Το κείμενο αναρτάται με αφορμή την προβολή της ταινίας από τον Alpha στις 31/3.
Το νέο δοκίμιο του Nick Hornby για το τι θα συνέβαινε σε ένα sequel του γνωστού του έργου High Fidelity έχει πολλές προβληματικές. Καταρχήν πρόκειται για ένα συντηρητικό κείμενο, χωρίς καν ενδεχομένως αυτό να γίνεται αντιληπτό ούτε από τον ίδιο τον συγγραφέα, αλλά ούτε και από το κοινό του, αφού αυτός ο συντηρητισμός φέρει τον μανδύα της νοσταλγίας. Τι επιχειρεί να κάνει ο Ηοrnby με αυτό το δοκίμιο; Ξεκινάει κριτικά απέναντι στον εαυτό του ως κοινωνικό ρόλο, ως φορέα ενός συγκεκριμένου πολιτισμικού συνόλου και ως δημιουργού που εκφράζει αυτό το σύνολο. Αφού το κάνει αυτό με επιφανειακούς όρους, περνάει σε αντίφαση και χρησιμοποιεί την αυτοκριτική ως ρητορικό εργαλείο για να αποδείξει στη συνέχεια ότι δυστυχώς όμως «με χρειάζεστε ακόμα». Το ατυχές είναι ότι δεν κατορθώνει να το αποδείξει σε κανένα επίπεδο.
Σε μια cornucopia από κλισέ και ασύνδετες συνδέσεις, όπως πωλήσεις δίσκων και του βιβλίου του, ο Hornby ισχυρίζεται πως έχουμε ακόμα ανάγκη τον δίσκο και το δισκάδικο της γειτονιάς. Και σε αυτό εγώ είμαι απόλυτα σύμφωνος μαζί του. Αγοράζω βινύλια και στηρίζω το δισκάδικο της γειτονιάς. Συμφωνώ όχι μόνο προσωπικά, τελετουργικά, ως μουσικόφιλος, αλλά και ιδεολογικά. Γιατί το 12ιντσο και η αγορά του από το δισκάδικο συνιστούν κοινωνικοποίηση. Η ανταλλαγή απόψεων, το πείραγμα, ακόμα και ο σνομπισμός συνιστούν κοινωνικό γεγονός. Η μουσική, από κάτι πολύ προσωπικό που υποτίθεται σήμερα συνδέεται με την εικόνα «ακουστικά-τραίνο-αποκοπή από το περιβάλλον», γίνεται και πάλι κοινωνική, ακόμα και στην αγορά της. Κι από οικονομική βάση ακόμα να το εξετάσεις, τα shops around the corner (όπως και η ταινία της Nora Ephron) είναι προτιμότερα από τις πολυεθνικές.
Όμως ο Hornby δεν το θέτει καθόλου σε αυτή τη βάση. Ξεχωρίζει τον πιο ανεπαρκή χαρακτήρα του βιβλίου του, τον Rob, και στη βάση του ελιτισμού (και ουχί του εκλεκτισμού), που δεν είναι τίποτα άλλο από μια μορφή εξουσίας, λέει, χρειαζόμαστε πίσω τον εξουσιαστή που θα ΟΡΙΣΕΙ τι πρέπει να ακούμε, πώς και πότε. Αυτό το τυλίγει σε αντιδραστική ρετρολαγνεία, τεχνοφοβία εν μέρει και νοσταλγία, αλλά το μεγάλο του λάθος, είναι ότι το ίδιο το High Fidelity είναι μια κριτική στον ήρωα και το σύμπαν του. Ήταν αυτός ο χαρακτήρας του που τον οδήγησε σε επαγγελματική και προσωπική αποτυχία και ήταν η κοινωνικοποίησή του (με την βοήθεια της συντρόφου του) που τον έκανε να σταθεί και πάλι στα πόδια του. Το High Fidelity φλερτάρει με τους «ακαδημαϊκούς της μουσικής», τους ελιτιστές και το μυστηριακό περίβλημά τους, όμως δεν τους συνιστά. Δεν είναι η πρόταση, είναι η θέση που περιμένει την αντίθεση για να φτάσει στην σύνθεση. Η σύνθεση έρχεται όταν δημιουργείται και το label του Rob. Όταν αποφασίζει να επικοινωνήσει με την νέα γενιά και να την προβάλλει στον κόσμο του.
Ένα sequel που θα εξαϋλώνει όλα αυτά και θα μένει μόνο στον ελιτισμό και την επιφάνεια του φετιχισμού των μουσικόφιλων, είναι σίγουρα αχρείαστο και πλήρως αντιθετικό με το High Fidelity. Σήμερα πρέπει να βρούμε νέους δρόμους για να συνεχίσει η μουσική να ζει, να κοινωνικοποιεί, να ενώνει τους ανθρώπους, να καταναλώνεται αλλά και να βιώνεται και να δημιουργείται. Να προωθείται. Το να αγοράσουμε βινύλια και να στηρίξουμε τα μαγαζιά της γειτονιάς, δεν αρκεί. Εξάλλου οι λάτρες και οι φετιχιστές, πάντα αυτό κάναμε. Τι χρειαζόμαστε; Την ανανεωτική οπτική του Steve Albini που μας έδειξε πρόσφατα με μια ομιλία του πως το ίντερνετ μπορεί να γίνει όπλο των δημιουργών κόντρα στα αφεντικά.
Social Links: