Remember when our culture wasn’t hamstrung by a tendency towards wistful self-reflection?
Man, those were the days.
Η παραπάνω φράση, παρμένη από ένα πολύ καλογραμμένο άρθρο στον Guardian, συνοψίζει απόλυτα τη σύγχυση που επικρατεί στα μυαλά όσων προσπαθούν να περιγράψουν το τσουνάμι νοσταλγίας που κυριαρχεί στην ποπ κουλτούρα τα τελευταία χρόνια –συμπεριλαμβανομένου και του γράφοντος. Πώς μιλάει κανείς για αυτή την απίστευτη μανία αναβίωσης των πάντων; Πώς τοποθετείται; Την κρίνει ως αντιπαραγωγική γιατί μας εμποδίζει να παραγάγουμε κάτι πραγματικά νέο; Την επιδοκιμάζει γιατί μας είναι αναγκαία ως καταφύγιο; Παρατάσσει πολλά ερωτήματα στη σειρά αποφεύγοντας να απαντήσει γιατί όλο αυτό το νοσταλγικό νέφος θολώνει την κρίση;
Αν έπρεπε να περιγράψω σε λίγες κουβέντες την ελληνική νοστολαγνεία™ εστιάζοντας στο 2016, θα ζωγράφιζα έναν καναπέ όπου θα καθόταν ο Ανδρέας Παπανδρέου βλέποντας στην τηλεόραση Stranger Things. Τόσο το περιεχόμενο της παραπάνω εικόνας, όσο και το χρονολογικό mindfuck που δημιουργεί είναι ενδεικτικά του παρόντος σημείου στο timeline της νοσταλαγνείας μας. Το οποίο σημαίνει ότι μπορούμε να αρχίσουμε να νοσταλγούμε την ίδια μας τη νοσταλγία, ή, σε ακόμα ανώτερο επίπεδο, να νοσταλγούμε την ίδια μας τη νοσταλογνεία. Ο Christopher Nolan έχει ήδη αγοράσει τα δικαιώματα γι’ αυτή την ιδέα, αν και του κόστισε αρκετά.
Σε διεθνές επίπεδο, οι κριτικές απέναντι στη νοστολαγνεία εντοπίζονται εύκολα εδώ και τουλάχιστον 5 χρόνια. Όπως σε κάθε πολιτισμικό φαινόμενο, έτσι και στην έκρηξη νοσταλγίας είναι αδύνατο να εντοπίσει κανείς μια σαφή αρχή. Ειδικά όταν πρόκειται για μια νοητική κατάσταση τόσο διαδεδομένη, τόσο προφανή και τόσο αυτονόητη όσο η νοσταλγία, το να δοκιμάσει κανείς να την χαρτογραφήσει είναι απλά απελπιστικό. Η αντιμετώπιση της νοσταλγίας έχει περάσει από πολλές φάσεις, από τα πρώτα στάδια κατά τα οποία θεωρήθηκε ως ασθένεια μέχρι σήμερα όπου είναι μάλλον η χαρακτηριστικότερη τάση της ποπ κουλτούρας: αναβιώσεις, αναπαραστάσεις, επαναφορά παλιών franchises, ειρωνικές χρήσεις της, μετα-ειρωνικές χρήσεις της και τόσα άλλα, που ξεπετάγονται παντού –από τον κινηματογράφο και τη μουσική μέχρι τα βιντεοπαιχνίδια και την καθημερινή ροή των σόσιαλ μύδια. Ο μόνος τρόπος να βγάλει κανείς άκρη σε αυτό το συνεχές είναι να προσπαθήσει να χωρίσει τη νοστολαγνεία σε θέματα χωρίς να χάνει τη γενική εικόνα και να αναζητήσει τι πράγμα νοσταλγούμε και σε ποιον απευθύνεται όλη αυτή η διαδικασία. Συνεπώς, ως αρχή του αφιερώματός μας στη νοστολαγνεία θα περιοριστώ σε ένα μόνο χειροπιαστό παράδειγμα.
Έχω κάνει ήδη δύο προσπάθειες να χαρτογραφήσω κάπως το φαινόμενο, εστιάζοντας σε δύο διαφορετικές περιοχές και βγάζοντας περίπου το ίδιο συμπέρασμα: αφενός, η υπερπληθώρα υπερηρωικών ταινιών και αφετέρου η έκρηξη του Pokémon Go φαίνεται να στοχεύουν κυρίως στο ίδιο κοινό και με την ίδια λογική. Και τα δύο είδη προϊόντων πακετάρουν τη νοσταλγία μας (δηλαδή των περίφημων millennials) και μας την πουλάνε, καθώς είμαστε αρκετά μεγάλοι ώστε να έχουμε κάτι να νοσταλγήσουμε και αρκετά νέοι ώστε να μπορεί μια ανθούσα βιομηχανία να στηριχτεί πάνω μας.
Αυτές οι περιπτώσεις, όμως, είναι οι πιο σαφείς και εύκολες στο να εξηγηθούν: όταν κυνηγάς Πόκεμον κυνηγάς ένα φάντασμα του εξιδανικευμένου προσωπικού σου παρελθόντος. Τι γίνεται όμως όταν νοσταλγείς πράγματα που δεν έχεις ζήσει; Τι γίνεται όταν μια γενιά της οποίας οι πολιτικές αναμνήσεις δεν ξεκινούν πριν τις αρχές της δεκαετίας του 2000 νοσταλγεί την πρώτη τετραετία του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία ενώ ταυτόχρονα νοσταλγεί και το παγωτό-πατούσα;
Η cult-οποίηση του ΠΑΣΟΚ που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια είναι με διαφορά το πιο ενδιαφέρον παράδειγμα της νοστολαγνείας. Η σελίδα «Παλαιό ΠΑΣΟΚ- Το Ορθόδοξο» (που υπάρχει από το 2014) έχει περισσότερα λάικς από τη σελίδα του κανονικού ΠΑΣΟΚ στο ΦΒ, σε έναν θρίαμβο του μεταμοντερνισμού που μας κάνει να αμφισβητούμε ποιο ΠΑΣΟΚ είναι το κανονικό –το κόμμα ή η αναπαράσταση που έχουμε όλοι στο μυαλό μας γι’ αυτό; Η σελίδα αυτή διοργάνωσε και πάρτι, όπου η δημοφιλής λογική του trash (ναι, το ξέρω ότι κι εμείς παίζουμε και τέτοια μουσική σε κάποια πάρτι μας) συνενώθηκε με την πασοκομανία στο φριχτό αποτέλεσμα του Εθνικού Σταρ να τραγουδάει «Θα τον μεθύσουμε τον ήλιο». Είχε προηγηθεί άλλη μια τέτοια προσπάθεια στη Γλυφάδα, με ακόμα χειρότερα αποτελέσματα. Όλη αυτή η κατάσταση έφτασε στο να προκηρυχθεί και διαγωνισμός διηγήματος με θέμα το ΠΑΣΟΚ.
Έτσι, ανάμεσα στις παιδικές σειρές από τα 90ς και στα trash parties στο Γκάζι, παίρνει τη θέση της μια ειρωνική απεικόνιση του κόμματος που σημάδεψε τη Μεταπολίτευση όσο κανένα άλλο. Η περίοδος αυτή μαρκάρεται ως «η εποχή του ΠΑΣΟΚ» –πράγμα όχι πρωτοφανές, αλλά με νέα πλέον χαρακτηριστικά– και ταυτίζεται με την ξεγνοιασιά, την αφθονία και την άνεση, σε αντιδιαστολή με την Ελλάδα της κρίσης. Η καλτ απεικόνιση του ΠΑΣΟΚ έχει, λοιπόν, όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά της νοσταλγίας, αλλά λειτουργεί με έναν διπλό τρόπο: το ΠΑΣΟΚ χλευάζεται, με συμβολική έμφαση στο κιτς και στα σκυλάδικα, για να κατηγορηθεί για τα δεινά της κρίσης, αλλά ταυτόχρονα γίνεται σύμβολο μιας εποχής που θα θέλαμε πολύ να έχουμε ζήσει, ως το απόλυτο σύμβολο ενός φαντασιακού χρυσού παρελθόντος.
Αυτό το φαντασιακό παρελθόν είναι ένα ασφαλές καταφύγιο –η νοσταλγία άλλωστε λειτουργεί σχεδόν πάντα καθησυχαστικά. Είναι εύκολο να κρίνουμε αυτή τη διαδικασία ως βλαβερή ή γραφική (και συχνά είναι όντως), αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι κοινωνίες έχουν ανάγκη να χρησιμοποιούν και να ανακατασκευάζουν έτσι το παρελθόν τους, ως μέσο για την επίτευξη μιας ηρεμίας εν μέσω δύσκολων συνθηκών. Ταυτόχρονα, εφόσον το ΠΑΣΟΚ συμπυκνώνει όλα τα δεινά της Μεταπολίτευσης, η συγκεκριμένη εικόνα του λειτουργεί και ως σκιάχτρο, ώστε να μην επαναληφθούν τα λάθη που θεωρείται ότι οδήγησαν στην κρίση. Τα memes «χ με ΠΑΣΟΚ, χ με ΣΥΡΙΖΑ» είναι το απόλυτο δείγμα αυτής της διπλής συνθήκης.
Στην πραγματικότητα, η cult-οποίηση του ΠΑΣΟΚ σχετίζεται και με την τάση δαιμονοποίησης της Μεταπολίτευσης που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια. Σε αυτό το σκεπτικό –που δεν προωθείται σε καμία περίπτωση μόνο από τη Δεξιά– μεγεθύνονται όλα τα πραγματικά ή φανταστικά αρνητικά της Μεταπολίτευσης και διαγράφονται ταυτόχρονα όλες οι κοινωνικές κατακτήσεις και η δημοκρατική σταθερότητα της περιόδου. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα memes με το ΠΑΣΟΚ υπονομεύουν τα πολιτικά μας αντανακλαστικά (παρόλο που προσωπικά τα περισσότερα από αυτά δεν μου φαίνονται καθόλου αστεία πλέον), ούτε ότι τα δύο φαινόμενα ταυτίζονται. Πρόκειται, όμως, για συγγενικές εκφάνσεις μιας συνολικής κουλτούρας της εποχής –ενός zeitgeist ας πούμε. Προσωπικά, δεν ξέρω άλλη περίπτωση όπου η δημόσια εικόνα ενός κόμματος αλλάζει τόσο γρήγορα και με τόσο ποπ τρόπο. Είναι το απόλυτο παράδειγμα συμπλοκής της ποπ κουλτούρας με την πολιτική, εν προκειμένω από μια νοστολαγνική σκοπιά. Παρόλο που υπάρχουν οι κίνδυνοι της συνολικής απαξίωσης της Μεταπολίτευσης, αυτό που συμβαίνει με το ΠΑΣΟΚ είναι απλώς μια ακραία έκφανση της συνηθισμένης διαδικασίας κατά την οποία οι εικόνες μας για την πολιτική περνούν μέσα από ποπ φίλτρα.
Οι χρήσεις του παρελθόντος στο παρόν είναι ένα περίπλοκο φαινόμενο που μπορεί να μην σχετίζεται άμεσα με την πολιτική. Μέρος αυτών των χρήσεων είναι και η νοσταλγία, που συχνά υπερβαίνει το προσωπικό βίωμα και γίνεται κτήμα μιας ολόκληρης (ή και παραπάνω) γενιάς. Η cult-οποίηση του ΠΑΣΟΚ είναι ένα αναπάντεχο υποπροϊόν της κρίσης και μας δείχνει ότι στην πολιτική αυτό που συχνά έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι ο συμβολισμός –και το παρελθόν είναι ένας από τους πιο σημαντικούς συμβολικούς πόρους της πολιτικής. Η αβεβαιότητα και η απαισιοδοξία της εποχής της κρίσης μας οδηγεί στο να κοιτάξουμε προς τα πίσω, σε ένα παρελθόν που δεν έχουμε ζήσει όχι μόνο λόγω ηλικίας, αλλά και επειδή στην εκδοχή που το φανταζόμαστε δεν υπήρξε ποτέ. Παρ’ όλα αυτά, το μεγάλο ΠΑΣΟΚ που σχηματοποιείται μέσα από memes, φωτογραφίες με ζεϊμπέκικα και μπουκάλια Ballantine’s ανάμεσα σε γαρύφαλλα είναι αυτή τη στιγμή πολύ πιο ισχυρό συμβολικό κεφάλαιο από το ζαρωμένο και ανούσιο ΠΑΣΟΚ του 2017. Η πραγματικότητα, για ακόμη μια φορά, δεν στέκεται στο ύψος των περιστάσεων.
Social Links: