Δημήτρης Τζάνογλος, Στον Ιστό
εκδόσεις Κυψέλη
σελ. 104
Αθήνα, 2020
Η ρομαντικοποίηση της βαλκανικής μητρόπολης των Αθηνών, έχει αποτελέσει θεματικό και αφηγηματικό άξονα πλειόνων αφηγήσεων μυθοπλασίας, μουσικών κομματιών και λοιπών Μέσων. Η σκληρότητα του αστικού περιβάλλοντος στον ύστερο καπιταλισμό, το τελευταίο προπύργιο ομφαλοσκόπησης, ενώ έξω από τα αστικά τείχη η ζωή είναι Αλλού, συνεχίζει να εμπνέει, από τη στροφή της χιλιετίας και μετά, πολλούς συγγραφείς που είναι τέκνα τρίτης γενιάς μετά τη μαζική αστικοποίηση που έλαβε χώρα στην Ελλάδα από τη δεκαετία του ‘60 και έπειτα.
Δεν είναι λοιπόν μεγάλο άλμα να πούμε πως το λογοτεχνικό ρεύμα του αθηναϊκού – αστικού μυθιστορήματος (γεννημένο από τη πένα του Ξενόπουλου και του Μαρή αρχικά) έχει λάβει όχι μόνον σάρκα και οστά, αλλά έχει διαμορφώσει λογοτεχνικές συνειδήσεις, έχει τα δικά του μοτίβα, κλισέ, επαναλαμβανόμενα σκηνικά και βέβαια είναι ο γεωγραφικός τόπος όπου λαμβάνει χώρα η δράση, και κερδίζει, καταρχήν, το ενδιαφέρον της αστυνομικής λογοτεχνίας.
Έρχεται σε αυτό το σημείο η λογοτεχνική προσπάθεια και το δεύτερο εκδοτικό εγχείρημα των Εκδόσεων Κυψέλη, η συλλογή διηγημάτων του Δημήτρη Τζάνογλου, με τίτλο “Στον Ιστό”, αποτελούμενη από 18 ιστορίες “ωμού αστικού ρεαλισμού”, όπως διαβάζουμε στην παρουσίαση του βιβλίου. Οι ιστορίες δεν υπερβαίνουν κατά μέσο όρο τις 5-6 σελίδες και αυτό είναι ένα πρώτο δείγμα του συνολικού εγχειρήματος.
Το πρωτόλειο αυτό έργο αποτελεί εμφανώς ένα απόσταγμα σκέψεων και συναισθημάτων που εκπηγάζουν τόσο από την παρατήρηση του αστικού περιβάλλοντος του συγγραφέα, όσο και από το σύνολο των συναισθηματικών προσλήψεών του. Είναι σαφές πως ο ίδιος ως κάτοικος και εργαζόμενος στο κέντρο της Αθήνας, έχει αποκτήσει ένα σύνολο οπτικών ερεθισμάτων και συναισθημάτων, άπαντα άρρηκτα συνδεδεμένα με την αστική φαινομενολογία. Όλα τα στησίματα των ιστοριών αποτελούν γνώριμες εικόνες για τον Αθηναίο αναγνώστη, πράγμα που λειτουργεί διττά: το γνώριμο περιβάλλον καθιστά τον αναγνώστη συνεργό της αφήγησης αμέσως, υπό την έννοια ότι αμέσως αντιλαμβάνεται το περιβάλλον, τα πρόσωπα που κυκλοφορούν στις ιστορίες ως οπτικούς σχηματισμούς, ως στερεότυπα και οχήματα κοινωνικών ιδεών και προκαταλήψεων. Από την άλλη, η αφήγηση του Τζάνογλου “σκοντάφτει” σε ένα από τα πιο συνηθισμένα σημεία για τους νεογνούς συγγραφείς. Τον εαυτό τους.
Πολλές ιστορίες μοιάζουν βιογραφικές, σαν προβολές γοητευτικών εικόνων και αναπαραστάσεων, χωρίς αυτό να τις καθιστά αυτομάτως αυθεντικές στο πλαίσιο μιας μυθοπλαστικής αφήγησης. Τούτο δεν συνεπάγεται ότι ασκείται ένας παραδοξολογικός ψόγος (γιατί δεν είναι αληθινές οι ιστορίες του του συγγραφέα που γράφει μυθοπλασία;), αλλά μάλλον, μια οριοθέτηση σχετικά με το κατά πόσο είναι δυνατόν να αφηγείται κάποιος μια ιστορία ως συλλογικό βίωμα, αλλά χωρίς το περιεχόμενο να αρκεί για να δικαιολογήσει το gravitas του συλλογικού βιώματος. Παρατηρήσεις περιβάλλοντος που προκαλούν συναισθήματα σε έναν αόριστο αριθμό ανθρώπων και κυρίως στους παροικούντες την αφηγηματική -κατά Τζάνογλο- Ιερουσαλήμ, το κέντρο δηλαδή των Αθηνών, αλλά πάσχουν να υποστηρίξουν κάτι παραπάνω από την ίδια την αναπαράσταση. Μια φωτογραφία λουλουδιού μπορεί να απεικονίζει ένα όμορφο λουλούδι, παραμένει ωστόσο απλώς μια φωτογραφία ενός λουλουδιού.
Ωστόσο υπάρχουν πραγματικά ξεχωριστές ιδέες και διηγήματα στη συλλογή, όπως είναι η Πεταλούδα. Καφκίζει, με την καλύτερη δυνατή έννοια και έχει μια δηλητηριώδη κωμική οπτική πάνω στη μισθωτή εργασία, τον κοινωνικό ρόλο του μεσαίου στελέχους στην διεθνή βιομηχανική παραγωγή και το ίδιο το σπίτι, τη ταυτότητα του ανδρός, κυρίαρχου στη πατριαρχική πυρηνική οικογένεια και παράλληλα του πόσο μη αναγκαίο και αναλώσιμο είναι το άτομο – μονάδα, στην εργασιακή αγορά. Ο κύκλος της ζωής είναι μια ευθεία γραμμή παραγωγής στο οποίο ο θάνατος είναι ο ελεγκτής ποιότητας και ο χειριστής του μοχλού που ρυθμίζει τη γραμμή αυτή.
Η άλλη αξιοπρόσεκτη και αξιοθαύμαστη ιστορία είναι το Ημιυπόγειο. Μια ιστορία που μην έχοντας το wubalubadubdub – ούτως ειπείν – χιούμορ της Πεταλούδας, επιτυγχάνει να διασκεδάσει το κοινό πάλι με τη συνταγή της προηγούμενης ιστορίας, τη κυκλική παραδοξολογία η οποία περισσότερη από τη πλοκή και τη δράση, παρά από τις ατάκες, καταφέρνει να προκαλέσει ένα μειδίαμα, ίσως έκπληξης, ίσως διασκέδασης.
Στις υπόλοιπες ιστορίες του Τζάνογλου συναντώνται μοτίβα όπως ο θάνατος ως προσωπικό βίωμα, οι διαπροσωπικές σχέσεις, ο έρωτας, ο τοξικός ανδρισμός ως δημόσιος κίνδυνος, οι ταξικές διαφορές και η ανθρώπινη εν τέλει κατάσταση και αξιοπρέπεια. Ο Ιστός ομως έχει απλωθεί και κινδυνεύει η συνεκτικότητα και η ισορροπία του. Τούτο συμβαίνει, διότι η ορμή του νεοφώτιστου συγγραφέα να πει πολλά και διάφορα, να γεμίσει σελίδες και να γράψει, να γράψει, να διαβαστεί και να ακουστεί, τον κάνει να παραδεί το γεγονός ότι έχει πεπερασμένη ποσότητα μεταξιού αράχνης στις φλέβες του. Επομένως τα θέματα ανακύπτουν άνισα γιατί ιδίως ο νεαρός συγγραφέας πάσχει να ζυγίσει το υλικό του και να αποκαλύψει (πρώτα από όλα στον εαυτό του) τα πραγματικά θέματα που τον απασχολούν περισσότερο, απασχολούμενος και επεξεργαζόμενος αυτά, αλλά ορμάει ως στο πεδίο της ανάγνωσης άνευ ετέρου.
Φυσικά αυτή η κατάσταση ευνοείται και από το διπλό κίνδυνο μιας συλλογής διηγημάτων ιδίως για το νέο συγγραφέα: Η μικρή φόρμα της κάθε ιστορίας δημιουργεί τη ψευδαίσθηση της “ευκολίας του είδους” (το αντίθετο, ο μικρότερος χώρος έκφρασης συνεπάγεται μεγάλη ικανότητα αφαίρεσης, ώστε τα ουσιώδη, νοήματα και συναισθήματα, να μεταφερθούν όσο πιο καθαρά γίνεται σε συντομότερο πεδίο λέξεων και σελίδων) και οι πολλαπλές ιστορίες που μπορούν να ενταχθούν σε ένα κείμενο σημαίνει ότι πρέπει ή μπορεί να αναδειχθεί μια θεματική ποικιλία σχετικά με όσα απασχολούν τον συγγραφέα. Ή αν ο ίδιος το θεωρεί ότι όλα αυτά τον απασχολούν, οφείλει να δώσει τη δέουσα προσοχή σε όλα. Όχι από άποψη επιμέλειας και ιδεών, αλλά από άποψη εσωτερικής προσοχής, του ιδίου προς τον εαυτό του και τις ατομικές προσδοκίες για το τι θέλει να γράψει.
Εν κατακλείδι, η ψυχοσύνθεση του νέου συγγραφέα και δήθεν συμβουλές προς αυτόν είναι ένα προσφιλές θέμα συζήτησης που μπορεί να αναχθεί στο άπειρο και ακόμα παρά πέρα (είναι δε και ένα πολύ διαδεδομένο πεδίο παροχής συμβουλών επ’ αμοιβή από πιο έμπειρους στο χώρο, παγκοσμίως). Το ερώτημα είναι ένα επί της ουσίας. Αξίζει να διαβαστεί; Η απάντηση είναι βεβαίως. Η υποστήριξη των πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων ένα καθήκον για τους ρέκτες του πεζού λόγου, ιδίως αν στο πρωτόλειο έργο τους μπορεί κανείς να διακρίνει ίχνη μιας καλής πένας που στο μέλλον μπορεί να προσφέρει ακόμη πιο αξιόλογα κείμενα.
Social Links: