο περιπτώσεις, να κουβαλούν μια συλλογική μελαγχολία, τον πόνο του ξεριζωμένου και την ηττοπάθεια αυτού που δεν κατάφερε να εκπληρώσει το όνειρο για το οποίο τον προόριζαν (ή εκείνο που επιθυμούσε). Και μια άλλη, νεότερη γενιά, με τελείως διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά, που μόλις ενηλικιώνεται έχοντας ζήσει το πακέτο μνημόνια-φτώχεια-ανεργία των γονιών-ασφυξία για το μέλλον.
Κι εκεί, εμφανίζεται η πανδημία και η διαχείρισή της από το σύνολο της Δύσης που ξεκίνησε ως ρομαντικοποίηση της κατάστασης και ευκαιρία για συνάντηση με τον εαυτό μας, ως προνόμιο εν πολλοίς, και συνεχίστηκε με προσευχές αντί ενίσχυσης του ΕΣΎ, ανοίγοντας τη χώρα στους τουρίστες και κλείνοντάς μας στα σπίτια μας, στη μοναξιά, στην απομόνωση, στην αναστολή εργασίας ή στην ανεργία.
Είναι σαφής η επιλογή των δυτικών κρατών να προκρίνουν το οκτάωρο της εργασίας απέναντι στα άλλα δύο οκτάωρα από τα οποία αποτελείται η μέρα. Ο δημόσιος χώρος τίθεται υπό αίρεση, όπως υπό αίρεση τίθεται και ο προσωπικός χρόνος, αφού αυτός δεν διατίθεται σε δραστηριότητες και ανθρώπους της επιλογής του καθενός, υπό αίρεση, όπως η αυτοδιάθεση του καθενός, αφού όλα υπακούν σε μια σειρά περιορισμών.
Η ελληνική κυβέρνηση, την ίδια στιγμή, το πηγαίνει ένα βήμα πιο πέρα. Μια κυβέρνηση που εξελέγη το καλοκαίρι του 2019, με σκοπό ανάμεσα στα άλλα να απονομιμοποιήσει την αριστερά, σε ένα βαθμό τέτοιο, ώστε να μην υπάρξει ξανά το ενδεχόμενο μιας αριστερής κυβέρνησης για τη χώρα. Έναν χρόνο μετά το ξεκίνημα της πανδημίας στην Ελλάδα, η εργαλειοποίηση μιας «κατάστασης εξαίρεσης» οδηγεί στον περιορισμό των σημαντικότερων ανθρώπινων ελευθεριών και στην αμφισβήτηση –αν όχι ισοπέδωση– της δημοκρατίας. Απαγορεύσεις διαδηλώσεων, αστυνομία στα πανεπιστήμια, πρόστιμα, υπέρμετρη αστυνομική βία, αμφισβήτηση του συνέρχεσθαι, λογοκρισία στα σόσιαλ μίντια, το ενδεχόμενο του πρώτου νεκρού απεργού πείνας στην Ευρώπη, μετά από 40 και πλέον χρόνια. Μια κυβέρνηση που κυβερνάει εδώ και ένα και πλέον χρόνο με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, μια κυβέρνηση που έχει εργαλειοποιήσει την πανδημία με σκοπό να ισοπεδώσει οποιοδήποτε ιδεολογικό αλλά και πρακτικό εμπόδιο θα σταθεί ανάμεσα σε αυτή και στην ολοκλήρωση του προγράμματός της. Διαλογή των ανθρώπινων αναγκών σε σημαντικές και λιγότερο σημαντικές (το παράδειγμα του πολιτισμού), συντηρητικά νομοσχέδια που αφορούν το οικογενειακό δίκαιο, fake news, νέα σώματα καταστολής, ελεγχόμενα ΜΜΕ, νεοτραμπισμός και alt-right πολιτευτές οδηγούν σε μια επικίνδυνη διολίσθηση έξω από τα όρια του πολιτεύματος, σε ένα καθεστώς εκτάκτου ανάγκης που ακούγεται η μονοφωνία του κράτους ή η παντοδύναμη ισχύς των όπλων του. Μια κυβέρνηση η οποία αντιμετωπίζει την πανδημία ως χρυσή ευκαιρία και τους νεκρούς της ως απαραίτητα, ακόμα και ως επιθυμητά θύματα, για την εκπλήρωση των επιδιώξεών της.
Τα οποιαδήποτε κινήματα, τα οποιαδήποτε αντίθετα προτάγματα σε αυτόν τον επιχειρούμενο ολοκληρωτισμό, βρίσκονται ήδη μπροστά σε ένα αδιέξοδο το οποίο πρέπει να ξεπεράσουν. Η έμφαση που δίνεται στο οκτάωρο της –κακοκπληρωμένης, διαρκώς υπό αίρεση, αναντίστοιχης των προσόντων μας– εργασίας, δημιουργεί ένα συνεχές αίσθημα αναλωσιμότητας. Οι οριζόντιες, χονδροειδείς λύσεις που έχουν δοθεί «για τον έλεγχο της πανδημίας», προσβάλλουν σε πολλά σημεία τον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης. Το ζήτημα της Δημοκρατίας είναι θεμελιώδες, η συνεχής αίσθηση πως η Δικαιοσύνη δεν αποδίδεται ή πως αποδίδεται με ταξικό, έμφυλο ή οποιοδήποτε άλλο πρόσημο είναι διαλυτική. Όταν πλέον τίθεται υπό αμφισβήτηση ολόκληρο το εικοσιτετράωρο μας, κρίνεται αναγκαίο να ενσωματωθούν στις αναλύσεις και στις πρακτικές μας, ξανά από την αρχή, τόσο το ζήτημα του δημόσιου χώρου, όσο και αυτά της αυτοδιάθεσης του ανθρώπου, αλλά και του προσωπικού χρόνου. Χρειάζεται να καταβληθεί περισσότερος κόπος και κυρίως να υπάρξει ικανή θέληση προκειμένου να δοθούν πιο σύνθετες λύσεις, ώστε να επαναοικειοποιηθούμε όσα έχουμε απολέσει, ατομικά και συλλογικά, προκειμένου να επικοινωνήσουμε και να διαπραγματευτούμε εκ νέου τη συνθήκη της ζωής μας.
Οι άνθρωποι υπακούν σε έναν τρόπο ζωής ο οποίος κατακτήθηκε με αίμα έναν αιώνα πριν, που ενώ μοιάζει ήδη ξεπερασμένος και απάνθρωπος, ακόμα και αυτός, δείχνει να αμφισβητείται συνολικά και από τα πάνω. Έχει έρθει η ώρα να τεθούν στο τραπέζι σύγχρονα προτάγματα, που αφορούν τους εργαζομένους του σήμερα, τους ανθρώπους του σήμερα από τους ανθρώπους του σήμερα, με άλλες ανάγκες, με άλλες αναζητήσεις. Είναι κρίσιμο και αναγκαίο, ώστε η συλλογική οργή της νέας γενιάς, να μετατραπεί σε κάτι που θα ωθήσει την ανθρωπότητα προς τα μπρος, είναι κρίσιμο και αναγκαίο, ώστε να μην καταπιεί τη γενιά μου η μαύρη τρύπα μιας συλλογικής αυτολύπησης που της φόρτωσαν, χωρίς καθόλου να της αξίζει.
Social Links: