Η Αμερικανίδα πράκτορας των Μυστικών Υπηρεσιών, Amanda Waller, έχει αποφασίσει πως μόνο μια μυστικά συναρμολογημένη ομάδα από ετερόκλητους εγκληματίες που δεν έχουν τίποτα να χάσουν είναι αυτό που χρειάζεται. Όμως όταν θα συνειδητοποιήσουν πως δεν επιλέχθηκαν για να επιτύχουν, αλλά εξαιτίας της εξόφθαλμης ενοχής τους, όταν τελικά θα αποτύχουν, μένει να δούμε πώς θα αντιδράσουν. Θα λειτουργήσουν ως η Ομάδα Αυτοκτονίας, έτοιμοι να πεθάνουν προκειμένου να επιτύχουν ή θα αποφασίσουν, να πορευτούν ο καθένας για τον εαυτό του;
Το θεμελιώδες πρόβλημα του κινηματογραφικού σύμπαντος της DC είναι η απουσία ταυτότητας και κατεύθυνσης. Οι ταινίες της πελαγοδρομούν ανάμεσα στην έλλειψη πραγματικού ενδιαφέροντος για τους χαρακτήρες και σε ένα στήσιμο της πλοκής ώστε η αφήγηση να οδηγεί σε μεγάλες σκηνές, ξεχαρβαλώνοντας την δομή της ταινίας. O David Ayer αποφεύγει το κυνήγι των «μεγάλων σκηνών» αλλά εγκλωβίζεται στον διφορούμενο τόνο που αποπνέει το τελικό προϊόν. Με λίγα λόγια, η ταινία δεν είναι τόσο κακή, όσο το Batman εναντίον Superman: Η Αυγή της Δικαιοσύνης, αλλά κάτι χειρότερο: είναι αδιάφορη.
Η μετριότητα της ταινίας αντικατοπτρίζεται στην ερμηνεία του Jared Leto ως Joker. Με πιο πολλά στοιχεία που προσιδιάζουν στην Μάσκα του Jim Carrey παρά στους προκάτοχους του –Jack Nicholson, Heath Ledger– και με χρόνο προβολής αντιστρόφως ανάλογο απ’ ό,τι ήθελε η προώθηση της ταινίας να πιστέψουμε, ο χαρακτήρας του Leto βουλιάζει στην αφήγηση προσφέροντας κάποιες στιγμές έντασης σχεδόν αποκλειστικά στον άξονα της κατασκευής της ιστορίας προέλευσης της Harley Quinn και στην αλληλοεξαρτώμενη, στα όρια της ψύχωσης και της παράνοιας, ιστορίας αγάπης μεταξύ των δύο.
Η ξεκάθαρη τοποθέτηση της Harley Quinn και του Deadshot πιο πάνω από την υπόλοιπη Task Force X καθιστά τους υπόλοιπους εγκληματίες μονοδιάστατους και αδιάφορους αφηγηματικά. Η Margot Robbie, ως white trash εκδοχή της ξελογιασμένης πρώην ψυχιάτρου και νυν έτερου ήμισυ του Joker, ανταποκρίνεται ερμηνευτικά, ενώ ο Will Smith, ως επαγγελματίας εκτελεστής και πατέρας, δίνει αυτό που συνήθως περιμένουμε απ’ αυτόν.
Το άλλο σοβαρό πρόβλημα της ταινίας είναι σεναριακό. Οι χαρακτήρες πιο συχνά λένε ότι «είμαστε τα κακά παιδιά», παρά το δείχνουν. Η σεναριακή προσέγγιση είναι εξαιρετικά ασφαλής για μια ιστορία μάζωξης κακών τύπων που πρέπει να κάνουν καλό, ενώ τα κίνητρα που καθοδηγούν τους χαρακτήρες δεν είναι πειστικά –πλην του Deadshot, που παρακινείται από την αγάπη για την κόρη του και του Diablo. Οι υπόλοιποι δεν πείθονται να ακολουθήσουν την αποστολή εξόντωσης ενός σχετικά αδιάφορου villain μόνο και μόνο με την υπόσχεση μείωσης της ποινής τους.
Η επιφανειακή ερμηνευτική προσέγγιση της χρησιμοποίησης των κακοποιών από την κυβέρνηση για τις βρόμικες δουλειές και της φόρτωσης της ενδεχόμενης αποτυχίας σ’ αυτούς αποκαλύπτει μια κοινωνική διάσταση του φιλμ, που αντιδιαστέλλει τις συνωμοσίες των εντεταλμένων οργάνων προστασίας του κοινωνικού συνόλου με τους δεσμούς φιλίας και εμπιστοσύνης που μπορούν να αναπτυχθούν ανάμεσα σε κακοποιούς, οι οποίοι διακινδυνεύουν την ζωή τους για τους καλούς, με την τράπουλα να είναι σημαδεμένη και το παιχνίδι στημένο εξαρχής. Όμως, αυτή η προσπάθεια υποσκάπτεται από το μέτριο μοντάζ και τον αλλοπρόσαλλο τόνο της ταινίας. Θα μπορούσε να θυμίζει μια καλή υπερηρωική προσθήκη στο είδος που υπηρετούν καταπληκτικά ο Quentin Tarantino και ο Guy Ritchie, αν δεν ήταν η τελευταία αποτυχία της DC μέχρι την επόμενη.
Social Links: