Αισθάνθηκε μια όαση λίγο πιο κάτω. Κάπου ανάμεσα στους αντικατοπτρισμούς του χθες του και λίγο πιο κοντά στο μεθαύριό του. Ήξερε, άλλα δεν ήταν και σίγουρος ότι όλο αυτό κάπου θα οδηγούσε. Μπορεί και πουθενά, είχε μάθει πια ότι όταν περίμενε δεν είχε τίποτα, και όταν δεν περίμενε τίποτα, όλα και κάτι χτύπαγε την πόρτα. Ανασηκώθηκε λοιπόν κάπως απότομα όταν ένα δειλό χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα.Η πόρτα δεν ήταν κανονική. Η ψυχοπόρτα ήταν, κλειστή και δεν σήκωνε τίποτα. Μήτε αντιδρούσε, μήτε ασχολιόταν. Οι εμπαιγμοί και οι ψίθυροι δεν είχαν τόπο εκεί μέσα. Είχαν κλειστεί όλα και σφραγιστεί ερμητικά μέσα σε εκείνο το δωμάτιο, σαν μια αποθήκη κάποιου ξεχασμένου πολέμου. Και θα παρέμενε έτσι μέχρι να την ξανανοίξει μόνος του, ή να πάρει οδηγία από κάπου αλλού. Δίστασε αρκετά να συρθεί μέχρι το πόμολο. Η κυκλική ματαιότητα που είχε συνηθίζει να ζει τον είχε φέρει πεπεισμένο πλέον ότι όλα θα κάνουν και θα έκαναν για πάντα αυτόν τον δύστροπο κύκλο της γενικής ευεξίας, που στο τέλος δίνει πάντα χώρο και φινάλε στην ολίσθηση.
Είναι αρκετά εφιαλτικό έως και άρρωστο σκεφτόταν, ο τρόπος που το αντιλαμβάνομαι. Γιατί άμα ισχύει αυτό τότε είμαστε όλοι πιασμένοι σε αυτό το κυκλικό ψέμα χωρίς αίσθηση διαφυγής; Η μέρα της ψυχικής μαρμότας; Και αν ισχύει αυτό, πού ήταν εκείνα τα ωραία χάπυ εντ που είχε διαβάσει, είχε δει, και δεν είχε ζήσει ποτέ;
Υπό αυτήν την οπτική γωνία λοιπόν, και περίεργος για το τι θα αντιμετωπίσει, άνοιξε την πόρτα. Γύρισε τρεις φορές την κλειδαριά και ετοιμάστηκε για τα χειρότερα. Μέσα στον χλωμό ουρανό και κάτω στον δρόμο διαχεόταν ένα αρρωστημένο χρώμα ώχρας, αντίκριζε όλα αυτά που τον πείραξαν κάποτε να του χαμογελούν σαρδόνια και εφιαλτικά. Όλα ήταν εκεί. Αστραπιαία το μυαλό του γύρισε. Τα κόκκινα έσπασαν στα σίγουρα τα λαμπάκια τους και ξεχύθηκε μανιασμένα και ασυγκράτητα στον δρόμο. Τα σύννεφα μαύριζαν επικίνδυνα και όλα τα φαντάσματα ήταν εκεί και έρχονταν καταπάνω του. Δεν μπόρεσε να κρατηθεί και άρπαξε το φυλαχτό μαχαίρι που είχε κρυμμένο στον λαιμό του. Δεν ήταν κάτι μεγάλο ή τρομερό, αλλά η μανία του δεν έλεγε να κοπάσει με τίποτα καθώς αντίκριζε όλα αυτά που δεν ήθελε να ξαναδεί.
Το μαχαίρι έπεσε με ορμή στο πρώτο φάντασμα και την ίδια στιγμή φανταχτερό αίμα έπεσε στα χέρια του. Προσπάθησε και βρήκε μια καλή γωνιά ώστε να μπορέσει να κατανοήσει τον τρόπο επίθεσής του. Σάπια σιχαμένα φαντάσματα επέστρεφαν, κραδαίνοντας τα ψέματά τους χαραγμένα πάνω τους. Η αηδία του έγινε ακόμα πιο μεγάλη και το πείσμα του πιο γενναίο. Άρχισε να ξεπαστρέφει όλη αυτή την αέναη μάζα δυστυχίας με μεγάλη χαρά. Ξεκοίλιασε και έκοψε κεφάλια. Λούστηκε στο αίμα, αλλά δεν τον ένοιαξε στιγμή. Ή τώρα ή ποτέ, σκέφτηκε. Με απογοητεύσατε, ούρλιαζε, με απογοητεύσατε, ενώ περνούσε το μαχαίρι πάνω από έναν ακόμα λαιμό. Η μανία είχε κυριεύσει σώμα και ψυχή, ώστε αισθήματα ανθρώπινα να μην μπορούσαν να περάσουν στους νευρώνες του εγκεφάλου του.
Για λίγη ώρα έψαχνε να βρει την ανάσα του καθώς η μεγάλη μάχη τον εξουθένωσε. Προσπαθούσε να ενώσει το παζλ που, μέχρι πριν λίγο, κατακρεούργησε ασταμάτητα και με μεγάλη μανία. Το αίμα από τα φαντάσματα είχε βάψει το κορμί του από πάνω μέχρι κάτω. Παγωμένο πλέον και ανήμπορο να βλάψει, απλά έσταζε και πότιζε τον δρόμο. Κατάκοπος και ετοιμόρροπος παρακολουθούσε τα πτώματα των φαντασμάτων να αρχίζουν να αποσυντίθενται σιγά σιγά, με ένα παράξενο τρίξιμο, λες και έβγαινε η τελική οσμή τους μέσα από τα παράξενα και σχεδόν άυλα κουφάρια τους.
Άξαφνα και χωρίς να το πάρει χαμπάρι, οι οσμές άρχισαν να ενώνονται μεταξύ τους, σαν το κεφάλι ενός λύκου-φαντάσματος να σχηματιζόταν. Ίσως ήταν η φαντασία του αλλά άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι αυτό το κεφάλι λύκου ψιλομεγάλωνε επιθετικά. Άρχισε να φρικάρει στην ιδέα ότι συνεχίζεται κάτι τέτοιο τόσο φρικιαστικό. Σηκώθηκε και άρχισε να τρέχει προς την ψυχοπόρτα. Του φάνηκε ότι τον ακολουθούσε αυτός ο εφιαλτικός κόκκινος λύκος, σχεδόν ύπουλα 3 μέτρα πάνω από το κεφάλι του. Θα μπορούσε να τον σφάξει άραγε και αυτόν; Με μια αίσθηση φρίκης παρατήρησε ότι η ψυχοπόρτα είχε κλείσει από μέσα. Αν είναι δυνατόν, σκέφτηκε. Είναι δική μου η πόρτα αυτή. Εγώ έχω τα κλειδιά. Και τότε κατάλαβε. Ο ίδιος του ο εαυτός τον άφησε να περάσει έξω, αλλά δεν του άνοιγε τώρα πλέον λόγω του κατορθώματός του. Ένας σπαραχτικός λυγμός άρχισε να κυριεύει τις φωνητικές του χορδές, μα μιλιά δεν έβγαινε. Αισθάνθηκε μια απότομη αλλαγή θερμοκρασίας που του πάγωσε την ύπαρξη. Τόσο παγωμένος δεν είχε αισθανθεί ποτέ. Προσπάθησε πάλι να ανοίξει την πόρτα αλλά ήταν τόσο δυνατά και ερμητικά κλειστή, που έβλεπε ότι ήταν εντελώς ανώφελο να κάνει οτιδήποτε. Δηλητηριώδεις ουσίες έπεφταν πάνω του από το κόκκινο κεφάλι του λύκου, που ήταν μισό μέτρο πάνω από το κεφάλι του. Έκλεισε τα μάτια του σε μια τελευταία προσπάθεια να κρατηθεί στα λογικά του. Ένα θλιβερό ξυπνητήρι τον ξύπνησε από τον λήθαργο. Η ώρα ήταν 8 και έπρεπε να ετοιμαστεί να πάει για δουλειά.
Social Links: