Στην αέναη παρέλαση της ελληνικής αντεργκράουντ χιπ-χοπ σκηνής, η οποία σκαρφαλώνει προς την κορυφή, όποια και αν είναι αυτή, στηριζόμενη στα πρόχειρα στούντιο και τις μεταχειρισμένες κονσόλες αγορασμένες με μοίρασμα φυλλαδίων και χαρτζιλίκι από κάλαντα –παρά το περασμένο της ηλικίας, εμφανές ήδη από την άγουρη εμφάνιση της τριχοφυΐας στο πρόσωπο- και λάιβ με δύο ονόματα, εφτά η ώρα το απόγευμα σε καφετέριες στη… γκανγκστερομάνα Νέα Ερυθραία, με το μικρόφωνο να τρέμει στο μικρομέγαλο χέρι και τη φωνή να βγαίνει από το ηχείο παραμορφωμένη από την εφηβεία και το τρόμο της λαχτάρας να βγει το δεκαεξάμπαρο χωρίς κόμπιασμα, η επιτυχία και η αποτυχία είναι υπερβολικά σχετικές ιδέες. Η δημιουργία και η ολοκλήρωση ενός τραγουδιού ή ενός set list μεταφράζεται σε λαχτάρα και αγωνία που διαπερνά τη προσπάθεια, γίνεται φετίχ και αντικείμενο έμπνευσης. Η «φάση» αυτοτροφοδοτείται, το ταγκ που ο Χ έκανε στη γειτονιά του πατιέται από τον Ψ και αυτό είναι casus belli που θα συνεχιστεί με στραβά βλέμματα στο δρόμο, σπρωξιές και ματωμένες φάτσες, συμφιλίωση και κοινό κομμάτι. Η «φάση» θα πεθάνει λίγο αργότερα, σε κάποιο ΤΕΙ της επαρχίας μακριά από τη γειτονιά ή μετά από διπλοβάρδια πάνω σε ένα μηχανάκι με κουτί ντελιβεράδικου πίσω.
Αυτό ωστόσο ισχύει για τους άλλους. Ο Νικόλας / Bloody Hawk, ξεκινώντας ως «φθείρομαι» από τη Ξάνθη, είναι πολύ νέος ηλικιακά για τη σκηνή, αλλά ήδη μοιάζει να κουβαλάει ένα παρελθόν. Όχι το υφολογικό, επιφανειακά γνωστό για τους ράπερς που τα είδαν όλα και τα έγραψαν όλα από το πρώτο τους κομμάτι. Ο Νικόλας παραδέχεται ότι δεν έχει να πει και πολλά, μόνο όσα ξέρει. Γράφει για εκείνον, για όσα φοβάται, όσα τον κάνουν να πονάει και να βασανίζεται. Γράφει για την αίσθηση της ματαιότητας. Για το ειρωνικό χρονικό σημείο που βιώνεις την κορύφωση της έμπλεης ζω(τ)ικότητας εφηβείας, την στιγμή που κυριολεκτικά νιώθει κανείς πως μπορεί να πετάξει και δεν θα πεθάνει ποτέ, ενώ παράλληλα αγγίζεις για πρώτη φορά το χρονικό φράγμα της απαρχής της φθοράς. Ο Bloody Hawk χωρίς να ζητήσει άδεια από κανέναν σε μια σκηνή που η ιεραρχία σήμαινε πολλά, δημιουργεί με λόγια και μοτίβα που ξεπερνούν τη σκηνή του. Ζητά συγγνώμη μόνο για το γεγονός ότι υπάρχει.
Εκείνο που τον καθιστά ωστόσο κληρονόμο μιας ιδιαιτέρως ξεχωριστής κι εξέχουσας θέσης στη σκηνή της χώρας, είναι ότι ενώ η σκηνή μάχεται σε ένα μέτωπο, ο ίδιος κατευθύνεται σε άλλο, χωρίς να κοιτάζει πίσω του. Θυμίζει αμυδρά το απόσπασμα από τη «συνέντευξη» του Tupac στον Kendrick Lamar (τραγούδι Mortal Man, δίσκος To pimp a butterfly, 2015):
“But while my loved ones was fighting the continuous war back in the city
I was entering a new one
A war that was based on apartheid and discrimination
Made me wanna go back to the city and tell the homies what I learned
The word was respect…”
Ο ίδιος είναι ενεργός στο YouTube από το 2013 (σημειωτέον είναι περίπου 19 ετών) ανεβάζοντας αρκετά τραγούδια και ίσως αυτό να εξηγεί πως έχει ξεφύγει από τις εφηβικές ασθένειες του ραπ: αποφεύγει συνειδητά στους στίχους του να αντιμετωπίσει λεκτικά και να συγκρουστεί στιχουργικά με άλλους καλλιτέχνες, ένα θεματικό μοτίβου που συνηθίζεται παγκοσμίως στη χιπ-χοπ σκηνή, είτε μιλάμε για τον Kendrick Lamar (όλο το κομμάτι Humble είναι επί της ουσίας μια κλωτσοπατινάδα στα κεφάλια όλων των υπόλοιπων ομότεχνών του, ενώ λέει πόσο πιο γαμάτος είναι από όλους vs “Bitch, be humble”) είτε για τη Ζωντανή Εμφάνιση από ΒΠ. Επικεντρώνει σε κάτι πιο δύσκολο, επιλέγει να αναμετρηθεί με την ίδια του την ταυτότητα. Ζορίζεται με τον ετεροπροσδιορισμό της προσωπικότητας του. Το Βαρύ σχολιάζει τη σχέση του με τον πατέρα του, τα Καρφιά τη ματαιότητα του να προσπαθήσεις να δημιουργήσεις -ή να προσπαθείς γενικά: «(…) βάλτο να ακουστεί δυνατά, σκατά άκου με, δεν έχει να λέει (…) αυτό το χάος δε με ξέρει /και γω βαφτίζομαι οδηγός (…) με αφήνει αδιάφορο το αν ο Ιησούς είναι θεός/με ενδιαφέρει αν μου πάει ο σταυρός»
Οι στίχοι του είναι εμποτισμένοι με όσα αντικειμενικά ασκούν μείζονα επιρροή σε έναν άνθρωπο νεοφώτιστο, που μόλις σταμάτησε νομικά να είναι έφηβος, αλλά μέσα του τρεκλίζει υπό το βάρος της ενηλικότητας, γιατί του έχει καταστεί σαφές εκ πείρας, ότι αυτή συνυφαίνεται με την παρακμή, τη φθορά, τον χαμό, τον άδικο τον εξοργιστικό, τον ανεξήγητο, τον ανεπίστρεπτο (rip Nimbus D). Οπότε με ένα δεδομένο ταλέντο στους στίχους και μια φωνή επαρκή για το είδος, γράφει για όσα τον σημάδεψαν: Η σχολική ζωή του, η ανατροφή και το μεγάλωμα του, η καθημερινότητα στην επαρχία (Daewoo και Κομπλεξικό, ξεχωρίζουν) και οι σχέσεις με τους γονείς (Βαρύ) όχι απλώς χρησιμεύουν, αλλά νοηματοδοτούν τις εικόνες του και δίνουν μια διαρκή συνοχή σε όλον το δίσκο. Δίνει δηλαδή μια επιπλέον διάσταση και σε πιο «πανηγυρικά» κομμάτια, όπως το -προσωπικό αγαπημένο- Δαχτυλίδι, περιλαμβάνει τόσο συμπυκνωμένα όλα τα κλισέ του battle rap με στίχο επαρκώς αφελή ωστόσο, ώστε το κομμάτι να ακροβατεί στα όρια της παρωδίας. Το μόνο πραγματικό diss track του δίσκου, είναι το Βαρύ.
Αυτά που σημάδεψαν το Νικόλα είναι παρόμοια πράγματα που βιώνουν και άλλοι πολλοί, καλλιτέχνες και μη. Στην περίοδο της εφηβείας μπορεί κανείς να μην είναι σίγουρος πως ακριβώς δουλεύει η φάση, πως ζούμε, πως αλληλεπιδρούμε με τους ανθρώπους και τα πράγματα. Το παράλογο αυτό ο Νικόλας το αναγάγει σε βίωμα, σε αγώνα, σε ήττα, όχι σε λιποταξία. Έχει τη διαύγεια πνεύματος, σαν έτοιμος από καιρό, ξέρει από τι είναι φτιαγμένος και μπορεί να το επικοινωνήσει σε όλους μας, μιας και όλοι υπάρξαμε σαν αυτός και αυτός, ψεύτικος, με φαγωμένη μούρη σαν αγιογραφία, είναι σαν εμάς -μας μοιάζει. Μισεί τους πάντες και πρώτο τον εαυτό του. Γιατί κάνει ραπ; Απαντάει και σε αυτό με ένα κομμάτι του. Νόμιζε πως έτσι δεν θα πεθάνει ποτέ. Κατόπιν στοχάζεται ότι όλοι πεθαίνουν. Τώρα βρίσκει νέο λόγο να συνεχίζει: στην απουσία νοήματος.
Εμείς δεν θα πεθάνουμε ποτέ, αυτό θα λέει ο τάφος μου επάνω
Τέλος, μια κουβέντα για το Ανάγκη να σε δω.
Ωραίοι στίχοι, επικοινωνούν το ευρύ νόημα του δίσκου και όλα τα προλεχθέντα και οκ. Κάποτε κάποια μου είπε πως έπαιζε το τραγούδι μέσα στο μυαλό της στο Μετρό και έβαλε τα κλάματα, στα καλά καθούμενα μπροστά σε όλους. Δεν κατάλαβα τι σήμαινε αυτό, μετά άκουσα το κομμάτι, τελικά κατάλαβα τι έλεγε. Το αυτό συνέβη αντιστρόφως όμως, όταν της είπα ότι την πρώτη φορά που άκουσα το Βαρύ ήθελα να αδειάσω τα σωθικά μου. Απόρησε, μετά μάλλον άκουσε προσεκτικά το τραγούδι, κατόπιν τούτου, ελπίζω πως κατάλαβε.
Social Links: